Δευτέρα 10 Αυγούστου 2020

ΤΑΜΙΩΛΑΚΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ - Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟ (5)

Συνέχεια από: Σάββατο, 8 Αυγούστου 2020

2) Η θέση τής περί Αντιχρίστου διδασκαλίας στην Ορθόδοξη Δογματική

H Β΄ Παρουσία τού Κυρίου είναι ένα κεντρικό θέμα τής Αγίας Γραφής. Υπολογίζεται πως ένα στα τρία χωρία της Βίβλου σχετίζεται με κάποια φάση της Β΄ Παρουσίας69. Ο ίδιος ο Κύριος πριν το πάθος μίλησε εκτεταμένα γι’ αυτήν. Και το τελευταίο μήνυμά του μέσω τών δύο Αγγέλων κατά την Ανάληψή του αναφέρεται και αυτό στην Β΄ Παρουσία70. Η σημαντικότερη προσευχή, η Κυριακή Προσευχή περιλαμβάνει αίτημα για την έλευσή της. Και η τελευταία προσευχή της Αγίας Γραφής είναι η γνωστή φράση « Ἔρχου Κύριε Ἰησοῦ »71. Τα πρώτα βιβλία τής Καινής Διαθήκης, η Α΄ και Β΄ προς Θεσσαλονικείς ασχολούνται, σχεδόν αποκλειστικά, μ’ αυτό, ακριβώς, το θέμα. Και το τελευταίο βιβλίο της, η Αποκάλυψη, κλείνει μ’ αυτήν την υπόσχεση72.

Και στην πατερική γραμματεία η Β΄ Παρουσία κατέχει κεντρική θέση. Ειδικότερα, αναφορές στον Αντίχριστο υπάρχουν ήδη απ’ τους αποστολικούς χρόνους. Σε επιστολές π.χ. ανδρών των πρώτων χριστιανικών χρόνων, όπως π.χ. του Αγίου Ιγνατίου Αντιοχείας ή του Αγίου Πολυκάρπου Σμύρνης, σε μαρτύρια αρχαίων Χριστιανών, όπως στο μαρτύριο του Πιονίου, σε κείμενα απολογητών, όπως στον διάλογο του Ιουστίνου προς τον Ιουδαίο Τρύφωνα. Ιδιαίτερα σημαντική κρίνεται η σχετική αναφορά στην Διδαχή των Αποστόλων, που θεωρείται μια επιτομή της διδασκαλίας της αρχαίας Εκκλησίας73.

Στην πρώτη συστηματική καταγραφή τής Ορθόδοξης δογματικής διδασκαλίας, τον Έλεγχο του Αγίου Ειρηναίου Λυώνος, το θέμα του Αντιχρίστου αναλύεται σε σημαντικό βαθμό74. Οπότε, φτάνουμε στην πρώτη « μονογραφία » για τον Αντίχριστο, απ’ τον Άγιο Ιππόλυτο πολύ νωρίς, περίπου το 200 μ.Χ.. Σημαντικές αναφορές σ’ αυτό το θέμα υπάρχουν και στο υπόμνημα τού Ιππολύτου στον Δανιήλ, το πρώτο ερμηνευτικό υπόμνημα σε βιβλίο της Αγίας Γραφής.


Η σημαντική θέση του θέματος του Αντιχρίστου στην Ορθόδοξη Χριστιανική δογματική διδασκαλία μαρτυρείται και απ’ το γεγονός πως ο Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων αφιερώνει σ’ αυτό ένα μέρος απ’ την 15η Κατήχηση των Φωτιζομένων75. Θεωρούσε, όπως θα δούμε σε άλλη ενότητα, απαραίτητη την ενημέρωση των Χριστιανών πάνω στο σχετικό ζήτημα. Την ίδια περίπου εποχή χρονολογούνται και οι λόγοι για τον Αντίχριστο του Αγίου Εφραίμ του Σύρου76. Απ’ αυτούς τους λόγους θεωρείται πως επηρεάστηκε και ο συγγραφέας του ψευδεπιγράφου77 « Περί της Συντελείας του κόσμου »78. Και τα δύο αυτά έργα γνώρισαν ευρύτατη διάδοση στις τάξεις των Χριστιανών, και είναι απ’ τα κείμενα που μέχρι και σήμερα αναγινώσκονται πολύ απ’ τους πιστούς79.

Τον 6ο αιώνα ο Άγιος Ρωμανός ο Μελωδός συγγράφει το κοντάκιο « Εις την Β΄ Παρουσίαν του Κυρίου », που αναφέρεται εκτενώς και στο πρόσωπο και την εποχή του Αντιχρίστου. Η συγγραφή αυτού του κοντακίου είναι ιδιαίτερα σημαντική καθώς, όπως είναι γνωστό, τα ποιήματα του Αγίου Ρωμανού διαβάζονταν στις λατρευτικές συνάξεις των πιστών. Όταν, αργότερα, τα κοντάκια αντικαταστάθηκαν απ’ τους κανόνες, η περί Αντιχρίστου διδασκαλία του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού καταγράφηκε σε πεζό λόγο στο συναξάριο της Κυριακής της Β΄ Παρουσίας του Κυρίου, που, επίσης, αναγινωσκόταν στην Εκκλησία80. Τον ένατο αιώνα ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός στο έργο του « Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως » περιγράφει με ακρίβεια την περί Αντιχρίστου διδασκαλία της Εκκλησίας σε μια παράγραφο. Τον 18ο αιώνα ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός εξέθετε εν συντομία στις διδαχές του την διδασκαλία της Εκκλησίας για τον Αντίχριστο μαζί με άλλα εσχατολογικά θέματα στην συνάφεια την σχετική με το τέλος του κόσμου81.

Στοιχεία της περί Αντιχρίστου διδασκαλίας υπάρχουν και σε πολλά υπομνήματα Πατέρων της Εκκλησίας σε βιβλία της Καινής Διαθήκης.

Τα κείμενα που αναφέρονται στον Αντίχριστο και προέρχονται από ερμηνευτικά υπομνήματα σε βιβλία της Αγίας Γραφής χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Τα κείμενα που προέρχονται από ερμηνευτικά υπομνήματα στην Αποκάλυψη και τα κείμενα που προέρχονται από ερμηνευτικά υπομνήματα σε άλλα βιβλία της Αγίας Γραφής ( κυρίως Δανιήλ, Μθ. 24, Α΄ και Β΄ Ιω. και Β΄ προς Θεσσαλονικείς ). Τα ερμηνευτικά κείμενα στην Αποκάλυψη συχνά παραπέμπουν και σε χωρία από άλλα βιβλία της Αγίας Γραφής που αναφέρονται στον Αντίχριστο. Αντίθετα, τα ερμηνευτικά υπομνήματα σε χωρία άλλων βιβλίων της Αγίας Γραφής που αναφέρονται στον Αντίχριστο, δεν επικαλούνται την Αποκάλυψη. Οπότε, μπορούμε να μιλάμε για δύο διαφορετικούς ερμηνευτικούς κύκλους.

Ωστόσο, οι δύο αυτοί ερμηνευτικοί κύκλοι σε κάποια σημεία τέμνονται. Κατ΄ αρχήν τέμνονται σε πατερικά κείμενα με συστηματικό χαρακτήρα που αναφέρονται στον Αντίχριστο και αναφέρουν τόσο χωρία διαφόρων βιβλίων της Καινής Διαθήκης που αναφέρονται στον Αντίχριστο όσο και χωρία της Αποκάλυψης. Αυτό παρατηρείται π.χ. στα έργα των Αγίων Ειρηναίου και Ιππολύτου. Επίσης, κάποια στοιχεία της περί Αντιχρίστου διδασκαλίας, όπως η παράδοση για το χάραγμα του Αντιχρίστου και την μαρτυρία των δύο προφητών βασίζονται στην Αποκάλυψη. Έτσι, οι όποιες αναφορές σε αυτά τα θέματα ακόμη και αν δεν συνοδεύονται από τα σχετικά χωρία της Αποκάλυψης είναι εύλογο να θεωρηθεί ότι βασίζονται σ’ αυτήν82. Και η μη αναφορά χωρίων της Αποκάλυψης σε ερμηνευτικά υπομνήματα των υπολοίπων κειμένων της Αγίας Γραφής θα μπορούσε να εξηγηθεί βάσει της αρχής που θέλει την μαρτυρία του περισσότερο σαφούς κειμένου να χρησιμοποιείται για την εξήγηση του λιγότερο σαφούς και όχι το αντίθετο. Πάντως, ελάχιστα είναι τα σημεία της περί Αντιχρίστου πατερικής διδασκαλίας που στηρίζονται αποκλειστικά στην Αποκάλυψη. Τα περισσότερα στηρίζονται και σε άλλα χωρία της Αγίας Γραφής. Έτσι π.χ. η διδασκαλία για την τέλεση ψευτοθαυμάτων απ’ τον Αντίχριστο δεν στηρίζεται μόνο στην Αποκάλυψη αλλά και στην Β΄ προς Θεσσαλονικείς. Η διδασκαλία για τα δεινά που θα πλήξουν την ανθρωπότητα στο τέλος του κόσμου δεν θεμελιώνονται μόνο στην Αποκάλυψη αλλά και στον εσχατολογικό λόγο του Κυρίου. Η διδασκαλία για την έλευση του προφήτη Ηλία στηρίζεται και στην προφητεία του Μαλαχία και σε χωρία των ευαγγελίων. Επομένως, ακόμη και αν κάποιος φανεί επιφυλακτικός απέναντι στην Αποκάλυψη καταλήγει περίπου στην ίδια εσχατολογική άποψη με αυτόν που την δέχεται ανεπιφύλακτα. Πάντως, στην Αποκάλυψη κάποια σημεία περιγράφονται πιο αναλυτικά· και η διδασκαλία για το χάραγμα του Αντιχρίστου, για το οποίο τόσο μελάνι χύνεται, βρίσκεται μόνο στην Αποκάλυψη.

Είναι αλήθεια πως δεν μπορεί να γίνει συζήτηση για την υπόθεση του Αντιχρίστου χωρίς να γίνει αναφορά στην ερμηνευτική παράδοση της Αποκάλυψης. Χωρία αυτού του ιερού βιβλίου που αναφέρονταν στον Αντίχριστο είχαν ήδη σχολιαστεί απ’ τους πρώτους αιώνες της Εκκλησίας. Τμήματα της Αποκάλυψης ερμηνεύονται από τους Αγίους Ιουστίνο, Ειρηναίο και Ιππόλυτο. Με τον καιρό συγγράφονται τα πρώτα ερμηνευτικά υπομνήματα σε ολόκληρο το βιβλίο της Αποκάλυψης. Ο Άγιος Ιππόλυτος Ρώμης και ο Ωριγένης έγραψαν υπομνήματα στην Αποκάλυψη που, όμως, χάθηκαν ή σώθηκαν μόνο αποσπασματικά. Η πρώτη συστηματική προσπάθεια ερμηνείας της Αποκάλυψης που διασώθηκε είναι αυτή του Αγίου Βικτωρίνου Πεταβίου, ο οποίος ερμήνευσε χωρία απ’ όλα τα κεφάλαια του ιερού βιβλίου. Την ερμηνεία του διόρθωσε σε κάποια σημεία ο Άγιος Ιερώνυμος83. Τον 7ο αιώνα ο Άγιος Βέδας συνέγραψε ερμηνεία στην Αποκάλυψη84 και τον 12ο ο Άγιος Νεόφυτος ο έγκλειστος γράφει κάποια σχόλια σ’ αυτήν85. Υπάρχουν και πολλά άλλα υπομνήματα στην Αποκάλυψη ή κείμενα όπου ερμηνεύονται τμήματα αυτής από Εκκλησιαστικούς συγγραφείς της Ανατολής και της Δύσης. Αυτό που πρέπει να τονίσουμε είναι πως η ερμηνευτική παράδοση της Αποκάλυψης στα σημεία τουλάχιστον που αφορούν στον Αντίχριστο είναι ενιαία. Μικρές διαφοροποιήσεις υπάρχουν αλλά η βασική διδασκαλία είναι η ίδια.

Εμείς στην εργασία μας χρησιμοποιούμε κατ’ αρχήν τα ερμηνευτικά κείμενα που έχουν γράψει σε ολόκληρη την Αποκάλυψη ή σε αποσπάσματά της Άγιοι της Εκκλησίας μας, και πιο συγκεκριμένα οι Άγιοι Ειρηναίος, Ιππόλυτος, Βικτωρίνος, Ιερώνυμος, Αυγουστίνος, Βέδας και Νεόφυτος ο έγκλειστος. Στα πλαίσια της εξέτασης της ευρύτερης χριστιανικής γραμματείας μελετήσαμε και τα υπομνήματα των Οικουμενίου86, Ανδρέα87 και Αρέθα88, που κατά τον Μπρατσιώτη « ὑπενθυμίζουσιν ἐν πολλοῖς τάς κλασσικάς τῶν Ἑλλήνων Πατέρων ἐρμηνείας »89.

Μέχρι τον 10ο αιώνα η περί Αντιχρίστου διδασκαλία της Εκκλησίας έχει καταγραφεί. Από εκεί και ύστερα επαναλαμβάνεται από διάφορους Εκκλησιαστικούς συγγραφείς. Ίσως κάποια σημεία να διασαφηνίζονται ή να αναλύονται περισσότερο, όμως τίποτε ουσιαστικό δεν προστίθεται. Γι’ αυτό και εμείς παραπέμπουμε ως επί το πλείστον σε συγγραφείς της πρώτης χιλιετίας.

Τον εικοστό αιώνα, η περί Αντιχρίστου διδασκαλία παρατίθεται κανονικά σε « δογματικές », όπως π.χ. αυτή του Ανδρούτσου ή του Τρεμπέλα90. Αξιόλογα έργα συγγράφονται. Ιδιαίτερης μνείας αξίζουν τα έργα του Ανδρέα Θεοδώρου, « Η περί Αντιχρίστου ιδέα » και « Η ώρα του Αντιχρίστου », αλλά και η μονογραφία « Ο Αντίχριστος » του π. Χαραλάμπους Βασιλοπούλου. Βέβαια, έχουν εκδοθεί και πολλά άλλα αξιόλογα έργα. Αξίζει να αναφερθεί η εργασία του Μάρκου Σιώτη πάνω στην ερμηνεία του αριθμού του θηρίου. Εμπεριστατωμένη είναι και η εργασία της Ευαγγελίας Αμοιρίδου για την ιστορία της ερμηνείας του αριθμου 666, με έρευνα πολλών ανεκδότων ερμηνειών της Αποκάλυψης και εξέταση σύγχρονων ερμηνειών του αριθμού του θηρίου.

Στο χώρο της ετερόδοξης Θεολογίας έχουμε σημαντικές μελέτες για την χριστιανική διδασκαλία σχετικά με το πρόσωπο του Αντιχρίστου, κυρίως, απ’ τα τέλη του 19ου αιώνα91. Το έργο του Bousset « The Antichrist legend: A chapter in Jewish and Christian folklore »92, θεωρείται κλασικό. Πολύ γνωστό είναι και το έργο του Jenks « The origins and early developments of the Antichrist Myth »93, το πόνημα του Bernard McGinn, « Antichrist: Two thousands years of the human fascination with evil »94 και η εργασία του Peerbolte L. J. Lietaert, « The Antecedents of Antichrist, A Traditio-historical study of the earliest Christian views on eschatological opponets »95. Υπάρχουν βέβαια και άλλα αξιόλογα έργα96.

Όλοι αυτοί οι ξένοι συγγραφείς έχουν κάνει πολύ καλή δουλειά όσον αφορά στον εντοπισμό και την μετάφραση κειμένων της χριστιανικής γραμματείας – ειδικά των πρώτων αιώνων – που αναφέρονται σ’ αυτό το θέμα. Ωστόσο, τα έργα, κάποιων, τουλάχιστον, εξ αυτών, έχουν μια σημαντική αδυναμία. Αναζητούν σ' όλα τα κείμενα επιρροές από άλλα προγενέστερα κείμενα, από παραδόσεις της εποχής τους, αστικούς μύθους και ιστορικά γεγονότα. Αναζητούν πάντοτε ανθρώπινες επιδράσεις, ποτέ ουράνιες εμπνεύσεις. Κατά τη γνώμη μας το πρόβλημα είναι ότι η έρευνά τους περιορίζεται στη γη, δεν επεκτείνεται στον ουρανό97. Παραθεωρεί το στοιχείο του υπερφυσικού, του « υπέρ λόγον », στο οποίο βασίζεται η Χριστιανική Πίστη. Είναι περισσότερο ιστορική και λιγότερο θεολογική. Υπερτονίζονται οι ιστορικοί παράγοντες, δεν γίνεται λόγος για Θεοπνευστία. Αυτό είναι μονομέρεια. Δεν ισχυριζόμαστε πως και αυτά τα θέματα δεν θα πρέπει να συζητώνται και να ερευνώνται. Δεν αποκλείουμε κάποια επίδραση ιστορικών γεγονότων ή άλλων παραδόσεων στα εσχατολογικά έργα των Πατέρων της Εκκλησίας. Αλλά πιστεύουμε πως, όταν αυτή υπάρχει, είναι πολύ πιο περιορισμένη απ’ όσο ισχυρίζονται οι ερευνητές που προαναφέραμε.

Ένα άλλο σφάλμα είναι το ότι συνεξετάζουν τα απόκρυφα98 με τα κανονικά βιβλία της Αγίας Γραφής. Συνεξετάζουν αστικούς μύθους με τα κανονικά βιβλία της Κ.Δ.. Συνεξετάζουν ιουδαϊκές, βαβυλωνιακές ή άλλες παραδόσεις με τα χριστιανικά κείμενα99. Και όλα αυτά τα βλέπουν σαν ισόκυρα. Βρίσκονται σε μια διαδικασία συνεχούς αμφισβήτησης και, συχνά, αναζητούν αντιθέσεις στα αγιογραφικά και πατερικά κείμενα αντί να εφαρμόζουν την τακτική της σύνθεσης. Και ενώ τα κείμενα, συχνά, συμπληρώνουν το ένα το άλλο, αυτοί επιμένουν να τα βλέπουν σαν αντίθετα και να διατυπώνουν εικασίες προκειμένου να εξηγήσουν αντιθέσεις που δεν υφίστανται παρά μόνο στη φαντασία τους100. Κάποτε, υποτάσσουν τα πατερικά κείμενα σε δικά τους θεωρητικά πλαίσια και προσωπικές θεωρίες101. Τελικά, χαρακτηρίζουν την χριστιανική διδασκαλία « παραμύθι » και επιχειρούν να μετατρέψουν την Θεολογία σε λαογραφία102.

Είναι, πραγματικά, θλιβερό, το ότι κάποιοι μελετητές αναζητούν την πατερική άποψη και, σε γενικές γραμμές, την εκθέτουν, χωρίς, όπως φαίνεται, να την πιστεύουν. Χαρακτηριστικοί είναι οι τίτλοι των έργων των Bousset και Jenks. Ο ένας μας μιλά για « antichrist myth » και ο άλλος για « antichrist legend »103. Τα έργα τους μοιάζουν περισσότερο με φιλολογική κριτική και λιγότερο με θεολογική εργασία. Και η εμμονή τους για αναζήτηση ιστορικών ή μυθολογικών αιτίων στην διαμόρφωση της περί Αντιχρίστου πατερικής διδασκαλίας φέρνει στο νου το αντίστοιχο έργο του Ρενάν, που θεωρούσε πως η περί Αντιχρίστου διδασκαλία ήταν αποτέλεσμα των διωγμών κατά του Χριστιανισμού104. Αλλά ο Ρενάν δεν πίστευε πως ο Θεός κατέβηκε στη γη. Γιατί να πιστεύει πως θα ανέβει ο διάβολος; Μια τέτοια άποψη μοιάζει φυσιολογική για έναν άθεο. Δεν είναι φυσιολογική για έναν καθηγητή Θεολογίας. Αυτοί οι ερευνητές εκθέτουν την πατερική διδασκαλία. Την αντιπαραβάλλουν συχνά με σύγχρονες ή μεταγενέστερες εσχατολογικές θέσεις και απόψεις. Καί, όμως, είναι λίγο ανερμάτιστη η αναζήτησή τους. Τους λείπει η πίστη στην Ιερά της Εκκλησίας Παράδοση· στο αλάθητο της Εκκλησίας· στη διαχρονική παρουσία του Αγίου Πνεύματος μέσα στην κοινότητα των πιστών.

Αξίζει να αναφερθεί πως ο Soloviev απέρριπτε την άποψη του Renan ότι η διδασκαλία για τον Αντίχριστο προήλθε απ’ τους διωγμούς του Νέρωνα κατά των Χριστιανών105. Και, προφανώς, ούτε τα παρόμοια συμπεράσματα ξένων ερευνητών συμμεριζόταν, καθώς και αυτά βασίζονταν στην ίδια φιλοσοφία στην οποία βασίστηκε και ο Renan, τη λογική της γήινης προέλευσης των ιερών κειμένων της Αγίας Γραφής. Η « μικρή Ιστορία για τον Αντίχριστο » του μεγάλου Ρώσου φιλόσοφου δίνει την ορθή θέση πάνω σε αυτό το ζήτημα, καθώς ο Αντίχριστος παρουσιάζεται στο έργο ως ένα υπαρκτό πρόσωπο106. Κατά τη γνώμη μας δεν είναι τυχαίο που ο Soloviev στη « Μικρή Ιστορία για τον Αντίχριστο » γράφει πως αυτός θα καυχιέται πως έχει ανακηρυχθεί επίτιμος διδάκτορας της Θεολογικής Σχολής της Τυβίγγης για ένα μεγάλο έργο του πάνω στο γνωστό δόγμα της Θρησκειοϊστορικής σχολής, την « υψηλή κριτική » ( higher criticism )107. Ο Soloviev είχε διαγνώσει έναν υφέρποντα αντιχριστιανισμό σ’ αυτήν την Χριστιανική κατά τα άλλα θεολογική μέθοδο, που κατά κόρον χρησιμοποιούν πολλοί απ’ τους ερευνητές που προαναφέραμε108.

Σ’ αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί πως πολλά απ’ τα επιχειρήματα των ερευνητών που εφήρμοσαν την μέθοδο της υψηλής κριτικής για να στηρίξουν τις θέσεις τους, κατέπεσαν109. Και μπορεί οι ίδιοι να θεωρούν ότι η διδασκαλία περί Αντιχρίστου είναι αποκύημα της φαντασίας των πρώτων Χριστιανών, ωστόσο οι δικές τους κριτικές μελέτες είναι εκείνες που, δίκαια, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως η αποθέωση της υπόθεσης και της εικασίας. Κατά τη γνώμη μας, η φαντασία, πράγματι, χρησιμοποιήθηκε. Όχι, όμως, απ’ τους Πατέρες της Εκκλησίας που αναφέρθηκαν στο θέμα του Αντιχρίστου αλλά από σύγχρονους μελετητές που παρουσιάζουν δικά τους υποθετικά σενάρια σαν σύγχρονη επιστημονική έρευνα.

Πάντως, αυτή η άποψη δεν πέρασε ούτε στην κλασική ευαγγελική, ούτε την Ρωμαιοκαθολική ή την Ορθόδοξη άποψη για τον Αντίχριστο110. Άσκησε, βέβαια, κάποια επίδραση, επηρέασε κάποιους Θεολόγους, όμως, ως επί το πλείστον, παρέμεινε υπόθεση μεταξύ κάποιων αναθεωρητών ακαδημαϊκών. Δεν πέρασε στο σύνολο της θεολογικής κοινότητας ούτε στην συνείδηση του κόσμου. Άλλωστε, υπήρξαν και έργα που εκθέτουν την παραδοσιακή Χριστιανική άποψη περί του Αντιχρίστου και των εσχάτων. Απ’ την πλευρά των Ρωμαιοκαθολικών θεολόγων αξίζει να αναφερθεί το έργο του Pieper Joseph « The end of time: A meditation on the philosophy of history »111, που βασίζεται κυρίως σε δυτικούς συγγραφείς, και απ’ την πλευρά των προτεσταντών το παλιότερο, βέβαια, έργο του Νewman « The patristic idea of Antichrist »112 και το έργο του Arthur Pink « The Antichrist »113. Yπάρχουν, βέβαια, και πολλά άλλα. Στον Ορθόδοξο χώρο η ορθόδοξη διδασκαλία για τον Αντίχριστο, αναμφισβήτητα, κυριαρχεί114.

Σημειώσεις
68. Θεοδωρήτου Κύρου, Αιρετικής κακομυθίας επιτομή, P.G. 83, 531-2.
69. Βλ. M.R. De Haan, Signs of the end times, ο.π., σελ. 9. Ο M.R. De Haan επισημαίνει πως χωρίς την Β΄ Παρουσία το έργο που ξεκίνησε με την Α΄ Παρουσία του Κυρίου μένει ανολοκλήρωτο. Και σχολιάζει: « Πώς τολμά κάποιος να πει πως – η Β΄ Παρουσία – δεν είναι μια πρωτεύουσα, σημαντική, βασική διδασκαλία; Πως μπορεί κάποιος να μας κατηγορήσει πως μιλάμε πολύ και συχνά γι’ αυτήν; Πώς μπορεί κάποιος να αποφύγει την αλήθεια όταν αυτή μπορεί να βρεθεί σχεδόν σε κάθε σελίδα των γραφών; Μη κηρύττοντας την Β΄ Παρουσία στερούμε από τον λαό αυτό που χρειάζεται περισσότερο, την ελπίδα » ( Βλ. Μ. R. De Haan, ο.π., σελ. 18-22 ).
70. Πρ. 1, 11 « Οἵ καί εἶπαν· Ἄνδρες Γαλιλαῖοι τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τόν οὐρανόν; Οὗτος ὁ Ἰησοῦς ὁ ἀναληφθείς ἀφ’ ὑμῶν εἰς τόν οὐρανόν οὕτως ἐλεύσεται ὅν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτόν πορευόμενον εἰς τόν οὐρανόν ».
71. Απ. 22,20.
72. Η υπόσχεση της Β΄ Παρουσίας του Κυρίου είναι το κεντρικό θέμα του τελευταίου κεφαλαίου της Αποκάλυψης. Βλ. Απ. 22, 12.20 « Ἰδού ἔρχομαι ταχύ ».
73. Η συγγραφή αυτού του έργου τοποθετείται μεταξύ των ετών 60-110. Σύμφωνα με τον Στ. Παπαδόπουλο η Διδαχή των δώδεκα Αποστόλων ήταν ένας σύντομος πρακτικός οδηγός των Χριστιανών και χρήσιμο βοήθημα για τους κατηχουμένους. Βλ. Στυλιανού Παπαδοπούλου, Πατρολογία, τ. Α΄, Δ΄ έκδοση, Αθήνα 2000, σελ. 170-175.
74. Το έργο του Ειρηναίου « Ἔλεγχος καί ἀνατροπή τῆς ψευδωνύμου γνώσεως » αποτελείται από πέντε βιβλία και γράφτηκε περί το 185 μ.Χ.. Απ’ το πρωτότυπο ελληνικό κείμενο σώζονται μόνο αποσπάσματα ενώ ολόκληρο το έργο σώθηκε σε λατινική και αρμενική μετάφραση. Η αναφορά στον Αντίχριστο γίνεται στο πέμπτο βιβλίο του έργου το οποίο εκδόθηκε στον τόμο 153 της σειράς S.C.. Η κριτική αυτή έκδοση περιλαμβάνει την λατινική μετάφραση, τα ελληνικά και συριακά αποσπάσματα, αντιμετάφραση ( retroversion ) στα αρχαία Ελληνικά και μετάφραση στα γαλλικά. Ολόκληρο το έργο μετέφρασε απ’ τα λατινικά στη νεοελληνική και εξέδωσε ο Αρχιμανδρίτης Ειρηναίος Χατζηεφραιμίδης το 1991 (Χατζηεφραιμίδη Ειρηναίου, Αρχιμανδρίτου, Αγίου Ειρηναίου, επισκόπου Λουγδούνου, Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως, Εισαγωγή, μετάφραση, Σχόλια, Θεσσαλονίκη 1991 ). Βλ. σχετικά και Αμοιρίδου Ευαγγελίας, Ιστορία της Ερμηνείας του αριθμού του θηρίου 666, Θεσσαλονίκη 1998, Διδακτορική Διατριβή, σελ. 55-58.
75. Οι κατηχήσεις 6-18 ασχολούνται με τα άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως ένα προς ένα. Βλ. Βασιλοπούλου Χρ., Οι κατηχήσεις του Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Ψυχοπαιδαγωγική προσέγγιση, Β΄ Έκδοση, Εκδόσεις Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 54-55. Η 15η κατήχηση επιγράφεται ως εξής: « Κατήχησις ΙΕ΄, Φωτιζομένων, Ἐν Ἰεροσολύμοις σχεδιασθεῖσα εἰς τό “ Καί ἐρχόμενον ἐν δόξῃ κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς, οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος ”, καί περί του Ἀντιχρίστου. Καί ανάγνωσις ἐκ τοῦ Δανιήλ....».
76. Στα εκδεδομένα έργα του Αγίου Εφραίμ υπάρχουν τέσσερις λόγοι για τον Αντίχριστο. Τρεις μικροί λόγοι που φέρουν τον τίτλο « Εις την Παρουσίαν του Κυρίου » ( Ι, ΙΙ και ΙΙΙ ) και ένας μεγαλύτερος, που επιγράφεται « Λόγος εἰς τήν παρουσίαν τοῦ Κυρίου, καί περί συντελείας του κόσμου καί εἰς τήν παρουσίαν του Κυρίου » και περιλαμβάνει σχεδόν ολόκληρο το περιεχόμενο των τριών μικρότερων λόγων. Όλοι οι λόγοι θεωρούνται γνήσιοι. Εμείς, συνήθως, παραπέμπουμε στον μεγαλύτερο λόγο, καθώς παρουσιάζει μια αυτοτέλεια αλλά και γιατί γνώρισε μεγαλύτερη διάδοση. Παραπέμπουμε στην έκδοση των έργων του Αγίου Εφραίμ των εκδόσεων « Το περιβόλι της Παναγίας » που επιμελήθηκε ο Κωνσταντίνος Φραντζολάς. Η έκδοση βασίστηκε στις παλαιότερες εκδόσεις των Thwaites και Assemani. Για τον βίο και τα έργα του Αγίου Εφραίμ βλ. στην εισαγωγή του Κωνσταντίνου Φραντζολά στον πρώτο τόμο της σειράς, Οσίου Εφραίμ του Σύρου έργα, τ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 14-34. Τους λόγους του Αγίου Εφραίμ για τον Αντίχριστο βλ. Οσίου Εφραίμ του Σύρου έργα, τ. Δ΄, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 111-128 και 181-199.
77. Σχετικά με την ψευδεπιγραφία στην θύραθεν αλλά και στην Χριστιανική Γραμματεία βλέπε Ιωάννου Καραβιδοπούλου, « Το πρόβλημα της ψευδεπιγραφίας » στο « Μελέτες ερμηνείας και θεολογίας της Καινής Διαθήκης, Βιβλική Βιβλιοθήκη 7, Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 176-193.
78. Το έργο αυτό κατά τον Π. Χρήστου γράφτηκε τον 7ο αιώνα. Βλ. Χρήστου Π., Πατρολογία, τ. Β΄, Θεσσαλονίκη 1978, σελ. 736-737. Ο συγγραφέας του, συνήθως, ονομάζεται « Ψευδοϊππόλυτος ». Εμείς στις παραθέσεις αναφέρουμε μόνο τον τίτλο του έργου.
79. Απ’ αυτά τα κείμενα φαίνεται πως εμπνεύστηκε και ο γνωστός ζωγράφος Γεώργιος Κλοντζάς, ο οποίος σε εικονογραφημένο χειρόγραφο παριστά πολλά εσχατολογικά θέματα. Το συγκεκριμένο έργο του Παλιούρα είναι χρονογραφία με εικόνες. Ξεκινά από την Δημιουργία του κόσμου και φτάνει μέχρι την συντέλεια. Βλ. Παλιούρα Αθανασίου, Ο ζωγράφος Γεώργιος Κλοντζάς και αι μικρογραφίαι του κώδικος αυτού ( μετά πινάκων ), Διατριβή επί διδακτορία, Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 1977, σελ. 151-157, 269, πίνακες 378-398.
80. Το συναξάριον της Κυριακής της Απόκρεω που παρατίθεται στο Τριώδιο που χρησιμοποιούμε σήμερα, έχει συγγραφεί απ’ τον Νικηφόρο Κάλλιστο Ξανθόπουλο. Βλ. Τριώδιον, Εκδόσεις « Φως », Αθήναι α.χ., σελ. 8. Ο Νικηφόρος Ξανθόπουλος επικαλείται τις μαρτυρίες των αγίων Ιππολύτου Ρώμης και Ιωάννη Δαμασκηνού. Επομένως, μπορούμε να θεωρήσουμε πως βασίστηκε στα έργα τους για την συγγραφή του κειμένου. Βλ. Συναξάριον Κυριακής της Απόκρεω, σελ. 32.
81. Σύμφωνα με τον Ι. Μενούνο ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός συνήθιζε σε τρεις διδαχές του να παρουσιάζει την ιστορία του κόσμου σύμφωνα με την χριστιανική διδασκαλία αρχίζοντας απ’ την δημιουργία του κόσμου και καταλήγοντας στην συντέλειά του. Παράλληλα, ανέπτυσσε και άλλα θέματα. Την διδασκαλία σχετικά με τον Αντίχριστο και το τέλος του κόσμου εξέθετε στην τρίτη διδαχή του. Συχνά, τροποποιούσε το περιεχόμενο των διδαχών, εντάσσοντας π.χ. στην πρώτη διδαχή θέματα που, συνήθως, ανέπτυσσε στην τρίτη. Βλ. σχετικά, Μενούνου Ιωάννου, Κοσμά του Αιτωλού Διδαχές και βιογραφία, Η΄ Έκδοση, Εκδόσεις Ακρίτα, Αθήνα 2007, σελ. 322-325. Βλ. και Διδαχή Α2, σελ. 86-87 και Διδαχή Γ΄, σελ. 152-155. Βέβαια, η πατερική περί Αντιχρίστου διδασκαλία γνώρισε ευρύτατη διάδοση στην Τουρκοκρατία μέσα απ’ τον λόγο περί Β΄ Παρουσίας, Αντιχρίστου και συντελείας του Δαμασκηνού Στουδίτου που περιλήφθηκε στον περίφημο « Θησαυρό » του. Ο « Θησαυρός » του Δαμασκηνού θεωρείται ως το χριστιανικό βιβλίο με την μεγαλύτερη διάδοση την εποχή της Τουρκοκρατίας. Γνώρισε τουλάχιστον τριάντα εκδόσεις, απετέλεσε το κύριο βοήθημα των Ιερέων στο ποιμαντικό τους έργο και μεταφράστηκε στην Σερβική, τη Ρωσική, την τουρκική και τη βουλγαρική γλώσσα. Στη Βουλγαρία οι συλλογές των λόγων του Δαμασκηνού ονομάζονται Damaskinite ( Δαμασκηνάρια ) και κατέχουν το μεγαλύτερο μέρος της Βουλγαρικής φιλολογίας απ’ τον τέλος του 16ου ως τις αρχές του 19ου αιώνα. Από πολλούς θεωρούνται ως τα πρώτα γραπτά μνημεία της νεοβουλγαρικής γλώσσας. Βλ. σχετικά Δεληδήμου Ευαγγέλου, Εισαγωγή, Θησαυρός Δαμασκηνού του Υποδιακόνου και Στουδίτου του Θεσσαλονικέως μετά της προσθήκης εν τω τέλει της παραινέσεως προς μοναχούς και ετέρων επτά λόγων και της εξηγήσεως του “ Πάτερ ημών ”, Έκδοσις επιμεμελημένη και διακεκοσμημένη δι’ αγιογραφιών του αγιορειριτικού οίκου Παχωμαίων, Εισαγωγή-βιογραφία συγγραφέως υπό Ευαγγέλου Χρ. Δεληδήμου, Εκδόσεις Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη α.χ., σελ. 4.13-14 ). Το έργο του Δαμασκηνού ακολουθεί την παράδοση των έργων των Αγίων Ρωμανού του Μελωδού και Εφραίμ του Σύρου και του συγγραφέα του « Περί Συντελείας ». Μένει πιστό στην Ορθόδοξη διδασκαλία χωρίς περίεργες αναγωγές και άστοχες επικαιροποιήσεις που συναντώνται σε άλλα έργα εσχατολογικού χαρακτήρα της ίδιας χρονικής περιόδου. Άλλωστε, στον Θησαυρό, όπως, χαρακτηριστικά, αναφέρει ο Δεληδήμος, « η θεολογική διδασκαλία των – λόγων – είναι καθαρώς ορθόδοξος πατερική, άνευ δυτικών επιδράσεων ( αι οποίαι είναι δυστυχώς έντονοι εις τα έργα άλλων λογίων της τουρκοκρατίας ) ». Βλ. Δεληδήμου, Εισαγωγή του Θησαυρού, ο.π., σελ. 9.
82. Αναφορές στην παράδοση των δύο προφητών υπάρχουν π.χ. στο κοντάκιο « Εις την Β΄ Παρουσίαν » του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού και στην Έκθεση Ορθοδόξου Πίστεως του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού. Αναφορές στο χάραγμα του Αντιχρίστου συναντώνται στο κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού, στους λόγους του Αγίου Εφραίμ του Σύρου, στον Κοσμά τον Αιτωλό κ.α..
83. Ο Βικτωρίνος υπήρξε Επίσκοπος Πεταβίου, έζησε τον δεύτερο και τρίτο αιώνα και μαρτύρησε, πιθανότατα, κατά τον διωγμό του Διοκλητιανού. Γνώριζε τα ελληνικά καλύτερα από τα λατινικά και οι θεολογικές επιρροές που παρουσιάζει είναι και αυτές της Ελληνικής Ανατολής. Η ερμηνεία του στην Αποκάλυψη γνώρισε μεταγενέστερες προσθήκες και αναθεωρήσεις από διάφορους συντάκτες. Πρώτος ο Άγιος Ιερώνυμος αναθεώρησε το έργο διορθώνοντας πολλά γραμματικά και συντακτικά λάθη που οφείλονταν στην μη επαρκή γνώση των λατινικών απ’ τον συγγραφέα, και, κυρίως, αντικαθιστώντας την χιλιαστική ερμηνεία χωρίων της Αποκάλυψης με την δική του μη χιλιαστική ερμηνεία. Ακολούθησαν άλλες δύο αναθεωρήσεις με λίγες διαφοροποιήσεις σε κάποια σημεία. Το αρχικό κείμενο του Βικτωρίνου ξεχώρισε απ’ τις μεταγενέστερες αναθεωρήσεις ο Haussleiter στην έκδοση του έργου στον 49ο τόμο της σειράς CSEL. Σ’ αυτήν την έκδοση το κείμενο της Ερμηνείας του Βικτωρίνου και της διόρθωσης του Ιερωνύμου τίθενται το ένα δίπλα στο άλλο ενώ σε κάποια σημεία παρατίθενται και οι μεταγενέστερες αναθεωρήσεις. Εμείς παραπέμπουμε με την σημείωση Βικτωρίνου και Ιερωνύμου, Ε.Α. ( Ερμηνεία Αποκαλύψεως ) καθώς στα περισσότερα σημεία το κείμενο είναι το ίδιο ενώ οι τυχόν διορθώσεις του Ιερωνύμου, όταν γίνονται, αφορούν κυρίως σε θέματα γραμματικής ή σύνταξης με το νόημα να παραμένει το ίδιο. Παραπέμπουμε και στην έκδοση της σειράς CCEL, όπου παρατίθεται αγγλική μετάφραση της τελευταίας αναθεώρησης, εφ’ όσον αυτή επαναλαμβάνει την ερμηνεία των Αγίων Βικτωρίνου και Ιερωνύμου. Στα σημεία, όπου υπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ της ερμηνείας του Βικτωρίνου και της διόρθωσης του Ιερωνύμου ή των υπολοίπων αναθεωρήσεων, αυτό επισημαίνεται. Για τον Βικτωρίνο και την ερμηνεία του στην Αποκάλυψη, βλ. σχετικά Ηaussleiter Johannis, Prolegomena Ι, ΙΙ και ΙΙΙ, Victorini Episcopi Petavionensis opera, CSEL, σελ. VII-LXVI, Bruce F.F., “ The earliest latin commentary on the Apocalypse ”, The Evangelical Quarterly, 10 ( 1938 ), p. 352-366, και Αμοιρίδου Ευαγγελίας, ο.π., σελ. 89-92.
84. Ο Άγιος Βέδας ( το όνομα « Βέδας » στην παλαιά Σαξωνική γλώσσα σημαίνει « Ιερέας ») γεννήθηκε το 672-3 και σε ηλικία επτά ετών παραδόθηκε από συγγενείς του στο μοναστήρι του Wearmouth που ακολουθούσε το μοναχικό τυπικό του Αγίου Βενεδίκτου. Στη συνέχεια με άλλους αδελφούς μετακινήθηκαν στο « δίδυμο » μοναστήρι του Jarrow. Σ’ αυτά τα δύο μοναστήρια έζησε όλη την ζωή του. Αναφέρεται πως μόνο δύο φορές βγήκε απ’ αυτές τις μονές για εργασίες. Σε μια εποχή που το βασιλικό παλάτι ήταν φτιαγμένο από ξύλο ή από ερείπια ρωμαϊκών κτιρίων που είχαν τροποποιηθεί, το μοναστήρι διέθετε πέτρινο ναό με βιτρώ και εικόνες της Παναγίας, των Αποστόλων, σκηνών των ευαγγελίων και της Αποκάλυψης. Το μοναστήρι απολάμβανε την προστασία του Βασιλιά και ήταν το κέντρο του Βρετανικού Χριστιανισμού. Ο Βέδας χειροτονήθηκε διάκονος στα 19 του χρόνια και Ιερέας στα τριάντα. Στο μοναστήρι σπούδασε καλλιγραφία, γραμματική, αριθμητική, μουσική, φυσικές επιστήμες και, βέβαια, Θεολογία. Αφιέρωσε την ζωή του στην διδασκαλία, την ψαλμωδία και την συγγραφή θεολογικών συγγραμάτων. Τα πιο γνωστά έργα του είναι η ιστορία των μοναχών των μοναστηριών Wearmouth και Jarrow και η Εκκλησιαστική Ιστορία των Άγγλων. Στη συγγραφή αυτών των έργων οφείλει τον τίτλο του Πατέρα της Βρετανικής Ιστορίας. Έγραψε υπομνήματα σε βιβλία της Αγίας Γραφής και ποιήματα. Συνολικά, έγραψε περί τα εξήντα βιβλία. Τα έργα του γνώρισαν ευρύτατη διάδοση. Πέθανε την ημέρα της Αναλήψεως του 735 ψάλλοντας το « Gloria Patri » αφού υπαγόρευσε τις τελευταίες προτάσεις της αγγλικής μετάφρασης τμήματος του Κατά Ιωάννην ευαγγελίου και της μετάφρασης του έργου του Ισιδώρου « De Natura Rerum ». Μετά τον θάνατό του άρχισε να τιμάται ως Άγιος, αρχικά, στην Αγγλία και, αργότερα, η τιμή του ως Αγίου πήρε γενικότερο χαρακτήρα. Ο Αλκουίνος πενήντα χρόνια μετά τον θάνατό του αναφέρει θαύματα που επιτελέστηκαν με την χάρη των λειψάνων του. Πολύ νωρίς ονομάστηκε « Venerable ». Τον ενδέκατο αιώνα τα λείψανά του εκλάπησαν απ’ το μοναστήρι του Jarrow και μεταφέρθηκαν στο Durham, όπου τοποθετήθηκαν μαζί με τα λείψανα του Αγίου Cuthbert. Το γεγονός αυτό αναφέρεται ως παράδειγμα ιερής κλοπής που συνηθιζόταν εκείνη την περίοδο. Η επίδραση του έργου του υπήρξε τεράστια. Και μόνο το γεγονός πως σ’ αυτόν οφείλεται η καθιέρωση της χρονολόγησης σε π.Χ. και μ.Χ. στον δυτικό κόσμο αρκεί για να καταδείξει την μέγιστη συνεισφορά του στην διαμόρφωση του δυτικού πολιτισμού. Ο Ρωμαιοκαθολικός πάπας Λέων ο ΙΓ΄ του απένειμε τον τίτλο « Doctor Ecclesiae ». Είναι ο μοναδικός Βρετανός Άγιος που πήρε αυτόν τον τίτλο. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει την μνήμη του στις 27 Μαΐου. Την ερμηνεία του στην Αποκάλυψη έγραψε μεταξύ των ετών 703 και 716. Στο έργο του χρησιμοποιεί την ερμηνεία του Τυχόνιου αλλά και ερμηνευτικές θέσεις των Αγίων Αυγουστίνου και Γρηγορίου του Μεγάλου και του Πριμάσιου. Παραπέμπουμε στην μετάφραση του έργου στα αγγλικά που εκπόνησε ο Edward Marshall ( The explanation of the Apocalypse by Venerable Beda, Trans. Edward Marshall, Oxford 1878 ) και το λατινικό κείμενο που υπάρχει στην P.L. 93, 129-206. Για τον Βέδα και το έργο του βλ. και George Hardin Brown, Bede the Venerable, Twayne’ s English Authors Series 443 ( Boston: Twayne, 1987 ), και Benedicta Ward, The Venerable Bede ( Harrisburg: Morehouse, 1990 ).
85. Το έργο επιγράφεται ως « Νεοφύτου πρεσβυτέρου μοναχού και εγκλείστου περί της Αποκαλύψεως του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου σαφήνεια διά βραχέων » και γράφτηκε για να εκφωνηθεί κατά την εορτή της Μεταστάσεως του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Περιέχεται στο έργο του Αγίου Νεοφύτου « Πρώτη Πανηγυρική » που αποτελείται από 30 λόγους που αφορούν σε εορτές του πρώτου τετραμήνου ( Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος ) του εκκλησιαστικού έτους. Ο Άγιος Νεόφυτος γράφει στην αρχή του λόγου του πως μόλις διάβασε και εξέτασε διεξοδικά την Αποκάλυψη που μέχρι τότε γνώριζε μόνο εξ ακοής. Η « Σαφήνεια » περιέχει εν συντομία το περιεχόμενο και την ερμηνεία της Αποκάλυψης. Ο Άγιος Νεόφυτος ακολουθεί σε γενικές γραμμές την ορθόδοξη ερμηνευτική παράδοση αν και σε κάποια σημεία διαφοροποιείται. Βλ. σχετικά Αμοιρίδου Ευαγγελίας, ο.π., σελ. 141-150. Το κείμενο της Σαφήνειας βλ. Αγίου Νεοφύτου του εγκλείστου συγγράμματα, τ. Γ΄, Έκδοση Ιεράς Βασιλικής και Σταυροπηγιακής Μονής Αγίου Νεοφύτου, Πάφος 1999, σελ. 212-247. Σχετικά με το συγγραφέα και το έργο του βλ. Αμοιρίδου Ευαγγελίας, ο.π., σελ. 141-150 και Ιωσήφ μοναχού, Άγιος Νεόφυτος ο έγκλειστος, Η ουρανόδρομη πορεία του, Άγιον Όρος 1986.
86. Σύμφωνα με τα τελευταία πορίσματα της έρευνας ο Οικουμένιος που συνέγραψε την ερμηνεία στην Αποκάλυψη είναι αυτός που παρουσιάζεται και στις ερμηνευτικές σειρές ( Για το ζήτημα των Οικουμενίων βλ. Μπελέζου Ι. Κωνσταντίνου, Η « Ερμηνεία » του Οικουμενίου του Σχολαστικού στην Αποκάλυψη του Ιωάννου, Ιστορική και μεθοδολογική προσέγγιση, Εταιρεία των φίλων του λαού, Αθήναι 1999, σελ. 53-63 ). Έζησε τον πέμπτο και έκτο αιώνα και ήταν φίλος του αιρετικού Σεβήρου Αντιοχείας. Ωστόσο, όπως φαίνεται και στην μεταξύ τους αλληλογραφία, διαφοροποιούνταν σημαντικά από θεολογικές θέσεις και ερμηνευτικές επιλογές του, ενώ, όπως γράφει ο Μπελέζος, « η ομολογία του Οικουμενίου “ ἐκ δύο μέν φύσεων… ὁ Ἐμμανουήλ… τελείως ἐχουσῶν… οὔτε συγχυθέντων… οὔτε μην διαιρουμένων μετά τήν ἄφραστον καί ἀφαντασίαστον ἕνωσιν ” ισοδυναμούσε λίγο αργότερα, στο χώρο των μετριοπαθών μή χαλκηδονίων, με αναγνώριση της Συνόδου της Χαλκηδόνος καί γεφύρωση του χάσματος στο θέμα της χριστολογικής ορολογίας » ( Βλ. σχετικά Μπελέζου, ο.π., σελ. 37.41-43 κ.α. ). Πάντως, το κύριο ενδιαφέρον του Οικουμενίου ήταν η ερμηνεία της Αγίας Γραφής. Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης χρησιμοποιεί το ερμηνευτικό έργο του Οικουμενίου στην ερμηνεία του στις καθολικές επιστολές και στις επιστολές του Αποστόλου Παύλου. Η Ερμηνεία του Οικουμενίου στην Αποκάλυψη γράφτηκε, πιθανότατα, μεταξύ των ετών 512-518 και υπήρξε το πρώτο Βυζαντινό υπόμνημα στην Αποκάλυψη. Ωστόσο, γρήγορα επισκιάστηκε απ’ το έργο του Ανδρέα Καισαρείας. Πρόσφατα, κυκλοφόρησε η κριτική έκδοση της ερμηνείας του Οικουμενίου. Βλ. Οικουμενίου, « Ἑρμηνεία τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ θεσπεσίου και εὐαγγελιστοῦ και Θεολόγου Ἰωάννου», traditio exegetica graeca 8, Εditvs a Marc de Groote, Lovanii in aedibus peeters, 1999.
87. Το υπόμνημα του Ανδρέα Καισαρείας λόγω της ευρύτατης διάδοσης που γνώρισε συνετέλεσε τα μέγιστα στον παραμερισμό της επιφυλακτικότητας που επικρατούσε στην Ανατολική Εκκλησία για το βιβλίο της Αποκάλυψης. Υπήρξε το σημαντικότερο ελληνικό υπόμνημα στην Αποκάλυψη. Βλ. Μπρατσιώτου Π., ο.π., σελ. 42-43.
88. Ο Αρέθας Καισαρείας έζησε τον 9ο και 10ο αιώνα. Το έργο του ονομάζεται « Ἐκ τῶν Ἀνδρέᾳ τῷ μακαριωτάτῳ Ἀρχιεπισκόπῳ Καισαρείας Καππαδοκίας εἰς τήν Ἀποκάλυψιν πεπονημένων θεαρέστως, σύνοψις σχολική, παρατεθεῖσα ὑπό Ἀρέθα ἀναξίου Ἐπισκόπου Καισαρείας Καππαδοκίας » και έχει αποσπάσματα από τις ερμηνείες των Ανδρέα και Οικουμενίου, τα οποία, συχνά, αναπτύσσει ενώ διατυπώνει και δικές του ερμηνευτικές θέσεις. Συνέγραψε το έργο του λίγο μετά το 913. Η ερμηνεία του σώζεται σε δύο μορφές, μια σύντομη και περιεκτική που υπάρχει στην Πατρολογία του Μigne ( P.G. 106,211-458 ) και μια μακρά και διεξοδική που εκδόθηκε απ’ τον Cramer ( J.A. Cramer, Catenae Graecorum Patrum in Novum Testamentum, vol VIII, Catena in epistolas catholicas, accesserunt Oecoumenii et Arethae Comentarri in Apocalypsim, Oxford 1840, Childesheim 1967, σελ. 176-496 ). Χρησιμοποιήσαμε την δεύτερη ως πληρέστερη. Για την ερμηνεία του Αρέθα βλ. και Ταμιωλάκη Βασιλείου, Η διδασκαλία του Αρέθα Καισαρείας για τον Αντίχριστο, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 4-6 ).
89. Βλ. Μπρατσιώτου Π., ο.π., σελ. 44.
90. Βλ. Ανδρούτσου Χρ., Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, 2η έκδοση, Αστήρ, Αθήνα α.χ., σελ. 440-2 και Τρεμπέλα Π., Δογματική, τομ. 3ος, Εκδόσεις Σωτήρ, Αθήνα 1962, σελ. 444-8.
91. Σύντομη έκθεση των πιο σημαντικών σημείων αυτών των εργασιών μπορεί κάποιος να βρει στο έργο του Cristian Badilita, Metomorphoses de l’ Antichrist chez les Peres de l’ Eglise, Paris 2005, σελ. 11-32.
92. Bousset, The Antichrist legend: A chapter in Jewish and Christian folklore, translated by A.H. Keane, London 1896.
93. Jenks C. Gregory, The origins and early developments of the Antichrist Myth, Berlin and New York: Walter de Gruyter, 1991. Ο Jenks εξετάζει κείμενα που αναφέρονται στον Αντίχριστο της περιόδου 180 μ.Χ. – 300 μ.Χ..
94. McGinn Bernard, Antichrist: Two thousands years of the human fascination with evil, New York San Francisco, Harper, 1994.
95. Peerbolte L. J. Lietaert, The Antecedents of Antichrist, A Traditio-historical study of the earliest Christian views on eschatological opponets, E. J. Brill, U.S.A 1996.
96 Βλέπε π.χ. Emmerson R. K., Antichrist in the Middle ages, A study of Medieval Apocalypticism, Art and literature, Seattle University of Washington Press, 1981. Ειδικά, στις σελ. 74-107 αναφέρονται πολλές αρχαίες πηγές σχετικά με το πρόσωπο του Αντιχρίστου.
97. Ο Jenks π.χ. αναφέρεται σε εξέλιξη του μύθου και σε Χριστιανική φαντασία ( Jenks C. Gregory, The origins and early developments of the Antichrist Myth, Berlin and New York: Walter de Gruyter, 1991, σελ. 97 ). Δεν υπάρχει αναφορά στη Θεοπνευστία, στην άνωθεν αποκάλυψη.
98. Στο θέμα του Αντιχρίστου αναφέρονται και πολλά απόκρυφα κείμενα, όπως η Ανάληψη Ησαΐα, η Αιθιοπική Αποκάλυψη Πέτρου και πολλά άλλα. Βλέπε αναλυτική έκθεση της σχετικής απόκρυφης διδασκαλίας και στο L. J. Lietaert Peerbolte, The Antecedents of Antichrist, A Traditio-historical study of the earliest Christian views on eschatological opponets, E. J. Brill, U.S.A, 1996, σελ. 224-340.
99. Οι Gunkel και Bousset ανήκαν και οι δύο στην Religiongeschichtliche Schule ( History of Religion School ) που αναζητεί την ιστορία των παραδόσεων πίσω απ' το βιβλικό κείμενο. Θεωρούσαν πως η χριστιανική σκέψη επηρεάστηκε από παραδόσεις και συστήματα ιδεών διαφόρων λαών. Οι απόψεις τους, τελικά, βρίσκονται μακρύτερα απ’ την αλήθεια σε σχέση με τις αντίστοιχες του Renan. Ο τελευταίος θεωρούσε, εσφαλμένα, πως η περί Αντιχρίστου διδασκαλία είχε τις ρίζες της σε ιστορικά γεγονότα. Οι Gunkel και Bousset εντόπιζαν αυτές τις ρίζες στο χώρο της μυθολογίας. Σχετικά με τις παραδόσεις περί Δράκοντος βλέπε Herman Gunkel, Creation and Chaos in the primeval era and in the eschaton, Religio and historical study of Genesis 1 and Revelation 12, translated by William Whitney JR., foreword by Peter Machinist, Grand Rapids, Michigan 2006, μετάφραση απ' την έκδοση του 1895, σελ. 21-66. Κριτική απέναντι στις ανοησίες της ιστορικοκριτικής μεθόδου, γενικότερα, ασκεί ο ιστορικός και παπυρολόγος Carsten Peter Thiede στο έργο του Ein Fisch fuer den roemischen Kaiser-Juden, Griechen, Roemer:Die Welt des Jesus Christus, Muenchen 1998. Κατά τον Thiede κανένας ιστορικός δεν θα χρησιμοποιούσε την ιστορικοκριτική μέθοδο, όπως κάνουν οι καινοδιαθηκολόγοι. Bλ. σχετικά και Klein Βασιλείου, Υφηγητού Πανεπιστημίου Βόννης, Βιβλικές προβληματικές μεταξύ Ανατολής και Δύσης, Παρέμβαση στο 31ο Ιερατικό Συνέδριο της Ι.Μ. Γερμανίας, Μόναχο, 30.10-02.11.2000 ( http://www.orthodoxie.net/gr/Texte/Texte_Varia/Klein_BiblFragestellung_Gr.html ).
100. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ο Wrede θεωρούσε πως η αναφορά της Α΄ Θεσσαλονικείς ( 5,1-11 ) στο άμεσο και επικείμενο της Β΄ Παρουσίας και η αναφορά της Β΄ Θεσσαλονικείς ( 2,1-13 ) στα σημεία των καιρών που θα προηγηθούν, δεν μπορεί να προέρχονται από την ίδια πένα. Κλασικό δείγμα σκέψης που αναζητά αντιθέσεις, χαρακτηριστικό παράδειγμα αντιθετικής και όχι συνθετικής ερμηνείας. Αργότερα, ο Abraham Malherbe υποστήριξε το αυτονόητο ότι απλά οι δύο επιστολές απαντούν σε διαφορετικά ερωτήματα και έχουν διαφορετικές στοχεύσεις, καθώς άλλες ήταν οι περιστάσεις της συγγραφής της πρώτης επιστολής του Παύλου προς τους Θεσσαλονικείς και άλλες οι περιστάσεις της συγγραφής της δεύτερης· και ότι ο συγγραφέας και των δύο επιστολών ήταν ο Παύλος. Ο Hughes, ακολουθεί τον Malherbe και λέγει πως, τελικά, οι παλαιότεροι συγγραφείς, που θεωρούσαν τον Παύλο ως συγγραφέα και της Β΄ Θεσσαλονικείς είχαν δίκιο. Βλέπε Hughes L, Kevin, Constructing Antichrist, Paul, Biblical Commentary, and the development of doctrine in the early Middle ages, Catholic University of American Press, 2005, σελ. 10-11.
101. Π.χ. o Charles υποστήριξε πως αρχικά υπήρχαν τρεις διαφορετικές παραδόσεις, η παράδοση του Αντιχρίστου, η παράδοση του Βελίαρ και η παράδοση του Νέρωνα. Αρχικά, υπήρξε σύγχυση και συνένωση της παράδοσης του Αντιχρίστου με την παράδοση του Βελίαρ και της παράδοσης του Αντιχρίστου με την παράδοση του Νέρωνα. Στη συνέχεια συνενώθηκαν οι δύο νέες παραδόσεις που προέκυψαν απ’ αυτήν την διαδικασία σε μια παράδοση Αντιχρίστου-Βελίαρ-Νέρωνα. ( Βλ. Charles, Revelation, vol. 2, σελ. 80-5 ). Κατά τον Peerbolte ο Τσαρλς, απλά, υπέταξε τις πηγές στο δικό του σχήμα ( Βλ. L. J. Lietaert Peerbolte, The Antecedents of Antichrist, A Traditio-historical study of the earliest Christian views on eschatological opponets, E. J. Brill, U.S.A, 1996, σελ. 9 ).
102. Ο Gunkel πίστευε πως ο « μύθος » του Αντιχρίστου προέρχεται κατ’ ευθείαν απ’ την περί δράκοντος Βαβυλωνιακή παράδοση. Ο Bousset θεωρούσε πως ο « μύθος του Αντιχρίστου » είναι ανθρωπομορφική μεταμόρφωση του Βαβυλωνιακού δράκοντα ( Τιαμάτ ). Ο A. H. Keane στον πρόλογο της αγγλικής έκδοσης του έργου του Bousset πάει ακόμη παραπέρα. Οι Βαβυλώνιοι από κάπου θα πρέπει να πήραν το μύθο. Απ’ τους Ακκάδιους που με τη σειρά τους την πήραν απ’ τους ανθρώπους της λίθινης εποχής. Τελικά, ο « μύθος » του Αντιχρίστου προέρχεται απ’ τη μάχη του προϊστορικού ανθρώπου με τους κροκόδειλους. Εντοπίζει αναλογία με την μάχη του Ηρακλή εναντίον του Αχελώου αφού, άλλωστε, έχει την πεποίθηση πως όλοι οι μύθοι του πολιτισμένου ανθρώπου έχουν τις αρχές τους στον πρωτόγονο άνθρωπο. Και καταλήγει στη διαπίστωση πως οι « folklorists » έχουν πολλή δουλειά να κάνουν αφού ο « μύθος του Αντιχρίστου » « is far less a biblical subject than a chapter in uninspired folklore, the more persistant, the more widespread, of all popular myths ». Βλέπε A. H. Keane, Origin of the Babylonian Dragon myth. Prologue, The antichrist legend, A chapter in Christian and jewish folklore, englished from the german of W Bousset, with a prologue on the Babylonian dragon myth by A. H. Keane, Hutchinson and Co, London 1896, σελ. 13,16-21 και 25-6.
103. Εντύπωση μας προκάλεσε και το γεγονός πως ο Jenks χρησιμοποιεί για τα έτη τον διαχωρισμό C.E. ( common era ) και B.C.E. ( before common era ), κάτι που συνηθίζουν λίγοι μόνο μη Χριστιανοί συγγραφείς.
104. Βλ. Renan Hernest, O Aντίχριστος, Μετάφραση Μιχ. Πριονιστή, Εκδόσεις Φαέθων, Αθήνα 1956, σελ. 30, 103-105, 178-193 κ.α.. Πρέπει να επισημανθεί πως ακόμη και οι σκληρότεροι διωγμοί δεν έκαναν τους Χριστιανούς να ταυτίσουν τον Αντίχριστο με κάποιο Ρωμαίο Αυτοκράτορα ή την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Και αυτό κατά την γνώμη μας οφείλεται αφ΄ ενός μεν στο ότι υπήρχε ήδη διαμορφωμένη περί Αντιχρίστου διδασκαλία και οι Χριστιανοί περίμεναν τον Αντίχριστο με ορισμένα χαρακτηριστικά τα οποία δεν έφεραν οι διάφοροι διώκτες τους, αφ’ ετέρου δε στην παρουσία του Αγίου Πνεύματος που καθοδηγούσε την Εκκλησία στην αλήθεια, όπως την οδηγεί σήμερα και, όπως θα την οδηγήσει στην αναγνώριση του πραγματικού Αντιχρίστου στους έσχατους χρόνους. H διδασκαλία για τον Αντίχριστο δεν είναι απλά το αποτέλεσμα ιστορικών γεγονότων, όπως υποστήριξε ο Ρενάν. Είναι κάτι πολύ περισσότερο από αυτό. Πάντως, αξίζει να σημειωθεί πως ο Ρενάν, που εξέφρασε αυτήν την άποψη για τον Αντίχριστο, χαρακτηρίστηκε και ο ίδιος « αντίχριστος ». Βλ. Ανθίμου Αλεξανδρουπόλεως ( νυν Θεσσαλονίκης ), Ερωτήματα για τον Αντίχριστο, για το 666, για τον Ε.Κ.Α.Μ., Εκδόσεις « Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδας », Αθήνα 1996, σελ. 14 και ΚαντιώτουΑυγουστίνου, Καιροί Αποκαλύψεως 666, ο.π., σελ. 71. Σχετικά με την μη ταύτιση των διαφόρων διωκτών του Χριστιανισμού απ’ την Εκκλησία με τον Αντίχριστο βλ. και Jenks C. Gregory, The origins and early developments of the Antichrist Myth, Berlin and New York: Walter de Gruyter, 1991, σελ. 114-5.
105. Bλ. Soloviev Vladimir, War, progress, and the end of history, including a short story of the Antichrist, three discussions, translated from the Russian by Alexander Bakshy, with a biographical notice by Dr. Hagberg Wright, London, University of London Press, London 1915, σελ. 127-8.
106. Το έργο του Soloviev έχει, βέβαια, κάποια σφάλματα. Σε γενικές γραμμές, όμως, εκφράζει την Ορθόδοξη διδασκαλία. Άλλωστε, ο ίδιος ο συγγραφέας επισημαίνει στον πρόλογο του έργου του πως η μικρή ιστορία για τον Αντίχριστο είναι ένα έργο σύμφωνο με την Βιβλο, την παράδοση της Εκκλησίας και την κοινή λογική ( Βλ. Soloviev Vladimir, ο.π., σελ. 178 ) . Επίσης, χρησιμοποίησε εν μέρει κάποια ιστορικά δεδομένα της εποχής του και εν μέρει τη φαντασία ( Βλ. σχετικά τα σχόλια του Soloviev για τη μικρή ιστορία για τον Αντίχριστο στον πρόλογο του έργου του, Soloviev, ο.π. σελ. 26-32 ). Αυτό το έργο του Soloviev θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το πρώτο christian fiction βιβλίο για τον Αντίχριστο, απ' το οποίο φαίνεται πως εμπνεύστηκαν οι μεταγενέστεροι συγγραφείς ανάλογων βιβλίων. Και παρά τις όποιες θεολογικές του ανακρίβειες είναι ένα κείμενο που κάθε Χριστιανός πρέπει να διαβάσει. Δεν είναι άσκοπο να αναφερθεί σ' αυτό το σημείο πως ο C.S. Lewis δημιούργησε μια αλληγορία για τον Αντίχριστο στο έβδομο και τελευταίο βιβλίο της σειράς φαντασίας « Τα χρονικά της Νάρνια », το " The last battle " που εμπνεύστηκε απ' την σχετική χριστιανική παράδοση. H σειρά " Τα χρονικά της Νάρνια ", όπως επεσήμανε ο συγγραφεύς, δεν είναι, ακριβώς, αλληγορία, όπως το « Pilgrim' s progress » του John Bunyan. O Lewis, όπως ο ίδιος διευκρίνισε σε επιστολή του, αρχικά, δημιούργησε στη σκέψη και τη φαντασία του έναν κόσμο με ζώα που μιλάνε, νάνους, ξωτικά και άλλα μυθικά πλάσματα. Στη συνέχεια σκέφτηκε πώς θα εκτυλίσσονταν τα γεγονότα της Ιστορίας της Θείας Οικονομίας σ' αυτόν τον κόσμο. Και έτσι δημιούργησε τη σειρά « Τα χρονικά της Νάρνια ». Τελικά, ο ίδιος έδωσε την αντιστοιχία των βιβλίων της σειράς με τα σχετικά γεγονότα της Θείας Οικονομίας. Η έλευση του Αντιχρίστου αλληγορείται – τρόπον τινά – στο τελευταίο βιβλίο της σειράς, όπου ο πίθηκος " Shift " παρουσιάζει στους κατοίκους της Νάρνια τον γάιδαρο " Puzzle " που φορά μια λεοντή σαν να είναι δήθεν το λιοντάρι Άσλαν ( σύμβολο του Λέοντα του Ιούδα, του Χριστού ). Η σειρά είναι απ' τις πιο επιτυχημένες σειρές φαντασίας. Έχει μεταφραστεί σε 41 γλώσσες και έχει πουλήσει περισσότερα από 120 εκατομμύρια αντίτυπα. Τελευταία, προβλήθηκε ιδιαίτερα με την κινηματογραφική μεταφορά των δύο πρώτων βιβλίων της σειράς απ' την Walden Media, που δημιούργησε ενθουσιασμό στους Χριστιανούς και θεωρήθηκε ως η Χριστιανική απάντηση στον Χάρρυ Πότερ. Bλ. σχετικά και Lewis C. S., Η τελευταία μάχη, Τα χρονικά της Νάρνια, Βιβλίο 7ον, Κέδρος, Αθήνα 1996 και στο http://en.wikipedia.org/wiki/The_Chronicles_of_Narnia , όπου παρατίθεται και σχετική βιβλιογραφία.
107. Βλ. Soloviev Vladimir, ο.π., σελ 212, « You are perhaps aware that even in my youth I wrote a big book on the Higher
Criticism, which at that time excited much comment and laid the foundation of my popularity. In memory of this, I presume, the University of Tubingen only the other day requested me to accept the degree of a Doctor of Theology honoris causa. I have replied that I accept it with pleasure and gratitude ».
108. Ο Γιόζεφ Ράντσιγκερ, Ρωμαιοκαθολικός Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ΄, σχολιάζοντας αυτήν την λεπτομέρεια απ’ το έργο του Σολόβιεφ γράφει πως, πράγματι, η ερμηνεία της Αγίας Γραφής μπορεί να καταστεί όργανο του Σατανά. Βλ. Ράντσιγκερ Γιόζεφ, Πάπα Βενεδίκτου ΙΣΤ΄, Ο Ιησούς απ’ τη Ναζαρέτ, Εκδόσεις Ψυχογιός, Αθήνα 2007, σελ. 53.
109. Όπως επισημαίνει ο Peter Machinist στον πρόλογό του στην τελευταία έκδοση του έργου του Gunkel, διάφοροι ισχυρισμοί τoυ Gunkel, αργότερα, κατέπεσαν. Έτσι, ο Thorkild Jacobsen υποστήριξε πολύ πειστικά πως οι Χαναανιτικοί μύθοι της Θεϊκής μάχης της δημιουργίας επέδρασαν στη διαμόρφωση της αντίστοιχης μεσοποτάμιας μυθολογίας των Βαβυλωνίων. Δηλαδή, συνέβη το αντίθετο από αυτό που υποστήριζε ο Gunkel. Βλ. σχετικά Herman Gunkel, Creation and Chaos in the primeval era and in the eschaton, Religio and historical study of Genesis 1 and Revelation 12, translated by William Whitney JR., foreword by Peter Machinist, Grand Rapids, Michigan 2006, μετάφραση απ' την έκδοση του 1895, σελ. 21.
110. Βλ. και Θεοδώρου Ανδρέα, Η περί Αντιχρίστου ιδέα, περ. Θεολογία 40.1969, σελ 182: « … τήν ὑπό νεωτέρων θεολόγων ὑποστηριχθεῖσαν ἄποψιν ὅτι ἡ περί Ἀντιχρίστου ἰδέα ὡς γενικόν ὑπόβαθρον αὐτῆς φέρει μῦθον ἐσχατολογικόν και κοσμολογικόν ὑπό ποικίλας ἀποχρώσεις ἀπαντῶντα παρά τοῖς Βαβυλωνίοις, Πέρσαις, Αἰγυπτίοις, Ἕλλησι και Γερμανοῖς, ὡς ἀντιφάσκουσαν προς την θεοπνευστίαν τῆς Ἁγίας Γραφῆς και καταλύουσαν τάς βάσεις τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ἀντιπαρερχόμεθα ἄνευ ἄλλης εἰδικῆς μνείας », και Θεολογία 39, 1970, σελ. 110 « ἡ τρίτη πάλι ἐρμηνεία, συσχετίζουσα την θείαν ἐξ ἀποκαλύψεως ἀλήθειαν προς την ἀρχαίαν μυθολογικήν παράδοσιν τῆς ἐπιθέσεως τοῦ δράκοντος ἐναντίον τῶν θεῶν ἐν οὐρανοῖς, εἶναι ἀφ’ ἑαυτῆς ἀπόβλητος και ἀπορριπτέα ». Βλ. και περ. Θεολογία, 1970, σελ. 228 και Π. Μπρατσιώτου, Η Αποκάλυψις του Αποστόλου Ιωάννου, Αθήναι 1950, σελ. 192-3.
111. Pieper Joseph, The end of time: A meditation on the philosophy of history, translated by Michael Bullock, New York, Ignatius Press, San Francisco 1999. Για τον Αντίχριστο βλ. στις σελίδες 119-145. Αξιόλογο είναι και το έργο του Daley E. Brian, The hope of the early church, A handbook of patristic eschatology, Oxford University Press, 1991, όπου εξετάζεται η Πατερική εσχατολογία – όχι μόνο το θέμα του Αντιχρίστου – των έξι πρώτων αιώνων.
112. Νewman, The patristic idea of Antichrist, No 83 of Tracts for the times, by members of the University of Oxford, vol. v, 1838-40, London, 1840.
113. Tο έργο του Arthur W. Pink, “ The Antichrist ” είναι αξιόλογο παρά το ότι δεν επικαλείται πατερικά κείμενα και στηρίζεται, αποκλειστικά, στην Αγία Γραφή. Πάντως, άσκησε μεγάλη επίδραση στην Αμερική και, σε γενικές γραμμές, δίνει σωστές πληροφορίες για το πρόσωπο και την εποχή του Αντιχρίστου.
114. Ενδεικτικά, αναφέρουμε το πόνημα του Ανδρέου Θεοδώρου, « Η περί Αντιχρίστου ιδέα », ο.π. και το έργο του π. Χαραλάμπους Βασιλοπούλου « ο Αντίχριστος », ο.π.. Πάντως, όλα τα βιβλία για τον Αντίχριστο που διαβάσαμε και έχουν εκδοθεί στην Ελλάδα τα τελευταία 50 χρόνια αποδίδουν σε γενικές γραμμές την πατερική διδασκαλία. Στην Ελλάδα δεν έχει εκδοθεί κάποιο έργο ανάλογο με αυτό του Βousset.

5 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

εχουμε βαρεθει με τιςντιγραφες του ταμιωλακη ,,,,,,ελεος....

amethystos είπε...

Eχεις κατά νού κάτι καλύτερο στό θέμα;

Νίκος Κ. είπε...

Στο σαλόνι του πλοίου για Τήνο δεν κολλάει για Λιάγκα και Μητσοτάκη...
https://www.iefimerida.gr/politiki/synantisi-kyriakoy-mitsotaki-giorgoy-liagka-ploio
Στο Μετόχι της Ιεράς Μονής Αγίου Παντελεήμονος Αγίου Όρους, στον Γαλατά της
Κωνσταντινούπολης κολλάει...
https://www.liberal.gr/news/forontas-maska-telese-tin-theia-leitourgia-o-oikoumenikos-
patriarchis/317225

amethystos είπε...

Υπάρχει κάτι ανησυχητικό στίς αποφάσεις καί στήν διακυβέρνηση τού Μητσοτάκη. Αισθάνεται ανώτερος από τούς θρησκευόμενους επειδή σπούδασε. Στό Χάρβαρντ; δέν θυμάμαι. Αλλά κατώτερος από τούς ανθρώπους τής ζωής. Είναι στά νερά του μόνον ανάμεσα στούς εκπροσώπους τού Διεθνούς Δικαίου. Η ευθύνη ανήκει στούς σημερινούς χριστιανίζοντες καί στήν άγνοια πού καταδίκασαν τόν εαυτό τους.

Ανώνυμος είπε...

Εμείς ΘΕΛΟΥΜΕ να διαβάζουμε Ταμιωλάκη. Μας αρέσει. ΓΟΥΣΤΕΡΝΟΥΜΕ.Τι ζόρι τραβάει ο έτερος Καππαδόκης των σχολίων;