Τρίτη 16 Αυγούστου 2022

Περί θείας ενώσεως και διακρίσεως - Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς



"μόνον οι αγγίσαντες το υπερφυές και θειότατο φως δύνανται να μετέχουν ειλικρινώς της θεοποιού χάριτος και δι’ αυτής να ενωθούν με τον Θεόν.
 Όλα δε τα άλλα είναι αποτελέσματα της δημιουργικής ενεργείας, διά της χάριτος μεν παρηγμένα εκ μη όντων, δηλαδή διά δωρεάς, μη φωτισμένα δε διά της χάριτος, η οποία είναι επώνυμο της λαμπρότητας του Θεού.
και δίδαξε ότι οι ενέργειες αυτές δεν είναι ούτε θεία ουσία (διότι αυτή είναι μία και όχι εκ τίνος) ούτε θείες υποστάσεις 
 «αυτές τις διακρίσεις, τις κοινές και ενωμένες τής συνόλου θεότητος, δηλαδή τις αγαθοπρεπείς προόδους, θα προσπαθήσουμε εμείς κατά το δυνατόν να υμνήσουμε διά των θείων ονομάτων τα οποία εκφράζουν αυτές στα θεία κείμενα».

32.  Είναι λοιπόν πασιφανέστατο ότι το βιβλίο Περί των θείων ονομάτων αφιερώνεται στην εξύμνηση των προόδων και ενεργειών του Θεού. "

 24.  Αφού τώρα προτάξαμε σύντομο έκθεση περί της θείας ενώσεως, όπως διδαχθήκαμε από τους μυσταγωγούς της ευσεβείας, ας διασαφήσουμε κατά δύναμιν και τα περί της θείας διακρίσεως. Θα παρατηρήσει κανείς ότι και η θεία διάκριση είναι τριττή, αν επιστήσει την προσοχή του στην θεόπνευστο θεολογία. Πράγματι το υπερούσιο όνομα και πράγμα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος είναι διακεκριμένα, δεν δύναται δε να υπεισέλθει σε αυτά καμμία αντιστροφή ή γενικώς κοινότης, αλλά η ιδιότης εκάστης υποστάσεως φυλάσσεται ακίνητος, όχι μόνον κατά το ότι στην μεταξύ των μονήν και περιχώρησιν διατηρούνται αμιγείς και ασύγχυτες προς αλλήλες, αλλά και κατά το αίτιο και το αιτιατό˙ διότι μόνη αρχή και πηγή και ρίζα του Υιού και του Πνεύματος είναι ο Πατήρ.

25.  Αυτά τα πράγματα λοιπόν, αν και λέγονται από εμάς, πάντως είναι υπεράγνωστα και υπεράρρητα, τόσον τα της ουσιώδους ενώσεως και τα της υποστατικής διακρίσεως, όσον και τα της εντελώς αμιγούς και ασυγχύτου συμφυΐας. Είναι δε τοιαύτα, επειδή είναι και τελείως αμέθεκτα. Διά τούτο και δεν είναι δυνατόν ούτε υπόδειγμά τους να ευρεθεί στην κτίση. Πράγματι περί μεν της ουσίας τί πρέπει να πούμε, αφού δεν είναι δυνατόν ούτε να την περιγράψουμε ούτε καθόλου να την θεωρήσωμε; Από εδώ δε καθίσταται δυνατόν να αντιληφθούμε το τελείως ακατάληπτο της αλληλουχίας και διακρίσεως των υποστάσεων. Πατήρ και υιός υπάρχουν και μεταξύ ημών, διαθέτοντες μεν μία ουσία, αλλά χωρίς να είναι αχώριστοι απ’ αλλήλων ούτε να ευρίσκονται εν αλλήλοις. Θα παραλληλίσει όμως κανείς τα καθ’ ημάς με ήλιο και ακτίνα και φώς ή με νουν και λόγον και πνεύμα; Αλλ' έκαστον των πραγμάτων τούτων είναι αχώριστο από τα άλλα, δεν διαιρείται δε από τον γεννώντα τα παρ' αυτού προϊόντα διά των υποστάσεων.

26.  Το ίδιο πράγμα ακριβώς διατυπώνοντας και ο επώνυμος της θεολογίας Γρηγόριος λέγει, «ενεθυμήθην ήλιο και ακτίνα και φώς˙ αλλά φοβούμαι μη τυχόν τον μεν Πατέρα θεωρήσουμε φορέα της ουσίας, τα δε άλλα δεν τα θεωρήσουμε υποστάσεις, αλλά τα καταστήσουμε δυνάμεις του Θεού ενυπάρχουσες σε αυτόν χωρίς προσωπική υπόσταση». Δια τούτο και ο μέγας Διονύσιος, αφού πραγματεύτηκε περί τούτων, έπειτα επισφραγίζοντας τον λόγον λέγει, «αυτές λοιπόν είναι οι κατά την άρρητον ένωσιν ενώσεις και διακρίσεις»˙ διότι δεν είναι δυνατόν να ονομάσει κανείς αυτές από τα κτίσματα. Δια τούτο το θείον είναι υπεράνω αριθμού περισσότερο από την μονάδα, διότι δεν συναριθμείται με το πλήθος˙ και υπεράνω της μονάδος περισσότερο από τον αριθμόν, καθ' όσον ούτε διά της διαιρέσεως δεν προσλαμβάνει τίποτε άλλο από τα εκτός˙ μάλλον δε είναι και εν, υπεράνω του εις τα όντα ενός, διότι είναι μονώτατον και κυρίως εν ως υπερηνωμένον, και αριθμείται διαιρούμενο υπέρ πάντα τα ενικώς διηρημένα, μόνον υπέρ πάντα νουν και λόγον επιβεβαιώνοντας πάντοτε τόσον την των ηνωμένων διάκρισιν όσον και την των διακεκριμένων ένωσιν.[ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΜΕ ΤΙΣ ΦΛΥΑΡΙΕΣ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΟΤΙ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ ΒΡΙΣΚΟΥΜΕ ΤΟ ΕΝΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΟΛΛΑ]

27.  Πράγματι ο μέγας Διονύσιος, αφού είπε, «αυτές μεν οι κατά την άρρητον ένωσιν καί ύπαρξιν ενώσεις και διακρίσεις», προσθέτει τα έξης- «εάν δε η αγαθοπρεπής πρόοδος είναι και θεία διάκρισις, καθώς η θεία ένωσις από αγαθότητα πληθύνει και πολλαπλασιάζει ηνωμένως εαυτήν, οι άσχετες μεταδόσεις είναι ενωμένες κατά την θείαν διάκρισιν». Επομένως η κατά ταύτα διάκριση είναι διαφορετική από αμφότερες τις προηγούμενες˙ διότι εκτός από τις υπεραρρήτους εκείνες διακρίσεις υπάρχει θεία διάκριση επίσης κατά τις προόδους ταύτες και φανερώσεις και ενέργειες του Θεού, κατά τις οποίες είναι μεθεκτός σε όλα τα όντα. Δια τούτο κατ’ αυτές και νοείται και ονομάζεται εκ των μετεχόντων. Περί της διακρίσεως πάλιν ταύτης ο μέγας Διονύσιος μετά την παράθεση ρήσεων του θεοφάντορος Ιεροθέου λέγει, «αρκετές είναι αυτές οι ρήσεις, ας προχωρήσουμε δε προς τον σκοπό της πραγματείας, αναπτύσσοντες κατά το εφικτό τα κοινά και ηνωμένα ονόματα της θείας διακρίσεως». Πώς κοινά και ηνωμένα; Κατά το ότι είναι κοινά των τριών προσώπων˙ διότι ταύτα έχει ενιαίως ο Πατήρ και ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα. Αλλά είναι και από αυτά φανερό ότι όλος ο σκοπός των λόγων του και όλη η πρόθεσις της “Περί θείων ονομάτων” πραγματείας δεν είναι περί της θείας ουσίας και της κατ' αυτήν ενώσεως ούτε περί της υποστακτικής διακρίσεως, αλλά περί της θείας διακρίσεως κατά τις κοινές προόδους και φανερώσεις. Και τούτο είναι ακόμη περισσότερο φανερό από την συνέχεια. Διότι προσθέτει «και για να ορίσουμε σαφώς όλα τα επόμενα, διάκρισιν θείαν καλούμε τις αγαθοπρεπείς προόδους της θεαρχίας. Διότι αυτή, δωρίζουσα σε όλα τα όντα με περίσσεια τις μετουσίες όλων των αγαθών, ηνωμένως μεν διακρίνεται, πληθύνεται δε ενικώς και πολλαπλασιάζεται από το εν ανεκφοιτήτως».  Δεν λέγει τα κτίσματα προόδους και φανερώσεις, όπως εξέλαβαν ασύνετα ο Βαρλαάμ και ο Ακίνδυνος, αλλά τις θείες ενέργειες, των όποιων αποτέλεσμα είναι τα κτίσματα.

28.  Τί σημαίνει το ηνωμένως διακρίνεσθαι διασαφήσαμε λίγο παραπάνω. Πώς δε η θεαρχία πληθύνεται ενικώς και πολλαπλασιάζεται από το εν ανεκφοιτήτως, διασαφεί ο μέγας Διονύσιος γράφοντας στη συνέχεια˙ «λέγεται ότι πολλαπλασιάζεται το έν εκείνο όν διά της εξ αυτού παραγωγής των πολλών όντων». Πολλά δε όντα λέγει τώρα τις ουσίες των κτισμάτων, τις οποίες παρήγαγε ο Θεός εκ του μη όντος πολλές και διαφόρους, ενώ αυτός κρατεί το εν ανεκφοιτήτως, δηλαδή κατ' ουσίαν. Άραγε λέγεται ότι το θείον πολλαπλασιάζεται, καθώς προστίθενται σε αυτόν τα κτίσματα; Κάθε άλλο˙ διότι πώς είναι δυνατόν να συναριθμηθούν τα κτιστά με το άκτιστον; Διά τούτο ο πολύς εις τα θεία Μάξιμος, καθιστώντας εκδηλότερο τον πολλαπλασιασμό τούτο, λέγει˙ «λέγεται ότι πληθύνεται ο Θεός με το καθ' έκαστον βούλημα προς παραγωγή των όντων πολλαπλασιαζόμενος κατά προνοητικές προόδους, ότι μένει δε αμερίστως έν, καθώς ο ήλιος ο όποιος εκπέμπει πολλές ακτίνες και μένει στην ενότητα». Εκ τούτου και ο μέγας Διονύσιος δεν είπε ότι πολλαπλασιάζεται το θείον με την προσθήκη των πολλών όντων, αλλά με την παραγωγή, έτσι καλέσας από τα παραχθέντα την προνοητική πρόοδον και την θεία βούλησιν. Από αυτά, καθώς είναι πολλά και διάφορα, δεικνύεται και το διακεκριμένο και διάφορο των θείων προόδων και δυνάμεων, τις οποίες ο μέγας ανέφερε ανωτέρω σε πληθυντικό αριθμό, καλέσας αυτές μετοχές και παραδείγματα των όντων προϋφιστάμενα εις τον Θεόν, λόγους ουσιοποιούς και θεία θελήματα καθοριστικά και ποιητικά των όντων, επίσης δε άσχετες και αμειώτες μεταδόσεις, και θεοπρεπείς δωρεές και προόδους. Προσέτι καθιστώντας σαφέστερο το διακεκριμένο τούτων και την διαφορά μεταξύ τους απένειμε σε εκάστη ιδιαιτέρα ονομασία, λέγοντας, «οι ουσιώσεις, οι ζωώσεις, οι σοφοποιήσεις», διά των οποίων καθώς και δι’ άλλων όχι ολίγων έδειξε συγχρόνως ότι αυτές είναι άκτιστες και διάφορες της θείας ουσίας. Έδειξε ότι είναι άκτιστες μεν, επειδή προϋφίστανται των όντων, και είναι υπέρ τα όντα και ποιητικές των όντων˙ μη ουσία δε, διότι είναι πρόοδοι και διότι είναι πολλές, ενώ εκείνη είναι μία, και διότι διαφέρουν προς αλλήλες˙ διότι δεν είναι δυνατόν τα διαφέροντα προς άλληλα να είναι μη διάφορα προς εν άλλο.

ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΡΟΥΦΙΣΤΑΝΤΑΙ ΟΙ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΝ ΟΙ ΣΗΜΕΡΙΝΟΙ ΘΕΟΛΟΓΟΥΝΤΕΣ ΤΥΠΟΥ ΞΙΩΝΗ ΚΑΙ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ ΓΙΑ ΝΑ ΚΗΡΥΞΟΥΝ ΤΗΝ ΕΝΣΑΡΚΩΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΕ ΠΡΟΥΠΑΡΧΟΥΣΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ. ΚΑΘΟΤΙ ΕΧΟΥΜΕ ΗΔΗ ΑΠΟΔΕΧΘΕΙ ΤΗΝ ΤΑΥΤΙΣΗ ΤΩΝ ΑΚΤΙΣΤΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ ΜΕ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ. Ο ΚΥΡΙΟΣ ΑΝΕΛΗΦΘΗ. ΕΦΥΓΕ.

5.  Ας επαναλάβουμε λοιπόν και εμείς τις πρότερες θεολογικές διατυπώσεις τού μεγάλου θεολόγου, ας διευκρινίσουμε καθεμιά κατά δύναμιν και ας δώσουμε αληθινή πίστη στα δεικνυόμενα από αυτές. «Πράγματι σε όλη την θεολογία συμπλέκεται το ρητό με το άρρητο», για να εκφρασθούμε κατά τον ίδιον, «και το μεν ένα μέρος της ως μυστικό και τελετουργικό δρα και ενιδρύει στον Θεό με τις αδίδακτες μυσταγωγίες, το δε άλλο ως φιλόσοφο και αποδεικτικό πείθει και χρειάζεται την αλήθεια των λόγων», την οποία πρέπει να εμφανίσουμε εμείς τώρα κατά την δύναμίν μας με βάση τους λόγους τούτους τού μεγάλου ανδρός σαν αναπόδεικτες και αυτόπιστες αρχές. Διότι αυτός είναι περισσότερο από κάθε άλλον αξιόπιστος μυσταγωγός σε αυτά τα ζητήματα, και από αυτόν σχεδόν πρώτον, καθώς και τον συμφώνως προς αυτόν διδάξαντα Ιερόθεον, έχει μυηθεί τα στοιχεία τής θεολογίας η Εκκλησία, ώστε μερικά από αυτά να έχουν επιγραφεί και Στοιχειώδεις Θεολογίες. «Μετά την διαπραγμάτευση λοιπόν και ανάπτυξη κάθε πλευράς τής ενωτικής και τής διακριτικής θεολογίας», λέγει ο μέγας Διονύσιος, «έτσι σπεύδουμε εμείς να ενώσουμε και να διακρίνουμε τα θεία με τον λόγον», τα θεία μόνο, όχι τα θεία και τα κτίσματα. Πώς δε έτσι; «Όπως αυτά», λέγει, «τα θεία και ενώνονται και διακρίνονται», όχι τα κτίσματα και ο Θεός. Επομένως όλες οι διακρίσεις είναι αντίστοιχες με τις ενώσεις του Θεού και παραμένουν άκτιστες, εφ’ όσον οι ενώσεις είναι άκτιστες. Και κανείς φρόνιμος άνθρωπος δεν θα έλεγε κάποια από τις διακρίσεις αυτές κτιστή, πειθόμενος στον Βαρλαάμ και τον Ακίνδυνο, για να μην υποβιβάσει σε κτίσμα και την αντίστοιχό της ένωσιν, μάλλον δε για να μην κηρύξει κτιστές όλες με την μία, και τις ενώσεις και τις διακρίσεις˙ διότι είναι ομοταγείς και για αυτές λέγεται συμπεριληπτικώς ότι είναι θείες, καθ' όσον ως προς το θείο δεν έχουν καμία διαφορά μεταξύ των.

Ο δε μέγας Διονύσιος αφαιρώντας και αυτήν την απροφάσιστο πρόφασίν του προσθέτει: «όσες λοιπόν θεοπρεπείς αιτίες, δηλαδή τρόπους, τούτων των ενώσεων και διακρίσεων βρήκαμε στα ιερά λόγια, εκθέσαμε σε ιδιαίτερα για την καθεμιά κεφάλαια». Επομένως επί του Θεού υπάρχουν διαφορετικές ενώσεις και διακρίσεις˙ όλες όμως είναι ομού θεοπρεπείς, δηλαδή παραπλησίως άκτιστες. Και στο προ αυτού χωρίο ο μέγας ονομάζει θεία διάκριση «την αγαθοπρεπή πρόοδο, καθ’ όσον η θεία ένωσις λόγω αγαθότητος πληθύνεται και πολλαπλασιάζεται υπερηνωμένως». Έπειτα δε και την γενική (καθόλου) λεγομένη αυτή πρόοδο διακρίνει σε πολλές προόδους, λέγοντας ότι αυτές είναι οι «ουσιώσεις», οι «ζωώσεις», οι «σοφοποιήσεις».
8. Πράγματι τί αντιλαμβανόμεθα εκ των κτισμάτων; Ότι δημιουργός τούτων ο Θεός. Εάν δε είναι δημιουργός τοιούτων (πραγμάτων), είναι επίσης αγαθός και σοφός και δυνατός. Ως προς αυτά λοιπόν γνωρίζουμε τον Θεό από τα κτίσματα του και όχι ως προς την ουσία, καθώς και ο Παύλος εδίδαξε εμάς, λέγοντας ότι «τα αόρατα του Θεού από της κτίσεως του κόσμου καθορώνται νοούμενα δια των ποιημάτων, τόσον η αΐδιος δύναμις αυτού όσον και η θειότης». Άραγε η ουσία του Θεού καθοράται νοούμενη διά των ποιημάτων; Όχι βεβαίως˙ διότι τούτο αποτελεί δείγμα τής παραφροσύνης του Βαρλαάμ και του Ακίνδυνου και πριν από αυτούς τής παραφοράς του Ευνομίου˙ πράγματι και αυτός πριν από αυτούς και σύμφωνα με αυτούς γράφει ότι εκ των ποιημάτων δεν νοείται τίποτε άλλο παρά η ίδια η ουσία του Θεού. Ο θείος απόστολος όμως παν άλλο παρά αυτά διδάσκει. Πράγματι προδιδάξας ότι «το γνωστόν του Θεού είναι φανερόν» και δείχνοντας ότι υπάρχει και κάτι άλλο επάνω από το γνωστόν τούτο του Θεού, το όποιον αυτός εφανέρωσε σε όλους τους έχοντας νουν, έπειτα προσέθεσε: «τα αόρατα αυτού (του Θεού) από της κτίσεως του κόσμου καθορώνται νοούμενα δια των ποιημάτων». Τί δε είναι το γνωστόν του Θεού, θα το μάθεις κατά τον εξής τρόπον.  Ερμηνεύοντες τούτο οι θεοφόροι πατέρες λέγουν˙ του θεού μέρος μεν είναι άγνωστον, δηλαδή η ουσία αυτού, μέρος δε γνωστόν, δηλαδή όλα τα γύρω από την ουσία, δηλαδή η αγαθότης, η σοφία, η δύναμις, η θειότης ή μεγαλειότης, τα οποία ο Παύλος χαρακτηρίζει και ως αόρατα, νοούμενα διά των ποιημάτων. Τα δε γύρω από την ουσία του Θεού ταύτα νοούμενα από των κτισμάτων, πώς θα ήσαν και αυτά πάλι κτίσματα;

9.  Έτσι λοιπόν ένας άκτιστος θεός υπάρχει εν μίαν ακτιστον θεότητα, διότι δεν είναι άκτιστος μόνον κατά την από πάσης πλευράς εντελώς ακατάληπτη ουσία, αλλά και κατά τα γύρω από την ουσία, τα οποία κατά τον θείο Παύλο νοούνται από τα κτίσματα. Ο Βαρλαάμ δε και ο Ακίνδυνος αποκαλούν κτιστά αυτά τα αόρατα, τα γύρω από την ουσία του Θεού, την αγαθότητα, την σοφία, την δύναμιν, την θειότητα ή μεγαλειότητα, και τα παραπλήσια με αυτά, επειδή είναι γύρω από την ουσία του Θεού, αλλά δεν είναι ουσία.
11. O Βαρλαάμ λοιπόν και o Ακίνδυνος, βλέποντες τα αποτελέσματα τών θείων ενεργειών υπό κατάσταση άκρας παραφροσύνης, αμβλυωπούν προς αυτές τις ενέργειες. Ο δε μέγας Διονύσιος εξυμνήσας αυτές σε δώδεκα βιβλία -διότι δεν υμνεί κενό ήχο ονομάτων αλλά τα υπ’ αυτών σημαινόμενα- λέγει και εδώ αφού διευκρινίσει την κατά τις υποστάσεις τού Θεού διάκρισιν «επειδή θεία διάκρισις είναι και η αγαθοπρεπής πρόοδος, οι ακατάσχετες (άσχετες) μεταδόσεις είναι ηνωμένες κατά την θείαν διάκρισιν». Μεταδόσεις δε εκάλεσε εδώ όλες μαζί τις προόδους και ενέργειες του Θεού. Προσέθεσε δε ότι αυτές είναι ακατάσχετες, για να μη νομίσει κανείς ότι είναι τα αποτελέσματα, όπως επί παραδείγματι η μερική ουσία εκάστου όντος ή η αισθητή ζωή στους ζώντες οργανισμούς ή ο λόγος και νους ο ευρισκόμενος μέσα στα λογικά και νοερά. Πώς θα ήταν δυνατόν να είναι αυτά στον Θεό και ακατάσχετα, αφού είναι κτιστά; Πώς δε οι ακατάσχετοι πρόοδοι και μεταδόσεις του Θεού θα ήσαν κτίσματα, αφού η ακατάσχετος μετάδοσις βρίσκεται φυσικώς μέσα στον μεταδίδοντα, ακριβώς όπως βλέπουμε επί του φωτός; Βαθμιαία δε ο μέγας (Διονύσιος) απαριθμεί λεπτομερώς τις μεταδόσεις αυτές. Πράγματι, αφού είπε «οι ακατάσχετες μεταδόσεις», λέγει στη συνέχεια «οι ουσιώσεις, οι ζωώσεις, οι σοφοποιήσεις, οι άλλες δωρεές τής αγαθότητος αίτιας των πάντων, κατά τις οποίες ξεκινώντας από τις μετοχές (άκτιστες θείες ενέργειες) και τους μετέχοντες (κτίσματα) υμνούνται τα αμεθέκτως μετεχόμενα». Ποια είναι αυτά; Ο Πατήρ και ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα.

12.  Υμνούνται λοιπόν αυτά υπό των θεολόγων εκ των μετεχόντων, δηλαδή εξ εκείνων τα όποια έχουν την ύπαρξιν εκ μετοχής, δηλαδή των κτιστών˙ άλλα και εκ των μετοχών, δηλαδή τών μεταδόσεων, οι οποίες δεν έχουν διά μετοχής την ύπαρξη, διότι τότε δεν θα ήσαν μετοχές αλλά μετέχοντα. Εάν δε δεν έχουν την ύπαρξη διά μετοχής, δεν είναι ούτε κτιστές˙ εφ’ όσον δε δεν είναι κτιστές, δεν είναι ούτε εκτός του Θεού, αλλά είναι εξ αυτού και εις αυτόν, όπως στην συνέχεια δεικνύει ο μέγας Διονύσιος. Επομένως το θείο δεν είναι άκτιστο μόνον κατά την ουσία και κατά την διάκριση των τριών υποστάσεων, αλλά και κατά την διάκριση των προόδων τούτων και ενεργειών, οι οποίες είναι μέτοχοι (μετοχές) των όντων, αλλά δεν έχουν την ύπαρξη διά μετοχής˙ διότι εάν η μετοχή έχει την ύπαρξη διά μετοχής, και αυτή πάλι θα έχει τούτο δι’ άλλης μετοχής, και αυτή πάλι θα έχει τούτο δι’ άλλης μετοχής, και αυτή πάλι δι’ άλλης και τούτο επ’ άπειρον.

13.  Επιπλέον το μετεχόμενο αναγκαίως προϋπάρχει των μετεχόντων. Οι δε μετοχές μετέχονται από όλα τα κτίσματα˙ επομένως προϋπάρχουν όλων των κτισμάτων δηλαδή είναι άκτιστες. Και όμως κανένα κτίσμα δεν είναι υπέρ τα όντα. Τις μετοχές δε αυτές και αρχές και θείες δωρεές, αν και τις ονομάζει όντα ο μέγας Διονύσιος, όμως σε πολλά σημεία (των συγγραμμάτων του) λέγει ότι είναι υπέρ τα όντα. Αλλά και παραδείγματα των όντων είναι αυτές προϋπάρχοντας στον Θεό καθ’ υπερούσιον ένωσιν. Πώς λοιπόν θα ήταν δυνατόν να είναι αυτές κτίσματα; Στην συνέχεια δε διδάσκων και τί είναι αυτά τα παραδείγματα επιλέγει˙ «παραδείγματα δε λέγομε ότι είναι οι στον Θεό (εν Θεώ) ουσιοποιοί και ενιαίως προϋπάρχοντες λόγοι των όντων, τους οποίους η θεολογία καλεί προορισμούς, καθώς επίσης και θεία και αγαθά θελήματα καθοριστικά και ποιητικά των όντων, σύμφωνα με τους οποίους ο υπερούσιος δημιουργός προώρισε και παρήγαγε όλα τα όντα». Πώς λοιπόν οι προορισμοί και τα θεία θελήματα, τα ποιητικά των όντων, είναι δυνατόν να είναι κτιστά; Και πώς δεν φανερώνονται ότι καταβιβάζουν την πρόνοια του Θεού σε κτίσμα όσοι θεωρούν κτιστές τις προόδους και ενέργειας αυτές; Διότι η ουσιοποιός και ζωοποιός και σοφοποιός, και απλώς η ποιητική και συνεκτική των κτιστώς όντων ενέργεια είναι αυτά ακριβώς τα θεία θελήματα και οι θείες δωρεές της αγαθότητος, αιτίας των πάντων, οι ουσιώσεις, οι ζωώσεις, οι σοφοποιήσεις.

14. Ας μαρτυρήσει δε με εμάς ο θείος Μάξιμος, ο οποίος γράφει στα Σχόλια ότι η ποιητική πρόνοια των όντων είναι οι πρόοδοι αυτές του Θεού˙ «είναι δε κοινές της τρισυποστάτου διακεκριμένης ενάδος οι δημιουργικές πρόνοιες και αγαθότητες», δηλαδή οι ουσιώσεις, οι ζωώσεις, οι σοφοποιήσεις. Με το να βεβαιώσει ότι αυτές είναι πολλές και διακεκριμένες έδειξε ότι αυτές δεν είναι η ουσία του Θεού διότι αυτή είναι μία και εντελώς αδιαίρετος. Επειδή δε επιβεβαίωσε και ότι είναι κοινές τής τρισυποστάτου διακεκριμένης ενάδος, παρέστησε σε εμάς ότι δεν είναι ούτε ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα˙ διότι κανένα από αυτά δεν είναι κοινή ενέργεια των τριών. Με το ότι δε δεν ονόμασε αυτές μόνον πρόνοιες και αγαθότητες, αλλά και δημιουργικές, έδειξε ότι είναι άκτιστες. Αλλιώς, το δημιουργικό θα είναι δημιουργημένο, επομένως θα είναι δημιουργημένο από άλλο δημιουργικό και εκείνο πάλι από άλλοκαι τούτο προχωρούν στο έσχατο σημείο ουτοπίας δεν θα σταματήσει να βαδίζει προς το άπειρον.[Εδώ βρίσκεται φωτισμένη η νέα αίρεση τού spiritus creator]

32.  Είναι λοιπόν πασιφανέστατο ότι το βιβλίο Περί των θείων ονομάτων αφιερώνεται στην εξύμνηση των προόδων και ενεργειών του Θεού. Έτσι λοιπόν είναι άκτιστες δεν είναι δέ εκτός του Θεού˙ διότι εις τούτον και ο θείος υμνολόγος ισχυρίζεται ότι αναθέτει τους ύμνους εξυμνόντας τις προόδους. Πώς άλλωστε θα ήταν δυνατό να αφήσει τόσο υψηλές φωνές περί κτισμάτων ο εξοχότατος των θείων υμνωδών; Αλλά ο μαθητής του Βαρλαάμ Ακίνδυνος λέγει ότι εδώ ο θεολόγος δεν υμνεί τα κτίσματα αλλά τα εκ των κτισμάτων ονόματα της θείας ουσίας. Και όμως δεν λέγει τούτο ο θεηγόρος, αλλά, «θα προσπαθήσουμε να υμνήσουμε τις κοινές της όλης θεότητος διακρίσεις και προόδους διά των θείων ονομάτων τα οποία τις εκφράζουν». Τί άλλο εννοεί αυτός ο οποίος λέγει ότι «κατά τον αριθμόν των ονομάτων υφίστανται και οι συμφυείς αξίες του Θεού»; 

Αλλά βεβαίως καλέσας ο μέγας εδώ και θεωνυμίας τα ονόματα τούτων των προόδων υπέδειξε ότι οι πρόοδοι αυτές είναι ο Θεός, αν και όχι κατ' ουσίαν. Άλλωστε και όταν λέγουμε ότι ο Θεός νοείται και ονομάζεται εκ των κτισμάτων, ισχυριζόμεθα ότι αυτός νοείται και ονομάζεται κατά τις προόδους και ενέργειες αυτές, αλλά όχι κατά την ουσία˙ διότι αυτή είναι εντελώς υπερώνυμος και υπερεικόνιστος, και δεν είναι δυνατό ούτε να την εννοήσουμε ούτε να την εκφράσουμε ούτε καθ’ οιονδήποτε τρόπον να την θεωρήσουμε, όπως λέγει ο ίδιος θεολόγος, λόγω του ότι είναι υπερβατική έναντι όλων και υπεράγνωστος, υπεριδρυμένη όλων κατά ασύλληπτον δύναμιν, ακόμη και των υπερουρανίων νόων. Ας εντρέπονται λοιπόν οι θεωρούντες κτιστές τις προόδους αυτές, ως υποβιβάζοντες σε κτίσμα τον Θεόν.

33.  Εάν δε απορεί κανείς, αφού ο θεοφάντωρ αυτός τόσο ζήλον έδειξε στην αρχή να διδάξει περί της διακρίσεως τούτης, για ποιον λόγον οι μετ' αυτόν θεολόγοι δεν κάμνουν πολύν λόγον περί αυτής, είναι εύκολο να δείξουμε ότι και εκείνοι σε πολλά σημεία των έργων τους θεολογούν σε συμφωνία με τούτον, υποδείξαμε δε ιδιαιτέρως διά των πολλών συγγραμμάτων ημών κατά του Βαρλαάμ και των οπαδών του ότι είναι μανιακοί εναντίον της θείας ταύτης διακρίσεως.Θα μπορούσε δε να δει κανείς ότι κατά τον ίδιο τρόπο θεολογούν όχι μόνον οι μετά απ’ αυτόν αλλά και οι προ αυτού και γενικώς όλων των αιώνων οι ένθεοι θεολόγοι. Πράγματι ο μέγας Παύλος είπε ότι ο «Θεός συμμαρτυρεί εις το ευαγγέλιον» όχι μόνον «με σημεία και τέρατα αλλά και με ποικίλες δυνάμεις και μερισμούς του Αγίου Πνεύματος». Ο Ιωάννης δε ο θεολογικώτατος των ευαγγελιστών στην Αποκάλυψη συναριθμεί τα επτά πνεύματα με τον Πατέρα και τον Υιό, προβάλλων τα επτά ταύτα αντί του ενός Αγίου Πνεύματος, προφανώς ως έμφυτες ενέργειές του, λέγων, «χάρις και ειρήνη σε σάς εκ του Θεού και των επτά πνευμάτων και του Ιησού Χριστού». Αλλά και ως αρνίον εν τω πνεύματι βλέπει τον Χριστόν, «έχοντας κέρατα επτά και οφθαλμούς επτά». Τούτο μάλιστα προεξαγγέλλοντας και προ των Αποστόλων ο Ησαΐας λέγει σαφώς ότι στο άνθος το οποίον θα αναπτυχθεί από την εκ της ρίζας Ιεσσαί ράβδον θα επαναπαυθούν επτά πνεύματα. Εις δε τον Ζαχαρίαν, όταν είδε τους επτά λύχνους και τα επ’ αυτών ισάριθμα ελαιοδοχεία, λέγει ο εξηγητής του περί των τοιούτων οραμάτων άγγελος: «αυτοί είναι οι επτά οφθαλμοί του Κυρίου οι επιβλέποντες σε ολόκληρο την γην», δεικνύοντας ότι τα επτά ταύτα πνεύματα είναι οι φύσει προϋπάρχουσες στον Θεόν προνοητικοί πρόοδοι και ενέργειες, όπως αργότερα εδίδαξε εμάς και ο επώνυμος της θεολογίας Γρηγόριος, λέγοντας, «ότι ο Ησαΐας αγαπά να ονομάζει πνεύματα τις ενέργειες του Πνεύματος», και μετ' αυτόν ο θείος Μάξιμος γράφων ότι ταύτα προσυπάρχουν εις τον Χριστόν φύσει ως Υιόν του Θεού. Που είναι οι προσφέροντες εις ημάς την δυάδα και το πλήθος επί των φυσικών ενεργειών του Θεού; Να εντρέπονται επταπλασίως, διότι παραμένουν αμετανόητοι εις την κακόνοιάν των.

34.  Του ότι όμως οι μετέπειτα θεολογήσαντες δεν διεπραγματεύθησαν ιδιαιτέρως περί της τοιαύτης διακρίσεως αίτιο είναι ότι οι τότε θεομαχούντες λυσσούσαν κατά της υποστατικής διακρίσεως

Δεν υπάρχουν σχόλια: