Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2025

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ (36)

 Συνέχεια από:Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2025

Προλεγόμενα σε μία φιλοσοφική Χριστολογία.
Του Xavier Tilliette.

H "εορτή των Χριστουγέννων" του Σλαϊερμάχερ (συνέχεια).
         
Παρ'όλα αυτά η ιστορικότης δέν χάθηκε ούτε ο Χριστός "μειώθηκε στο ιδεατό", όπως υπογράμμισε ο Ντίλτευ. Ένα συμβολικό όραμα του Χριστού, του τύπου που κυριαρχούσε την εποχή εκείνη στον νεαρό Σέλλινγκ, είναι ξένο στον Σλαϊερμάχερ. Οι διηγήσεις τών γυναικών, στην αρχή του διαλόγου, έθεσαν με επάρκεια, ανάγλυφα την Μαρία, την Παρθένο μητέρα-μέσω του ύμνου τού Novalis για να εξαφανιστεί η αμφιβολία. Η ιστορία δέν βιάστηκε. Παραμένει το γεγονός ότι η αιώνια γενεά κινδυνεύει να καλύψει την γενεά την χρονική και το ιστορικό υπόστρωμα. Η απλή ομιλία του Ernesto προηγήθηκε με μία λέξη τού στοχασμού του Edoardo συνδυάζοντας την εποχή με "την αναγκαία ιδέα ενός Σωτήρος" με την βοήθεια τής εικόνος της κρυσταλλώσεως.
          Σωτήρας, Μεσάζων, ο Ιησούς είναι στην διαδρομή τής ιστορίας, και κατέστη "αναγκαίος" απο την παρακμή τού ιδανικού που χτυπά τα άτομα αλλά αφήνει ανέπαφη την καθαυτή ανθρωπότητα. Γιατί είναι αναγκαία λοιπόν η διαμεσολάβηση τού Χριστού και η εξατομίκευση του Θεϊκού και τέλειου Ανθρώπου;
          Περισσότερο για να θεμελιώσει μία "ζώσα κοινότητα", εκμαγείο και υποκατάστατο τής Ανθρωπότητος στην τελειότητά της, παρά για να αναδείξει ένα μοντέλο. Μία διϋποκειμενική κοινότητα, εν τω γίγνεσθαι, συμβίωση και συνουσίωση είναι και γίγνεσθαι, θεμελιώνει τον υπερβατικό τόπο όπου το άτομο αποθέτει την ιδιαιτερότητά του η οποια προέκυψε απο την πτώση και διά του δεσμού τής αφιερώσεως και του ελέους, εισέρχεται κολλεγιακά σε μία ανώτερη και υγιέστερη ύπαρξη.
      Η Εκκλησία των υποκειμένων, των πιστών, παραπέμπει σε ένα κατεξοχήν Υποκείμενο, σε έναν Δημιουργό απο τον οποίο απορρέει: ο Χριστός καταγωγή τής παραδόσεως και της Μεσολαβήσεως με τους δύο όρους αναμεμειγμένους στο πρόσωπό ΤουΕίναι λοιπόν σαν "τον πρωτότοκο ενός μεγάλου αριθμού αδελφών" ο οποίος θεμελιώνει εξ' επαφής την εκκλησιαστική κοινωνία, η οποία αναλαμβάνει την απόλυτη Μεσολάβηση. Ο Χριστός ο καλύτερος φίλος τού Χριστιανού. Ο Σλαϊερμάχερ είναι πιστός στο δόγμα των δασκάλων του το οποίο επέμενε στην αξία του Λυτρωτού και του τέλειου Ανθρώπου. Και εδώ, παρά την πρόθεση, ο Χριστός στην ιδέα και ο ιστορικός Χριστός δέν συμπίπτουν ακριβώς, χωρίς να είναι όμως και εντελώς ξεχωρισμένοι. Ο Άνθρωπο-Θεός, ο κατεξοχήν Άνθρωπος, πραγματοποιεί με μία κίνηση την τελειοποίηση της ανθρωπότητος. Είναι το φώς των ανθρώπων-σύμφωνα με μία ανοδική σκάλα απο την ανθρωπότητα στην Θεότητα όπως η δημιουργία υπήρξε μία κάθοδοςαπό τήν Θεότητα στην ανθρωπότητα. Είναι ταυτοχρόνως και η ιστορική αρχή και μόνον η αρχή μίας προόδου απείρου διαρκείας, στην οποία δίνει το ξεκίνημα καθότι άτομο και της οποίας αναλαμβάνει το γίγνεσθαι καθότι κοινότης με επαναλαμβανόμενη πάντοτε νέα αρχή. Είναι η τυπική ταλάντευση του Σλαϊερμάχερ, της Θεολογίας του σε δύο φωτιές (Καρλ Μπαρθ). Ο Χριστός λοιπόν παρ'όλα αυτά κυριαρχεί σαν ένα υπερφυσικό ον θαυματουργό, σαν τον Άνθρωπο-Θεό και τον μοναδικό Μεσολαβητή, όχι μόνον σαν θρησκευτικός ήρωας, όσο και αν είναι μεγαλοπρεπής.
          
Ο Σέλλινγκ αγάπησε αυτόν τον διάλογο, ο οποίος έγραψε γι'αυτόν και μία ευνοϊκή κριτική. Εκτιμά πολύ την ιδέα μίας "Λυτρώσεως απο όλη την αιωνιότητα" η οποία θυμίζει την δική του "Ενσάρκωση απο όλη την αιωνιότητα" Επισημαίνει ότι το χθόνιο πνεύμα-μία αναφορά στον Φάουστ-συμφωνεί με τον καθαυτό Άνθρωπο, και σ'αυτό το πλαίσιο, θρηνεί την απουσία της μητέρας Παρθένου και πάντοτε θαλερής, την Φύση. Παρ'όλα αυτά η δικη του σύλληψη τής Εκκλησίας ειναι διαφορετική, και ακριβώς σ'αυτό το σημείο πρέπει να εστιάσουμε την κριτική. Η θεσμική Εκκλησία είναι "εργο ανθρώπινο". Ο Σέλλινγκ τον κατηγορεί ότι "συστέλλει" το πνεύμα και ότι συσφίγγει μία Ανθρωπότητα η οποία "απο όλη την αιωνιότητα" είναι ελευθερία χωρίς περιορισμό. Στον Σλαϊερμάχερ η Εκκλησία, υπολογισμένη σαν μέσον της αναγεννήσεως, προϋποθέτοντας την πτώση και την ανάσταση, δέν είναι πλέον μία αιώνια ιδέα, αλλά ένα έγχρονο όργανο, χτυπημένο απο ευαισθησία και αμαρτία. Επιπλέον μία αντίφαση πληγώνει την Εκκλησία την στρατευμένη η οποία πολύ γρήγορα βρίσκεται και δικαίως καταδιωκόμενη, στην οποία κατέστησαν δυνατές η αποστασία και η διαμάχη. Στην ντροπαλή Εκκλησιολογία του Edoardo ο κριτικός αντιπαραθέτει την Εκκλησία σαν γιορτινή αντιπρόσωπο τής ανακαινισμένης πρωταρχικής ενότητος, μίας ορατής κοινότητος ενός λαού, δεμένη και ενωμένη απο τον δεσμό της αγάπης, συμμορφούμενη στην πρόθεση του Θείου Διδασκάλου ο οποίος γκρέμισε τα διαχωριστικά τείχη και ο οποίος θα καταστήσει την ανθρώπινη κοινότητα "τον ζωντανό Θεό στα πάντα και σε όλους"!

Συνεχίζεται

ΑΝ ΔΕΝ ΤΟΧΟΥΜΕ ΕΝΝΟΗΣΕΙ ΕΠΑΡΚΩΣ ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΝΕΑ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΠΡΟΩΘΕΙ Η ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΟΥΜΕ ΣΤΙΣ ΤΕΡΑΤΩΔΕΙΣ ΔΙΑΣΤΡΕΒΛΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ. Η ΚΑΤΑ ΓΡΑΜΜΑ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ.
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΟΠΟΥ ΘΕΛΩ ΠΝΕΙ. Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΩΝ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΩΝ. 

Αμέθυστος 

ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ, ΤΗΣ ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑΣ

Ας πάρουμε μάλλον ως σημείο εκκίνησης τον Ροσμίνι μας με το ισορροπημένο δόγμα του, που ήδη σωστά τονίστηκε από άλλους, την ευαισθησία ως εκείνη την αίσθηση που έχει η ψυχή για τον εαυτό της στην ένωσή της με το σώμα. Ποιο είναι το σώμα που εδώ, σε αυτό το συναίσθημα που ορίζεται από τη Rosmini ως ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΣ , είναι ένα, αν και όχι ως ταυτότητα, με την ψυχή; Δεν είναι το σώμα, λέει, που μελέτησε ο φυσικός ή ο φυσιολόγος: «Είναι το ίδιο σαν κάποιος να ανατομεί και να αντιλαμβάνεται τα νεύρα ενός άλλου ζωντανού ευαίσθητου όντος, τα οποία όμως νεύρα δεν είναι ευαίσθητα σε αυτόν που τα ανατομίζει. , αλλά σε αυτόν που είναι». Αυτό είναι ένα σώμα που έχει ήδη γίνει εξωτερικό: ένα σώμα «όπως κάθε εξωτερικό σώμα που πέφτει κάτω από τις αισθήσεις και παράγει αισθήσεις μέσα σε αυτό». Το σώμα που περιλαμβάνεται στο θεμελιώδες μας συναίσθημα είναι αυτό που ταυτίζεται μαζί μας, «αισθανόμαστε ότι συναινεί» με την ψυχή μας. Ο Rosmini ονομάζει τον πρώτο τρόπο αντίληψης του σώματός μας εξωυποκειμενικό, τον δεύτερο υποκειμενικό. αλλά, λοιπόν, ακόμη και σε αυτό το δεύτερο διακρίνει δύο τρόπους σκέψης, τους οποίους συνιστά να μην συγχέονται: ο ένας είναι το καθαρό θεμελιώδες αίσθημα της σωματικότητας, ο άλλος είναι αυτό το ίδιο συναίσθημα που καθορίζεται στις τροποποιήσεις και τις μεταλλάξεις των ιδιαίτερών μας αισθήσεων.

Πιστεύουμε ότι πρέπει να εμμείνουμε σε αυτό το δόγμα της Ροσμινίας στα δύο βασικά σημεία, κατά τη γνώμη μας. Τό πρώτο είναι αυτή η αίσθηση της εσωτερικότητας που διακρίνει το συναίσθημά μας από το εξωτερικό του αντικειμένου της. το άλλο είναι ο χαρακτήρας της θεμελιώδους φύσης, δηλαδή της υπερβατικότητας, που αυτό το συναίσθημα διατηρεί ως προϋπόθεση των πολλαπλών αισθήσεων στις οποίες συμβαίνει το γεγονός. Θα απορρίψουμε, ωστόσο, τις περαιτέρω εξελίξεις που δέχονται αυτά τα σημεία λόγω της παρέμβασης, στη Ροσμινιανή θεωρία, μιας διανοητικής ανησυχίας, παρόμοιας με αυτής του Καντ, όπου ανταλλάσσει την αυτοσυνείδηση, ήδη παρούσα στο συναίσθημα, με την ανακλώμενη που κάνει τό αντικείμενό της τήν πρώτη, χαμηλωμένη σε αυτό το σημείο, σε ένα συναίσθημα που δεν είναι πια συναίσθημα. «Η αίσθηση που λέει δεν μπορεί ποτέ να παρατηρήσει τον εαυτό της: είναι η κατανόηση που παρατηρεί την αίσθηση: η επίγνωση που παίρνουμε για την αίσθηση δεν είναι τίποτα άλλο από τη διανοητική αντίληψη τής ίδιας, ή ένας προβληματισμός πάνω σε αυτή καθεαυτή: ωστόσο αυτή η πράξη με που καταλαβαίνουμε ότι η αίσθηση είναι τελείως διαφορετική από αυτή με την οποία είναι η ίδια η αίσθηση, δηλαδή με την οποία νιώθουμε». Εδώ το θεμελιώδες συναίσθημα έχει γίνει μια αίσθηση ανάγκης, όπως όλα τα άλλα, μιας διαφορετικής αρχής για τη θεμελίωση του. Σε άλλο σημείο, όμως, έγραψε ότι «μόνο αυτός που νιώθει τον εαυτό του υπάρχει μέσα του». «Το να νιώθει κανείς τον εαυτό του, να υπάρχει στον εαυτό του, είναι πράξη, όχι απλώς «ζωτική»» (που λόγω έλλειψης καλύτερου όρου ονομάζουμε ΑΙΣΘΗΜΑ , αν και στην τρέχουσα χρήση αυτό έχει μάλλον παθητικό παρά ενεργητικό νόημα). αλλά είναι επίσης μια αρχικά γνωστική, θεωρητική πράξη, καθώς υπονοεί μια ΔΙΑΙΣΘΗΣΗ , δηλαδή μια «διαίσθηση» στην ίδια την πράξη του συναισθήματος. Με αυτή την έννοια λέμε ότι όλη η αυτοσυνείδηση ​​είναι ήδη παρούσα στην ευαισθησία, έτσι ώστε δεν χρειάζεται να παρεμβαίνει ένα 
INTELLECTUS (ΔΙΑΝΟΙΑ) είτε απ' έξω, όπως στον Αριστοτέλη ή στον Αβερρόη, είτε από ένα εσωτερικό που -ή κατανοείται με τον τρόπο του Αγ. Τόμας, είτε με αυτόν του Λάιμπνιτς, είτε με εκείνον του Καντ, είτε διαλεκτικά – σε κάθε περίπτωση θα ήταν πάντα ένα εξωτερικό σε σύγκριση με την εσωτερικότητα του καθαρού συναισθήματος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: