ΠΑΤΕΡΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ ΕΠΑΝΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟ-ΔΥΤΙΚΟΥ ΕΑΥΤΟΥ
Παραρτήματα
1. Πέρα από τον Ορθόδοξο περσοναλισμό: Νέοι προβληματισμοί για τη θεολογική σημασία του εαυτού
Από 10:20 και έπειτα
Συνεχίζω με τον Περγάμου που ξέρετε ότι είναι πολύ πιο οικείος σε μένα. Όπως προσπάθησα στο πρόσφατο παρελθόν να δείξω, η θεμελιώδης δομή της σκέψης του είναι ο Τίλλιχ (από τον οποίο αντλεί τα κύρια εννοιολογικά του εργαλεία, με τα οποία διαβάζει ακόμη και τον Φλορόφσκι) και δευτερευόντως, είναι ο Λεβινάς 300 – και μάλιστα τους χρησιμοποιεί με ακόμη πιο ριζικό και μη-κριτικό τρόπο, από ό,τι ο Γιανναράς τους δικούς του μέντορες, και επιπλέον, πράγμα ακαδημαϊκά παράδοξο, χωρίς να τους αναφέρει καν (για την ακρίβεια, τους αναφέρει μια ή δύο φορές επικρίνοντάς τους, όχι όμως ομολογώντας την οφειλή του σ'αυτούς).Έτσι, μέγα μέρος των θεμελιωδών εννοιών του Ζηζιούλα λαμβάνονται απευθείας από τον Τίλλιχ: το είναι ως εσωτερικά απειλούμενο από το μηδέν, η ουσία/φύση ταυτιζόμενη με την αναγκαιότητα ενάντια στην προσωπική εκστατική ελευθερία, η ανάγκη μιάς «προσωπικής» απελευθέρωσης από την φύση/ουσία, τόσο για τον Θεό όσο και για τον άνθρωπο, το «άτομο» ενάντια στο «πρόσωπο», το είναι ως κοινωνία, η εξατομίκευση ενάντια στην «σχεσιακή οντολογία».Η ώρα του Λεβινάς έρχεται όταν αίφνης ο Μητροπολίτης ισχυρίζεται ότι η έννοια του ομοουσίου δεν πολυχρειάζεται στην Τριαδολογία, το ομοούσιο είναι απλή ομοιότητα και αυτό που ενδιαφέρει είναι οι εκστάσεις από το ομοούσιο. Εξίσταται ο Πατήρ πρώτος από την κοινή αυτή ουσία-αναγκαιότητα (αυτή είναι η περίφημη «Μοναρχία του Πατρός») και συνέλκει τα δύο άλλα πρόσωπα, προς την έκστατικήν αυτή ελευθερία των ανεξάρτητων από την φύση προσώπων. Αυτό όλο το εγχείρημα της Τιλλιχιανής/Λεβινάσιας ανάγνωσης των Πατερικών πηγών βεβαίως, εάν εξαρχής εδηλώνετο ως τέτοιο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι μια προσπάθεια ενός ανθρώπου να καταλάβει την παράδοσή του, ασχέτως του πόσο αυτό επιτυγχάνεται, και αυτό το πράγμα έχει την αξία του γιατί κατ' αρχάς γονιμοποιεί αυτή τη συζήτηση. Από την άλλη, και σύμφωνα με την Πατερική θεολογία, την οποία ο Μητροπολίτης παρουσιάζει ως πηγή των απόψεών του, σαφώς το πρόσωπο δεν έχει καμία σχέση με κάποια αντιπαράθεση προς την φύση, σαφώς το πρόσωπο δεν είναι καθαυτό ελευθερία, εφόσον δεν (μπορεί να) ταυτίζεται με τη χάρη – υπάρχει μάλιστα ένα ουσιαστικό πρόβλημα πίσω από αυτό, διότι αν ταυτίσω το πρόσωπο με τη χάρη και την ελευθερία σταματά η μετάνοια και η αυτογνωσία, η εργασία με το ασυνείδητο, σταματά, κοντολογίς, η ασκητική εργασία με τη φύση και στη συνέχεια είμαι έρμαιο μιάς δήθεν κατακτημένης φανταστικής τελειότητας, η οποία είναι, εξάλλου, ακριβώς αυτή την οποία πρόσβαλε, ειδικά στη γένεσή της, η ψυχανάλυση. Στην απόλυτή του μορφή κάτι τέτοιο είναι μια σχεδόν νευρωτική κατάσταση. Όπως κινδυνεύει να είναι νευρωτική και η κατά Παπανικολάου (όρθά) επισημαινόμενη κατάσταση, όπου, στον Ζηζιούλα πάντοτε, «η μορφή της ανθρώπινης εμπειρίας με την οποία αυτός αποσαφηνίζει την Τριαδική περί προσώπου θεολογία είναι η ανθρώπινη εμπειρία του πόθου για αμείωτη μοναδικότητα και ελευθερία από την ανάγκη, που συγκρούεται τραγικά με τον θάνατο και την περατότητα[...]» 301. Ο Παπανικολάου θεωρεί την παραπάνω άποψη ως την μεγάλη συνεισφορά του Ζηζιούλα στη σύγχρονη οντολογία του προσώπου. Πόσο όμως φίλαυτη, έσκοτισμένη, αδιέξοδη και στην κυριολεξία φονική είναι αυτή η εμπειρία και αναζήτηση, εάν δεν ανοιχθεί πάραυτα, όπως ακριβώς συνέβη με τον Άσωτο της γνωστής παραβολής, στη συγκλονιστική αγάπη του Πατέρα, μεταβαλόμενη σε άμεση έξοδο από τον εγγενή και θανάσιμο ναρκισσισμό της «μοναδικότητας» αυτής; Στην πραγματικότητα μάλιστα εάν η πνευματική αφύπνιση ξεκινήσει απλώς ως αναζήτηση μοναδικότητας και ελευθερίας από την ανάγκη, το πιθανότερο είναι πως θα καταλήξει σε βαρύτερον ακόμη εγκλωβισμό στην φιλαυτία – σε πλείστες περιπτώσεις αναρχικών, τοξικομανών και κοινωνικών παραβατών, η ψυχολογική και ποιμαντική έμπειρία ανευρίσκει ακριβώς ένα τέτοιο ψυχολογικό ξεκίνημα. Γι' αυτό και είναι αναγκαίο να τονίσουμε πως η Τριαδική εκδοχή της ακατάλυτης μοναδικότητας και ελευθερίας του προσώπου είναι, αντίθετα προς τους παραπάνω θεολόγους, βαθέως και απολύτως συνδεδεμένη με την απόλυτη και ακατάλυτη όντολογική κοινωνία μεταξύ των προσώπων, κάτι που, όπως θα δούμε παρακάτω πιο αναλυτικά, εκφράσθηκε ιδανικά στην θεολογία του Ομοουσίου. Γι' αυτό και δεν είναι δυνατόν να βρούμε ποτέ σε παλαιά ή σύγχρονα Πατερικά άνθρωπολογικά (η, ακόμη περισσότερο, άσκητικά) κείμενα, έστω και ελάχιστα χωρία που να περιγράφουν την εναρκτήρια και καταγωγική εμπειρία της πίστης και της μετάνοιας με όρους αναζήτησης μοναδικότητας και λύτρωσης από την ανάγκη. Το ότι αυτό είναι το περιεχόμενο κάποιων έγχειριδίων Ψυχοθεραπείας όπου (με λάθος κατά την γνώμη μου τρόπο) επιδιώκεται η ναρκισσιστική ενίσχυση ενός παραπαίοντος καταθλιπτικού ή υστερικού Εγώ, αυτό είναι γνωστό – η εμπειρία της μετάνοιας ωστόσο αρχίζει μάλλον αντίστροφα, με την αίσθηση δηλαδή πως ο εγκλωβισμός μου στην φίλαυτη και ανέγγιχτη μοναδικότητά μου και τις συνεχείς φαντασιώσεις παντοδυναμίας της, οι οποίες φυσιολογικά συγκρούονται με την πραγματικότητα και την άμυνα των άλλων, με έχουν αρρωστήσει, αποκόπτοντάς με και από τον Θεό και από τους άλλους. Μια ολόκληρη σειρά ψυχολόγων θα συμφωνούσε άλλωστε σήμερα με τις παραπάνω θεολογικές μας αντιρρήσεις, αλλά το κείμενο αυτό δεν προσφέρεται για εκτενέστερη ανάλυση. Εξάλλου, στον διεθνή θεολογικό χώρο, και μάλιστα μετά την συζήτηση που ακολούθησε τη δημοσίευση του άρθρου μου «Person instead of Grace and Dictated Otherness: John Zizioulas's Final Theological Position», στο Heythrop Journal, το 2009, και του βιβλίου μου A Eucharistic Ontology: Maximus the Confessor's Eschatological Ontology of Dialogical Reciprocity, Holy Cross Seminary Press, 2010, ένας σημαντικός αριθμός διαπρεπών ειδικών πήρε θέση στην Ορθόδοξη διαμάχη σχετικά με την ταύτιση του προσώπου με την ελευθερία και της φύσης με την αναγκαιότητα και τις θέσεις των πρωταγωνιστών της. Συγγραφείς του κύρους των Paul Blowers, Jean-Claude Larchet, Torstein Tollefsen, Rowan Williams, καθώς και κάποιοι νεώτεροι, έδειξαν το έωλο των παραπάνω θέσεων, με τρόπο που η σχετική συζήτηση σήμερα να θεωρείται διεθνώς ως λήξασα 302.
Παρά ταύτα, ούτε τα λάθη απαγορεύονται, ούτε η θεολογία της Εκκλησίας τα φοβάται, εφ' όσον η ζωντανή εμπειρία των μελών της αποτελεί πάντοτε, εν συνάξει Ευχαριστίας και ασκητικού αγώνα, το έσχατο κριτήριο της αλήθειάς της, «συν πάσι τοις αγίοις». Όμως (και αυτό είναι σημαντικό) εάν δηλώνεται η προέλευση των κριτηρίων μας και εάν έχουμε την ταπεινή συνείδηση του μετέχοντος στην αλήθεια της Εκκλησίας, τότε το ερμηνευτικό μας εγχείρημα έχει την αξία του, υπό τον όρο να μην αύτο-ταυτίζεται ποτέ με την πλήρη αλήθεια της σχετικής παράδοσης. Κανείς απολύτως συστηματικός θεολόγος δεν υπήρξε ποτέ που να μην εμφορείται από δεδηλωμένες ή μη φιλοσοφικές και υπαρξιακές προϋποθέσεις – πάρτε για παράδειγμα τον π. Ρωμανίδη του οποίου υπήρξα κι εγώ καταρχήν ενθουσιώδης μαθητής (μόλις μπήκα στη Θεολογική Σχολή, από το πρώτο έτος, πήγα στα μαθήματά του και συνέλεξα και μελέτησα όλα τα έργα του). Και ο Ρωμανίδης λοιπόν είναι ακατανόητος χωρίς τον αμερικάνικο ψυχοθεραπευτικό θετικισμό και την χαρακτηριστικά άντι-μεταφυσική του στάση. Είναι δε τραγικό, το επαναλαμβάνω, το να θεωρείται αυτό κακό καθεαυτό. Πρώτα από όλα η θεολογία είναι μια ερμηνευτική, υπαρξιακή και διανοητική ερμηνευτική, με όλους τους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται. Δεν είναι μια φανταστική αντιγραφή αληθειών, οι οποίες, μόλις όνομα- σθούν, αμέσως έρχονται και κατοικούν στην ύπαρξή μου. Παραδείγματος χάρη, δεν υπάρχει περίπτωση να δείτε βιβλίο περί προσευχής στο οποίο τελικά ο συγγραφέας να έχει καταφέρει να δώσει κάτι περισσότερο από ο,τι κατάλαβε ο ίδιος από προσευχή, μέσα από τον δικό του πνευματικόν αγώνα. Αυτό πρέπει να το έχουμε υπόψη μας, σαν μια γενική μεθοδολογική αρχή, και μάλιστα σε ένα τέτοιο ακριβώς συνέδριο, το ότι δηλαδή το Πνεύμα και η αλήθεια ανθίστανται και όλα αυτά που επιχειρούμε είναι τρεμάμενες δια- τυπώσεις για να πάμε παραπέρα κάτι το οποίο πραγματώθηκε σε κάποιους Πατέρες, αλλά δεν μας εξασφαλίζει τίποτε ότι θα πραγματωθεί και σε μας. Η μεγαλύτερη αλήθεια όταν διατυπωθεί με τον τρόπο ενός μανιφέστου μπορεί να είναι μια τεράστια απάτη. Αυτό που είναι λοιπόν όντως κακό είναι αυτό το τελευταίο εξ αυτού προέρχονται οι απολυτοποιήσεις των ερμηνευτικών μας προσεγγίσεων και η δυσκολία, χαρακτηριστική μάλιστα της λεγόμενης «γενεάς του 60», για θεολογική επικοινωνία και συζήτηση. Αντίθετα, όποιος τυχόν έχει διαρκή επίγνωση των ορίων της ερμηνευτικής του, (όρια που ισχύουν ακόμη και αν διαθέτει κανείς προσευχή και αρετές), είναι ίσως δυνατόν να λάβει το δώρο της αυθεντικής συνέχειας της Άγιοπνευματικής θεολογικής παράδοσης – και όχι απλά της ηχολαλικής της επανάληψης. Σημειώσεις 300. Βλ. Σημ. 296. Οι παραπομπές για όσα ακολουθούν βρίσκονται στην μελέτη μου αυτή. 301. ο.π. σ. 14. 302. Βλ. επ' αυτού και το άρθρο μου της σημ. 296.
Σ' ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΕΙΣΑΓΩΓΕΙΣ ΙΔΕΩΝ, ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΙΣΑΓΩΓΕΙΣ ΜΕΡΣΕΝΤΕ, ΜΑΘΗΤΕΥΣΑΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΕΥΟΥΝ ΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ. ΚΑΙ ΕΠΕΙΤΑ ΑΝΑΡΩΤΙΟΥΝΤΑΙ, ΓΙΑΤΙ ΠΑΝΕ ΟΛΑ ΣΤΡΑΒΑ;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου