Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2023

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (159)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Τρίτη, 7 Φεβρουαρίου 2023


                                                 Jacob Burckhardt
                                                      ΤΟΜΟΣ 3ος
                          ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ:
ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ
                                            IΙ. ΕΞΑΜΕΤΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ


1. Η ΟΜΗΡΙΚΗ ΕΠΟΠΟΙΙΑ

Έχουμε ήδη αναφέρει σε προηγούμενο κεφάλαιο τη ζωτική σημασία που είχε για τους Έλληνες η πρόσληψη των παραδόσεων του μακρινού παρελθόντος σαν μια ευμεγέθη ολότητα. Αλλά και μόνο οι αοιδοί της είχαν μια πλήρη και συνεχή γνώση αυτών των παραδόσεων· ακόμη και αν δεν ήταν αυτοί που γέννησαν την πίστη και το μύθο, τουλάχιστον εισήγαγαν και εξισορρόπησαν αυτά τα στοιχεία σε ένα μεγάλο αρμονικό σύνολο, ασκώντας τεράστια και απροϋπόθετη επιρροή στη λαϊκή φαντασία.

Η ποίηση του αοιδού αφηγητή, σε αντίθεση με τον ύμνο, που ως απλή επίκληση των θεών ανήκει στη λαϊκή ποίηση, χαρακτηριζόταν εξ αρχής από ένα είδος σοφίας, που σημαίνει ότι απαιτούσε μια πλούσια γνώση της παράδοσης, μια μαθητεία που ξεκινούσε από νεανική ηλικία, και μια αφιέρωση ζωής. Ανεξάρτητα από το αν υπήρξε κάποια σχέση με τους αρχαίους αοιδούς της Θράκης και τις Πιερίας, ο Όμηρος δεν θα μπορούσε να είναι ο πρώτος σοφός ποιητής· σε οποιαδήποτε περίπτωση πάντως ο τονισμός και το ύφος αυτού του ποιητή αποτελεί την κατάληξη μιας μακρόχρονης παράδοσης αοιδών και σχολών ποιητικής τέχνης· έτσι μόνο εξηγείται η αλάνθαστη βεβαιότητα της κατάληξης.

Είναι σχεδόν βέβαιο ότι το ύφος και τό είδος αυτής της αφήγησης υπήρξαν δημιουργήματα εξαιρετικά ταλαντούχων ανθρώπων, διότι εκτός από το αξιοθαύμαστο ταλέντο τους διέθεταν και την καθαρότερη μορφή εθνικής συνείδησης· οι υπόλοιποι συνέλεξαν ότι είχε δημιουργηθεί με απέραντο μόχθο, και το διέδωσαν.

Βαθμιαία το σύνολο της ελληνικής θρυλικής παράδοσης έγινε τόσο οικείο και παρών στους ακροατές της, ώστε να είναι σε θέση να επιλέγουν και ο αοιδός να τους αφηγείται, το συγκεκριμένο απόσπασμα, ή την περιπέτεια που επιθυμούσαν να ακούσουν. Τί ακριβώς αποκόμιζε ως γνώση ο κάθε ακροατής από τους αοιδούς δεν έχει ιδιαίτερη σημασία· κάτι τέτοιο θα μπορούσε απλώς να οδηγήσει σε μια συνέχιση της αφήγησης σε πεζό λόγο. Σε γενικές γραμμές, ο πραγματικός αοιδός, παρέμενε ο απόλυτα απαραίτητος μεσολαβητής για οτιδήποτε υπερέβαινε την καθημερινότητα· ήταν ένα εξαιρετικά σημαντικό επάγγελμα στη ζωή των ανθρώπων, μια «συντεχνία» της οποίας τα μέλη αποτελούσαν τους περιπλανώμενους φορείς διάδοσης κάθε είδους ανώτερης γνώσης.

Αλλά η μεταβίβαση της υμνογραφίας ήταν προφορική. Η χρήση της γραφής υπήρξε αρκετά μεταγενέστερη, όπως αποδεικνύει η ύστερη εμφάνιση του πεζού λόγου, καθώς και η σημασία που ο Ευριπίδης αποδίδει ακόμη την εποχή της αττικής τραγωδίας, σε εκείνη την προφορική τέχνη του λόγου. Το ότι δεν εφαρμώστηκε εξ αρχής στην εποποιία το αποδεικνύουν οι συχνές επωδοί, οι επαναλήψεις, και οι προσθήκες, που βοηθούν στη απομνημόνευση· αλλά η πειστικότερη απόδειξη της προφορικής μετάδοσης είναι για εμάς το ότι ακριβώς συνιστούσε κυρίως ένα είδος ψυχαγωγίας. Οι ύμνοι αυτοί αποπνέουν μιαν απόλυτη ικανότητα χειρισμού της βραχυλογίας η οποία προϋποθέτει ιδιαίτερη ζωντάνια, και δύσκολα συναντάται σε αφηγήσεις λαών που χρησιμοποιούν το γραπτό λόγο. Διότι στους Έλληνες τα γεγονότα δεν επέζησαν «γραφόμενα» αλλά «αδόμενα», εξαλείφοντας μ’ αυτό τον τρόπο κάθε δυσάρεστη χροιά. Η απομνημόνευση ήταν επομένως εξαιρετικά σημαντική για τον αοιδό, και δεν είναι τυχαίο το ότι μητέρα των Μουσών υπήρξε η Μνημοσύνη. Ας αναλογιστούμε όμως ότι οι Βέδες, και ολόκληρη η αρχαία λογοτεχνία της Ινδίας, ακόμη και μέχρι την βουδιστική εποχή, μεταδιδόταν προφορικά, και ότι οι αυθεντικοί βραχμάνοι, που ζουν στα περίχωρα της Καλκούτας, διδάσκονται από τους δασκάλους τους ακόμη και σήμερα, όπως οι πρόγονοί τους εδώ και τρείς ή τέσσερις χιλιάδες χρόνια την από στήθους απαγγελία, παρότι υπάρχει και σε γραπτά κείμενα, ολόκληρης της Ριγκβέντα, με τους χιλιάδες ύμνους της, και τις περίπου τριάντα χιλιάδες slokas, που περιλαμβάνουν τελετουργίες, διδασκαλίες και νόμους, και είναι πολύ πιο πολύπλοκες στην αποστήθιση από τα έπη. Εκείνος που κατόρθωνε να αποσπασθεί από το περιβάλλον εξασφαλίζοντας την απαραίτητη συγκέντρωση για την αποστήθιση όλων αυτών των κειμένων κατακτούσε μια θεϊκή ιδιότητα και τεράστιο κύρος.

Το περιεχόμενο του ομηρικού και του ησιοδικού έπους μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι δύο μεγάλοι ραψωδοί είχαν πολλούς προπομπούς· η Θεογονία ιδιαίτερα αποτελεί στην πραγματικότητα το κλειδί για πολλά άλλα είδη επικής ποίησης που προϋπήρξαν. Αλλά και ο ίδιος ο Όμηρος προϋποθέτει ότι όλοι οι ήρωές του, και πολλά από τα κατορθώματα τους, είναι ήδη γνωστά, και οι αναφορές του σε πρόσωπα γίνονται με τρόπο που αποδεικνύει πως ο ακροατής του τα έχει ήδη γνωρίσει από άλλες περιγραφές· η αφήγησή του αρχίζει in medias res (από το μέσον της πλοκής), προϋποθέτοντας ότι οι ακροατές του βρίσκονται προ πολλoύ in mediis rebus (στο μέσον των γεγονότων), βαπτισμένοι δηλαδή στον ηρωικό μύθο, και αυτό που παραθέτει μοιάζει με τη σύνωψη ενός πολύ ευρύτερου συνόλου. Διαφαίνονται τα υπολείμματα μιας Θεογονίας, που διαφέρει από αυτήν του Ησιόδου, μιας Ηρακλειάδας, και μιας αργοναυτικής εποποιίας. Μια γενική αντίληψη αυτής της προ-ομηρικής εκδοχής του έπους χωρίς συνοχή, δηλαδή χωρίς τον Όμηρο, μας προσφέρουν τα ποιήματα Σέρβων, εξαιρετικά ταλαντούχων στην ποίηση. Παρότι οι δημιουργοί τους υπήρξαν επίσης σοφοί υμνωδοί δεν κατώρθωσαν να πυροδοτήσουν μιαν εξέλιξη των χαρακτήρων του Μάρκος και του Μίλος· πρόκειται δηλαδή για ένα είδος Ιλιάδας προ Ομήρου, δηλαδή μια δυνατή ποίηση, την οποία όμως ο μεγάλος διδάσκαλός της δεν την υπερέβη.

Για τους Έλληνες ο μεγάλος διδάσκαλος είναι ο Όμηρος. Διότι επωφελούμενος, όπως λέει και ο ίδιος, από όλη την υπάρχουσα προεργασία, ακόμη και σε επίπεδο χαρακτήρων, κατώρθωσε να δημιουργήσει μεγάλες σύνθετες ακολουθίες, και να ανάγει σε ενιαίο σύνολο τις επιμέρους περιπέτειες, ξεδιπλώνοντας όλες τις δυνατότητες της τέχνης· ήταν ο πρώτος που μπόρεσε να αξιολογήσει τις διάφορες αφηγήσεις, να συναρμολογήσει με επιτυχία τα μέρη τους, να ξεχωρίσει με σύνεση το σημαντικό από το δευτερεύον, και αξιοποιώντας το ταλέντο του να εξελίξει τα θέματα και τους χαρακτήρες.

Αυτός όμως που είχε τη δυνατότητα να επιτύχει μια τέτοια πρόοδο και εξέλιξη του Αχιλλέα και του Οδυσσέα δεν θα μπορούσε παρά να είναι ένα και μοναδικό πρόσωπο, και στην προκειμένη περίπτωση ένας εξέχων ποιητής. Είναι λάθος να θεωρεί κανείς ότι πρόκειται για ένα έργο τέχνης που αποτελείται από αναρίθμητα μέρη. Μια τέτοια τελειότητα δεν κατακτάται από μόνη της, ούτε σταδιακά, απαιτεί την παρουσία μιας εξέχουσας προσωπικότητας.

Είναι αλήθεια ότι για την προσωπικότητα του Ομήρου γνωρίζουμε ελάχιστα. Ακόμη και οι αρχαίοι διαφωνούσαν ως προς όλα όσα τον αφορούσαν, ως προς την πατρίδα του, την οικογένειά του, ακόμη και ως προς την εποχή που έζησε, και οι Βιογραφίες του Ομήρου που μας παραδόθηκαν μας προσφέρουν ελάχιστα, κυρίως δε η πλέον λεπτομερής, που αποδίδεται εσφαλμένα στον Ηρόδοτο, και είναι μια προκλητική μελέτη ύστερης εποχής, σχεδόν αλλόκοτη, διότι μοιάζει να λοιδορεί τον αναγνώστη. Για το θέμα αυτό παραπέμπουμε στο πόνημα του O. Müller με τίτλο «Ιστορία της Λογοτεχνίας» που υποστηρίζει ότι ο Όμηρος ήταν Ιονικής καταγωγής και ότι έζησε τον 9ο αιώνα. Την καταγωγή του από τη Μικρά Ασία αποδεικνύει το γεγονός ότι γνωρίζει πολύ καλά την περιοχή της Τροίας· κατά τα άλλα είναι επίσης εξοικειωμένος με την υπόλοιπη Ελλάδα, την Ιθάκη και την Πύλο, ενώ οτιδήποτε αφορά περιοχές πέρα από τις πλησιέστερες δυτικές νήσους ανάγεται στο μύθο.

Ανεξάρτητα από το ποιες υπήρξαν οι συνθήκες της ζωής του, πιστεύουμε ότι ένας τέτοιος ποιητής θα πρέπει να υπήρξε ευδαίμων. «Αυτή η έντονη δραστηριότητα μιας τόσο νεανικής φαντασίας… η οποία μπορεί να σκιαγραφεί τις μορφές μιας μεγαλειώδους ηρωικής εποχής, με μια σχεδόν εύθυμη διάθεση, η ακόρεστη αναζήτηση λεπτομερειών που θα καταστήσουν αυτές τις μορφές γοητευτικές, πέρα από κάθε προσδοκία, η αυθεντική χαρά και η απλότητα με τις οποίες εγκαταλείπεται σε έναν κυκεώνα ποιητικών αναπαραστάσεων, παραδίδεται με μια ξέγνοιαστη και ανέμελη διάθεση στους κυματισμούς που τον θωπεύουν απαλά», συνιστούν αποδείξεις μιας ανείπωτης εσωτερικής ευδαιμονίας.

Απ’ όλες τις μορφές εκδήλωσης της λογοτεχνίας, η ομηρική ποίηση είναι η πλέον αντικειμενική, αυτή που παραδίδει πληρέστερα το πνεύμα στο αντικείμενό του, χωρίς να το εμπλέκει ποτέ με προσωπικές καταστάσεις, συγκυρίες και συσχετισμούς με το υποκείμενο. Το ομηρικό πνεύμα κατοικεί σε μιαν ανώτερη και στιβαρότερη σφαίρα, πλήρως απελευθερωμένο από φροντίδες και ανάγκες του παρόντος». Είναι επομένως λογικό να μην αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία, ακόμη και αργότερα, στο ερώτημα αν ο Όμηρος υπήρξε ένας τυφλός ποιητής· για ένα άνθρωπο με μια τόσο οξυμένη εσωτερική όραση δεν θα πρέπει να θεωρείται μειονέκτημα.

Σε ότι αφορά τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τα μεγάλα ομηρικά έπη έγιναν για πρώτη φορά γνωστά στην ολότητά τους, την εποχή κατά την οποία ο ραψωδός δεν είχε ακόμη κανένα αντίπαλο στην κιθαρωδία και τη διθυραμβική ποίηση, τη σταδιακή επικράτηση αυτών των τελευταίων ειδών ποίησης και την επικράτηση της μορφής επί του περιεχομένου στους ύστερους ραψωδούς, την απλή αποσπασματική απαγγελία η οποία εμφανίζεται αργότερα, και τέλος στις υπηρεσίες που προσφέρθηκαν στον Όμηρο από το Σόλωνα και τον Πεισίστρατο, παραπέμπουμε εκ νέου στον O. Müller. Το σημαντικότερο απ’ όλα είναι ότι τα ομηρικά έπη διασώθηκαν ακριβώς επειδή το πλέον προικισμένο έθνος του κόσμου αφιερώθηκε απόλυτα σ’ αυτή την επιδίωξη. Κατά τους αρχαίους χρόνους σημαντική υπήρξε η συνεισφορά των Ομηριδών της Σμύρνης, τους οποίους δε θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε σαν μια οικογένεια, αλλά σαν μια συσπείρωση ανθρώπων που ασκούσαν μια κοινή τέχνη και λάτρευαν έναν ήρωα, από τον οποίο και έλκυαν την ονομασία τους. Σύμφωνα με μια συνήθη εξέλιξη των γεγονότων, όπως την παραθέτει ο Αιλιανός, επιστρέφοντας ο Λυκούργος από την Ιωνία μεταφέρει την απαγγελία αποσπασμάτων στα οποία είχε τεμαχιστεί το έπος, ενώ αργότερα ο Πεισίστρατος τα εντάσσει, κομμάτι-κομμάτι, στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Η εργασία αυτή ανατέθηκε, μεταξύ άλλων, και στον Ονομάκριτο, αυτόν ακριβώς που είχε φροντίσει να αλλοιώσει χρησμούς. Εδώ, ο ίδιος και οι συνεργάτες του υπήρξαν ευσυνείδητοι, και φρόντισαν με ιδιαίτερα κριτική αφοσίωση να επιλέξουν μόνον ότι ανήκε στην αρχαία παράδοση. Μπορούμε ασφαλώς να υποθέσουμε ότι ένα μεγάλο μέρος από αυτά τα αποσπάσματα ενδεχομένως θυσιάστηκε ή τροποποιήθηκε, όταν καθένα από αυτά τα δύο έπη μοιράστηκε σε εικοσιτέσσερις ραψωδίες.

Για να αποκτήσουμε μιαν ακριβή αντίληψη της σύνθεσης της Ιλιάδας θα πρέπει κατ’ αρχάς να λάβουμε υπόψη ότι, σε αντίθεση με τη διάταξη σε ομόκεντρους κύκλους της Οδύσσειας, εδώ έχουμε ένα γραμμικό έπος που παρουσιάζει τα γεγονότα χρονολογικά, και στο οποίο δεν πρόκειται να συναντήσουμε την ένταση ενός δράματος, ή ακόμη την φτηνή υλική φόρτιση ενός σύγχρονου μυθιστορήματος. Αυτός ο τύπος της σύνθεσης, που έχει τη μορφή ζωφόρου, έτερπε πιθανότατα τόσο τους αοιδούς, όσο και τους ακροατές τους, με κίνδυνο να υπερβεί τα όρια της υπομονής των τελευταίων· αυτός είναι κα ο λόγος που δεν μας πείθει απόλυτα O. Müller, όταν υποστηρίζει ότι αρχικά το έπος ήταν στενότερα συνδεδεμένο με τo κεντρικό θέμα, την οργή του Αχιλλέα, και ότι αργότερα, κυρίως στην πρωτόλεια ποίηση, εμπλουτίστηκε σημαντικά με νέα αποσπάσματα «ώσπου να αποκτήσει μια δυσανάλογη έκταση». Είναι αλήθεια ότι ορισμένες παρατυπίες, ορισμένα σφάλματα στη συρραφή της αφήγησης, ορισμένες παρεκβάσεις, είναι πολύ εμφανείς· αλλά το έπος διαμορφώθηκε από όλα σχεδόν τα μέρη του, σε μια τόσο αρχαία εποχή, ώστε η κριτική που θα απέβλεπε στην αιτιολόγηση των ελαττωμάτων να είναι εκτός χρόνου. Στην Ιλιάδα δεν υφίσταται η κυριαρχία του θεσμού των Δελφών, δεν υπάρχει δωρική εισβολή, ιωνικές μητροπόλεις, αναφορά στο Βόσπορο, στην κυριαρχία πλούσιων τύραννων επί της Κορίνθου, ιππικό με τη μορφή πολεμικού μέσου κ.ο.κ. Ακόμη και αν όλα αυτά υπήρχαν την εποχή του Ομήρου – και εν μέρει υπήρχαν – ο ορίζοντας των αοιδών εκτεινόταν σε μιαν αρχαιότερη εποχή, στην οποία και όφειλε κανείς να παραμείνει πιστός. Κάθε ιδιαίτερο περιστατικό είχε ήδη προ πολλού υποστεί την επεξεργασία προ-ομηρικών υμνωδών, και είχε πιθανότατα βρει την κατάλληλη θέση του, όπως και οι διάφοροι χαρακτήρες των προσώπων είχαν ήδη ζυμωθεί από άλλα χέρια, πριν αποκτήσουν την οριστικά ολοκληρωμένη μορφή τους. Η Ιλιάδα, καθώς και η Οδύσσεια, εμφανίζεται ακριβώς, όπως αναφέραμε προηγουμένως, όχι σαν ένα ξεκίνημα, αλλά σαν μια κατάληξη υψίστης τελειότητας, ούτως ώστε μερικές μεγάλες προσθαφαιρέσεις, ή κάποια άλλου είδους αυθαίρετη παρέμβαση, να μην έχουν πλέον καμία σημασία. Ακόμη και αν η τελική διευθέτηση ανήκει στην εποχή του Πεισίστρατου, ή σε άλλη μεταγενέστερη εποχή, η μορφή και το περιεχόμενο δεν παύουν να ανήκουν σε αρχαιότερους χρόνους, και να μην περιέχουν κανένα απολύτως χαρακτηριστικό της μετα-ομηρικής εποχής· και αυτή η διευθέτηση είναι έργο του Ομήρου, ο οποίος αποτύπωσε προσωπικά έναν κόσμο που θεωρούσε αρχαίο και ιδανικό.

(συνεχίζεται)


Ο ΤΡΟΠΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ, ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ Η ΟΠΟΙΑ ΕΙΔΕ ΤΟ ΑΓΑΘΟ ΤΟ ΕΝΣΤΕΡΝΙΣΤΗΚΕ ΚΑΙ ΕΠΕΤΡΕΨΕ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ ΝΑ ΑΠΟΚΤΗΣΕΙ ΦΤΕΡΑ ΚΑΙ ΝΑ ΠΕΤΑΞΕΙ ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΣΤΟΥΣ ΟΥΡΑΝΟΥΣ, ΟΠΟΥ ΤΗΝ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ Η ΧΑΡΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: