Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2023

PAUL FRIEDLȀNDER, ΠΛΑΤΩΝ (139)

Συνέχεια από Σάββατο, 12 Νοεμβρίου 2022


                                                                             PAUL FRIEDLȀNDER

                                                                                  ΠΛΑΤΩΝ

                                                                          ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ
                                                              ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –
                                                          ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

                                                 ΤΡΙΤΗ ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΤΟ ΟΨΙΜΟ ΕΡΓΟ

                                                 ΠΡΩΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ : Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ


25. ΦΑΙΔΡΟΣ


Γνωρίζουμε τον νεαρό Φαίδρο ως ζηλωτή μαθητή τών σοφιστών από τον διάλογο «Πρωταγόρας», όπου και συμμετέχει σ’ ένα φυσικο-επιστημονικό σεμινάριο του Ιππία για αστρονομικά θέματα. Ο Φαίδρος σχετίζεται εκεί φιλικά, όπως και στο «Συμπόσιο» και στον διάλογο με το δικό του όνομα, με τους δυό γιατρούς, τον πατέρα Ακούμενο και τον γυιό Ερυξίμαχο, που πρόσκεινταν κι αυτοί προφανώς στη σύγχρονη (της εποχής εκείνης) πνευματική κίνηση. Κι αν ο Φαίδρος εμφανίζεται αμέσως ως ενθουσιώδης ακροατής τού ρήτορα Λυσία εδώ στον διάλογό μας, για να στραφή μετά πάλι στον Σωκράτη, κι αν ο λόγος τού Σωκράτη στο «επινοημένο» Ωραίο, ότι ο ερώμενος πρέπει να χαρίζεται στον εραστή του, μοιάζη να απευθύνεται στον ίδιον τον Φαίδρο (242 Ε), τότε γίνεται σαφές ότι ο αγώνας γίνεται κι εδώ, για άλλη μια φορά ανάμεσα στη σοφιστική-ρητορική και τη φιλοσοφία, για την ψυχή τής νεότητας. Μόνο που το θέμα τού Έρωτα, που εγείρει μέσα απ’ τα χείλη τού Φαίδρου ο Λυσίας, για να το αναλάβη μετά και να το οδηγήση σε εντελώς διαφορετικά ύψη ο Σωκράτης, είναι εδώ μοναδικά σημαντικό. Γιατί ο Πλάτων θεωρεί ως έναν αγώνα ανάμεσα στη γνήσια και την ψευδή αγάπη αυτόν τον αγώνα. Και αντιλαμβανόμαστε ίσως έτσι αμέσως κάτι απ’ την πολυφωνική θεματολογία τού διαλόγου «Φαίδρος»: η ρητορική, η ψυχή, η αγάπη-έρως και η φιλοσοφία.

Ο ίδιος ο νεαρός Φαίδρος αποκαλείται «πατέρας τού λόγου», ως εκείνος που «θέτει» δηλ. «σε κίνηση» τον λογικό αγώνα στο «Συμπόσιο» (177 D), και ο Σωκράτης τον επαινεί, αστειευόμενος μαζί του εδώ στον «Φαίδρο» (242 Β), ότι δεν υπάρχει άλλος που να «προκάλεσε» τόσους λόγους όσο αυτός στην ζωή του. Πρέπει να θυμηθούμε άρα τούς λόγους περί έρωτος του «Συμποσίου», τη στιγμή που ο Σωκράτης «τρέπεται» απ’ τον προσποιητό στον γνήσιο εν τέλει λόγο του. Κι αν αναφέρεται ο Θηβαίος Σιμμίας ως ο μοναδικός που μπορεί να συναγωνισθή σ’ αυτήν τη δύναμη παραγωγής λόγου τον Φαίδρο, εμείς δεν μπορούμε παρά να αναλογιστούμε τον διάλογο «Φαίδων», όπου ο Σιμμίας βοηθά πράγματι, με τις ενστάσεις του και με την εν γένει τοποθέτησή του για την «αρμονική» ψυχή, στο να μη «σβήση» εκεί η συζήτηση. Καί τί άλλο μπορεί να σημαίνη άραγες αυτό, απ’ το ότι είμαστε υποχρεωμένοι να προσπαθήσουμε να συνενώσουμε όλα όσα αφορούν στη μοίρα τής ψυχής σ’ αυτούς τούς δυό διαλόγους, χωρίς να έχουμε μάλιστα το δικαίωμα να λησμονήσουμε, ακόμα και μέσα στην ιλαρότητα (τη φαιδρότητα!) του «Φαίδρου», την τελική «σοβαρότητα» της σωκρατικής ύπαρξης!

Μας εντυπωσίαζε πάντοτε εξαιρετικά το ιδιαίτερο σκηνικό αυτού τού διαλόγου. Θα μπορούσαμε μάλιστα να συγκρίνουμε την εισαγωγή ενός άλλου διαλόγου, του «Λύσι» - όπου και «πρόκειται να συζητηθή» το θέμα τού «έρωτα» ή τής «φιλίας», όπως αναφέρεται εκεί – μ’ αυτήν εδώ την εισαγωγή, ώστε να καταστή ακόμα σαφέστερη με τη συγκεκριμένη «ομοείδεια», η ιδιαιτερότητα ακριβώς τού «Φαίδρου». Ξεκινούν πράγματι με μια «συνάντηση» και με το ερώτημα: «Από πού έρχεσαι και προς τα πού πηγαίνεις» αμφότεροι οι διάλογοι. Ενώ η διαδρομή οδηγεί «έξω απ’ τα τείχη τής πόλης» και στους δυό διαλόγους. Ο Σωκράτης βαδίζει ωστόσο απλώς εξωτερικά τού τείχους, ακολουθώντας τον πιο σύντομο δρόμο απ’ τη μια «παλαίστρα» στην άλλη στον «Λύσι», για να συναντήση εκεί σ’ έναν «πνευματικόν αγώνα» τούς νεαρούς αθλητές, ενώ ο Φαίδρος έχει ήδη αφιερώσει πολλές ώρες στο σπίτι τού δασκάλου του Λυσία, και «δεξάγει» τώρα έναν υγιεινόν περίπατο, όπως τον έχουν συμβουλέψει οι γιατροί, έξω απ’ την πόλη. Είναι ωστόσο ακόμα πιο σημαντικό, ότι ο Σωκράτης αφήνεται να «παρασυρθή» εδώ, αντίθετα προς κάθε του συνήθεια, σε μια περιοχή που δεν τη γνωρίζει καθόλου, πέρα απ’ την πύλη. Το αξιοθαύμαστα ωραίο και ανοιχτό τοπίο, η ώρα τού μεσημεριού και το ιερό τών Νυμφών είναι, πραγματικά, όλα τους ασυνήθιστα και «σπάνια» στον νου τού ποιητή, αντίστοιχα ή και πρόξενα ακόμα τής ασυνήθιστης επίσης «έκστασης» ενός τόσο νηφάλιου, κατά τα άλλα, ανθρώπου. Ο οποίος παραμένει βέβαια για άλλη μια φορά «ο ίδιος», όταν λέη πως δεν τον ενδιαφέρει στην πραγματικότητα τίποτα άλλο απ’ το «να γνωρίση τον εαυτό του», ο οποίος και παραμένει ένα αίνιγμα γι’ αυτόν (229 Ε κ.ε.), και του οποίου η συνολική και «παράξενη» («άτοπη») συμπεριφορά εντυπωσιάζει κι εδώ (229 C 6. 230 C 6), όπως συνέβη και με τον Αλκιβιάδη στο «Συμπόσιο» (215 Α) και στον ομώνυμο διάλογο (106 Α), τον Φαίδρο.

Ως προς τη σχέση ανάμεσα στους τρεις λόγους περί έρωτος, που αποτελούν και το μεγαλύτερο, πρώτο μέρος τού διαλόγου, μπορούμε τώρα να πούμε, ότι η όλη συζήτηση ξεκινά με τον λόγο τού Λυσία, επαναλαμβανόμενο τώρα εδώ απ’ τον Φαίδρο, τον οποίον και θα αντιμετωπίση στο «δικό του, ρητορικό επίπεδο» με τον δεύτερο κατ’ αρχάς λόγο ο Σωκράτης, για να οδηγήση τελικά στον τρίτο τα πάντα, μιλώντας για τα ίδια φαινομενικά πράγματα, στην πραγματική πλατωνική τους διάσταση. Είναι μια εικόνα τού «ρητορικού» Σωκράτη που έχει ήδη προσχεδιαστή στον «Μενέξενο», μ’ έναν λόγο που καταλαμβάνει ολόκληρο σχεδόν εκεί τον «χώρο», και όπου ο Σωκράτης «αγωνίζεται» με επαγγελματική πραγματικά ρητορική τέχνη στο «επίπεδο» του ίδιου του Μενέξενου, όπως συμβαίνει και στον ενδιάμεσο τώρα λόγο τού «Φαίδρου». Ενώ υπάρχουν αντίστοιχα και ένας πρώτος και ένας τρίτος λόγος στον «Μενέξενο». Τί μπορεί λοιπόν να σημαίνη αυτή η μορφολογική συγγένεια, πέρα απ’ τη διαπίστωση ότι ορισμένα μορφολογικά στοιχεία «εφησυχάζουν» για μεγάλα χρονικά διαστήματα στον καλλιτέχνη Πλάτωνα, μέχρι να εμφανιστούν ξανά, και με μεγαλύτερη τότε πληρότητα, σε κάποιο απ’ τα έργα του; Σημαίνει προφανώς το εξής: ότι ο Πλάτων αναγνωρίζει, πως όσα λένε οι ρήτορες, μπορούν να ειπωθούν με μεγαλύτερη οξύτητα, διδακτική δύναμη και διεξοδικότητα, με τις ίδιες τις δικές τους («ρητορικές») προϋποθέσεις. Χωρίς να παραμένη ωστόσο σ’ αυτό και μόνον, εφ’ όσον οι τεχνικά άρτιοι εκείνοι λόγοι «αγγίζουν» θέματα, για τα οποία μπορεί και πρέπει κανείς να μιλήση με μιαν εντελώς διαφορετική «σοβαρότητα». Το ότι οι ρητορικοί λόγοι «αγγίζουν» μάλιστα αυτά τα θέματα, αυτό συνιστά τόσο την περιορισμένη τους αξία, όσο και την επικινδυνότητά τους. Η «χρήση» τους ως μιας κατώτατης βαθμίδας («αληθείας»), και η αποφυγή έτσι και του κινδύνου που περιλαμβάνουν, εξηγεί και το γιατί ο Πλάτων «καταπιάνεται» μ’ αυτούς. Διαλέγοντας κι εδώ έναν απ’ τους λόγους τού Λυσία, που προκάλεσε τον ρήτορα και καλλιτέχνη Πλάτωνα, με την εξεζητημένη και παράδοξη αιχμηρότητα της επινοημένης κατάστασης που περιγράφει, σε «ανταγωνισμό» μαζί του, δίνοντας ταυτόχρονα αφορμή με την «απερισκεψία» του, που απαξιώνει σε απλή και μόνον απόλαυση και σε σκέτη πολυλογία την ανθρώπινη ερωτική σχέση τον φιλόσοφο Πλάτωνα. Ο Πλάτων, συμπεριλαμβάνει αυτόν τον ρητορικό λόγο εδώ, «ως ένα ξένο και εξωτερικό αντικείμενο, όπως είναι το ένζυμο στο προζύμι» (Vahlen). Κάτι ασφαλώς πολύ πιθανότερο, απ’ το να τον φανταστούμε να «επιλέγη», μέσα από δεκάδες άλλες «εφέσεις» και αναφορές, ένα «δυσκολοχώνευτο ανάγνωσμα» στο στυλ τού Λυσία. «Ο πρώτος αυτός λόγος επιλέγεται σε κάθε περίπτωση, ως απλή και μόνον αφορμή για να υπερβαθή πλήρως» (Grillparzer).

Ο λόγος τού Λυσία απευθύνεται σε «κάποιον απ’ τους ωραίους (νεανίες)», με το βασικό «σόφισμα» ότι «θα έπρεπε να ευνοή κανείς περισσότερο εκείνον που δεν τον αγαπά, παρά εκείνον που είναι ερωτευμένος μαζί του». Με τί θα συγκρινόταν άραγες σήμερα μια τέτοια «ρητορεία»; Μ’ ένα «παμπόνηρο» ίσως αφήγημα (short story), όπου κάποιος «απατεώνας» κρύβεται πίσω απ’ τη μάσκα ενός αδιάφορου και συγκρατημένου (δήθεν) φίλου. Το ότι δεν μπορεί να υπάρχη καμμιά ωστόσο σοβαρότητα σε μια παρόμοια αντιστροφή ενός γενικά αναγνωρισμένου κανόνα, αυτό το επισημαίνει αμέσως ο Σωκράτης λέγοντας, ότι ο συντάκτης τού ρητορικού λόγου θα μπορούσε να συζητήση εξίσου καλά για την αντιπαράθεση πλούτου και πτωχείας, γήρατος και νεότητας ή και για οποιαδήποτε άλλη αντιπαράθεση (227 C). Ένα τόσο υψηλό αγαθό όπως είναι η αγάπη (ο έρως), πρέπει τώρα (δυστυχώς) να σπαταληθή στις στρεβλές ατραπούς τής ρητορικής τέχνης. Ενώ υπάρχει και κάτι πολύ περισσότερο απ’ αυτό, καθώς ο πλούτος και η φτώχεια, το γήρας και η νεότητα δεν αποτελούν κάποια πραγματική τελικά διαφορά (στη σύνολη ζωή μας), ενώ το να αγαπάς ή να μην αγαπάς αποτελεί μια βαθειά και ουσιαστική διαφορά. Και ο Σωκράτης το γνωρίζει, ζώντας το καλύτερα, και με μεγαλύτερη αμεσότητα απ’ τον καθέναν. Καλούμαστε λοιπόν να μάθουμε κι εμείς, τί εκφράζει κατ’ αρχάς αυτός ο (ρητορικός) συσχετισμός ή «αναλογία», και να κατανοήσουμε κατόπιν το πώς ο Σωκράτης εισάγει ειρωνικά στη συζήτηση μιαν ανακριβή κατά το ήμισυ (μισο-άσχετη) «αναλογία».

( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια: