Συνέχεια από:Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2022
του αιδεσιμώτατου Δρ. Μπράντον Γκάλαχερ
II. Το «παράδειγμα» στο έργο του Φλωρόφσκυ: Αντι-δυτική πολεμική και Χριστιανικός Ελληνισμός (συνέχεια)
Η αντιδυτική πολεμική είναι επίσης προφανής ήδη στα πρώιμα θεολογικά γραπτά του Φλωρόφσκυ. Πιο χαρακτηριστικά, στο Α' Πανορθόδοξο Θεολογικό Συνέδριο στην Αθήνα (29 Νοεμβρίου - 6 Δεκεμβρίου 1936), το οποίο παρακολούθησε και ο Bulgakov, ο Φλωρόφσκυ παρουσίασε δύο εισηγήσεις που προκάλεσαν μεγάλη αίσθηση την εποχή έκείνη82.
Επρόκειτο για περίληψη των δύο αξονικών επιχειρημάτων του από το έργο του για την ιστορία της ρωσικής θεολογίας που σύντομα θα εξέδιδε, Puti Russkogo Bogosloviia [Σταθμοί της ρωσικής θεολογίας] (Παρίσι, 1937)83. Στο ογκώδες αυτό έργο του, ο Φλωρόφσκυ τονίζει τη θεμελιωδώς ελληνική/ελληνιστική ταυτότητα της ανατολικής Ορθοδοξίας και των παραδοσιακών πολιτισμών της και τη διαστρέβλωση της ταυτότητας αυτής από μία εντελώς ξένη παράδοση τής μετά το σχίσμα Δύσης. Μέχρι την έκδοση του τελευταίου κεφαλαίου του έργου αυτού στα γαλλικά το 1949, το οποίο και απηχεί στις βασικές γραμμές του, τις ανακοινώσεις του Φλωρόφσκυ στο Συνέδριο, οι εισηγήσεις αυτές συγκαταλέγονταν μεταξύ των συμβολών του με ευρεία επιρροή, έξω από το ρωσικό χώρο84.
Η πρώτη ανακοίνωση δόθηκε στα γερμανικά και είχε τον τίτλο «Δυτικές επιρροές στη ρωσική θεολογία». Η εισήγηση αυτή τού Φλωρόφσκυ αποτελούσε μία από τις τρεις εισηγήσεις πού ήταν αφιερωμένες στον προσδιορισμό των ξένων (ρωμαιοκαθολικών, προτεσταντικών, φιλοσοφικών) επιρροών στην Ορθόδοξη θεολογία μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Η εισήγησή του ξεκινούσε με μία παράθεση από σκέψεις τού προσφάτως, τότε, κοιμηθέντος ηγέτη της ROCOR, Μητροπολίτου Αντωνίου (Khrapovitskii), τις οποίες ο Φλωρόφσκυ σχολίαζε ευμενώς.
Επρόκειτο για ευθεία ύβρη εναντίον του Bulgakov, ο οποίος παρακολουθούσε το ίδιο συνέδριο, αν θυμηθεί κανείς ότι η ROCOR είχε καταδικάσει τη σοφιολογία του Bulgakov ως αιρετική ακριβώς το προηγούμενο έτος. Επιπλέον, ας θυμηθούμε ότι ο Φλωρόφσκυ είχε υπογράψει την κριτική «αναφορά της μειοψηφίας» για τη θεολογία του Bulgakov μόλις λίγους μήνες νωρίτερα. O Μητροπολίτης Αντώνιος πίστευε, κατά τον Φλωρόφσκυ, ότι ολόκληρη η εξέλιξη της ρωσικής σχολής θεολογίας από τον 17ο αι. και έπειτα δεν ήταν «παρά ένα επικίνδυνο δάνειο από ετερόδοξες δυτικές πηγές» ή όπως σημειώνει ο Μητροπολίτης Αντώνιος «ένα σύστημα αντιγραφής αιρετικών δογμάτων». «Πολλοί», όπως διαβάζουμε, και ο Φλωρόφσκυ ισχυρίζεται ότι υπάρχει «κάποια αλήθεια σε τέτοιους ισχυρισμούς», σχημάτισαν την εντύπωση ότι ή ρωσική θεολογία είχε «εξολοκλήρου αλλοιωθεί από δυτικές επιδράσεις», έτσι ώστε απαιτείτο μία «αναθεώρηση» της θεολογίας, πού θα λάμβανε τη μορφή μίας «ριζικής επιστροφής στις αγνοημένες και ξεχασμένες πηγές της πατερικής Ορθοδοξίας». Η εισήγηση προχωρούσε με μία σύντομη παρουσίαση της «βίαιης ψευδομόρφωσης της Ορθόδοξης σκέψης», όπου οι Ορθόδοξοι, (αρχικά υπό λατινική και κατόπιν υπό γερμανική ή αγγλική αιχμαλωσία), ήταν υποχρεωμένοι «να σκέπτονται με ουσιαστικά ξένες κατηγορίες, να εκφράζονται με ξένες έννοιες», έτσι ώστε εγκαθιδρύθηκε μία δυτική θεολογία και κουλτούρα, χωρίς «ρίζες στη ζωή», οδηγώντας σε μία «διάσπαση της Ορθόδοξης συνείδησης»85. Αυτή τη μορφή πολεμικής εναντίον της Δύσης μπορεί να τη διακρίνει κανείς στο έργο του Σταθμοί, όταν ο Φλωρόφσκυ περιγράφει την περίοδο κατά την οποία η Ουκρανία βρισκόταν κάτω από την λατινική επίδραση του Πέτρου Μογίλα (1596-1646), όπου βρίσκοντας την ’Εκκλησία σε διάλυση, υπό την αιγίδα του τα «πάντα κατακλύζονται από ένα ξένο, λατινικό πνεύμα... Επρόκειτο για μία οξεία ρωμαιοποίηση της Ορθοδοξίας, μία λατινική ψευδομόρφωσή της. Το λατινικό και το εκλατινισμένο σχολικό σύστημα ήταν κτισμένο σε σαθρό έδαφος• όχι μόνο το τελετουργικο και η γλώσσα, αλλά και η θεολογία, κοσμοθεωρία και θρησκευτική φιλοσοφία εκλατινίστηκαν. Η ίδια η ψυχή του λαού εκλατινίστηκε»86. Η ίδια η Ορθοδοξία, όμως, παρέμεινε αναλλοίωτη, καθώς η ξένη συσσώρευση δεν κατέστρεψε την «αυθεντικότητα της πίστης». Αυτό πού απαιτείται είναι η «επιστροφή στις ιστορικές πηγές της ανατολικής Ορθοδοξίας», μακριά από το «μονοπάτι του σχολαστικισμού», των «ξένων πηγών». Αλλά, μία τέτοια επιστροφή στις πηγές της Ορθοδοξίας, πρέπει να συνιστά τόσο κριτική όσο και «πνευματική επιστροφή στις πατερικές πηγές και τα πατερικά θεμέλια»87.
Η δεύτερη εισήγηση του Φλωρόφσκυ στο Συνέδριο αυτό έγινε στην αγγλική γλώσσα, («Patristics and Modern Theology»), και καλούσε τους συγχρόνους Ορθόδοξους θεολόγους να επιστρέψουν στη δική τους ανατολική παράδοση των Πατέρων και της Θείας Λειτουργίας. Παρ’ όλα αυτά, δεν πρόκειται για μία επιστροφή στο νεκρό γράμμα των κειμένων τους, αλλά για μία επιστροφή που συνιστά αναζωπύρωση της «δημιουργικής φλόγας των Πατέρων, προκειμένου να αποκαταστήσουμε μέσα μας το πατερικό πνεύμα» για να υπάρξει έτσι μία «συνέχεια στις ζωές και τον νου»88. Επιπλέον, κάνοντας μία ειδική έκκληση στους κυρίως Έλληνες ακροατές του89, ισχυρίστηκε ότι οι Πατέρες σφυρηλάτησαν έναν “εξαγιασμένο” “νέο, χριστιανικό Ελληνισμό”, ώστε οι συμβολισμοί και οι διατυπώσεις τους ήταν «πέρα για πέρα ελληνιστικές ή ελληνικές». Ο Ελληνισμός, συμπεραίνει ο Φλωρόφσκυ σε μία από τις πιο διάσημες εκφράσεις στη σύγχρονη Ορθόδοξη θεολογία, αποτελεί «διαρκή κατηγορία της χριστιανικής ύπαρξης». Κάθε θεολόγος πρέπει να περάσει μέσα από ένα «πνευματικό εξελληνισμό [...] ας είμαστε περισσότερο Έλληνες για να είμαστε αληθινά καθολικοί, για να είμαστε αληθινά Ορθόδοξοι»90.
Αυτός ο εξελληνισμός της αποκάλυψης στους Πατέρες ή, σε μία μεταγενέστερη φράση του, ο «Ελληνισμός υπό το σημείο του σταυρού»91, είναι μέρος της προνοητικής ενέργειας τού Θεού στην αποστολή του προς τα Έθνη92. Η Παλαιά Διαθήκη εκπληρώθηκε, όμως ο Ισραήλ δεν δέχθηκε τον Μεσσία, γιατί δεν τον αναγνώρισε, αλλά Τον αρνήθηκε και Τον απέρριψε, με αποτέλεσμα η επαγγελία πέρασε στα Έθνη. Η Εκκλησία είναι πάνω από όλα Ecclesia ex gentibus, αλλά, καθώς η γλώσσα στην οποία η αποκάλυψη δόθηκε στην Εκκλησία ήταν η ελληνική, μπορούμε να πούμε ότι τόσο η ελληνική ως γλώσσα «επιλέχθηκε» όσο και ότι οι ίδιοι οι Έλληνες, ως λαός, με την πολιτιστική τους κληρονομιά, επιλέχθηκαν επίσης: «στην εκλογή των Ελλήνων πρέπει να διακρίνουμε τις μυστηριώδεις οδούς του θελήματος του Θεού. Η «κλήση των εθνών» αποτελούσε ευλογία τού Θεού στον Ελληνισμό. Ο Παύλος στάλθηκε στους Έλληνες και έτσι η οδός του ορθοδόξου Ιουδαιοχριστιανισμού αποδείχθηκε ιστορικά αδιέξοδη»93. Ο Φλωρόφσκυ αντιστρέφει συνειδητά την κατηγορία του Harnack94 ότι η πατερική διδασκαλία αποτελούσε έναν «“οξύ εξελληνισμό” του πρώιμου Χριστιανισμού», ισχυριζόμενος ότι «ο Ελληνισμός συνιστά το κοινό υπόβαθρο και την κοινή βάση για ολόκληρο τον χριστιανικό πολιτισμό και την κουλτούρα του», «εγκεντρισμένος απλώς στη χριστιανική μας ύπαρξη». Εάν ο Ελληνισμός είναι συστατικό στοιχείο του Χριστιανισμού τότε, pace Harnack, δεν είμαστε «αρκετά εξελληνισμένοι». Ο Ελληνισμός, ωστόσο, πέρασε από μία διαδικασία «προσηλυτισμού», κατά κάποιο τρόπο βαπτίστηκε και έτσι «μετέβαλλε το σύστημα των άξιών του», «ανατμήθηκε με το ξίφος της χριστιανικής Αποκάλυψης και πολώθηκε με οξύτητα», έτσι ώστε σήμερα βρίσκεται κανείς ενώπιον του χριστιανικού Ελληνισμού της Άγιας Σοφίας και των Πατέρων και του παγανιστικού Ελληνισμού της Ακρόπολης, του Νίτσε και του Γκαίτε. Επομένως, επανελληνισμός και όχι αφελληνισμός, είναι αυτό πού χρειάζεται ως η «μόνη θεραπεία για το σύγχρονο χάος της θεολογίας», ωστόσο «η επιστροφή στην ελληνική παράδοση»95 φανερώνεται τότε ως μία αποφασιστική κίνηση επιστροφής στο Βυζάντιο, μία εκ νέου βυζαντινοποίηση της θεολογίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου