Ο Ηρόδοτος γράφει ότι «ο άνθρωπος είναι από τη φύση του ένα κοινωνικό ζώο, και αυτός που δεν είναι, είναι λιγότερο ή περισσότερο από έναν άνθρωπο». Αλλά τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος και επομένως να είσαι λιγότερο ή περισσότερο από άνθρωπος; Ο Αυγουστίνος της Ιππώνος θα πει ότι ξέρει ότι είναι άνθρωπος (qualis), αλλά τι (quid) είναι ένας άνθρωπος είναι γνωστό μόνο από τον Θεό. Η χριστιανική σύνθεση λοιπόν θα προσπαθήσει – για άλλη μια φορά και με τα ίδια εναλλασσόμενα αποτελέσματα – να πετύχει να συνυπάρχει, σε αυτό που ονομάζεται «άνθρωπος», μια διπλή φύση, ανθρώπινη και θεϊκή, και επομένως το κοινωνικό ζώο με το «τι» (τὸ χρεὼν) αφορά περισσότερους από έναν ανθρώπους.
Στον απόηχο της ρήσης του Ηροδότου, ο Αριστοτέλης προσθέτει στα Πολιτικά ότι «είναι προφανές ότι η πολιτεία κατάγεται από τη φύση και ότι ο άνθρωπος από τη φύση του είναι κοινωνικό ζώο». Και έτσι, σύμφωνα με την κρίση, ο άνθρωπος θα ήταν ένα κοινωνικό ζώο ικανό να κατασκευάσει και να πειραματιστεί κατά τη διάρκεια της ζωής του διαφορετικά μοντέλα ή σχήματα, θεωρητικά και επομένως πρακτικά, «κοινωνικής» οργάνωσης ή κοινής ζωής.
Συγκεκριμένα, ήταν οι Έλληνες που ασχολήθηκαν με αυτό που ονομάζουμε «επιστήμη και πράξη της πολιτικής», αλλά δεν συμφώνησαν όλοι – τόσο οι φιλόσοφοι / κυβερνήτες όσο και οι πολεμιστές και οι παραγωγοί, σύμφωνα με την τυπική κρατική οργάνωση του Πλάτωνα – για το τι ήταν ή είναι η καλύτερη δυνατή μορφή ή καθεστώς διακυβέρνησης: τυραννία, μοναρχία, αριστοκρατία, ολιγαρχία, δημοκρατία και τελικά αναρχία. Ωστόσο: Ο Αριστοτέλης και ο Πλάτωνας συμφωνούν ότι η δημοκρατία, ως αποτέλεσμα της υπερβολικής και υπέρμετρης χρήσης εκφυλισμένων εθίμων από τους πλούσιους ή τους φτωχούς ή και τους δύο, οδηγεί σε τυραννία.
Έτσι, στην ανάπτυξη του ορθολογικού λόγου, το ζήτημα της «γνώσης και σκέψης της πραγματικότητας» (Πλούταρχος, Ίσις και Όσιρις, 351 Ε) παίρνει μια «ηθική» διάσταση, δηλαδή συνδέεται με τον προσδιορισμό της ποιότητας (qualis) της ζωής του ανθρώπου και του κράτους. Και όμως, ο Πλούταρχος διευκρινίζει αμέσως στο απόσπασμα που παρατέθηκε ότι «αν η γνώση και η σκέψη της πραγματικότητας αποτύγχανε, η αθανασία δεν θα ήταν πλέον ζωή, αλλά χρόνος».
Και έτσι η αθανασία – που σύμφωνα με τους κοινούς θνητούς θα ανήκε αποκλειστικά στους θεούς – για τον Πλούταρχο και όλους όσους γνωρίζουν είναι αντίθετα η κληρονομιά της ζωής των ανθρώπων που γνωρίζουν και σκέφτονται την πραγματικότητα ή «τι» (τὸ χρεὼν), επαναλαμβάνει ο Παρμενίδης «είναι και δεν είναι δυνατόν να μην είναι». Δηλαδή: το «τι είναι αυτό που είναι» (quid) της γήινης ζωής που ανακαλύπτεται ή αποκαλύπτεται, με τον τρόπο του Heidegger, από τη γνώση και τη σκέψη της πραγματικότητας. Έτσι, αν η γνώση και η σκέψη της πραγματικότητας αποτύγχανε, η αθανασία δεν θα ήταν πλέον ζωή, αλλά χρόνος.
Την 1η Μαρτίου, ο Neri Pozza δημοσίευσε μια επανέκδοση των Επιστολών του Πλάτωνα του Giorgio Pasquali, που δημοσιεύθηκε το 1938. Εν συντομία, ο μεγαλειώδης μελετητής του Πλάτωνα υπογραμμίζει πώς, υπό το φως των ιστορικών γεγονότων που τον είδαν εν μέρει ως πρωταγωνιστή, η σκέψη του δασκάλου του άλλαξε εν μέρει το νόημα και επομένως το νόημα όσων ειπώθηκαν και γράφτηκαν σε νεαρότερη ηλικία. Ουσιαστικά, τα γεγονότα αφορούν την κρίση ότι ο Πλάτωνας αρχικά υποστήριξε την πραγματοποίηση του ιδανικού του καλού μέσω της κυριαρχίας του Δίωνα και, μετά από μια διαλυμένη ειρήνη και έναν επανεμφανιζόμενο πόλεμο, στη συνέχεια πρότεινε μια συνεννόηση μεταξύ του ίδιου του Δίωνα, του Καλλίππου, και του τυράννου Διονυσίου Β'.
Ο συγγραφέας Pasquali, πιστοποιώντας την αλήθεια των Επιστολών VII και VIII ως έργο του Πλάτωνα, κατά τη διάρκεια της ανάλυσής του κάνει μια ακριβή παρέκβαση σχετικά με τη θεωρία της γνώσης που συνέθεσε ο Πλάτωνας. Είναι τότε ένας τρόπος ή «μια ορθολογική, διαλογική διαδικασία (το τελευταίο μέρος της οποίας) θα μπορούσε να ταξιδέψει μόνο με φυγή, χάρη σε μια μυστικιστική (όχι υπερβατική) φώτιση» (εκδ. 2024, σ. 116). Υπάρχουν πέντε βήματα ή βαθμοί γνώσης: όνομα, λόγος, εικόνα, γνώση και, πέμπτον, «αυτό που είναι το αντικείμενο της γνώσης και πραγματικά είναι» (ό.π., σ. 125). Και τέλος: "... «Χίλιες ομιλίες μπορούν ακόμα να γίνουν για καθέναν από τους τέσσερις βαθμούς, καθώς ο καθένας είναι ασαφής»· τέσσερις, επειδή η γνώση, αν προκύπτει από μια σύνθεση των τριών πρώτων, αντανακλά τις ελλείψεις τους. «Αλλά το πιο σοβαρό πράγμα (...) είναι ότι, αφού υπάρχουν δύο πράγματα, το τι και το οποίο, ενώ η ψυχή επιδιώκει να μάθει όχι το ποιο, αλλά το τι (quid), καθένα από τα τέσσερα προσφέρει στην ψυχή με λόγια και έργα αυτό που δεν αναζητά, παρουσιάζοντας το καθένα στις αισθήσεις ως εύκολο να αντικρούσει αυτό που λέγεται και εμφανίζεται κάθε φορά, γεμίζει τους πάντες, ας πούμε, με κάθε αμηχανία και αφάνεια». Επομένως, ενώ η ψυχή ζητά το τι (quid), τα μέσα της γνώσης προσφέρουν τό ποιό..." (ό.π., σ. 131).
Έτσι ώστε ο Πλάτωνας – ένας άνθρωπος που έγινε κάτι περισσότερο από άνθρωπος – συμβουλεύει όλους να βάλουν τα χέρια τους στους Νόμους. «Και πάντα να ελπίζεις ότι ο Θεός (rectius: μοίρα), όταν οι θλίψεις έρχονται στα αγαθά που δίνει, θα κάνει αυτούς τους πόνους ελαφρύτερους και θα κανονίσει αλλαγές στις παρούσες συνθήκες προς το καλύτερο, και ότι, αντίθετα, όσον αφορά τα αγαθά που είναι αντίθετα με αυτά, είναι όλα πάντα παρόντα σε αυτούς με καλή τύχη (και) ότι, όπως το καλό και το κακό είναι ακόμη και στον ουρανό (αν και το κακό εδώ σε μικρότερη ποσότητα από το καλό), Η ζωή είναι μια μάχη μεταξύ καλού και κακού» (ό.π., σελ. 178-188).
Όσο για τη σκέψη του Πλάτωνα, ο Pasquali καταλήγει: «Ο δυϊσμός, ας πούμε δαιμονολογικός, που το γράμμα VII έχει κοινό με το δέκατο βιβλίο των Νόμων, είναι μια ακόμη ένδειξη ότι το γράμμα είναι πραγματικά έργο του παλαιού Πλάτωνα και όχι ενός μιμητή» (ό.π., σ. 188).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου