Συνέχεια από: Τρίτη 7 Μαρτίου 2023
ΠΕΡΙ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΑΠΟΡΙΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΤΟΝ ΙΩΑΝΝΗ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟ ΚΥΖΙΚΟΥ
2α
Από τον ίδιο λόγο, στο λεγόμενο· «Ποια είναι η σοφία που με περιβάλλει και τι είναι αυτό το μεγάλο μυστήριο; Ή μήπως θέλει, ενώ είμαστε μοίρα του Θεού κι έχουμε απορρεύσει από τον ουρανό, για να μη κυριευθούμε από έπαρση εξαιτίας της αξίας μας και καταφρονήσουμε τον Κύριο, να προσβλέπουμε πάντοτε προς αυτόν κατά τη μάχη και την πάλη μας προς το σώμα και η ασθένεια η δεμένη μαζί μας να είναι παιδαγωγία για το αξίωμά μας;».
Όταν κάποιοι διαβάζουν αυτά τα λόγια, επειδή δεν περιμένουν κανένα μισθό, όπως φαίνεται, για τον κόπο τους προς αναζήτηση της αλήθειας, καταφεύγουν στο εύκολο που αντλεί πολλή βοήθεια από τα ελληνικά διδάγματα, μιλώντας και για τη λογική ενότητα των λογικών όντων που κατά τη γνώμη τους υπήρχε κάποτε, σύμφωνα με την οποία είμαστε σύμφυτοι (συμφυείς) με το Θεό και είχαμε σταθερή παραμονή μέσα σ' αυτόν. Ακόμη και για την γενόμενη κίνηση που άρχισε, κι εξαιτίας της -διασκορπισμένα σε διάφορες κατευθύνσεις- τα λογικά (για τη δημιουργία του σωματικού τούτου κόσμου) μας έκαναν να δούμε το Θεό, για να δεθούν αυτά μέσα σε σώματα προς τιμωρία για τις προηγούμενες αμαρτίες τους· αυτά νομίζουν ότι υπαινίσσεται ο δάσκαλος με τα λόγια αυτά. Αλλ' αγνόησαν ότι κάνουν αδύνατες υποθέσεις και καταστοχάζονται απραγματοποίητα πράγματα, όπως προχωρώντας με λογική θ' αποδείξει ο αληθινός λόγος.
Αν δηλαδή το Θείον είναι ακίνητον, επειδή πληρώνει (γεμίζει) τα πάντα, ενώ το κάθετι που έχει λάβει το είναι από το μη ον είναι κινητό, επειδή οπωσδήποτε κινείται προς κάποια αιτία και δεν έχει σταματήσει ακόμα κανένα κινούμενο, επειδή δεν έχει ακόμα αναπαύσει στο έσχατο επιθυμητό τη δύναμη της επιθυμίας του (γιατί κανένα άλλο δεν μπορεί ως από τη φύση του να σταματήσει αυτό που κινείται, παρά μόνο όταν φανεί το έσχατο), άρα κανένα κινούμενο δε σταμάτησε, επειδή δεν επέτυχε ακόμα το έσχατο επιθυμητό· για το λόγο ότι δε σταμάτησε με την εμφάνισή του την κίνηση εκείνων που κινούνται γύρω από αυτό. Κι αν αυτό λένε ότι έγινε κάποτε με διαταγή και τα λογικά διασκορπίστηκαν με παράγγελμα από τη σταθερή παραμονή τους μέσα στο έσχατο και μόνο επιθυμητό, για να μη φλυαρώ για το ποια είναι η απόδειξη, θα υποθέσουν αναγκαστικά ότι τα λογικά όντα θα έχουν στο άπειρο τις ίδιες μεταπτώσεις στα ίδια. Γιατί αυτό που μπόρεσαν από την πείρα τους μια φορά να το περιφρονήσουν, κανένας λόγος δε θα εμποδίσει να μπορούν να το περιφρονούν για πάντα. Να συμπεριφέρονται όμως έτσι τα λογικά όντα και να μην έχουν ούτε να ελπίζουν κάποιο αμετακίνητο θεμέλιο της σταθερότητάς τους μέσα στο καλό, τι άλλο θα μπορούσε να υπάρξει πιο ελεεινό από αυτό;
Εάν πάλι ισχυρισθούν ότι μπορούν αλλά δε θέλουν, επειδή έχουν λάβει πείρα για το αντίθετο, και έτσι πάλι όχι γι' αυτό το ίδιο ως καλό, αλλά εξαιτίας του αντίθετου εξ ανάγκης δείχνουν τη στοργή τους προς το καλό, επειδή δεν είναι από τη φύση του (αγαθό) ή κυρίως ποθητό. Γιατί ό,τι δεν είναι από τον εαυτό του αγαθό και ποθητό και δεν προσελκύει προς τον εαυτό του κάθε κίνηση, δεν είναι κυρίως καλό. Και γι' αυτό δικαιολογημένα ούτε και συγκρατεί την επιθυμία εκείνων που ευχαριστεί, αλλά στο τέλος και χάρη θα ομολογήσουν στο κακό, εκείνοι που καλλιεργούν αυτό το φρόνημα, γιατί τάχα από αυτό διδάχθηκαν το δέον και έμαθαν καλά πως είναι η παγίωση μέσα στο καλό, και θα μπορούσαν αυτό να το πουν υποχρεωτικά γένεση. Αυτό βέβαια, αν κατάλαβαν ότι αρμόζει σ' αυτούς και είναι χρησιμότερη από την ίδια τη φύση, επειδή τους διδάσκει εκείνο που τους συμφέρει και επειδή γεννά το σπουδαιότερο από όλα τα αποκτήματα, εννοώ την αγάπη, σύμφωνα με την οποία κατά φυσικό λόγο όλα όσα γίνονται από το Θεό συγκεντρώνονται στο Θεό κατά τρόπο μόνιμο και αμετάβλητο.
Και πάλι η γένεση των αισθητών και νοητών που δημιούργησε ο Θεός προεπινοείται της κινήσεως. Γιατί δεν είναι δυνατόν να υπάρχει πριν από τη γένεση κίνηση. Η κίνηση δηλαδή εκείνων που έχουν γίνει είναι των νοητών νοητή και των αισθητών αισθητή. Γιατί δεν υπάρχει κανένα απολύτως από όσα έχουν δημιουργηθεί που να είναι ακίνητο κατά την ουσία του, ούτε από αυτά ακόμα τα άψυχα και τα αισθητά, όπως ενόμισαν οι πιο επιμελείς μελετητές των όντων. Γιατί δίδαξαν αυτοί ότι όλα κινούνται ή ευθύγραμα ή κυκλικά ή ελικοειδώς. Κάθε κίνηση δηλαδή δημιουργείται με τον απλό ή τον σύνθετο τρόπο. Εάν λοιπόν προεπινοείται η γένεση της κίνησης εκείνων που την έχουν, τότε η κίνηση νοείται μετά τη γένεση εκείνων που την έχουν, επειδή έρχεται στο νου έπειτα από αυτήν. Και αυτήν την κίνηση την ονομάζουν δύναμη φυσική, που σπεύδει προς το οικείο τέλος ή πάθος, δηλαδή την κίνηση, που γίνεται από το ένα στο άλλο, κι έχει ως τέλος το απαθές, ή ενέργεια δραστική που τέλος της έχει το αυτοτελές. Κανένα από όσα έχουν δημιουργηθεί δεν είναι τέλος του εαυτού του, επειδή δεν είναι ούτε το ίδιο αιτία του εαυτού του, γιατί αλλιώς θα ήταν αγένητο (αδημιούργητο), άναρχον και ακίνητον (και δε θα είχε αρχή ούτε κίνηση), αφού δεν θα έχει από ποιο κατά κάποιο τρόπο να κινηθεί. Γιατί υπερβαίνει τη φύση των όντων, αφού δεν υπάρχει εξαιτίας κανενός, αν είναι αληθινός, έστω κι αν είναι ξενικός ο ορισμός, που λέει· «Τέλος είναι εκείνο που εξαιτίας του υπάρχουν τα πάντα, αυτό όμως υπάρχει εξαιτίας κανενός». Ούτε αυτοτελές είναι, γιατί είναι ανενεργό επειδή δεν είναι πλήρες και επίσης δεν έχει το είναι του από πουθενά. Γιατί το αυτοτελές είναι κατά κάποιο τρόπο και χωρίς αιτία. Ούτε απαθές είναι, επειδή είναι και μόνο και άπειρο και απεριόριστο. Γιατί το απαθές δεν έχει καθόλου στη φύση του το πάσχειν, επειδή ούτε ποθεί κάτι άλλο ούτε το κινεί προς κάτι άλλο ο πόθος του.
Κανένα λοιπόν από τα δημιουργημένα που είχε κίνηση δε σταμάτησε, επειδή δεν πέτυχε ακόμα την πρώτη και μόνη αιτία, από την οποία λαμβάνουν τα όντα το είναι, ή επειδή δεν βρέθηκε ακόμα μέσα στο έσχατο ποθητό, ώστε να νομισθεί ότι ο διασκορπισμός των λογικών όντων από την προηγούμενη ενότητα προκάλεσε στη συνέχεια μέσα του τη γένεση των σωμάτων. Και το επιβεβαιώνουν αυτό οι άγιοι ο Μωυσής και ο Δαβίδ και ο Παύλος, και ο Κύριός τους ο Χριστός, ο ένας διηγούμενος τον βίο του προπάτορα και λέγοντας «να μη δοκιμάσετε από το δένδρο της ζωής», και σ' άλλο σημείο, «δεν φθάσατε ακόμα ως τώρα στην ανάπαυση και στην κληρονομία που σας δίνει ο Κύριος ο Θεός σας». Ο άλλος λέγοντας «θα χορτάσω ατενίζοντας τη δόξα σου», και «ένιωσε δίψα η ψυχή μου για το Θεό που είναι ισχυρός και ζωντανός· πότε θα φθάσω και θα δω με τα μάτια μου το Θεό». Και ο Παύλος γράφοντας στους Φιλιππησίους· «μήπως και φθάσω στην ανάσταση των νεκρών· δεν λέγω βέβαια ότι ήδη την έχω επιτύχει ή ότι είμαι ήδη τέλειος, αλλά επιδιώκω να επιτύχω εκείνο για το οποίο με έκανε και ο Χριστός δικό του». Και στους Εβραίους γράφει· «γιατί εκείνος που εισήλθε στην κατάπαυση του Θεού, σταμάτησε κι αυτός από τα έργα του, όπως ο Θεός από τα δικά του». Και πάλι στην ίδια επιστολή διαβεβαιώνει ότι κανένας δεν επέτυχε τις υποσχέσεις. Ο Κύριος πάλι λέγει· «ελάτε προς εμένα όλοι όσοι κοπιάζετε και λυγίζετε από το φορτίο των μόχθων σας, και εγώ θα σας αναπαύσω».
Απολύτως λοιπόν κανένα από τα δημιουργήματα δε σταμάτησε τη φυσική δύναμή του να κινείται προς τον οικείο σκοπό του, ούτε σταμάτησε την ενέργειά του να την καθοδηγεί προς τον οικείο τέλος του, ούτε έδρεψε τους καρπούς του πάθους της κίνησης, δηλαδή την απάθεια και την ακινησία. Γιατί του Θεού μόνον ιδιότητα είναι το τέλος και η τελειότητα και η απάθεια, επειδή είναι ακίνητος και πλήρης και απαθής, ενώ γνώρισμα των δημιουργημάτων είναι η κίνηση προς το άναρχο τέλος και το σταμάτημα στο άσχετο με το ποσό τέλειο τέλος, και το ν' αποκτήσουν, αλλά να μη είναι ή να γίνουν στην ουσία τους χωρίς ποιο. Γιατί είναι φανερό πως κάθετι που γίνεται και δημιουργείται δεν είναι απεριόριστο. Το πάθος βέβαια πρέπει να το εννοήσουμε με την καλή του έννοια· γιατί δεν δηλώνεται εδώ το πάθος με την έννοια της τροπής ή της φθοράς, αλλά με τη φυσική ιδιότητα που έχουν όλα τα όντα. Όλα δηλαδή όσα έχουν δημιουργηθεί υφίστανται την κίνηση, επειδή τα ίδια δεν είναι αυτοκίνητα ή αυτοδύναμα.
Αν λοιπόν τα λογικά έχουν γίνει, οπωσδήποτε τότε και κινούνται, γιατί εξαιτίας της ύπαρξής τους κινούνται από την αρχή φυσικώς και με τη δική τους γνώμη προς ένα τέλος για χάρη της μακαριότητας (το ευ είναι). Τέλος δηλαδή της κίνησης όσων κινούνται είναι να υπάρχουν μέσα στο ίδιο το μακάριο είναι, όπως ακριβώς είναι και αρχή το ίδιο το είναι, δηλαδή ο Θεός, ο οποίος και το είναι δίνει και το μακάριο είναι χαρίζει, αφού είναι αρχή και τέλος.
Αν πάλι το νοερό κινείται νοερά ανάλογα με τον εαυτό του, τότε οπωσδήποτε και νοεί· κι αν νοεί, οπωσδήποτε και ποθεί το αντικείμενο της νόησής του· κι αν ποθεί, υφίσταται οπωσδήποτε και την έκσταση προς αυτό που είναι το ποθητό του· κι αν υφίσταται, είναι φανερό και ότι σπεύδει, κι αν σπεύδει, τότε οπωσδήποτε και επιτείνει τη σφοδρότητα της κίνησης· κι αν επιτείνει ολοένα τη σφοδρότητα της κίνησης, δε σταματά ώσπου να εισέλθει όλο μέσα σ' όλο το ποθητό και να περιληφθεί από όλο, δεχόμενο εκουσίως όλο κι αυτό με τη προαίρεσή του και συνειδητά τη σωτηρία αυτή περιγραφή, για να λάβει ολόκληρο την ποιότητα ολόκληρου εκείνου που το περιγράφει, ώστε καθόλου να μη θέλει στο εξής αυτό που περιγράφεται ν' αναγνωρίζεται ακέραιο από τον εαυτό του, αλλά από αυτό που το περιγράφει. Να γίνει δηλαδή όπως ο αέρας που τον διαπερνά ως πέρα το φως και η φωτιά το σίδερο, όλη σε όλο πυρακτωμένο, ή οποιοδήποτε άλλο από τα όμοια.
Από αυτά συμπερασματικά και κατ’ εικασία μόνο λαμβάνουμε όχι εκείνην που είχαμε και έχει παραφθαρεί, αλλά τη μελλοντική για τους άξιους μετουσία της αγαθότητας· γιατί όσα ελπίζουμε είναι πάνω από όλα αυτά, αφού, σύμφωνα μ' εκείνο που έχει γραφεί, είναι επέκεινα από όραση και από ακοή και από διάνοια. Και ίσως αυτή είναι η υποταγή, σύμφωνα με την οποία λέει ο θείος Απόστολος ότι ο υιός υποτάσσει στον Πατέρα, όσους δέχονται εκούσια την υποταγή, που έπειτ' από αυτήν ή χάρη σ' αυτήν, «καταργείται ο έσχατος εχθρός, ο θάνατος», επειδή το αυτεξούσιό μας, μέσω του οποίου εισήλθε μέσα μας κι επικύρωσε το κράτος της φθοράς, παραχωρήθηκε εξ ολοκλήρου στο Θεό και που καλά κυβερνά με το να κυβερνάται μη θέλοντας να κάνει κάτι που δεν θέλει ο Θεός, όπως ακριβώς ο ίδιος ο Σωτήρας αποτυπώνοντας στον εαυτό του τον άνθρωπο λέει στον Πατέρα του «όχι όμως όπως θέλω εγώ, αλλά όπως εσύ». Κι έπειτ' από αυτόν ο θείος Παύλος που, σα να έχει αρνηθεί τον εαυτό του και δε γνωρίζει αν έχει πια ζωή δική του, λέει· «και δεν ζω πια εγώ, γιατί ζει μέσα μου ο Χριστός».
Ας μη σας ταράσσει αυτός ο λόγος. Γιατί δεν ισχυρίζομαι πως καταργείται το αυτεξούσιο, αλλά γίνεται μάλλον θέση του φυσική και πάγια και αμετάθετη, δηλαδή παραχώρηση με τη γνώμη μας, ώστε, απ' όπου έχουμε το είναι, από εκεί να ποθήσουμε να λάβουμε και την κίνηση, γιατί η εικόνα ανέβηκε στο αρχέτυπο και προσαρμοσμένη μ' ακρίβεια στο αρχέτυπο σαν εκτύπωμα σφραγίδας και μη έχοντας στο εξής ούτε μπορώντας που αλλού να κατευθυνθεί, ή, για να το πω σαφέστερα και αληθέστερα, μη θέλοντας ενώ μπορεί, γιατί έχει αναλάβει τη θεία ενέργεια, ή καλύτερα με τη θέωση έχει γίνει θεός, κι ευχαριστιέται περισσότερο με την έκστασή της από όσα υπάρχουν φυσικώς σ' αυτήν και όσα νοούνται, κι αυτό, επειδή την έχει υπερκινήσει η χάρη του Πνεύματος κι έδειξε πως έχει μόνο το Θεό να ενεργεί, ώστε να είναι μία και μόνη διαμέσου όλων ενέργεια, του Θεού και των αξίων του Θεού, ή καλύτερα του Θεού μόνο, γιατί έχει περιχωρήσει φιλάνθρωπα όλος όλους τους άξιους. Γιατί είναι απόλυτη ανάγκη όλα να παύσουν την αυτεξούσια κίνηση του πόθου τους προς κάτι άλλο, επειδή φάνηκε και μετέχεται το έσχατο ποθητό, που χωρείται από τον καθένα αχώρητα, για να το πω έτσι, ανάλογα με τη δύναμη εκείνων που το χωρούν, προς το οποίο σπεύδει όλη η πολιτεία και η διάνοια κάθε υψηλού «και στο οποίο σταματά κάθε επιθυμία και δεν προχωρεί καθόλου περ' από αυτό· γιατί ούτε έχει αυτό όπου τείνει κάθε επειγόμενου η κίνηση και όπου για όσους έχουν γεννηθεί υπάρχει η ανάπαυση από κάθε θεωρία», λέει αυτός ο μακάριος δάσκαλος. Ούτε θα μπορέσει τότε να φανεί κάτι έξω από το Θεό ή να φέρεται κατά του Θεού, για να δελεάσει την επιθυμία κάποιου να κλίνει προς αυτό, επειδή όλα θα έχουν περιληφθεί μέσα σ' αυτόν, νοητά και αισθητά κατά την άφραστη φανέρωση και παρουσία τους όπως ούτε τα αστρικά φώτα και τα ίδια τα άστρα κατά τη διάρκεια της ημέρας, μόλις φανεί ο ήλιος με το άπλετο και ασύγκριτο φως που σκεπάζει την ιδιότητά τους να είναι φώτα κι αυτά, δεν τα αντιλαμβάνεται η αίσθηση ότι καν υπάρχουν.
Στην περίπτωση όμως του Θεού αυτό συμβαίνει ακόμα περισσότερο και τόσο, όσο η απόσταση ανάμεσα στον άκτιστο και στα κτίσματα είναι άπειρη και διαφορετική. Γιατί τότε μαθαίνοντας, νομίζω, και την ουσιαστική ύπαρξη των όντων ως προς το τι είναι και το πως και το από ποιο εξαρτώνται, δε θα κινηθούμε πια επιθυμητικά προς κάτι για να το γνωρίσουμε, επειδή θα έχει πια ολοκληρωθεί η γνώση μας για καθένα από τα έπειτ' από το Θεό, και μόνη που θα μας περιμένει να την απολαύσουμε ανάλογα στον καθένα θα είναι η άπειρη και θεία και απερίληπτη γνώση που μετέχουμε. Κι αυτό είναι εκείνο που γίνεται αντικείμενο φιλοσοφικής ανάλυσης από τον θεοφόρο αυτόν δάσκαλο «να τον γνωρίσομε κάποτε κι εμείς όσο μας έχει γνωρίσει, όταν ομολογώντας με το νου μας και με το λόγο μας το θεόμορφο τούτο και θείο το αναμίξουμε με τον εαυτό μας και η εικόνα ανεβεί προς το αρχέτυπο, που τώρα την συνέχει ο πόθος του». Για το ότι λοιπόν δεν υπάρχει η θρυλούμενη ενότητα και για το πως συμπεραίνουμε από τα νοήματα και τις σκέψεις της Γραφής που είναι εφικτές τώρα σ' εμάς, ότι θα είναι η κατάσταση των μελλοντικών, ας λεχθούν αυτά.
Ἐκ τοῦ αὐτοῦ λόγου, εἰς τό, "Τίς ἡ περί ἐμέ σοφία, καί τί τό μέγα τοῦτο μυστήριον; ἤ βούλεται μοῖραν ἡμᾶς ὄντας Θεοῦ, καί ἄνωθεν ῥεύσαντας, ἵνα μή διά τήν ἀξίαν ἐπαιρόμενοι καί μετεωριζόμενοι καταφρονῶμεν τοῦ Κτίσαντος, ἐν τῇ πρός τό σῶμα πάλῃ καί μάχῃ πρός αὐτόν ἀεί βλέπειν, καί τήν συνεζευγμένην ἀσθένειαν παιδαγωγίαν εἶναι τοῦ ἀξιώματος;"
Τούτοις τινές ἐντυγχάνοντες τοῖς λόγοις, μηδένα, ὡς ἔοικεν, ὑπέρ τοῦ πονεῖν τῆς ζητήσεως ἔνεκεν τοῦ ἀληθοῦς μισθόν ἐκδεχόμενοι, πρός τό εὔκολον καί πολλάς ἔχον ἤδη ἐκ τῶν Ἑλληνικῶν δογμάτων τάς ἀφορμάς καταφεύγουσι, φάσκοντες τήν τέ ποτε οὖσαν κατά τό δόξαν αὐτοῖς τῶν λογικῶν ἑνάδα καθ᾿ ἥν συμφυεῖς ὄντες Θεῷ τήν ἐν αὐτῷ μόνην ἔχομεν καί ἵδρυσιν, προσέτι γε καί τήν γενομένην κίνησιν, ἐξ ἧς σκεδασθέντα διαφόρως τά λογικά πρός γένεσιν τοῦ σωματικοῦ τούτου κόσμου τόν Θεόν ἰδεῖν παρεσκεύασαν, χάριν τοῦ ἐνδῆσαι αὐτά σώμασιν ἐπί τιμωρίᾳ τῶν προημαρτημένων, διά τούτων αἰνίττεσθαι τῶν λόγων νομίζοντες τόν διδάσκαλον. Ἀλλ᾿ ἠγνόησαν ὡς ἀδύνατα ὑποτίθενται καί τῶν ἀμηχάνων καταστοχάζονται, καθώς προϊών μετά τοῦ εἰκότος ὁ ἀληθής ἀποδείξει λόγος. Εἰ γάρ τό θεῶν (leg. θεῖον) ἀκίνητον, ὡς πάντων πληρωτικόν, πᾶν δέ τό ἐκ μή ὄντων τό εἶναι λαβόν καί κινητόν, ὡς πρός τινα πάντως φερόμενον αἰτίαν, οὔπω δέ οὐδέν κινούμεον ἔστη, ὡς τῆς κατ᾿ ἔφεσιν κινήσεως τήν δύναμιν μήπω τῷ ἐσχάτῳ προσαναπαῦσαν ὀρεκτῷ (οὐδέν γάρ ἱστᾷν ἄλλο τό φερόμενον κατά φύσιν πέφυκεν ἤ ἐκεῖνο δεικνύμενον), οὐδέν ἄρα κινούμενον ἔστη, ὡς τοῦ ἐσχάτου μήπω τυχόν ὀρεκτοῦ· ἐπεί μηδ᾿ ἐκεῖνό πω φανέν τῶν περί αὐτό φερομένων τήν κίνησιν ἔστησεν. Εἰ δέ τοῦτό ποτε γεγενῆσθαι ἐξ ἐπιτάγματος κελεύουσι, καί τῆς ἐν ἐσχάτῳ καί μόνῳ ὀρεκτῷ ἱδρύσεώς τε καί μονῆς παρακινηθέντα τά λογικά τόν σκεδασμόν ἔλαβεν, ἵνα μή λέγων ἐρεσχελῶ, τίς ἡ ἀπόδειξις, τάς αὐτάς ἐπί τοῖς αὐτοῖς ἐπ᾿ ἄπειρον ἕξειν τά λογικά μετεμπτώσεις ἐξ ἀνάγκης εἰκότως ὑποθήσονται. Οὗτινος γάρ διά τῆς πείρας καταφρονεῖν ἅπαξ δεδύνηνται, καί εἰς ἀεί δυνήσεσθαι οὐδείς ὁ κωλύσων ἔστι λόγος. Τοῦ δέ οὕτω φέρεσθαι τά λογικά καί μηδεμίαν ἔχειν ἤ ἐλπίζειν βάσιν ἀμετάθετον τῆς ἐν τῷ καλῷ παγιότητος, τί ἄλλο γένοιτ' ἄν ἐλεινότερον; Εἰ δέ δύνασθαι μέν φαῖεν, μή βούλεσθαι δέ, διά τήν γενομένην πεῖραν τοῦ ἐναντίου, καί οὕτως οὐ δι᾿ ἑαυτό, ὡς καλόν, ἀλλά διά τό ἐναντίον τό καλόν αὐτοῖς ἔσται ἐξ ἀνάγκης στεργόμενον, ὡς οὐ φύσει ἤ κυρίων ὄν ἐραστόν. Πᾶν γάρ ὅ μή δι᾿ ἑαυτό ἀγαθόν ἐστι καί ἐραστόν καί πάσης ἐλκτικόν κινήσεως οὐ κυρίως καλόν. Καί διά τοῦτο οὐδέ καθεκτικόν εἰκότως τῆς τῶν ἐπ᾿ αὐτῷ ἡδομένων ἐφέσεως, ἀλλά καί χάριν λοιπόν ὁμολογήσαιεν ἄν τῷ κακῷ οἱ τοῦτο περιέποντες τό φρόνημα, ὡς δι᾿ αὐτοῦ τό δέον διδαχθέντες καί τήν ἐν τῷ καλῷ πῆξιν πῶς ἔχειν μεταμαθόντες καί γένεσιν αὐτό ἀναγκαίως εἴποιεν ἄν, εἴπερ ἑαυτοῖς στοιχεῖν διέγνωσαν, καί τῆς φύσεως αὐτῆς χρησιμωτέραν, ὡς τοῦ συμφέροντος κατ᾿ αὐτούς οὖσαν διδακτικήν, καί τοῦ πάντων τιμιωτέρου κτήματος, τῆς ἀγάπης λέγω, γεννητικήν, καθ᾿ ἥν πέφυκε πάντα τά ἐκ Θεοῦ γινόμενα εἰς Θεόν συνάγεσθαι μονίμως τε καί ἀπαρατρέπτως.
Καί πάλιν, τῶν ἐκ Θεοῦ γενομένων νοητῶν τε καί αἰσθητῶν ἡ γένεσις τῆς κινήσεως προεπινοεῖται. Οὐ γάρ οἷόν τε πρό γενέσεως εἶναι κίνησιν. Τῶν γάρ γενομένων ἡ κίνησις, ἥτε νοητῶν, νοητή, ἤ τε αἰσθητῶν, αἰσθητή. Οὐδέν γάρ τῶν γενομένων ἐστί τό παράπαν τῷ καθ᾿ αὑτό λόγῳ ἀκίνητον, οὐδ᾿αὐτῶν τῶν ἀψύχων καί αἰσθητῶν, ὡς τοῖς ἐπιμελεστέροις τῶν ὄντων θεάμοσιν ἔδοξε. Κινεῖσθαι γάρ πάντα ἔφασαν, ἤ κατ᾿ εὐθεῖαν, ἤ κατά κύκλον, ἤ ἐλικοειδῶς. Πᾶσα γάρ κίνησις τῷ ἁπλῷ καί τῷ συνθέτῳ περιέχεται τρόπῳ. Εἰ τοίνυν προεπονοεῖται τῶν ὧν ἐστι κινήσεως ἡ γένεσις, ἐπιθεωρεῖται δή τῆς ὧν ἐστι γενέσεως ἡ κίνησις, ὡς μετ᾿ αὐτήν κατεπίνοιαν οὖσα. Ταύτην δέ τήν κίνησιν δύναμιν καλοῦσιν φυσικήν, πρός τό κατ᾿ αὐτήν τέλος ἐπειγομένην, ἤ πάθος, ἤτοι κίνησιν, ἐξ ἑτέρου πρός ἕτερον γινομένην, τέλος ἔχουσαν τό ἀπαθές, ἤ ἐνέργειαν δραστικήν, τέλος ἔχουσαν τό αὐτοτελές. Οὐδέν δέ τῶν γενητῶν ἑαυτοῦ τέλος ἐστίν, ἐπειδή οὔτε αὐταίτιον, ἐπεί καί ἀγένητον καί ἄναρχον καί ἀκίνητον, ὡς πρός μηδέν πῶς ἔχον κινηθῆναι. Ἐκβαίνει γάρ τῶν ὄντων τήν φύσιν, ὡς οὐδενός ἕνεκεν ὄν, εἴπερ ἀληθής ὁ περί αὐτοῦ ὁρισμός, κἄν ἀλλότριος ᾗ ὁ λέγων. Τέλος ἐστίν οὗ ἕνεκεν τά πάντα, αὐτό δέ οὐδενός ἕνεκεν. Οὐδέ αὐτοτελές, ἐπεί καί ἀνενέργητον, ὡς πλῆρες, καί ὡσαύτως καί μηδαμόθεν τό εἶναι ἔχον. Τό αὐτοτελές γάρ πως καί ἀναίτιον. Οὐδ᾿ ἀπαθές, ἐπεί καί μόνον καί ἄπειρον καί ἐπερίγραφον. Οὐ γάρ πάσχειν πέφυκε καθόλου τό ἀπαθές, τῷ μητ᾿ ἐρᾷν ἄλλου, ἤ κινεῖσθαι πρός ἄλλο τι κατ᾿ ἔφεσιν. Οὐδέν ἄρα τῶν γενητῶν κινούμενον ἔστη, ὡς τῆς πρώτης καί μόνης αἰτίας, ἐξ ἧς τό εἶναι τοῦς οὖσι περίεστι, μήπω τυχόν, ἤ τοῦ ἐσχάτου ἐντός γενόμενον ὀρεκτοῦ, ἵν' ἐκ προγεγενημένης ἑνάδος ὁ τῶν λογικῶν σκεδασμός ἑαυτῷ τήν τῶν σωμάτων γένεσιν ἀκολούθως συνεισκομίσας νομισθῇ. Καί μαρτυροῦσι Μωϋσῆς καί Δαβίδ καί Παῦλος οἱ ἅγιοι, καί ὁ τούτων Δεσπότης Χριστός, ὁ μέν, Μή γεύσασθαι τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς τόν προπάτορα ἱστορήσας, καί ἄλλοθι εἰπών Οὐ γάρ ἥκατε ἕως τοῦ νῦν εἰς τήν κατάπαυσιν καί εἰς τήν κληρονομίαν, ἥν Κύριος ὁ θεός ἡμῶν δίδωσιν ὑμῖν. Ὁ δέ, Χορτασθήσομαι βοῶν ἐν τῷ ὀφθῆναί μοι τήν δόξαν σου· καί, Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρός τόν Θεόν τόν ἰσχυρόν τόν ζῶντα, πότε ἥξω καί ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ τόν Θεόν. Ὁ δέ Φιλιππησίοις μέν γράφων, Εἴ πως καταντήσω εἰς τήν ἐξανάστασιν τῶν νεκρῶν, οὐχ ὅτι ἤδη ἔλαβον ἤ τετελείωμαι, διώκω δέ εἴ γε καταλάβω, ἐφ᾿ ᾧ καί κατελήφθην ὑπό Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἑβραίοις δέ, Ὁ γάρ εἰσελθών εἰς τήν κατάπαυσιν αὐτοῦ καί αὐτός κατέπαυσεν ἀπό τῶν ἔργων αὐτοῦ, ὥσπερ ἀπό τῶν ἰδίων, ὁ Θεός· Καί πάλιν ἐν τῇ αὐτῇ Ἐπιστολῇ μηδένα κομίσασθαι τάς ἐπαγγελίας διαβεβαιούμενος. Ὁ δέ, Δεῦτε πρός με, πάντες οἱ κοπιῶντες και πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς. Οὔπω οὖν οὐδαμῶς οὐδέν τῶν γενητῶν τήν φυσικήν δύναμιν πρός τό κατ᾿ αὐτήν τέλος κινουμένην ἔστησεν, οὐδέ τῆς ἐνεργείας ἐπαύσατο τῷ κατ᾿ αὐτήν τέλει προσερεῖσαν αὐτήν, οὐδέ τοῦ κατά κίνησιν πάθους τόν καρπόν ἐδρέψατο, τό ἀπαθές, φημί, καί ἀκίνητον. Μόνου γάρ Θεοῦ τό τέλος εἶναι καί τό τέλειον καί τό ἀπαθές, ὡς ἀκινήτου καί πλήρους καί ἀπαθοῦς, τῶν γενητῶν δέ τό πρός τέλος ἄναρχον κινηθῆναι καί ἀπόσῳ τέλει παῦσαι τήν ἐνέργειαν, καί παθεῖν, ἀλλ᾿ οὐκ εἶναι ἤ γενέσθαι κατ᾿ οὐσίαν τό ἄποιον· πᾶν γάρ γενητόν καί κτιστόν οὐκ ἄσχετον δηλονότι. Εὐγνωμόνως δέ τοῦ πάθους ἀκουστέον· οὐ γάρ τό κατά τροπήν ἤ φθοράν δυνάμεως ἐνταῦθα δηλοῦται πάθος, ἀλλά τό φύσει συνυπάρχον τοῖς οὖσι. Πάντα γάρ ὅσα γέγονε πάσχει τί κινεῖσθαι, ὡς μή ὄντα αὐτοκίνησις ἤ αὐτοδύναμις. Εἰ τοίνυν γενητά ὑπάρχει τά λογικά καί κινεῖται πάντως, ὡς ἐξ ἀρχῆς κατά φύσιν διά τό εἶναι πρός τέλος κατά γνώμην διά τό εὖ εἶναι κινούμενα. Τέλος γάρ τῆς τῶν κινουμένων κινήσεως αὐητό τό ἐν τῷ ἀεί εὖ εἶναί ἐστιν, ὥσπερ καί ἀρχή αὐτό τό εἶναι ὅπερ ἐστίν ὁ Θεός, ὁ καί τοῦ εἶναι δοτήρ καί τοῦ εὖ εἶναι χαριστικός, ὡς ἀρχή καί τέλος· ἐξ αὐτοῦ γάρ καί τό ἁπλῶς κινεῖσθαι ἡμᾶς, ὡς ἀρχῆς, καί τό πῶς κινεῖσθαι πρός αὐτόν ὡς τέλος ἐστίν. Εἰ δέ κινεῖται ἀναλόγως ἑαυτῷ νοερῶς τό νοερόν, καί νοεῖ πάντως· εἰ δέ νοεῖ, καί ἐρᾷ πάντως τοῦ νοηθέντος· εἰ δ᾿ ἐρᾷ, καί πάσχει πάντως τήν πρός αὐτό ὡς ἐραστόν ἔκστασιν· εἰ δέ πάσχει, δηλονότι καί ἐπείγεται· εἰ δέ ἐπείγεται, καί ἐπιτείνει πάντως τό σφοδρόν τῆς κινήσεως· εἰ δέ ἐπιτείνει σφοδρῶς τήν κίνησιν, οὐχ ἵσταται μέχρις ἄν γένηται ὅλον ἐν τῷ ἐραστῷ ὅλῳ καί ὑφ᾿ ὅλου περιληφθῇ, ἐκουσίως ὄλον κατά προαίρεσιν τήν σωτήριον περιγραφήν δεχόμενον, ἵν᾿ ὅλον ὅλῳ ποιωθῇ τῷ περιγραφόντι, ὡς μηδ' ὅλως λοιπόν βούλεσθαι ἐξ ἑαυτοῦ αὐτό ἐκεῖνο ὅλον γνωρίζεσθαι δύνασθαι τό περιγραφόμενον, ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ περιγράφοντος· ὡς ἀήρ δι᾿ ὅλου πεφωτισμένος φωτί, καί πυρί σίδηρος, ὅλος ὅλῳ πεπυρακτωμένος, ἤ εἴ τι ἄλλο τῶν τοιούτων ἐστίν. Ἐξ ὧν στοχαστικῶς τήν ἐσομένην, ἀλλ᾿ οὐ τήν γεγενημένην καί παραφθαρεῖσαν, τοῖς ἀξίοις τῆς ἀγαθότητος μετουσίαν κατ᾿ εἰκασίαν μόνον λαμβάνομεν, ἐπειδή καί ὑπέρ ταῦτα πάντα τά ἐλπιζόμενά ἐστιν, ὡς ὄψεως ὄντα κατά τό γεγραμμένον, καί ἀκοῆς καί διανοίας ἐπέκεινα. Καί τοῦτό ἐστιν ἴσως ἡ ὑποταγή ἥν ὁ θεῖος Ἀπόστολός φησι τῷ Πατρί τόν Υἱόν ὑποτάσσειν, τούς ἑνουσίως δεχομένους τό ὑποτάσσεσθαι, μεθ᾿ ἥν, ὁ ἔσχατος ἐχθρός καταργεῖται ὁ θάνατος, ὡς τοῦ ἐφ᾿ ἡμῖν, ἤγουν τοῦ αὐτεξουσίου, δι᾿οὗ πρός ἡμᾶς ποιούμενος τήν εἴσοδον ἐπεκύρου καθ᾿ ἡμῶν τό τῆς φθορᾶς κράτος, ἑκουσίως καθ᾿ ὅλου ἐκχωρηθέντος Θεῷ καί καλῶς βασιλεύοντος τό βασιλεύεσθαι, τῷ ἀργεῖν τοῦ τι ἐθέλειν παρ᾿ ὅ θέλει Θεός· ὥσπερ φησίν αὐτόν ἐν ἑαυτῷ τυπῶν τό ἡμέτερον ὁ Σωτήρ πρός τόν Πατέρα· Πλήν οὐχ ὡς ἐγώ θέλω, ἀλλ᾿ ὡς σύ. Καί μετ᾿ αὐτόν ὁ θεσπέσιος Παῦλος, ὥσπερ ἑαυτόν ἀρνησάμενος καί ἰδίαν ἔχειν ἔτι ζωήν μή εἰδώς· Ζῶ γάρ οὐκ ἔτι ἐγώ· ζῇ γάρ ἐν ἐμοί Χριστός. Μή ταραττέτω δέ ὑμᾶς τό λεγόμενον. Οὐ γάρ ἀναίρεσιν τοῦ αὐτεξουσίου γένεσθαί φημι, ἀλά θέσιν μᾶλλον τήν κατά φύσιν παγίαν τε καί ἀμετάθετον, ἤγουν ἐκχώρησιν γνωμικήν, ἵν᾿ ὅθεν ἡμῖν ὑπάρχει τό εἶναι καί τό κινεῖσθαι λαβεῖν ποθήσωμεν, ὡς τῆς εἰκόνος ἐνελθούσης πρός τό ἀρχέτυπον, καί σφραγίδος δίκην ἐκτυπώματι καλῶς ἡρμοσμένης τῷ ἀρχετύπῳ, καί ἄλλοθι φέρεσθαι μήτ᾿ ἐχούσης λοιπόν μήτε δυναμένης, ἤ σαφέστερον εἰπεῖν καί ἀληθέστερον, μήτε βούλεσθαι δυναμένης, ὡς τῆς θείας ἐπειλημμένης ἐνεργείας, μᾶλλον δέ Θεός τῇ θεώσει γεγενημένης, καί πλέον ἡδομένης τῇ ἐκστάσει τῶν φυσικῶς ἐπ᾿ αὐτῆς καί ὄντων καί νοουμένων, διά τήν ἐκνικήσασαν αὐτήν χάριν τοῦ Πνεύματος, καί μόνον ἔχουσαν ἐνργοῦντα τόν Θεόν δείξασαν, ὥστε εἶναι μίαν καί μόνην διά πάντων ἐνέργειαν, τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀξίων Θεοῦ, μᾶλλον δέ μόνου Θεοῦ, ὡς ὅλον ὅλοις τοῖς ἀξίοις ἀγαθοπρεπῶς περιχωρήσαντος. Ἀνάγκη γάρ πᾶσα τῆς κατ᾿ ἔφεσιν τά πάντα περί τι ἄλλο παύσασθαι ἐξουσιαστικῆς κινήσεως, τοῦ ἐσχάτου φανέντος ὀρεκτοῦ καί μετεχομένου, καί ἀναλόγως τῇ τῶν μετεχόντων δυνάμει ἀχωρήτως, ἵν᾿ οὔτως εἴπω, χωρουμένου· πρός ὅ πᾶσα σπεύδει πολιτεία τοῦ ὑψηλοῦ καί διάνοια, "καί εἰς ὅ πᾶσα ἔφεσις ἵσταται, καί ὑπέρ ὅ οὐδαμῶς φέρεται· οὔτε γάρ ἔχει, καί πρός ὅ τείνει πᾶσα σπουδαίου κίνησις, καί οὗ γενομένοις πάσης θεωρίας ἀνάπαυσις," φησίν ὁ μακάριος οὗτος διδάσκαλος. Οὔτε γάρ ἔστι τι ἐκτός Θεοῦ τότε δεικνύμενον, ἤ Θεῷ ἀντισηκοῦσθαι δοκοῦν, ἵνα τινός ἔφεσιν πρός αὐτό ῥέψαι δελεάσῃ, πάντων περιληφθέντων αὐτῷ νοητῶν τε καί αἰσθητῶν κατά τήν ἄφραστον αὐτοῦ ἔκφανσιν καί παρουσίαν, ὡς οὐδ᾿ ἐν ἡμέρᾳ τά ἀστρῷα φῶτα καί αὐτά καλυπτόμενα, καί οὐδ᾿ ὅτι εἰσίν ὄσον αἰσθήσει γνωριζόμενα. Ἐπί Θεοῦ δέ καί πλέον, ὅσον ἀκτίστου καί κτιστῶν ἄπειρον τό μέσον ἐστί καί διάφορον. Τότε γάρ καί τήν κατ᾿ οὐσίαν ὕπαρξιν τῶν ὄντων κατά τό τί καί πῶς καί ἐπί τίνι εἶναι, ὡς οἶμαι, μανθάνοντες πρός τι ἐφετῶς ἔστι κατά γνῶσιν οὐ κινηθησόμεθα, τῆς ἑκάστου καί ἐφ᾿ ἑκάστου τῶν μετά Θεόν γνώσεως ἡμῖν περατωθείσης, καί τῆς ἀπείρου καί θείας καί ἀπεριλήπτου ἀπολαυστικῶς ἡμῖν ἀναλόγως ὑποκειμένης τε μόνης καί μετεχομένης. Καί τοῦτό ἐστι τό πάνυ φιλοσοφούμενον κατά τοῦτον τόν θεοφόρον διδάσκαλον, "ἐπιγνώσεσθαι ἡμᾶς ποτε ὅσον ἐγνώσμεθα, ἐπειδάν τό θεοειδές τοῦτο καί θεῖον φάσκοντος τόν ἡμέτερον νοῦν τε καί λόγον τῷ οἰκείῳ προσμίξωμεν, καί ἡ εἰκών ἀνέλθῃ πρός τό ἀρχέτυπον, οὗ νῦν ἔχει τήν ἔφεσιν." Περί μέν οὖν τοῦ μή εἶναι τήν θρυλουμένην ἑνάδα, καί τοῦ πῶς κατ᾿ ἔμφασιν ἐκ τῶν νῦν ἡμῖν ἐφικτῶν τῆς Γραφῆς νοημάτων τε καί λογισμῶν ἔσται ἡ τῶν μελλόντων κατάστασις, εἰρήσθω ταῦτα.
2 σχόλια:
Ο Ιγ. Σακαλής αναφέρει ότι στο παραπάνω κειμενο εκτίθεται και ανατρέπεται η πλατωνική κυρίως άποψη για τον άνθρωπο που την είχε ενστερνισθεί και ο Ωριγένης. Ο Ωριγένης διδάσκει ότι η δημιουργία είναι ποινή για την αμαρτία της ψυχής σε παλαιότερη ασώματη ύπαρξη.
Επίσης στο ρηθέν του Αγ. Μαξίμου: "Και πάλι η γένεση των αισθητών και νοητών που δημιούργησε ο Θεός προεπινοείται της κινήσεως" σχολιάζει πως ο Πλάτων και ο Ωριγένης διδάσκουν το αντίθετο.
Φίλε δέν είμαι σίγουρος ότι αποδίδονται σωστά σήμερα οι αρχαίοι, ιδίως ο Ωριγένης, ο οποίος ξεσήκωσε τούς επισκόπους εναντίον του. Εξάλλου καταδικάστηκαν οι ωριγενιστές χρονια μετά. Ο πόλεμος σήμερα είναι εναντίον τών πρώτων αρχών, υπέρ τού αιτίου καί τού αιτιατού. Τού υλισμού εναντίον τής μεταφυσικής μέ εργαλείο τόν Καντ. Σήμερα λοιπόν οι Αρχές εννοούνται σάν αιτίες δημιουργώντας τέρατα στό μυαλό μας. Γιά δές τήν αντίφαση τής πρώτης προτάσεως. Οσον αφορά τήν κίνηση ο Αριστοτέλης καθόρισε τό κινητό ακίνητο. Συγγνώμη τήν αντίρρηση.
Δημοσίευση σχολίου