Δευτέρα 15 Μαρτίου 2021

Sein und Cogitationes β

 Συνέχεια από: Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2021

Sein und Cogitationes β

Zu Heideggers Descartes-Kritik

Είναι και Συλλογισμοί (η ρέουσα ζωή τής συνείδησης σύμφωνα με τον Husserl)

Περί της κριτικής του Heidegger στον Descartes

Του Friedrich-Wilhelm von Herrmann,

στον συλλογικό τόμο Durchblicke, αφιέρωμα για τα 80α γενέθλια του Martin Heidegger

Εκδόσεις Vittorio Klostermann, Frankfurt am Main, 1970

Το Dasein όμως δεν είναι μόνο ιστορικό, εφόσον μέσα στο Είναι του σχετίζεται προς τη δυνατότητα τού Είναι του, αλλά και με μια πιο στενή έννοια, εφόσον, διαλέγοντας τις δυνατότητές του, χρησιμοποιεί τις δυνατότητες του Dasein που το συναντούν, και στις οποίες βιώνει πως έχει μετατεθεί. Με άλλα λόγια, κάθε άνθρωπος γεννιέται μέσα σε ένα κόσμο, ο οποίος έχει χαραχτεί από τις προηγούμενες γενιές ανθρώπων, και έχει ερμηνευτεί ανθρώπινα. Στο γεγονός αυτό ο Heidegger δίνει την διατύπωση η οποία αναδεικνύει τον τύπο: «Το Dasein βρίσκεται κάθε φορά στο πραγματικό του Είναι, όπως και «ό,τι» ήταν. Είτε  ρητά εκφρασμένο, είτε όχι, είναι ένα παρελθόν. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως το παρελθόν του τοποθετείται «πίσω» από αυτό, που κατέχει το περασμένο ως ακόμα διαθέσιμη ιδιότητα, η οποία μπορεί πότε πότε να δράσει εκ των υστέρων. Το Dasein είναι το ίδιο του το παρελθόν με τον τρόπο του Είναι του, το οποίο, αν το πούμε ωμά, «συμβαίνει» κάθε φορά μέσα από το μέλλον του»4. Αυτό που εδώ το παρελθόν και το μέλλον σημαίνουν, μπορεί να κατανοηθεί  μόνο ξεκινώντας από τον καθορισμό της χρονικότητας τού  Είναι και όχι από την συνηθισμένη κατανόηση του χρόνου. Το παρελθόν, που εδώ δεν εννοεί μόνο το παρελθόν εκάστου αλλά μιας γενιάς, είναι ιστορικά θεωρημένο «η παραδεδομένη (überkommene) ερμηνεία του Dasein», μέσα στην οποία γεννιέται κάθε άνθρωπος, και η οποία καθορίζει τις εκάστοτε δυνατότητες του Dasein και πάνω απ’ όλα την κατανόηση του Είναι η οποία είναι ο φορέας αυτής της ερμηνείας. Αποφασιστικής σημασίας για αυτή την παραδεδομένη κατανόηση του Είναι, τόσο η μη εκφρασμένη κατανόηση τού ανθρώπου που δεν εξασκεί την οντολογία, όπως και στις ιστορικά υπαρκτές ρητές οντολογίες, είναι η επισήμανση του Heidegger, πως το Dasein «σύμφωνα με ένα εγγενή σε αυτό τρόπο ύπαρξης» έχει την τάση «να κατανοεί το Είναι (Sein) του μέσα από το υπαρκτό (Seiendes), προς το οποίο φέρεται διαρκώς σύμφωνα με την ουσία του και με εγγύτητα, μέσα από τον ‘κόσμο’»5. Λέγοντας ‘κόσμος’ εννοείται το υπαρκτό το οποίο συναντάται μέσα στον κόσμο. Αυτή την περίεργη κατάσταση, όπου το Dasein, το οποίο ενώ υπάρχει μέσα στην σύμφωνη με την κατανόηση ανοικτοσύνη, στην πιο κοντινή προοντολογική ερμηνεία του Είναι τού εαυτού του, παρανοεί τον εαυτό του, και ερμηνεύει το Είναι του ξεκινώντας από το Είναι του υπαρκτού που δεν υπάρχει σύμφωνα με το Dasein, ο Heidegger ονομάζει «οντολογική ανάκλαση της κατανόησης τού κόσμου πάνω στην ερμηνεία τού Dasein»6. Μαζί με αυτήν την τάση στην κατανόηση του Είναι από πλευράς τού Dasein, «να πέσει θύμα του κόσμου στον οποίο βρίσκεται καί ανακλαστικά (reluzent) μέσα από αυτόν ερμηνεύει τον εαυτό του», συνδυάζεται καί με την εξάρτηση του από την κατά το μάλλον ή ήττον σαφώς κατανοημένη ιστορική παράδοση. Μέσα στο Είναι του Dasein η ευρισκόμενη τάση προς εξάρτηση κατευθύνεται πάνω απ’ όλα προς την οντολογική κατανόηση7. Το είδος αυτό του Είναι μέσα στο Dasein, την ουσιώδη διαφορά του Είναι του Dasein και του Είναι του υπαρκτού που δεν διάγει σύμφωνα με το Dasein, και είναι σε θέση να συναντήσει το Dasein μόνο εντός της κατανόησης του Είναι,μπορεί να τα αστοχήσει και το ίδιον Είναι να τό ερμηνεύει μόνο βάσει του υπαρκτού που συναντά, είναι για την οντολογική-υπαρξιακή θέση του Heidegger στο «Είναι και Χρόνος», λόγος για τον οποίο η ιστορία της οντολογίας, από τις ελληνικές απαρχές της, δεν είδε και δεν εξέθεσε ποτέ το περί του Είναι ερώτημα στην απαιτούμενη πηγαία μορφή του. «Η ελληνική οντολογία και η ιστορία της, που με τα πολλά παραρτήματα και τις στροφές της, ακόμη και σήμερα καθορίζει τις έννοιες της φιλοσοφίας, είναι απόδειξη για το γεγονός πως το Dasein κατανοεί τον εαυτό του και το Είναι μέσα από τον ‘κόσμο’, και πως η οντολογία, η οποία ενηλικιώθηκε έτσι, πέφτει θύμα (εξαρτάται) από την παράδοση…»8. Το δεύτερο σκέλος τής επεξεργασίας του ερωτήματος περί του Είναι στο «Είναι και Χρόνος» θα έπρεπε  να φέρει την απόδειξη αυτή. Σύμφωνα με το γενικό πλαίσιο του έργου, έπρεπε η επεξεργασία του ερωτήματος περί του Είναι να διαιρείται σε δυο μέρη: κατά πρώτον στην «Ερμηνεία του Dasein ως προς την χρονικότητα και τήν έκθεση τού χρόνου ως του υπερβατικού ορίζοντα τού περί του Είναι ερωτήματος», και κατόπιν τα «Βασικά χαρακτηριστικά μιας φαινομενολογικής αποδόμησης της ιστορίας της οντολογίας με κατευθυντήρια γραμμή την προβληματική της προσκαιρότητας (Temporalität)». Η αποδόμηση τής ιστορίας της θα έπρεπε να διεκπεραιωθεί σε τρεις ουσιώδεις σταθμούς: Kant, Descartes, Αριστοτέλης. Η φαινομενολογική αποδόμηση της καρτεσιανής οντολογίας θα είχε τον τίτλο «Το οντολογικό θεμέλιο του ‘cogito sum’ του Descartes και η πρόσληψη της μεσαιωνικής οντολογίας  στην προβληματική του ‘res cogitans’».

Το χτύπημα της κριτικής του Heidegger στην ιστορία της οντολογίας, και με τον τρόπο αυτό στον Descartes, κατευθύνεται εναντίον της παράλειψης μιας οντολογίας του Dasein, και ταυτόχρονα εναντίον της παράλειψης εν γένει του περί του Είναι ερωτήματος9. Ενώ ο Descartes έχει την απαίτηση να δώσει με το ‚cogito sum‘ ένα νέο και αδιάσειστο θεμέλιο, αφήνει αόριστο τον τρόπο του Είναι της res cogitans, το νόημα του Είναι του ‚sum10. Στο δεύτερο μέρος του «Είναι και Χρόνος», το οποίο δεν έχει δημοσιευτεί, «στο δεύτερο σταθμό πάνω στο δρόμο της αποδομητικής επιστροφής στην ιστορία της οντολογίας»11, θα δεικνύονταν τα μη εκφρασμένα οντολογικά θεμέλια του ‚cogito sum‘. Με αυτό θα είχε αποδειχθεί, πως ο Descartes έπρεπε να παραμελήσει το περί του Είναι ερώτημα, όπως και το γιατί παραδόθηκε στην γνώμη, πως πέραν της απόλυτης βεβαιότητας του cogito sum, δεν χρειάζεται να τεθεί το ερώτημα για το νόημα του Είναι του ανθρώπου ως res cogitans. Αυτή η εκτενής κριτική ενασχόληση με τον Descartes δεν έχει δημοσιευθεί από τον Heidegger. Πέραν κάποιων άλλων σημαντικών παρατηρήσεων στην φιλοσοφία του Descartes, στις οποίες θα επανέλθουμε, στο «Είναι και Χρόνος» βρίσκεται μια μακροσκελής κριτική διερεύνηση της ερμηνείας του κόσμου στον Descartes, μέσα στο κεφάλαιο για την ‘κοσμικότητα του κόσμου’12. Η κριτική στο σημείο αυτό στρέφεται ενάντια στον καθορισμό του ‘κόσμου’ ως res extensa. Και ενώ στο παρόν κείμενο, το ένα τμήμα της καρτεσιανής μεταφυσικής, η οντολογία της res extensa, είναι αντικείμενο κριτικής διαπραγμάτευσης, στο μη δημοσιευμένο δεύτερο τμήμα του δεύτερου μέρους του «Είναι και Χρόνος» στην φαινομενολογική αποδόμηση θα υποβαλλόταν το κύριο μέρος της μεταφυσικής του Descartes, δηλαδή η οντολογία της res cogitans. Επειδή ο καθορισμός της res extensa προκύπτει από το cogito ergo sum, η κριτική διερεύνηση της καρτεσιανής οντολογίας του ‘κόσμου’ μπορεί να βρει την εκτενή θεμελίωση της μόνο μέσα στην φαινομενολογική αποδόμηση του ‘cogito sum13. Ως προς την κριτική συζήτηση περί της καρτεσιανής οντολογίας του κόσμου, πρέπει να περιοριστούμε στην απλή αναφορά των αποτελεσμάτων. Επειδή ο Descartes ερμηνεύει τον κόσμο με την έννοια του εξωτερικού κόσμου, δηλαδή το σύνολο των πραγμάτων που βρίσκονται στον εξωτερικό κόσμο, με αναφορά στην res extensa, έχει παραλείψει το ‘φαινόμενο του κόσμου’. Αντί να ξεκινήσει από το υπαρκτό (Seiendes), το οποίο συναντά πρώτο το Dasein ως πρό-χειρο πράγμα (zuhandene Zeug), ώστε να πάρει από αυτό την χροιά του κόσμου και από εκεί να δει το φαινόμενο του κόσμου, βάζει ως θεμέλιο του οντολογικού καθορισμού το υπαρκτό ως διαθέσιμο (Vorhandenes). Το υπαρκτό όμως ως διαθέσιμο «μπορεί να ανακαλυφθεί μόνο μέσα στο πέρασμα μέσα από το πρό-χειρο ενδοκοσμικό υπαρκτό».14 Για τον λόγο αυτό, η χαϊντεγκεριανή ανάλυση του κόσμου ξεκινά από την φαινομενολογική ανάλυση του πράγματος που συναντάται εντός του κόσμου, ώστε περνώντας από την πρό-χειρότητα και την ολότητα της συμμετοχής (Bewandtnisganzheit) να φτάσει στην σημαντικότητα ως δομή του κόσμου.

Συνεχίζεται

ΛΕΕΙ ΚΑΙ ΠΟΛΛΑ ΚΑΙ ΛΙΓΑ, ΑΡΚΕΙ ΝΑ ΠΙΑΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΝΗΜΑΤΟΣ, ΑΝ ΘΕΛΟΥΜΕ.

5 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

«Η εποχή των νεότερων χρόνων δεν σήμανε την «έξοδο του ανθρώπου από την ανωριμότητά του», όπως διέβλεπε ο Καντ, αλλά «το βύθισμά του σε μια νέου τύπου βαρβαρότητα», όπως ισχυρίζονται οι Χόρκχαϊμερ και Αντόρνο. (Ζαν - Φρανσουά Λιοτάρ, Η μεταμοντέρνα κατάσταση, εκδόσεις Γνώση, Εισαγωγή σ. 10). Σύμφωνα με το ίδιο σκεπτικό, η μεταμοντέρνα κατάσταση «θεωρήθηκε ότι προήλθε από την έκρηξη της μοντέρνας κατάστασης, κατά την οποία ο Λόγος και το υποκείμενο ως τοποτηρητές της ενότητας του όλου θρυμματίστηκαν» (στο ίδιο, σ.13).

Καθώς η νεωτερική πραγματικότητα διακρίνεται, σε γενικές γραμμές, στις καρτεσιανές res cogitans (το σκεπτόμενο πράγμα) και res extensa (το εκτατό, το αισθητό πράγμα), ορίζονται δύο επίπεδα που συνδέονται μέσω του μηχανισμού της αναπαράστασης ή της αρχής της ταυτότητας. Η χαϊντεγκεριανή «εποχή των Κοσμοεικόνων» οργανώνει το πραγματικό στον βαθμό που αυτό είναι απεικονίσιμο και τελικά όχι μόνον οι καρτεσιανές συντεταγμένες γίνονται εργαλειακές, μα και η δυτική μεταφυσική, στο σύνολό της, καταλήγει να εγκλωβίζει τον δυτικό άνθρωπο στη «γνώση των μεγάλων αφηγήσεων» - ένας τύπος γνώσης στον οποίο αντιτίθεται η μεταμοντέρνα κατάσταση αναβιώνοντας «μια γνωστική σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο, η οποία ενσωματώνει και την αισθητική στάση» (στο ίδιο, σ. 18). Παρακάμπτοντας τη «λύση της συναίνεσης» και θέτοντας προ των οφθαλμών του σύγχρονου θεωρητικού τα «γλωσσικά παιχνίδια» τού Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν (Ludwig Wittgenstein), το μεταμοντέρνο προτείνει μια στάση με τα εξής χαρακτηριστικά: «α) οι γνωστικές ικανότητες οργανώνονται χωρίς τους εξαναγκασμούς του Λόγου και χωρίς εξαρτήσεις του εμπειρικού δεδομένου» και β) «το επίπεδο άρθρωσης του αντικειμένου συμπλέκεται με το επίπεδο της αισθητικής πρόσληψής του (καταργείται δηλαδή ο δυϊσμός res cogitans και res extensa)» (στο ίδιο σ. 18).
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=245823

Ανώνυμος είπε...

Δυσκολεύομαι να κατανοήσω την κριτική του Χάιντεγκερ στον Καρτέσιο στην επισήμανσή του ότι έχει παραλείψει το ‘φαινόμενο του κόσμου’. Θα ήθελα την βοήθειά σας.

amethystos είπε...

Λέει ότι τό σώμα, τό στοιχείο τού κόσμου, τό εκτατό φαινόμενο, εξαρτάται από τό εγώ υπάρχω καί χρήζει ανατροπής, αντιστροφής. Όπως τήν επεξεργάζεται καί ο Λουδοβίκος. Κατ' αυτούς ο κόσμος μπορεί νά υπάρχει χωρίς τόν άνθρωπο, τό εγώ τής ταυτότητός μας, τό οποίο θέλει τήν κυριαρχία τού κόσμου, οδηγώντας τον στήν καταστροφή.Καθότι ερμήνευσε τήν αυτο- κυριαρχία, σάν κυριαρχία σ' αυτό, στό αντικείμενο. Γιά νά επιτύχει λοιπόν η σωτηρία τού κόσμου οφείλουμε νά επιστρέψουμε στήν αρχή τού χρόνου, στόν προ-χρόνο, διότι ο χρόνος είναι ανθρώπινος, ατομικός. Αυτή είναι καί η σημασία τής διάσπασης τού ατόμου, η επιστροφή στό χάος τού Ησίοδου διότι δέν υπάρχει χρόνος. Τό μόνο μας στήριγμα σ΄αυτή τήν επιστροφή είναι ο κινέζικος πολιτισμός. Στήν τέχνη τού οποίου η φύση υπερβαίνει σέ μέγεθος τόν άνθρωπο, αντίθετα από τήν αγιογραφία. Παρότι τό μυστικό τής αγιογραφίας είναι η υπέρβαση τού παλαιού ανθρώπου καί η νίκη τού καινού εν Χριστώ ανθρώπου. Δυστυχώς γιά όλους μας οι κινέζοι λατρεύουν τούς νεκρούς προγόνους, όχι τούς ζωντανούς, εφόσον δέν έχουν ψυχή. Αυτός ο πολιτισμός είναι ο πιό κοντινός στά οράμαρα τού μηδενός τού σημερινού ανθρώπου.

χαλαρωσε είπε...

αμεθυστε, καλημερα, υπαρχει καποιος συσχετισμος με την ταση ή και πεποιθηση των Ρωσσων στην αποτυπωση του μεγαλειου με υπερφυσικα μεγεθη; Βλεπουμε εικονες 5 μετρα ή τον Αγιο Ανδρεα, στην Σκητη, μια ασυστολη εκφραση μεγαλειωδους διπλα σε ενα βυζαντινο εκκλησακι πραγματικα μεγαλειωδες. Διοτι αν σκεφτουμε και την ερμηνεια που δωσανε οι της διασπορας Ρωσσοι στους πατερες και καταφερανε να τους υποταξουνε στον γερμανικο μηδενισμο, μαλλον προς τους νεκρους ρεπουν. Δεν εχω και χρονο να το αναπτυξω. Αν θες πες κατι σε αυτο.

amethystos είπε...

Γειά σου φίλε. Γι' αυτούς τό θαυμαστό είναι υπερφυσικό καί προσπαθούν νά τό εικονίσουν μέ τήν ποσότητα, όπως οι Ινδοί εικονίζουν τήν ποιότητα μέ τήν ποσότητα και σχεδιάζουν πολλά χέρια. Οι Ρώσοι έχουν στενές σχέσεις μέ τόν Ινδουισμό, ακόμη καί στόν Ταρκόφσκι αναγνωρίζεται μιά προτίμηση στό απρόσωπο, καί επηρεάστηκαν άμεσα καί από τόν Βουδισμό καί από τά υπερμεγέθη αγάλματα τού Βούδα. Γέννησαν καί τήν αφαίρεση στήν ζωγραφική μέ τόν Καντίνσκι. Ο Χριστός τού Ρουμπλιώφ είναι αφαιρετικός. Η Ορθοδοξία είναι ασκητική ακόμη καί στήν αγιογραφία της. Κατόρθωσε νά εκονίσει τήν μεταμόρφωση τής αγιότητος. Γιά παράδειγμα αυτά τά περίεργα βουνά μέσα στά οποία προσεύχονται οι Αγιοι είναι η σάρκα τών παθών,ο παλαιός άνθρωπος, η σάρκα τήν οποία νεκρώνει η άσκηση καί η προσευχή τής μετανοίας. Είναι ο δράκος, όχι ο νοητός,ο οποίος δίνει υπερδυνάμεις στον ινδουισμό αφού ξυπνήσει.Ενα πτητικό στοιχείο πού βρίσκεται στό ιερό οστούν τής σπονδυλικής. Κέντρο συνειδήσεως γιά τίς ανατολικές θρησκείες. Η σάρκα τής πλάνης γιά τήν Ελληνοορθοδοξία. Τό σώμα σήμα. Κλεισμένος στήν σάρκα αυτή τού πόθου ο ασκητής σάν σέ κουκούλι μεταμορφώνεται μέ τήν Χάρι τού Θεού σέ νύμφη Κυρίου.