ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
ΠΑΥΛΟΣ (ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ)
ΤΟΜΕΣ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ
Μέρος Τρίτο
TOMEΣ ΣΤΗΝ ΠΑΥΛΕΙΑ ΗΘΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ
Κεφάλαιο 9
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΠΑΥΛΟ
Αποτελεί εξαιρετικά δύσκολο έργο η αναφορά στη δράση και τη διδασκαλία μεγάλων προσωπικοτήτων της ιστορίας. Και το έργο αυτό γίνεται ακόμη δυσκολότερο όταν οι προσωπικότητες αυτές σημάδευσαν με την εν γένει παρουσία τους τις τύχες της ιστορίας της ανθρωπότητας και του πολιτισμού. Και τέτοια προσωπικότητα είναι αναμφίβολα ο απόστολος Παύλος, ο «διδάσκαλος της οικουμένης» και ιδρυτής της Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης.[ΔΙΠΛΑ ΣΤΟΝ ΛΕΝΙΝ, ΤΟΝ ΙΟΥΛΙΟ ΚΑΙΣΑΡΑ, ΤΟΝ ΜΕΓΑΛΟ ΚΩΝ/ΝΟ]
Υποστηρίχθηκε κατά κόρον από ορισμένους υπεραισιόδοξους μελετητές της προσωπικότητας του αποστόλου Παύλου πως η διδασκαλία του αποτελεί το θεμέλιο του σύγχρονου πολιτισμού. Υπό το φως, όμως, των εξελίξεων της σύγχρονης πραγματικότητας, μια τέτοια εκδοχή αδικεί κατάφορα τον κορυφαίο των αποστόλων, αν δεν αναζητεί υστερόβουλα στο πρόσωπό του συνυπεύθυνους για το σημερινό κατάντημα της ανθρωπότητας, η οποία επίσημα ή ανεπίσημα αναγγέλλει το τέλος της ιστορίας, το τέλος, δηλαδή, του πνεύματος και επαγγέλεται μια νέα τάξη πραγμάτων εξίσου αδυσώπητη με την προηγούμενη. Άλλοι πάλι βλέπουν στο κήρυγμά του τη βάση της πίστης μας. Έτσι, όμως, τοποθετούν τον απόστολο κλεισμένο ερμητικά στο παρελθόν, περιχαρακωμένο στατικά σε μιαν εποχή που αποτελεί απλώς ορόσημο, όσο ύψιστης σπουδαιότητας κι αν είναι αυτό. Όπως πολύ χαρακτηριστικά σημειώνει ένας σύγχρονος ορθόδοξος μελετητής του, «ο απόστολος Παύλος ζει μέσα στην εποχή μας, ή μάλλον προπορεύεται από αυτήν, μας καλεί όχι από το παρελθόν ενός κόσμου που συνεχώς γερνά και φθίνει αλλ' από το μέλλον ενός νέου φωτεινού κόσμου που μεταμορφώνει τον παλιό. Έτσι η συνάντησή μας με τον απόστολο Παύλο δεν είναι συνομιλία με την ιστορία, αλλά συναπάντημα με την ελπίδα· δεν είναι προσφορά τιμής από μέρους μας, αλλά αποδοχή των δώρων που εκείνος μας δίνει. Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει με άλλα πρόσωπα που έζησαν πριν από μας, η συνάντηση μαζί του θέλει το συνομιλητή του όχι ιστορικό, αλλά οραματιστή, όχι επιστήμονα, αλλά προφήτη»[ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΡΕ ΜΑΓΚΑ ΝΕΟΠΡΟΦΗΤΗ, ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΗ ΤΟΥ ΑΠ. ΠΑΥΛΟΥ]1. Κι ένας επιστήμονας αισθάνεται βαρύ το φορτίο στους ώμους του, όταν μάλιστα έχει επιλέξει να αναφερθεί όχι σε μια προσφιλή περιοχή της σκέψης του, όπως αυτή της ελευθερίας2, αλλά σε μιαν αρκετά λησμονημένη, εκείνην της παράδοσης. Και ο απόστολος Παύλος είναι όχι μόνο ο διαπρύσιος κήρυκας της ελευθερίας αλλά συγχρόνως, κατά έναν παράξενο τρόπο, και ο εκφραστής της παράδοσης. [ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΕΛΛΟΓΙΜΩΤΑΤE]Ελευθερία και παράδοση, παράδοση και ελευθερία, αποτελούν αδιάσπαστη και λογική ενότητα στη σκέψη του αποστόλου,[ΗΤΑΝ ΣΚΕΠΤΟΜΕΝΟ ΑΤΟΜΟ] σε σημείο που ο μελετητής του να εκπλήσσεται με τον τρόπο που ο μεγάλος αυτός διανοητής του αρχέγονου χριστιανισμού μεταβαίνει από το ένα άκρο, μιαν εκπλήσσουσα δηλαδή παραδοσιακότητα, στο άλλο άκρο, μιαν εξίσου εκπλήσσουσα αποδοχή και διακήρυξη της απόλυτης ελευθερίας.
Δεν χρειάζεται να γίνει πολύς λόγος για το πανανθρώπινο φαινόμενο που ακούει στο όνομα παράδοση.[ΤΑ ΠΟΛΛΑ ΜΑΣ ΤΑ ΕΙΠΕ Ο ΛΟΡΕΝΤΖΑΤΟΣ, Ο ΚΟΥΜΑΡΑΣΒΑΜΙ, Ο ΒΙΒΕΚΑΝΑΝΤΑ] Ο απόστολος Παύλος, όπως και κάθε εχέφρων άνθρωπος, αναγνωρίζει το θετικό χαρακτήρα του ουσιαστικού αυτού παράγοντα της ανθρώπινης ζωής, παράγοντα που συναντούμε όχι μόνο στο σύνολο των θρησκειών, αλλά και στις ευρύτερες κοινωνίες από τις πιο πρωτόγονες ως τις πιο προηγμένες, και που συνίσταται στην παραλαβή και μεταβίβαση από γενιά σε γενιά αξιών και κανόνων συμπεριφοράς, δογμάτων πίστεως και ηθικών επιταγών, λατρείας και συγκεκριμένης στάσης προς το μυστήριο που λέγεται ζωή.[ΣΚΥΤΑΛΟΔΡΟΜΙΑ ΦΙΛΕ. ΩΡΑΙΟ ΑΓΩΝΙΣΜΑ]
«Παρέδωκα ἡμῖν ὅ καί παρέλαβον»[ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΠΟΛΥΔΙΑΒΑΣΜΕΝΕ], γράφει στους πιστούς της Κορίνθου και μας διασώζει ό,τι πολυτιμότερο ζούσε και πίστευε η Πρώτη Εκκλησία, την ομολογία της πίστης (Α´ Κορ. 15,3εξ) και τη λειτουργική πράξη της Θ. Ευχαριστίας (Α´ Κορ 11,23 εξ), τον πυρήνα του δόγματος και της λατρείας, της πίστης και της ζωής της Εκκλησίας. «Στήκετε καί κρατεῖτε τάς παραδόσεις» (Β´ Θεσ 2,15) προτρέπει τους Χριστιανούς της Θεσσαλονίκης.
Πίστη και εμμονή στις πατρώες παραδόσεις ήταν ιδανικά που ο απόστολος κληρονόμησε τόσο από το ελληνιστικό περιβάλλον στο οποίο ανατράφηκε, όσο και από την ιουδαϊκή θρησκεία στην οποία γαλουχήθηκε. Είναι γνωστή –και ηχεί στ' αφτιά μας μέχρι και σήμερα– η προτροπή των αρχαίων ελλήνων για αγώνες και θυσίες «ὑπέρ βωμῶν καί ἑστιῶν». Κι αυτή η μέχρις εσχάτων υπεράσπιση των πατρώων παραδόσεων δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια συνειδητή επιλογή των ελληνικών πόλεων να διατηρήσουν την αυτοτέλεια και την ελευθερία τους, το δικαίωμά τους να ζήσουν σύμφωνα με τις παραδόσεις και τον πολιτισμό τους, στενά δεμένοι με τις ρίζες τους. Είναι γνωστή η ιδεολογική διαμάχη των σοφιστών με τον Σωκράτη για τα όρια και την αξία, καθώς και για τη λυτρωτική ή καταπιεστική για τον άνθρωπο διάσταση της παράδοσης. Όπως γνωστή είναι και η αντιδικία Αθηναίων και Μακεδόνων ή Δημοσθένη και Ισοκράτη προκειμένου να αναχαιτισθεί το πανεθνικό όραμα και οι επεκτατικές βλέψεις του βασιλιά των Μακεδόνων Φιλίππου που μακροπρόθεσμα καταργούσε το μοντέλο των πόλεων και τις παραδόσεις τους και στη θέση τους έστηνε το μοντέλο της οικουμένης χωρίς συγκεκριμένες παραδόσεις. Κι αν ο Μέγας Αλέξανδρος σεβάστηκε τις τοπικές και εθνικές παραδόσεις, δεν συνέβη το ίδιο με τους επιγόνους του, πολύ περισσότερο με τη λαίλαπα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας που ακολούθησε. Κι ήρθαν οι ρωμαϊκές λεγεώνες κι έσβησαν το όραμα των Μακεδόνων, κατάργησαν τους νόμους των τοπικών κοινωνιών με τις λατρευτικές και γενικότερες θρησκευτικές παραδόσεις και στη θέση τους έβαλαν τους άτεγκτους νόμους του ρωμαϊκού imperium και τη λατρεία του αυτοκράτορα.
Μάταια προσπάθησαν στοχαστές και μύστες, φιλόσοφοι και ιεροφάντες να βρουν διεξόδους πνευματικής ανάτασης στρεφόμενοι στην εσωτερική ζωή του ανθρώπου.[ΕΞ'ΙΔΙΩΝ ΤΑ ΑΛΛΟΤΡΙΑ;] Τα περιθώρια ήταν στενά. Η απάθεια των στωικών, η αταραξία και εσωτερική ειρήνη των επικούρειων, η σχετικοποίηση των τοπικών παραδόσεων που επιχείρησε ο συγκρητισμός και κυρίως η μακαριότητα των μυστηριακών θρησκειών που όλες τους κατέφευγαν σε μια σακραμενταλιστική – μαγική με άλλα λόγια – παρέμβαση θείων δυνάμεων με ταυτόχρονη φυγή από το ιστορικό γίγνεσθαι, όλες αυτές οι προσπάθειες οδηγούσαν με μαθηματική ακρίβεια στην κατάργηση των τοπικών παραδόσεων. Άλλωστε βόλευαν τους ρωμαίους κρατούντες, αφού είναι γνωστό πως η απάθεια, η αταραξία, η φυγή από την ιστορία διασφάλιζε την κυριαρχία τους περισσότερο από οποιαδήποτε πολεμική ισχύ. Κι αυτή η αποκοπή από τις ρίζες της παράδοσης οδήγησε αργά αλλά σταθερά στην πνευματική αλλοτρίωση. Δεν είναι άσχετο το γεγονός ότι ο απ. Παύλος ακατάπαυστα αποκαλεί τον Ιησού Χριστό «κύριο» και τον εαυτό του «δοῦλο» Χριστού, αρνούμενος έτσι να υποδουλωθεί πνευματικά στο status quo της εποχής του.
Σ' αυτή τη γενική κατάπτωση και απραξία οι μόνοι που έμειναν πιστοί στις προγονικές τους παραδόσεις και στον Θεό των πατέρων τους ήταν οι Ιουδαίοι. Όταν όλοι είχαν κύψει δουλικά τον αυχένα στις επιταγές της Ρώμης, αυτοί δεν έπαψαν να αγωνίζονται για την πολιτική τους ελευθερία, για το δικαίωμα να λατρεύουν απρόσκοπτα τον μόνο αληθινό Θεό και να βασίζουν τη ζωή τους στο Νόμο και τους Προφήτες.
Μια τέτοια στάση τήρησε και ο απ. Παύλος και σε τούτες τις παραδόσεις αφιέρωσε όλες του τις δυνάμεις, ώστε να εφαρμοστούν στη ζωή και στις ανθρώπινες σχέσεις.[Ο ΝΟΜΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΣ ΕΞΥΠΝΩΤΑΤΕ] «Καί προέκοπτον ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ ὑπέρ πολλούς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτής ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων» (Γαλ 1,14). Με καμάρι διακήρυττε πως βρέφος οχτώ ημερών υποβλήθηκε σε περιτομή –τη συμβολική αυτή πράξη αποδοχής της Διαθήκης που επικύρωνε την εκλογή του Ισραήλ από μέρους του Θεού ως περιούσιου λαού του. Ακόμη και μετά τη μεταστροφή του στον Χριστό δεν σταμάτησε να υπερηφανεύεται για την καταγωγή του· «καί γάρ ἐγώ ἰσραηλίτης εἰμί, ἐκ σπέρματος Ἀβραάμ, φυλῆς Βενιαμίν» (Ρωμ 11,1 πρβλ. Φιλιπ 3,5).
Εκείνο όμως που έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί μερικές φορές διαφεύγει την προσοχή μας, είναι οι συνεχείς άμεσες ή έμμεσες αναφορές του στη φαρισαϊκή του ιδιότητα. Γεννημένος σύμφωνα με τη διήγηση των Πράξεων στην Ταρσό της Κιλικίας (9,11· 21,39· 22,3), ένα από τα πολλά κέντρα του ελληνιστικού ιουδαϊσμού της διασποράς – μια δηλαδή καθαρά ελληνιστική πόλη με ευάριθμο ιουδαϊκό στοιχείο, το οποίο χρησιμοποιούσε την ελληνική γλώσσα και την Ελληνική Βίβλο – δεν έπαψε να νοσταλγεί την πνευματική του πατρίδα. Κι έτσι σε κάποια από τις πολλές ιεραποδημητικές του μεταβάσεις στα Ιεροσόλυμα μαθήτευσε «παρά τούς πόδας Γαμαλιήλ πεπαιδευμένος κατά ἀκρίβειαν τόν πατρῶον νόμον ζηλωτής ὑπάρχων τόν Θεόν» (Πραξ 22,3). Και στη συνέχεια επεδίωξε και πέτυχε να γίνει δεκτός στις τάξεις των Φαρισαίων, της θρησκευτικής δηλαδή μερίδας του παλαιστίνου ιουδαϊσμού που είχε τάξει ως ύψιστο σκοπό και αποκλειστικό χρέος των δραστηριοτήτων της την υποδειγματική κατά γράμμα τήρηση των διατάξεων του Μωσαϊκού Νόμου. Γι' αυτό και δεν σταμάτησε και χριστιανός ακόμη να καυχιέται πως ήταν «ἑβραῖος ἐξ ἑβραίων κατά νόμον Φαρισαῖος» (Φιλιπ 3,5). Αυτός ήταν και ο λόγος που οδήγησε νομοτελειακά τον απόστολο, τον ένθερμο υποστηρικτή των πατρικών παραδόσεων, να μετατραπεί σε απηνή διώκτη της Εκκλησίας. Βάση και αφετηρία της εχθρότητας εναντίον των Χριστιανών κατά την πρώιμη περίοδο της ζωής του Σαύλου, ήταν αυτή η τυφλή και χωρίς προοπτικές τήρηση του Νόμου (κάτι που αμφισβητούσε η προφητική αυτοσυνειδησία της Πρώτης Εκκλησίας – χαρακτηριστική η περίπτωση του διωγμού επί Στεφάνου [Πράξ 7]), η στατική και όχι δυναμική, η φορμαλιστική και τυπική και όχι ελεύθερη και προφητική, θεώρηση της παράδοσης: «Ἠκούσατε γάρ τήν ἐμήν ἀναστροφήν πότε ἐν τῷ ἰουδαισμῷ», γράφει στους Χριστιανούς της Γαλατίας, «ὅτι καθ' ὑπερβολήν ἐδίωκον τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καί ἐπόρθουν αὐτήν» (Γαλ 1,13).
Ώσπου μια μέρα πήρε το δρόμο για τη Δαμασκό, ένα δρόμο που τελικά αποδείχθηκε μονόδρομος, αφού βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Χριστό και μεταστράφηκε στην πίστη στον εσταυρωμένο Μεσσία. Πολλοί πίστεψαν ότι η μεταστροφή του Παύλου από διώκτη της Εκκλησίας σε απόστολο του Ευαγγελίου του Χριστού ήταν αποτέλεσμα της ψυχολογικής πίεσης, που προερχόταν από την αδυναμία του ανθρώπου να ανταποκριθεί στις αυστηρές διατάξεις του Νόμου και τις επιταγές ενός απαιτητικού και τιμωρού Θεού· πως μια μέρα αντικατέστησε στη συνείδησή του τον τιμωρό Θεό του Νόμου με τον φιλεύσπλαχνο Θεό της χάριτος. Ο Απόστολος Παύλος, όμως, όπως και οι σύγχρονοί του Ιουδαίοι, δεν πίστευε πως οι απαιτήσεις του Νόμου ήταν ανεκπλήρωτες· αντίθετα αισθανόταν περήφανος για το Νόμο κι ένοιωθε ως ένας από τους πολλούς άμεμπτους τηρητές του: «κατά δικαιοσύνην τήν ἐν τῷ νόμῳ γενόμενος ἄμεμπτος» (Φιλιπ 3,6) διατρανώνει στους Χριστιανούς των Φιλίππων.[ΑΛΛΑ ΦΩΤΙΖΕΙ ΤΟ ΑΝΕΦΙΚΤΟ ΤΗΣ ΤΗΡΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΡΠΑΓΗ ΤOΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ]
Θα ήταν σφάλμα να υποθέσουμε πως ο απόστολος Παύλος μετά τη μεταστροφή του, από υποστηρικτής μετατράπηκε σε εχθρό των πατρικών του παραδόσεων και από τηρητής σε αρνητή του Νόμου.[ΟΥΤΕ ΕΜΕΙΣ ΘΑ ΠΕΣΟΥΜΕ Σ' ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΦΑΛΜΑ ΜΑΖΙ ΣΟΥ. ΖΕΙ Ο ΠΑΛΑΙΟΣ ΣΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙ ΝΑ ΚΑΤΑΒΡΟΧΘΙΣΕΙ ΤΟΝ ΝΕΟ. ΔΕΝ ΘΑ ΠΑΡΟΥΜΕ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ] . Ήταν, βέβαια, απόλυτα πεπεισμένος πως ο Νόμος ήταν προσωρινό μόνο μέτρο στην ιστορία της Θ. Οικονομίας: «ὁ νόμος παιδαγωγός ἡμῶν γέγονεν εἰς Χριστόν» (Γαλ 3,24)· ουδέποτε όμως διανοήθηκε την τελειωτική ρήξη της Εκκλησίας με τον Ιουδαϊσμό, παρόλες τις πικρίες από τους συμφυλέτες του και την απιστία που αυτοί επέδειξαν, αρνούμενοι τον Χριστό ως Μεσσία και λυτρωτή του κόσμου. Στην προς Ρωμαίους επιστολή του, στην οποία με περισσή δεξιοτεχνία και θεολογική αρτιότητα συνοψίζει την επιχειρηματολογία του, χαρακτηρίζει την πατροπαράδοτη ιουδαϊκή θρησκεία ως καλλιέλαιο πάνω στην οποία μπολιάστηκαν τα έθνη ως κλάδοι αγριελιάς (Ρωμ 11,16εξ). Και καταλήγει: «τό μυστήριον τοῦτο», το μυστικό δηλ. σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου, απαιτεί «ὅταν τό πλήρωμα τῶν ἐθνῶν εἰσέλθῃ... τότε καί πᾶς Ἰσραήλ σωθήσεται» (Ρωμ 11, 2526). Ο απόστολος είναι πεπεισμένος, ως άλλος προφήτης και ψαλμωδός, ότι «οὐχ ἀπώσατο ὁ Θεός τόν λαόν αὐτοῦ» (Ρωμ 11, 2 πρβλ. Α´ Βασ 12, 22· Ψαλμ 94,14)· «συνέκλεισεν γάρ ὁ Θεός πάντας εἰς ἀπείθειαν (Ἰουδαίους καί ἐθνικούς) ἵνα τούς πάντας ἐλεήσῃ» (Ρωμ 11,32).
Αν επιθυμούμε να προσεγγίσουμε και να ερμηνεύσουμε σωστά το θαύμα της Δαμασκού θα πρέπει να το δούμε ως μια γνήσια και αυθεντική προφητική κλήση.[ΜΕΤΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ; ΞΟΒΕΡΓΕΣ ΣΤΗΝΕΙΣ;] «Τό εὐαγγέλιον τό εὐαγγελισθέν ὑπ' ἐμοῦ... οὐκ ἔστιν κατά ἄνθρωπον οὐδέ γάρ ἐγώ παρά ἄνθρωπον παρέλαβον αὐτό, οὔτ' ἐδιδάχθην, ἀλλά δι' ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Γαλ 1,11-12). Και όσοι δυσκολεύονται να εντάξουν τον απόστολο στη δυναμική αυτή χορεία των προφητών, δεν έχουν παρά ν' ανοίξουν το πρώτο γραπτό κείμενο του χριστιανισμού και ν' ακούσουν τις παραινέσεις που απηύθυνε ο απόστολος στην Εκκλησία της Θεσσαλονίκης: «τό πνεῦμα μή σβέννυτε· προφητείας μή ἐξουθενεῖτε» (Α´ Θεσ 5,19-20). Και σε μια από τις προσωπικές του αναπολήσεις για τη σημαδιακή και αποφασιστική τούτη στιγμή της ζωής του, ο ίδιος ο απόστολος σκιαγραφεί με λίγες μόνο λέξεις – σε αντίθεση με την εκτενή εικονολογική περιγραφή των Πράξεων (9,1εξ· 22,3εξ· 26,9εξ) – την προφητική αυτή κλήση του: «ὅτε δέ εὐδόκησεν ὁ Θεός ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καί καλέσας με διά τῆς χάριτος αὐτοῦ ἀποκαλύψαι τόν υἱόν αὐτοῦ ἐν ἐμοί...» (Γαλ 1,15). Για το γνώστη των Γραφών τα λόγια αυτά φέρνουν στο νου ευθύς αμέσως τα λόγια της προφητικής κλήσης του Ιερεμία: «πρό τοῦ με πλάσαί σε ἐν κοιλίᾳ ἐπίσταμαί σε καί πρό τοῦ σε ἐξελθεῖν ἐκ μήτρας ἡγίακά σε, προφήτην εἰς ἔθνη τέθεικά σε» (Ιερ 1,5). Κι έτσι πορεύθηκε ο Παύλος στα έθνη· κι έτσι έγινε δέκτης «τῆς δόξης τοῦ φωτός ἐκείνου» (Πράξ 22,11)· κι έτσι αναφώνησε «ἑώρακα τόν κύριον» (Α´ Κορ 9,1), «ὤφθη κἀμοί» (Α´ Κορ 15, 8).
Όπως, λοιπόν, στους Προφήτες, έτσι και στον Παύλο η παράδοση και ο Νόμος παύουν να αποτελούν μιαν εξαντικειμενοποιημένη οντότητα, και καθίστανται μια ζωντανή πραγματικότητα· από ξερό γράμμα μετατρέπονται σε δυναμική παρουσία, εύπλαστη και υποκείμενη σε προσαρμογές για το καλό του λαού του Θεού και τη σωτηρία του· από παρελθούσα καταπιεστική αυθεντία καταγραμμένη σε λίθινες πλάκες, μεταβάλλονται σε ζωντανό λυτρωτικό λόγο εγχαραγμένο σε σάρκινες καρδιές, «ἐγγεγραμένη οὐ μελανί ἀλλά πνεύματι Θεοῦ ζῶντος» (Β´ Κορ 3,3). [ΠΡΟΦΗΤΕΣ ΤΩΝ ΕΣΧΑΤΩΝ. ΑΥΤΟ ΣΥΜΦΕΡΕΙ ΤΗΝ ΝΕΑ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ. Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΧΑΛΑΕΙ ΤΗΝ ΕΒΡΑΙΚΗ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ]
Η συνέχεια είναι γνωστή, όπως γνωστό είναι και το κήρυγμα του αποστόλου για ελευθερία και απαγκίστρωση από τις τυπικές διατάξεις των ιουδαϊκών παραδόσεων. Η προτροπή του: «τῇ ἐλευθερίᾳ ἡμᾶς Χριστός ἠλευθέρωσε· στήκετε οὖν καί μή πάλιν ζυγῷ δουλείας ἐνέχεσθε» (Γαλ 5,1), ηχεί μέχρι σήμερα ως ιερά παρακαταθήκη. Γνωστό και αδιαφιλονίκητο είναι και το θεολογικό του αξίωμα, πως ο κόσμος δεν σώζεται τηρώντας θρησκευτικές διατάξεις – τις όποιες θρησκευτικές διατάξεις, ακόμη κι αυτές του θεόσδοτου Νόμου – παρά μόνο πιστεύοντας στον Χριστό: «οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου, ἐάν μή διά πίστεως Ἰησοῦ Χριστοῦ· καί ἡμεῖς εἰς Χριστόν Ἰησοῦν ἐπιστεύσαμεν ἵνα δικαιωθῶμεν ἐκ πίστεως Χριστοῦ καί οὐκ ἐξ ἔργων νόμου» (Γαλ 2,16). Η πρότασή του, με άλλα λόγια, δίνοντας καινούριο περιεχόμενο στις παραδεδομένες αξίες στοχεύει σε καινούρια ενατένιση της ζωής, ποιότητα στην οποία δίνει κανείς όχι πλέον μένοντας προσηλωμένος στα δεσμά του παρελθόντος, αλλά ελεύθερα εισερχόμενος στη νέα ζωή και με ελπίδα ατενίζοντας το μέλλον «εἴ τις ἐν Χριστῷ καινή κτίσις. Τά ἀρχαῖα παρῆλθεν ἰδοῦ γέγονε καινά τα πάντα» (Β´ Κορ 5,17). Κι ο άνθρωπος ασχέτως φύλου, κοινωνικής, ή φυλετικής προέλευσης, γίνεται μέτοχος του καινούριου κόσμου και κληρονόμος των επαγγελιών του Θεού: «ὥστε οὐκέτι εἶ δοῦλος, ἀλλ' υἱός· εἰ δέ υἱός καί κληρονόμος Θεοῦ διά Χριστόν» (Γαλ 4,7) «πάντες γάρ υἱοί Θεοῦ ἐστέ διά τῆς πίστεως ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ· ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε Χριστόν ἐνεδύσασθε· οὐκ ἔνι ἰουδαῖος οὐδέ ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδέ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ πάντες γάρ ὑμεῖς εἷς ἐστέ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλ 3,26-28).
Εκεί, όμως, που ο απόστολος Παύλος ξεπερνά κάθε δυναμική ερμηνεία και κατανόηση των πατρώων παραδόσεων, είναι στην περίπτωση της εκπλήρωσης των επαγγελιών του Θεού. Εκεί ακριβώς υπερβαίνεται η αντίληψη της κλειστής εθνικής κοινότητας και αγκαλιάζεται ολόκληρη η οικουμένη. Γι' αυτό και πολλοί έφθασαν ως το σημείο να υποστηρίξουν – όχι βέβαια χωρίς κάποια δόση υπερβολής – ότι χωρίς τον απόστολο Παύλο ο Χριστιανισμός δεν θα κατάφερνε να διαβεί τα σύνορα της Παλαιστίνης ή έστω τα όρια επιρροής του ιουδαϊσμού, ότι η Εκκλησία θα παρέμενε απλώς μια ιουδαϊκή αίρεση.
Κατά τον απόστολο Παύλο, κληρονόμοι της επαγγελίας του Θεού δεν λογίζονται με εθνικά κριτήρια, εξωτερικά, σαρκικά, όπως η περιτομή, αλλ' όσοι πιστεύουν στον Θεό· «οὐ γάρ πάντες οἱ ἐξ Ἰσραήλ οὗτοι Ἰσραήλ» (Ρωμ 9, 6). Έτσι, «τέκνα Ἀβραάμ» (Γαλ 3,7), «σπέρμα Ἀβραάμ» (Γαλ 3, 29), «ἅγιοι» (Α´ Κορ 6, 2· 16,1 κλπ), «ἐκλεκτοί» (Ρωμ 8, 33), «κλητοί» (Ρωμ 9, 6), «Ἰσραήλ τοῦ Θεοῦ» (Γαλ 6,12), δεν είναι πια οι Εβραίοι, αλλ' η Εκκλησία του Θεού, δυνάμει με άλλα λόγια σύμπασα η οικουμένη· είναι η ευχαριστιακή σύναξη, η κάθε ευχαριστιακή σύναξη, όπου όλοι αναπαύονται, όπου όλοι είναι ίσοι ενώπιον του Θεού. Δεν πρέπει εξ άλλου να λησμονούμε πως ο απόστολος πίστευε ότι οι χριστιανοί δεν είναι μέσα στην Εκκλησία, δεν αποτελούν δηλαδή αριθμητικά μέλη μιας οργάνωσης, οι ίδιοι είναι η Εκκλησία, οι ίδιοι είναι ο λαός του Θεού. Γι' αυτό και τόσο παραστατικά ονομάζει την Εκκλησία «σῶμα Χριστοῦ»: «ὑμεῖς ἐστέ σῶμα Χριστοῦ καί μέλη ἐκ μέρους» (Α´ Κορ 12,27). Θέλοντας μ' αυτόν τον τρόπο να τονίσει ότι στην Εκκλησία υπάρχει ποικιλία χαρισμάτων, ποικιλία διακονημάτων και λειτουργημάτων, που όλα είναι αναγκαία για την προκοπή του συνόλου, του σώματος δηλαδή της Εκκλησίας.
Αυτήν ακριβώς την παρακαταθήκη του μεγάλου διδασκάλου της οικουμένης εδογμάτησε η Ορθοδοξία και αυτήν καλείται σήμερα να διατηρήσει αλώβητη η Εκκλησία. Μ' αυτή τη δυναμική και όχι στατική αντίληψη οφείλει να κατανοήσει την παράδοση, αλλά και την ύπαρξή της. Όχι ως έναν οργανισμό παγκόσμιας (και εθνικής) ακτινοβολίας και ισχύος, αλλ' ως ευχαριστιακή κοινωνία, ως ταπεινή αναλαμπή και πρόγευση της Βασιλείας του Θεού, που καλύπτει ισότιμα όλα της τα μέλη και αγκαλιάζει σπλαχνικά ολόκληρη την οικουμένη, σύμπασα την κτίση. [ΤΕΤΕΛΕΣΤΑΙ. ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΕΠΕΤΕΥΧΘΗ. Η ΔΙΑΣΤΡΟΦΗ ΕΙΝΑΙ ΠΛΗΡΗΣ]
Σημειώσεις
1. Β. Στογιάννου, «Ἡ ἐλευθερία ὡς ἀπολύτρωσις καί ὡς νέα ζωή κατά τον ἀπόστολον Παῦλον», Ερμηνευτικά μελετήματα, 1988, 66-78, σελ. 67.
2. Πρβλ. το ίδιο· και Β. Στογιάννου, Ἐλευθερία. Ἡ περί ἐλευθερίας διδασκαλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου καί τῶν πνευματικῶν ρευμάτων τῆς ἐποχῆς του, 1970.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου