Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2023

Η λογική δομή του "Παρμενίδη" του Πλάτωνος (8)

 Συνέχεια από Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2022

Enrico Berti

Η σημασία του τρίτου μέρους
c) Οι τελευταίες τέσσερις υποθέσεις

Στην συζήτηση της δεύτερης ομάδος υποθέσεων εξετάζονται, όπως γνωρίζουμε, οι συνέπειες που προέρχονται από την άρνηση του Ενός. Και εδώ επίσης διατηρείται με σχολαστικότητα το σχήμα που παρουσιάστηκε στο διάλειμμα (στη διακοπή), εξετάζονται δηλαδή κατ’ αρχάς οι συνέπειες που αφορούν το Ένα, κατόπιν εκείνες που αφορούν τα πολλά, και ανάμεσα στις πρώτες όπως και ανάμεσα στις δεύτερες, διακρίνονται εκείνες που προέρχονται από την άρνηση του Ενός κατανοημένου με απόλυτη σημασία, από εκείνες που προέρχονται από την άρνηση του Ενός με την σχετική έννοια. Από την αρχή, δηλαδή στην συζήτηση της πέμπτης υποθέσεως, λογαριάζονται οι συνέπειες μιας αρνήσεως του Ενός στην οποία το Ένα απορρίπτεται, αλλά για να γίνει δυνατή η άρνησή του, πρέπει να είναι κατανοητό σαν κάτι διαφορετικό (έτερον τι) από τα άλλα (Παρμ. 160c). Είναι φανερό πως αυτό το Ένα, καθότι διαφορετικό από τα άλλα, είναι σε σχέση με αυτά, δηλαδή δεν είναι το Ένα που είναι μόνον Ένα, δηλαδή το Ένα στην απόλυτη έννοια, αλλά το Ένα κατανοημένο στην σχετική σημασία.

Αυτό, καθώς είναι διαφορετικό από τα άλλα, έχει μια διαφορετικότητα δική του η οποία με την σειρά της είναι διαφορετική από την διαφορετικότητα των άλλων, δηλαδή είναι πάντοτε κάτι συγκεκριμένο. Συνεπώς αυτό το Ένα, παρότι έχει απορριφθεί, απορρίπτεται πάντοτε σαν κάτι συγκεκριμένο και επομένως μπορεί να προσλάβει όλες τις συγκεκριμενοποιήσεις, δηλαδή μπορεί να είναι όμοιο και ανόμοιο, ίσο και άνισο, μπορεί να κινηθεί και να σταθεί ακίνητο, να γεννηθεί και να πεθάνει κ.τ.λ. Αυτό μάλιστα, παρότι έχει απορριφθεί, παρότι δεν είναι, μπορεί να είναι, μάλιστα πρέπει να είναι, καθώς αυτό ακριβώς είναι «το Ένα που δεν είναι»(162α). Δεν είναι δύσκολο να αναγνωρίσουμε σε αυτό το «Ένα που δεν είναι» και είναι διαφορετικό και επομένως κατά κάποιο τρόπο είναι, το διάσημο μη-είναι σαν διαφορετικό που θα θεωρήσει ο Πλάτων στον Σοφιστή, δηλαδή ένα θετικό δόγμα, που επιτρέπει, ακριβώς ενάντια στον αποκλεισμό του μη-είναι που ενήργησε ιστορικώς ο Παρμενίδης, να δεχθεί και το μη-είναι, εφόσον αυτό το τελευταίο κατανοείται όχι σαν μη-είναι απόλυτο, όπως το εννοούσε ο Παρμενίδης, αλλά σαν μη-είναι σχετικό. Αυτό σημαίνει πως το συμπέρασμα αυτής της υποθέσεως κάθε άλλο παρά αντιφατικό είναι, δηλαδή πως το Ένα μπορεί και να απορριφθεί, αρκεί, όταν απορρίπτεται, δεν απορρίπτεται σαν απόλυτο, δηλαδή δεν μειώνεται σε καθαρό μηδέν, αλλά απορρίπτεται πάντοτε ένα συγκεκριμένο Ένα. Έτσι ώστε στην δεύτερη υπόθεση, το Ένα θα μπορούσε να βεβαιωθεί, με την συμφωνία πως δεν βεβαιώνεται σαν ένα απόλυτο, αλλά σαν ενότητα του πλήθους.

Εάν σε αυτό το σημείο ανακαλούμε την αδιαφοροποίηση ανάμεσα στις θέσεις του υποκειμένου και του κατηγορήματος που φανερώθηκε παραπάνω, μπορούμε να πούμε πως η πρόταση «το Ένα δεν είναι» εξισούται με την πρόταση «τα όντα δεν είναι Ένα», η οποία είναι δυνατή αρκεί για Ένα να εννοείται πάντοτε ένας συγκεκριμένος προσδιορισμός. Με αυτή την έννοια να πούμε «τα όντα δεν είναι Ένα» ισούται με το να πούμε: «αυτό τον ον δεν είναι προσδιορισμένο με αυτόν τον τρόπο», δηλαδή ισούται με το να διατυπώσουμε μια αρνητική πρόταση, η οποία για τον Πλάτωνα είναι πάντοτε δυνατή, καθότι δεν εκφράζει, όπως εξέφραζε για τον Παρμενίδη, το καθαρό μηδέν, αλλά εκφράζει την διαφορετικότητα ενός πράγματος από ένα άλλο, δηλαδή εκφράζει πάντοτε ένα συγκεκριμένο τρόπο του Είναι. Αυτό το «Ένα που δεν είναι», δηλαδή το μη-είναι σαν διαφορετικό-είναι, αγκαλιάζει και αυτό σαν το «Ένα που υπάρχει», ολόκληρη την πραγματικότητα (ο Πλάτων εκφράζει αυτή την έννοια λέγοντας πως αυτό έχει όλα τα δυνατά κατηγορούμενα) δηλαδή είναι και αυτό υπερβατικό και σαν «το Ένα που είναι», είναι και αυτό πολλαπλό. Ο Αριστοτέλης θα ξεκαθαρίσει αυτή την θεωρία λέγοντας πως όπως το είναι και το ένα λέγονται πολλαχώς, έτσι λέγονται με πολλές σημασίες και το μη-είναι και το μη-ένα.

Αντιθέτως στην συζήτηση της έκτης υποθέσεως εξετάζονται οι συνέπειες μιας αρνήσεως του Ενός, στην οποία το Ένα απωθείται με τέτοιο τρόπο ώστε να μην υπάρχει με κανένα τρόπο (ουδαμώς). Με αυτή την άρνηση δεν λέμε πως αυτό κατά κάποιο τρόπο (πως) δεν είναι και με ένα άλλο τρόπο (πως) είναι, αλλά δείχνουμε πως αυτό δεν είναι απολύτως (απλώς) (Παρμ. 162c). Το κείμενο δεν θα μπορούσε να εκφράσει πιο καθαρά ότι δεν πρόκειται για την σχετική άρνηση, δηλαδή την άρνηση του Ενός εννοημένου με σχετική έννοια, αλλά για την απόλυτη άρνηση, δηλαδή για την άρνηση του Ενός εννοημένου με απόλυτη σημασία. Μάλιστα αυτή η διατύπωση είναι ίσως εκείνη όπου η διάκριση ανάμεσα στους δύο τρόπους κατανοήσεως το Ένα εκφράζεται με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο και μπορεί να ληφθεί σαν κριτήριο για την ερμηνεία όλων των άλλων υποθέσεων.

Είμαστε λοιπόν στην παρουσία της υποθέσεως της αντίθετης ακριβώς της πρώτης. Στην πρώτη, πράγματι, το Ένα βεβαιωνόταν με απόλυτη έννοια, ενώ τώρα βρίσκουμε την άρνησή του σε βαθμό εξίσου απόλυτο. Οι συνέπειες που προέρχονται από μια τέτοια άρνηση είναι, όπως ήταν προβλεπόμενο, ίσες με εκείνες της πρώτης υποθέσεως: δηλαδή αυτού του «Ενός που δεν είναι» δεν μπορούμε να πούμε τίποτα, διότι αυτό δεν είναι όμοιο ούτε ανόμοιο, δεν είναι ταυτό ούτε διαφορετικό, δεν κινείται και δεν σταματά, δεν γεννιέται και δεν πεθαίνει δεν έχει δηλαδή κανένα προσδιορισμό. Γι' αυτό, συμπεραίνει ο Παρμενίδης, δεν είναι δυνατή ούτε επιστήμη, ούτε γνώμη, ούτε αίσθηση, ούτε λόγος, ούτε όνομα, ακριβώς όπως του Ενός της πρώτης υποθέσεως (Παρμ. 164b). Είναι το καθαρό μηδέν και γι' αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό με κανένα τρόπο, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί με κανένα τρόπο για να ερμηνεύσει την πραγματικότητα. Φαίνονται επομένως αστήρικτες εκείνες οι ερμηνείες που υπολογίζουν ισάξια τα συμπεράσματα των τελευταίων τεσσάρων υποθέσεων: ενώ λοιπόν το «Ένα που δεν είναι» της πέμπτης υποθέσεως γίνεται γνωστό και είναι απαραίτητη συνθήκη της σκέψεως καθότι είναι η συνθήκη των αρνητικών κατηγορημάτων, το «Ένα που δεν είναι» της έκτης υποθέσεως είναι εντελώς άγνωστο και δεν υπάρχει καθώς είναι εντελώς ανενεργό, όπως δεν υπάρχει το «Ένα που είναι Ένα» της πρώτης υπόθεσης.

Στην συζήτηση των δύο τελευταίων υποθέσεων, της έβδομης και της όγδοης, εξετάζονται οι συνέπειες οι οποίες από την άρνηση του Ενός καταλήγουν στα άλλα, δηλαδή στα πολλά. Σε αυτό το σημείο, βάσει του γενικού σχεδίου, το οποίο έχει εφαρμοστεί με πιστότητα, θα έπρεπε να περιμένουμε μια διάκριση ανάλογη εκείνης που έγινε ανάμεσα στην πέμπτη και στην έκτη υπόθεση, δηλαδή την διάκριση ανάμεσα στα άλλα εννοημένα με την σχετική σημασία και τα άλλα εννοημένα με την απόλυτη σημασία, η οποία θα συνεπαγόταν πως στα άλλα με την σχετική σημασία θα αντιστοιχούσε «το Ένα που δεν είναι» εννοημένο και αυτό με την σχετική έννοια, και πως στα άλλα εννοημένα με την απόλυτη σημασία θα αντιστοιχούσε «το Ένα που δεν είναι» εννοημένο και αυτό με απόλυτη σημασία. Παρόλα αυτά αυτή η συμμετρία, γίνεται σεβαστή μόνον κατά το ήμισυ, δηλαδή μόνον στην όγδοη υπόθεση, όπου πραγματικά εξετάζονται οι συνέπειες που προέρχονται στα άλλα από το Ένα με την απόλυτη σημασία.

Στην έβδομη υπόθεση η άρνηση του Ενός, αντί να παρουσιαστεί σαν άρνηση του Ενός με την σχετική έννοια, δηλαδή σαν «διαφορετικότητα», παρουσιάζεται σαν «φαινομενικότης». Το Ένα δηλαδή δεν είναι, αλλά φαίνεται και επομένως τα άλλα, θεωρούμενα σε σχέση με αυτό το Ένα, δεν διαθέτουν μια πραγματική ενότητα, αλλά μόνο μια φαινομενική ενότητα. Αυτά, όπως λέει το κείμενο, μοιράζονται σε ομάδες (όγκοι) (Παρμ. 164d), καθένας από τους οποίους «σε όποιον κοιτάζει από μακριά και χωρίς οξύνοια φαίνεται απείρως πολλαπλός (όγκος)»(165b-c). Οι συνέπειες που υφίστανται τα άλλα από μια τέτοια άρνηση είναι πως τα άλλα δεν είναι, αλλά φαίνονται, ίσα και άνισα, όμοια και ανόμοια, ταυτόσημα και διαφορετικά, φαίνονται να κινούνται και στέκονται ακίνητα, να γεννιούνται και να μην γεννιούνται, φαίνονται να πεθαίνουν και να μην πεθαίνουν (165d).

Πώς να εξηγήσουμε αυτό το γλίστρημα από το Ένα σαν διαφορετικό στο Ένα σαν φαινόμενο; Δεν μπορεί παρά να είναι μια παρεμβολή, στην διαλεκτική του Παρμενίδη, της διακρίσεως ανάμεσα σε πραγματικότητα και φαινομενικότητα, διάκριση που είναι παρμενιδικής καταγωγής (η αλήθεια και η γνώμη) αλλά η οποία επαναπροσλήφθη από τον ίδιο τον Πλάτωνα με την θεωρία των δύο κόσμων, εκείνο των ιδεών και εκείνο των αισθητών πραγμάτων, εννοημένων σαν χωρισμένων των μεν από τα δε. Η επιβεβαίωση πως πρόκειται γι' αυτό προσφέρεται από την διάκριση ανάμεσα στο οράν από μακριά και χωρίς οξύνοια και το νοείν (εξετάζειν) από κοντά και με οξύνοια, η οποία στους όρους επαναλαμβάνει την πλατωνική διάκριση ανάμεσα στην γνώση των αισθητών πραγμάτων (ορατά) και στην γνώση των ιδεών (νοητά). Είναι μια φανερή ασυνέπεια με το συμπαγές σχήμα της διαλεκτικής του Παρμενίδη, διότι ενώ τα συμπεράσματα όλων των άλλων υποθέσεων ίσχυαν για οποιαδήποτε μορφή γνώσεως, δηλαδή επιστήμης, γνώμη, αίσθηση, διάλογος ή λόγος και όνομα, τα συμπεράσματα της έβδομης υποθέσεως αντιθέτως ισχύουν μόνον στο επίπεδο της αισθητής γνώσεως, όχι στο επίπεδο της λογικής γνώσεως. Αυτή η ασυνέπεια αποκαλύπτει πως στον Παρμενίδη ο διαχωρισμός ανάμεσα σε ιδέες και πράγματα δεν έχει ακόμη ξεπεραστεί τελειωτικώς.

Τελείως συνεπής με το σύνολο της διαλεκτικής έρευνας είναι αντιθέτως η διαπραγμάτευση της όγδοης υποθέσεως, στην οποία εξετάζονται οι συνέπειες που καταλήγουν στα άλλα από την άρνηση του Ενός με απόλυτη σημασία (Παρμ. 165d). Αυτές οι συνέπειες είναι πως τα άλλα δεν μπορούν να έχουν καμιά ενότητα, ούτε πραγματική ούτε φαινομενική, και γι' αυτό δεν είναι ούτε φαίνονται ούτε ταυτόσημα ούτε διαφορετικά, δεν έχουν δηλαδή κανένα προσδιορισμό, ούτε πραγματικό, ούτε φαινομενικό, δηλαδή δεν είναι καθόλου(166 b). Αυτές οι συνέπειες είναι καθαρά απαράδεκτες και γι' αυτό συναγωνίζονται, μαζί με εκείνες της έκτης υποθέσεως να αποδείξουν πως το Ένα δεν μπορούμε να το αρνηθούμε με την απόλυτη σημασία του αλλά μπορούμε να το αρνηθούμε μόνον στην σχετική του σημασία. Ας σημειώσουμε ότι σ' αυτές τις συνέπειες έχει ξεπεραστεί ο διαχωρισμός ανάμεσα σε πραγματικότητα και φαινομενικότητα, δηλαδή ανάμεσα σε λογική γνώση και αισθητή γνώση, μέσω της βεβαιώσεως πως εάν το Ένα δεν είναι με την απόλυτη έννοια, ανάμεσα στην πραγματικότητα και στην φαινομενικότητα, ή ανάμεσα στην λογική γνώση και στην αισθητηριακή, δεν υπάρχει καμία διαφορά, καθότι είναι και οι δύο αδύνατες, ακριβώς όπως συνεπέρανε η πραγμάτευση της έκτης υποθέσεως.

Το γενικό συμπέρασμα του τρίτου μέρους του Παρμενίδη είναι πως το Ένα μπορεί να επιβεβαιωθεί ή και να το αρνηθούμε, μόνον εφόσον γίνεται κατανοητό πάντοτε σε σχέση με τα άλλα, δηλαδή σαν όρος ενός συλλογισμού, θετικού ή αρνητικού. Κατανοημένο με αυτή την σημασία καταλήγει να είναι η ίδια η υπερβατική δομή της πραγματικότητος, η ίδια η συνθήκη κάθε συλλογισμού και κάθε λόγου. Αντιθέτως εάν το Ένα γίνει κατανοητό μοναδικώς στην σχέση του με τον εαυτό του, δηλαδή έξω από την κατηγορηματική σχέση, σαν απόλυτη αρχή, δεν μπορεί να είναι ούτε επιβεβαιωμένο ούτε να το αρνηθούμε, είναι δηλαδή εντελώς ξένο τόσο από την πραγματικότητα όσο και από την σκέψη.


Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: