Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2023

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΥΠΟ ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ (4)

 Συνέχεια από: Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2023

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΥΠΟ ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ*

Εκδότης: Ελληνική Ανθρωπιστική Εταιρεία (1970)

Συγγραφέας: Δημ. Ι. Κουτσογιαννόπουλου 

Δ. Η ΚΙΝΗΣΙΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Ἡ τοιαύτη ἀντίληψις περὶ χρόνου, ὅτι δηλ. δὲν εἶνε κίνησις ἀλλὰ μόνον ἀριθμὸς κινήσεως, ὁδηγεῖ τὸν ᾿Αριστοτέλη εἰς ἕνα νοοκρατικὸν ὁρισμὸν τῆς οὐσίας του. Αφοῦ, λέγει, μόνον ἡ ψυχὴ καὶ ὁ μετ᾿ αὐτῆς συνδεδεμένος νοῦς «πέφυκεν ἀριθμεῖν», εἶνε ἀδύνατον νὰ ὑπάρξῃ χρόνος ἀνεξαρτήτως τῆς ψυχῆς, ἐνῷ ἡ ὕλη τοῦ χρόνου, δηλ. ἡ κίνησις, ἐνδέχεται νὰ ὑπάρχῃ καὶ ἄνευ αὐτῆς1. Τὸ τελευταῖον τοῦτο λέγει ὁ ᾿Αριστοτέλης, προφανῶς διότι κατ' αὐτὸν ἡ ψυχὴ δὲν εἶνε ἡ ἀνεξάρτητος τοῦ σώματος ἀρχὴ τῆς κινήσεώς του (ὅπως κατὰ τὸν Πλάτωνα2), ἀλλὰ μόνον ἡ ἐντελέχεια, τὸ τέλος τῆς κινήσεως αὐτοῦ· εἶνε ἄρα δυνατὸν νὰ ὑπάρξῃ κίνησις ψυχῆς μὴ οὔσης. Μήπως όμως πρέπει ἐκ τούτου νὰ συμπεράνωμεν, ὅτι εἶνε δυνατὸν νὰ ὑπάρχῃ χρόνος καὶ ἄνευ ψυχῆς, ἀρκεῖ μόνον νὰ ὑπάρχῃ νοῦς, ἐφ᾽ ὅσον ὁ νοῦς εἶνε κυρίως τὸ ἀριθμοῦν, οὗτος δὲ εἰσέρχεται εἰς τὴν ψυχὴν «θύραθεν»3; Ἡ ἔκφρασις τοῦ ᾿Αριστοτέλους εἶνε ἐν προκειμένῳ ἀσαφής: «εἰ δὲ μηδὲν ἄλλο πέφυκεν ἀριθμεῖν ἢ ψυχὴ καὶ ψυχῆς νοῦς...», δίδει δὲ κατ᾿ ἀρχὴν τὴν ἐντύπωσιν, ὅτι τὸ «καὶ» τοῦτο εἶναι διασαφητικόν (: «ἡ ψυχὴ ἢ μᾶλλον ὁ ἐν τῇ ψυχῇ νοῦς»). ᾿Αλλ᾿ ἀνωτέρω λέγει, ὅτι ἡ ψυχὴ ἔχει τὴν ἰδίαν ἑαυτῆς κίνησιν, ὅτι, ἐπομένως, ἀρκεῖ μόνη ἡ ψυχικὴ κίνησις, ἵνα ὑπάρξῃ χρόνος4. Πρέπει ἐνταῦθα νὰ ἐννοήσωμεν, ὅτι ἡ ψυχικὴ κίνησις εἶνε, ὡς ἀκριβῶς καὶ ἡ φυσική, ἡ ὕλη ἁπλῶς τοῦ χρόνου; Καὶ πάλιν τοῦτο θὰ ἐφαίνετο ἡ ἁπλουστέρα ἀπάντησις, ἂν δὲν προσετίθετο καὶ ὅτι, ὑπνωττούσης τῆς ψυχῆς, οὐδὲ χρόνος φαίνεται νὰ ὑπάρχῃ. Αν ὑποθέσωμεν, λέγει, ὅτι οἱ κοιμώμενοι, κατὰ τὸν μῦθον, πλησίον εἰς τοὺς ἐν Σαρδοῖ ἥρωας, ἐξαίφνης ἐξυπνήσουν, θὰ τοῖς φανῇ, ὅτι κατὰ τὸ διάστημα τοῦ ὕπνου των ὁ χρόνος δὲν διέρρευσεν, ἀλλ᾽ ἔμεινε στάσιμος διότι καὶ ἡ ψυχὴ ἔμεινε κατὰ τὸ διάστημα τοῦτο στάσιμος. ᾿Αλλὰ τότε ἐρωτᾶται: καὶ λοιπὸν πρέπει νὰ συμπεράνωμεν, ὅτι πράγματι ὁ χρόνος ἔμεινε στάσιμος ἐν τῷ μεταξύ; Τοῦτο θὰ ὡδήγει εἰς τὴν ἄρσιν τοῦ ἀντικειμενικοῦ χρόνου. ᾿Αλλ᾿ ἂν δεχθῶμεν, ὅτι ὁ χρόνος δὲν ἔμεινε στάσιμος, ὅπως καὶ ὁ ᾿Αριστοτέλης καθ᾿ ὅλας τὰς ἐνδείξεις δέχεται (ὁ σχολιαστὴς βοηθεῖται ἐν προκειμένῳ μὲ τὴν θεωρίαν τῆς ψυχῆς τοῦ κόσμου, διὰ τῆς ὁποίας υποκειμενικὸς καὶ ἀντικειμενικὸς χρόνος φαίνονται νὰ συμπίπτουν5), πῶς εἶνε δυνατὸν νὰ ἑρμηνεύσωμεν τὴν νέαν ταύτην διάστασιν τοῦ «ὑποκειμενικοῦ» χρόνου;

Ἡ ἀπάντησις, τὴν ὁποίαν προτείνω, προητοιμάσθη ἀπὸ πάσας τὰς προηγηθείσας ἀναλύσεις καὶ εἶνε, περαιτέρω, ἐν ἁρμονία πρὸς τὸ ὅλον φιλοσοφικὸν σύστημα τοῦ ᾿Αριστοτέλους. Ο χρόνος, ὡς ωρίσθη ἀνωτέρω, εἶνε ἡ κατάστασις ἐκείνη τῆς συνειδήσεως ἡ ὁποία προηγεῖται τῆς ἐνεργείας καὶ τὴν ἑτοιμάζει. «Ο χρόνος εἶνε ἐν τῇ ψυχῇ» σημαίνει ἑπομένως ὅτι «ὁ χρόνος εἶνε πρωταρχικῶς μία κατάστασις τῆς συνειδήσεως». Εἰδικώτερον, ὁ χρόνος ὡς ὕλη εἶνε σπουδή, ὁ χρόνος ὡς μορφὴ εἶνε ἀναμονή. Μέχρι τοῦδε ὅμως οὐδὲν ἐλέχθη περὶ τοῦ χρόνου ὡς κινήσεως καὶ ἄρα ὡς ἐνέχοντος ἐν αὐτῷ τὴν τρίτην τῶν πρώτων ἀρχῶν, τὴν ἀρχὴν τῆς κινήσεως. Πρόκειται βεβαίως ἐν προκειμένῳ περὶ τῆς κινήσεως νοουμένης ἐν τῇ ἐννοίᾳ τῆς πρώτης φιλοσοφίας, ὡς μεταβάσεως ἀπὸ τοῦ δυνάμει εἰς τὸ ἐνεργείᾳ, εἰδικώτερον δὲ ἐνταῦθα περὶ τῆς μεταπτώσεως τοῦ μέλλοντος εἰς παρόν, τῆς χρονικῆς δηλ. ὕλης εἰς τὴν χρονικὴν μορφήν, καὶ ὄχι περὶ τῆς φυσικῆς κινήσεως, μετατοπίσεως, γενέσεως κλπ. "Ας προσφύγωμεν καὶ πάλιν εἰς μίαν οἰκείαν ἐμπειρίαν. Ας ὑποθέσωμεν ὅτι ἀναμένομεν κάποιον φίλον νὰ ἔλθῃ. Ἡ ἀναμονὴ δὲν εἶνε ἀσυνείδητος, διότι γνωρίζω πολύ καλῶς ποῖον καὶ διατί ἀναμένω, ἂν καί, ὑπὸ ὡρισμένην ἔννοιαν, ζῶ εἰς ἕνα «παγωμένον» χρόνον, εἰς ἓν ἀκίνητον παρόν, ἐφ' ὅσον ἡ πάροδος τοῦ χρόνου, ἡ ροὴ τῶν ὡρῶν (τὰς ὁποίας δὲν παύω ἀπὸ τοῦ νὰ μετρῶ διὰ τῶν γενικῶς ἰσχυουσῶν μονάδων μετρήσεως) δὲν ἔχει αἰσθητὴν ἐπίδρασιν ἐπὶ τῆς ἠρεμίας τῆς ἀναμενούσης συνειδήσεώς μου. Εξαίφνης ὅμως ἀντιλαμβάνομαι, ὅτι ὁ χρόνος «χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω», ὅπως εὐστόχως λέγομεν, «ἐπέρασε». ᾿Ακριβῶς ὅπως οἱ παρὰ τοῖς ἥρωσι κοιμώμενοι τοῦ μύθου «ἐξυπνῶ», ὅπερ σημαίνει ὅτι κάμνω τὴν σκέψιν: «πολὺς χρόνος διέρρευσεν ἀφ᾿ ἧς ἤρχισα νὰ ἀναμένω». Τοῦτο εἶνε μία νέα διαλεκτικὴ στιγμὴ εἰς τὴν ἔννοιαν τοῦ χρόνου, τὴν ὁποίαν δυνάμεθα νὰ ὀνομάσωμεν «συνείδησιν τοῦ πάλαι» καὶ νὰ τὴν θέσωμεν ὡς τὴν «ἀρχὴν τῆς κινήσεως» τοῦ χρόνου. Πράγματι, ἀπὸ τῆς στιγμῆς ταύτης ὁ χρόνος ἀρχίζει ὄντως νὰ τρέχῃ. ᾿Αρχίζομεν νὰ κοιτάζωμεν ἐμπρός, πρὸς τὴν κατεύθυνσιν τοῦ μέλλοντος μὲ μίαν ταχέως αὔξουσαν ἀνυπομονησίαν καὶ συγχρόνως, ἐνῶ ἐξακολουθοῦμεν νὰ ἀναμένωμεν τὸν φίλον μας, ἀρχίζομεν νὰ ἀντιμετωπίζωμεν τὸ σταθερῶς πλησιάζον σημεῖον, νὰ ἐγκαταλείψωμεν τὴν ἀναμονήν. Εἰς τὴν πρώτην περίπτωσιν ὁμιλοῦμεν περὶ τοῦ «πόρρω» («ὁ φίλος μου ἀργεῖ», καθ᾽ ὑποκειμενικὴν ἐκτίμησιν βεβαίως, διότι ἀντικειμενικῶς ἴσως εἶνε ἤδη πολύ κοντά), εἰς τὴν δευτέραν περὶ τοῦ «ἤδη» («πλησιάζει ἡ ὥρα νὰ παύσω νὰ τὸν ἀναμένω»), ἕως ὅτου, κατὰ μίαν συγκεκριμένην στιγμὴν («νῦν» ἢ ὁ κυρίως «καιρός», ἢ ἡ «ώρα») συνειδητοποιῶ ὅτι «ἡ ὥρα ἐπέρασε», πρᾶγμα ποὺ συνεπάγεται τὴν ἀπόφασίν μου νὰ μὴ ἀναμείνω πλέον. Εἰς αὐτὴν τὴν μίαν καὶ μοναδικὴν στιγμὴν συγκεντροῦται ὅλη ἡ δύναμις τοῦ χρόνου, ὁ χρόνος ἐκδηλοῖ τὴν ἔσωτάτην δυνατότητά του ὡς μεταβάσεως ἀπὸ τῆς ἀπραξίας εἰς τὴν πρᾶξιν, ἀπὸ τῆς ἀκινησίας εἰς τὴν κίνησιν. ᾿Απὸ τῆς στιγμῆς αὐτῆς ἓν συναίσθημα ἀνακουφίσεως πληροῖ τὴν συνείδησιν (συναίσθημα τοῦ «ἄρτι», τοῦ «πρὸ ὀλίγου», ὅτι δηλ. «ὁ χρόνος ἐπέρασε πλέον»), θεραπευομένην βαθμηδὸν καὶ κατ' ὀλίγον ἀπὸ τὴν δοκιμασίαν τῆς ἀναμονῆς, ἡ ὁποία κατέστη πλέον ἀβάστακτος.

Ε. ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Ὑπάρχει ἀκόμη ἓν ἐρώτημα, εἰς τὸ ὁποῖον πρέπει νὰ ἀπαντήσωμεν πρὶν ἢ θεωρήσωμεν τὴν σύντομον ταύτην ἀνάλυσιν τοῦ φαινομένου τοῦ χρόνου ὡς συμπεπληρωμένην, τὸ ἐρώτημα ὡς πρὸς τὸ τέλος τοῦ χρόνου (τοῦ τέλους ὄντος τῆς τετάρτης μεταφυσικῆς ἀρχῆς, ἄνευ τῆς ὁποίας ἡ κίνησις θὰ ἦτο ἄπειρος καὶ ἄρα ματαία6). Τέλος σημαίνει τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἐνεργείας, τὴν τελικὴν σύνθεσιν ὕλης καὶ μορφῆς, ἐν προκειμένῳ τὴν διαμόρφωσιν τοῦ μέλλοντος διὰ μιᾶς τελευταίας περιόδου «χαριστικῆς» ἀναμονῆς. Αν καὶ ὁ χρόνος δηλ. ἐπέρασε, δὲν μεταβαίνομεν συνήθως ἀμέσως εἰς τὴν πρᾶξιν, ἀλλὰ καθυστεροῦμεν ἐπ' ὀλίγον, ὡς νὰ ἠθέλαμεν νὰ ἀνακεφαλαιώσωμεν τὴν ὅλην ἐμπειρίαν πρὶν εἴμεθα ἕτοιμοι να δράσωμεν. Δυνάμεθα νὰ ὀνομάσωμεν τὸ φαινόμενον τοῦτο «ἐπανάληψιν», διότι ἐν αὐτῷ ἐπαναλαμβάνομεν χάριν τοῦ χρόνου πλέον τὴν ὅλην διαδικασίαν τῆς μεταβάσεως ἀπὸ τῆς νωχελείας εἰς τὴν ἐνέργειαν καὶ ἐκκαθαρίζομεν οὕτως ὁριστικῶς καὶ πλήρως τὸ ἔδαφος διὰ τὴν ἐκδήλωσιν τῆς πράξεως.

Ὁ ᾿Αριστοτέλης δὲν ἀσχολεῖται μὲ τὸ τέλος τοῦ χρόνου, ἀλλὰ δυνάμεθα νὰ ἀναπληρώσωμεν τὴν ἐλλείπουσαν ἀνάπτυξιν διὰ τῶν περιφήμων τεσσάρων «παραδόξων» τοῦ Ἐλεάτου Ζήνωνος περὶ κινήσεως7. Δὲν εἶνε δύσκολον νὰ ἀντιληφθῶμεν ὅτι, θεωρούμενα ἀπὸ τῆς προοπτικῆς τῆς τελικότητος τοῦ χρόνου, παύουν νὰ εἶνε παράδοξα, ἐφ᾽ ὅσον ἀνταποκρίνονται κατὰ τὴν διαδοχικήν των συνέπειαν πρὸς μίαν τελείως ὡρισμένην φαινομενικὴν δομήν. Συμφώνως πρὸς τὸ πρῶτον: οὐδεμία κίνησις εἶνε δυνατὴ «διὰ τὸ πρότερον εἰς τὸ ἥμισυ δεῖν ἀφικέσθαι τὸ φερόμενον»· ἤτοι: πρὶν φθάσω ἀπὸ Α εἰς Β πρέπει προηγουμένως νὰ διανύσω τὸ ἥμισυ τῆς μεταξύ των ἀποστάσεως, ταύτης τὸ ἥμισυ κ.ο.κ. ἐπ' ἄπειρον. ᾿Απὸ τῆς ἐννοίας τῆς χρονικῆς τελικότητος ἢ ἐπαναλήψεως τοῦτο σημαίνει, ὅτι κατ' αὐτὴν ἀντιμετωπίζω πλέον τὸ μέλλον μὲ συνεχῶς μειουμένην προσδοκίαν (ἡ προβολὴ δηλ. τῆς συνειδήσεως συνεχῶς μειοῦται), ἐφ' ὅσον πράγματι δὲν ἐνδιαφέρομαι πλέον περὶ αὐτοῦ (διότι το μέλλον γίνεται συνεχώς και περισσότερο παρών). Κατὰ τὸ δεύτερον: ὁ ταχύπους ᾿Αχιλλεὺς οὐδέποτε θὰ φθάσῃ τὴν βραδυκίνητον χελώνην, διότι ὅταν ἐκεῖνος θὰ ἔχῃ φθάσει εἰς τὸ σημεῖον ὅθεν αὕτη ἐξεκίνησεν, ἐκείνη θὰ ἔχῃ ἐν τῷ μεταξὺ προχωρήσει περαιτέρω. Ομοίως ἐν τῇ ἐννοίᾳ τῆς χρονικῆς τελικότητος, ἀναμένω μὲν ἀκόμη διὰ νὰ δώσω τὴν εὐκαιρίαν εἰς τὸν πρὸς συνάντησίν μου σπεύδοντα νὰ μὲ προφθάσῃ «ἔστω καὶ κατὰ τὴν τελευταίαν στιγμήν», ἂν δὲ ἐκεῖνος τῷ ὄντι προλάβῃ (ὅπερ σημαίνει, ὅτι ὁ ᾿Αχιλλεὺς πράγματι προέλαβε τὴν χελώνην), ὁ χρόνος ὡς καιρὸς πρὸς ἐκδήλωσιν τῆς ἰδικῆς μου δράσεως κατηργήθη, ἐφ᾽ ὅσον διὰ τῆς ἀφίξεως ἐγὼ ἠμποδίσθην νὰ δράσω, δηλ. νὰ φύγω, ἂν ὄχι, τότε ἡ ἀναμονὴ καταλήγει εἰς ἐπίρρωσιν τῆς ἤδη ληφθείσης ἀποφάσεως νὰ μὴ ἀναμείνω πλέον. Τοῦτο δύναται νὰ ἐκφρασθῇ διὰ τοῦ τρίτου λόγου, καθ᾿ ὃν «ἡ ὀϊστὸς φερομένη ἔστηκε», δηλ. ἡ πρὸς δρᾶσιν ἀπόφασίς μου, ἅπαξ ληφθεῖσα, μένει ἀμετακίνητος. Κατὰ τὸν τέταρτον: τὸ ἥμισυ ἰσοῦται τῷ διπλασίῳ. Τοῦτο σημαίνει, ὅτι, ὅσον μειοὗται ἡ προσδοκία, τόσον αὐξάνει ἡ ἀνυπομονησία, ἂν καὶ βεβαίως ὁ ἀντικειμενικὸς χρόνος παραμένει ὁ αὐτός. Ἔστω ΑΧ ὡς ἐν δεδομένον διάστημα ἀντικειμενικοῦ χρόνου, ἐν ᾧ Α εἶνε τὸ προσδοκῶν ὑποκείμενον, Χ ἡ μελλοντική του προβολή. Ὅταν ἡ προβολὴ μειωθῇ εἰς τὸ ἥμισυ τοῦ διαστήματος ΑΧ, τὸ ἕτερον ἥμισυ ἀντιπροσωπεύει τὸν χρόνον, τὸν ὁποῖον δὲν θεωρῶ πλέον ἄξιον νὰ μὲ συγκρατήσῃ. Ὅταν ἡ προβολὴ φθάσῃ εἰς τὸ τέταρτον, ἡ ἀναλογία εἶνε ἤδη 1:3. Η διαφορὰ θὰ βαίνῃ αὐξανομένη, τῆς προβολῆς τοῦ Α φθινούσης θεωρητικῶς· ἐπ' ἄπειρον, ἕως ὅτου ἔρχεται μία στιγμὴ καθ' ἥν, τῆς προσδοκίας ἰσουμένης πρακτικῶς τῷ μηδενί, ἡ αὔξουσα ἀνυπομονησία θὰ ἐκσπάσῃ ἐξαίφνης εἰς μίαν μὴ δυναμένην πλέον νὰ ἀναβληθῇ ἐνέργειαν.

Περιεγράψαμεν μέχρι τοῦδε τὴν δομὴν τοῦ χρόνου ὅπως ἐμφανίζεται καθ᾽ αὑτὴν εἰς τὴν ἀτομικὴν συνείδησιν ὡς τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἐνδοσκοπήσεως αὐτῆς. Αλλ' ὁ χρόνος δὲν εἶνε μόνον ὁ χρόνος μου πρὸς δρᾶσιν, ἀλλ᾽ ὁ χρόνος πρὸς δρᾶσιν καθόλου οὕτως, ὥστε, ἂν πρόκειται πράγματι νὰ ὑπάρξῃ ἐνέργεια, ὁ χρόνος πρέπει νὰ τακτοποιήσῃ καὶ ἐναρμονίσῃ τοὺς ὑποκειμενικοὺς χρόνους ὥστε νὰ τοὺς ἐμποδίση ἀπὸ τοῦ νὰ συγκρουσθοῦν πρὸς ἀλλήλους. Κατὰ ταῦτα ὁ χρόνος παρίσταται ὑπὸ τοῦ ᾿Αναξιμάνδρου ὡς ὁ ἀδέκαστος δικαστής, ὁ ὁποῖος ὁρίζει διὰ πᾶν ὂν τὴν αὐτῷ ἀνήκουσαν ὥραν νὰ ἐμφανισθῇ καὶ νὰ ἐξαφανισθῇ ἀφίνον τὴν θέσιν του εἰς τὸ μετ' αὐτὸ ἐρχόμενον καὶ ἀναμένον τὴν σειράν του. Τὴν ἀδικίαν, ἤτοι τὴν ἀκαταστασίαν καὶ ἀκοσμίαν τὴν προκαλουμένην ἀπὸ τὴν σύγκρουσιν τῶν ἀτομικῶν χρόνων, διαδέχεται ἡ δίκη καὶ ἡ τίσις, ἤτοι ἡ τάξις καθ᾽ ἣν ἕκαστον ὂν δίδει ὀπίσω ὅ,τι τὸ ἴδιον ἔλαβε ἀπὸ τὸ προηγούμενον. Τοῦτο εἶνε ἕνας πολὺ εὔστοχος ὁρισμὸς τῆς ἱστορίας ὡς τῆς χρονικῆς τάξεως τῆς ἀκμῆς καὶ παρακμῆς τῶν διαφόρων ἀτόμων καὶ πολιτισμῶν, ὁρισμὸς ἐπιβεβαιούμενος ὑπὸ τῆς περὶ ἱστορίας ἀντιλήψεως τοῦ βιβλίου τοῦ Δανιήλ, ἔτι δὲ καὶ ὑπὸ τοῦ ἐτυμολογικοῦ τεκμηρίου: διότι ἡ Ἑλληνικὴ λέξις χρόνος εἶνε συγγενὴς πρὸς τὴν χρείαν, ἥτις εἶνε ἄλλη λέξις διὰ τὸ χρεών (Αναξίμανδρος) ἢ τὴν ἀνάγκην (Ορφικοί), ἀμφότερα σημαίνοντα τὸν ἐξωτερικὸν καταναγκασμόν, ὁ ὁποῖος ἀπαιτεῖται διὰ νὰ ἐνταχθοῦν τὰ καθ᾽ ἕκαστον ὄντα εἰς τὸν κόσμον τῆς χρονικῆς τάξεως.

Ο χρόνος, λοιπόν, δὲν εἶνε μία θεία ἐπιφάνεια ὡς ὁ ἔκγονός του Φάνης (ὁ λάμπων), διότι ἐκδηλοῦται ἐν ἀνάγκῃ καὶ πόνῳ, ὄχι ἐν ἐλευθερίᾳ καὶ δόξῃ. Εἶνε, ὡς τὸν ὠνόμασαν εὐστόχως οἱ Ὀρφικοί, ὁ Ἡρακλῆς, ὁ ἡμίθεος καὶ ὑποφέρων ἥρως, ὁ ὁποῖος φέρει εἰς τοὺς ὤμους του τὸν οὐρανὸν ἵνα ἐπιτρέψῃ ὄχι εἰς ἑαυτόν, ἀλλ᾽ εἰς ἄλλον νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸν κῆπον τῶν Ἑσπερίδων καὶ νὰ συλλέξῃ τοὺς θείους καρπούς. Τὸ σύμβολον τοῦτο, ὅπως τόσα άλλα εἰλημμένα ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς μυθολογίας, αἰνίττεται ἴσως ὅ,τι βαθύτερον δυνάμεθα νὰ ἐννοήσωμεν ὡς πρὸς τὸ νόημα καὶ τὴν ὀντολογικὴν σημασίαν τοῦ χρονικοῦ φαινομένου.

                                ΤΕΛΟΣ

Σημειώσεις

1. Φυσ. 223 a 25 (A 14).

2. Πλάτ. Φαίδρος, 246 b : «πᾶσα ψυχὴ παντὸς ἐπιμελεῖται τοῦ ἀψύχου».

3. Περὶ ζῴων γενέσεως 736 b 27 (Β 3).

4. Φυσ. 218 b 20/219 & 10 (Δ 11.).

5. Κ. Γεωργούλη, ᾿Αριστοτέλης, σ. 243.

6. Ηθ. Νικ. 1094 α 20 (A 1). 

7. Φυσ. 239 b 9 κέξ. (Ζ 9).

" ἃς ἐξετάσωμεν ἐγγύτερον τὸν περίφημον ὁρισμὸν τοῦ ᾿Αριστοτέλους περὶ χρόνου : χρόνος εἶνε, λέγει, «ἀριθμὸς κινήσεως κατὰ τὸ πρότερον καὶ ὕστερον (ἐννοεῖται : σημεῖον ἢ «νῦν» 1). Πέντε εἶνε, λοιπόν, τὰ στοιχεῖα, ἐκ τῶν ὁποίων συναπαρτίζεται ἡ ἔννοια τοῦ χρόνου : ἀριθμός, κίνησις, νῦν, πρότερον, ὕστερον. Καὶ τὰ πέντε δὲν εἶνε φαινόμενα ἀποκλειστικῶς ἀνήκοντα εἰς τὸ περιεχόμενον τοῦ χρόνου, ἀλλ᾽ εἰσάγονται, ὡς ρητῶς σημειοῖ ὁ ᾿Αριστοτέλης, ἔξωθεν ἵνα προσδιορίσουν τοῦτο, συνδεόμενα πρὸς τὸν σκοπὸν αὐτὸν εἰς μίαν νέαν σύνθεσιν. Οὕτω, αἱ ἔννοιαι : ἀριθμός, τὸ «νῦν», τὸ «πρότερον» καὶ τὸ «ὕστερον» εἶνε μαθηματικαὶ κατηγορίαι, ἐνῶ ἡ κίνησις, ἐν τῇ ἐννοίᾳ τοὐλάχιστον τῆς ἀντικειμενικῶς προκειμένης καὶ ἄρα μαθηματικῶς προσδιοριστῆς, σημαίνει τὴν φυσικὴν κίνησιν, μετατόπισιν, γένεσιν, φθορὰν καὶ ἀλλοίωσιν, ἡ ὁποία προσιδιάζει εἰς ὅλα τὰ ὄντα ἐντὸς τῆς οὐρανίου σφαίρας. Αὐτὸς εἶνε ὁ λόγος διὰ τὸν ὁποῖον ὁ χρόνος χαρακτηρίζεται ὑπὸ τοῦ ᾿Αριστοτέλους ὡς «κύκλος τις»2: ἐφ᾽ ὅσον ὅλα τὰ εἴδη τῆς κινήσεως τῆς φυσικῆς εἶνε ἀτελέστεραι μιμήσεις τῆς αἰωνίου «κυκλοφορίας» τῆς οὐρανίου σφαίρας, ὁ χρόνος, ὢν πρωτίστως ὁ ἀριθμὸς αὐτῆς, εἶνε καὶ αὐτὸς κύκλος."


Δεν υπάρχουν σχόλια: