Δευτέρα 15 Μαρτίου 2021

ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ (1)

ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ 

ΤΟΥ FRANCO VOLPI.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ.

Πιστεύω ότι εάν ζούσε τον εικοστό αιώνα ο Αριστοτέλης δεν θα πήγαινε ούτε στην Οξφόρδη για να συζητήσει με τον Jonathan Barnes, ούτε στην Πάντοβα, αλλά θα είχε πολύ πιθανόν προτιμήσει σαν συζητητή του τον Χάιντεγκερ.

          Η έρευνα την οποία παρουσιάζω θα μπορούσαμε να πούμε ότι παρουσιάζει τις αποδείξεις μιας τέτοιας πιθανότητος! Πρόκειται να αποδείξουμε ότι η σκέψη του Χάιντεγκερ αντιπροσωπεύει μία από τις πλέον πυκνές φιλοσοφικές στιγμές της παρουσίας του Αριστοτέλη στην αιώνα μας.

          Είναι πιθανόν να μην γίνεται πιστευτή αυτή η πρόταση. Διότι η μοναδική συνεπής ερμηνεία του Αριστοτέλη από τον Χάιντεγκερ, που γνωρίζουμε, το δοκίμιο στην "ουσία και στην έννοια της φύσης", παρά την πρωτοτυπία του, δεν φτάνει για να νομιμοποιήσει την θέση αυτή. Τόσο περισσότερο μάλιστα που η ερμητική δυσκολία τής γλώσσας του, εμπόδισε την αποδοχή και την αξιολόγησή του από τον κόσμο των μελετητών, και περιορίστηκε μόνον στα περιβάλλοντα των μυημένων στην σκέψη του Χάιντεγκερ.

          Η έρευνά μας θέλει να φανερώσει ότι η παρουσία του Αριστοτέλη στην σκέψη του Χάιντεγκερ δεν περιορίζεται στο δοκίμιο για την φύση, ούτε παρουσιάζεται σαν μία ερμηνεία με την στενή έννοια. Είναι μία γενικευμένη παρουσία η οποία διατρέχει όλο το έργο του Χάιντεγκερ και διαμορφώνεται σαν μία αντιπαράθεση που έχει σαν σκοπό της μία ριζική αφομοίωση της προίκας τής αριστοτελικής οντολογίας.

          Γι’αυτόν τον λόγο, στο κέντρο τής έρευνας, καταλαμβάνοντας το μεγαλύτερο της μέρος, βρίσκεται η περίοδος στην οποία αυτή η διαμόρφωση τής αντιπαραθέσεως γίνεται ιδιαιτέρως φανερή και χαρακτηριστική. Πρόκειται για την περίοδο τού Είναι και Χρόνος και της δεκαετούς “σιωπής” η οποία προηγείται της εκδόσεως. Με μία πρώτη ματιά σ’αυτή την περίοδο η παρουσία του Αριστοτέλη φαίνεται πολύ ισχνή και γι’αυτό και δεν τράβηξε την προσοχή. Αλλά αυτό οφείλεται στον λόγο ότι η αφομοίωση του Χάιντεγκερ είναι τόσο αρπακτική και βίαιη που σβήνει παντελώς τα ίχνη της. Η εικόνα του Χάιντεγκερ υπαρξιστού κατ’αρχάς, αλλά και η πιο πρόσφατη τού Χάιντεγκερ σαν αυτού που υπερέβη την μεταφυσική-ιδιαιτέρως όπου η υπέρβαση αυτή γίνεται η δικαιολογία για να μην λογαριαστούμε με την παράδοση-δεν βοήθησαν ώστε το βάθος της διαμάχης τού Χάιντεγκερ με την μεταφυσική, ιδιαιτέρως με τους Έλληνες, να κατανοηθεί στην αυθεντική της σημασία.

          Στην μεγάλη κρίση τής μεγάλης φιλοσοφίας που ακολούθησε το τέλος τού συστήματος του Χέγκελ, ο Χάιντεγκερ μας ξαναπρόσφερε με το έργο του την αίσθηση της σημασίας μιας σκέψης σε μεγάλο στυλ. Και εάν είναι αλήθεια ότι οι μεγάλοι στοχαστές είναι ένας για κάθε αιώνα, ο Χάιντεγκερ είναι ο στοχαστής του 20ού αιώνος. Και όχι μόνον για την ευαισθησία, παρά τα αντίθετα φαινόμενα, την οποία έδειξε ο Χάιντεγκερ απέναντι στα θεμελιώδη προβλήματα της εποχής μας: η μείωση της θρησκευτικής συνειδήσεως, η κρίση των παραδοσιακών αξιών και η έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι σε μία νόηση καθαρά τεχνολογική, το τέλος τού απολύτου στην γη και το ασταμάτητο κλείσιμο του ορίζοντος της εποχής της τεχνικής. Αλλά πάνω απ’όλα, για το γεγονός ότι, με μία ριζικότητα την οποία κανένας άλλος μετά τον Χέγκελ δεν είχε τολμήσει, ο Χάιντεγκερ κατόρθωσε να ξανασκεφτεί στο σύνολό της το συμβάν της δυτικής φιλοσοφίας, επαναφέροντας σαν φιλοσοφικό πρόβλημα το θέμα των θεμελίων της παρούσης εποχής και της ουσιαστικής της συνδέσεως με την Ελληνική σκέψη!

          Σ’αυτόν τον ορίζοντα πρέπει να υπολογισθεί η αντιπαράθεση τού Χάιντεγκερ με τον Αριστοτέλη. Έτσι οι λέξεις με τις οποίες ο Χάιντεγκερ ξεκινά τα μαθήματα το 1931 στο 9ο βιβλίο της Μεταφυσικής μπορούν να επεκταθούν και να χαρακτηρίσουν όχι μόνον εκείνη την σειρά μαθημάτων στον Αριστοτέλη αλλά ολόκληρη την αντιπαράθεση του με τους Έλληνες. Διαβάζοντας το 419 απόσπασμα της Βουλήσεως για δύναμη, λέει: Η εσωτερική βούληση αυτών των μαθημάτων ας συμπλεύσει με έναν λόγο του Νίτσε: “Ίσως μετά από κάποιον αιώνα θα κριθεί ότι όλη γερμανική φιλοσοφία έχει την αληθινή της αξιοπρέπεια στην προσπάθεια μιας επανακτήσεως βήμα-βήμα του αρχαίου πεδίου, και ότι κάθε απαίτηση “πρωτοτυπίας” ηχεί μικροπρεπής και γελοία σε σχέση με εκείνη την πιο υψηλή Γερμανική απαίτηση, ότι ξανάσφιξαν τον δεσμό που φαινόταν κομμένος, τον δεσμό με τους Έλληνες, τον μέγιστο τύπο “ανθρώπου” που ενεφανίσθη μέχρι τώρα! (Από τα μαθήματα αφιερωμένα στον Νίτσε).

          Ι. Εισαγωγικές σκέψεις.

          Η κριτική αντιπαράθεση με τον Αριστοτέλη μέσω της ερμηνείας μερικών κεντρικών κειμένων του Αριστοτελικού έργου αντιπροσωπεύει ένα σύνηθες θέμα στην σκέψη του Χάιντεγκερ και όπως σημειώνεται στα αυτοβιογραφικά συμπεράσματα τού ιδίου του Χάιντεγκερ ήδη στα χρόνια της διαμόρφωσης του στο Λύκειο και το πανεπιστήμιο αρχίζει η αντιμετώπιση τής αριστοτελικής προβληματικής του Είναι! Η πρώτη αντιπαράθεση με τον Αριστοτέλη ξεκινά με την πρώτη του διδασκαλία στο Φράιμπουργκ, ανάμεσα στο 1915 και το 1923. Αυτή η αντιπαράθεση αποκορυφούται με ένα χειρόγραφο στο κέντρο του οποίου υπήρχαν ερμηνείες του έκτου βιβλίου των Ηθικών Νικομάχειων, το τρίτο βιβλίο της ψυχής, τα βιβλία Ι, VII, IX της Μεταφυσικής και το πρώτο βιβλίο της φυσικής.

          Στην ιδιαιτέρως γόνιμη περίοδο τής διδασκαλίας στο Μαρβούργο η αντιπαράθεση με τον Αριστοτέλη συνεχίζεται μέχρις ότου να εδραιωθεί σε μερικές καθοριστικές αναφορές στο Είναι και Χρόνος. Τα πυκνά σημεία αυτής της έρευνας είναι τρία: τα μαθήματα της καλοκαιρινής περιόδου του 1924, αφιερωμένων στην ερμηνεία της Ρητορικής, στην οποία ο Χάιντεγκερ αποσυνδέει την θεωρία των παθών από το πλαίσιο τής τεχνικής του διαλόγου και τής ομιλίας και προσπαθεί να δείξει πως αυτή αντιπροσωπεύει μία οντολογική θεωρία των καταστάσεων του “υποκειμένου”. Στην συνέχεια τα χειμερινά μαθήματα 1925/26, στο κεντρικό σημείο των οποίων αντιμετωπίζει το πρόβλημα της αλήθειας λαμβάνοντας σαν καθοδηγητική γραμμή την διαπραγμάτευση που δίνει ο Αριστοτέλης. Τέλος τα μαθήματα του καλοκαιρινού εξαμήνου του 1927, αφιερωμένου στα “βασικά προβλήματα τής φαινομενολογίας” στο οποίο, πέραν των αναφορών στον Αριστοτέλη, βρίσκεται και μία ιδιαίτερη ερμηνεία της αριστοτελικής εννοιολογήσεως του χρόνου.

Συνεχίζεται

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: