Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2022

PAUL FRIEDLȀNDER, ΠΛΑΤΩΝ (138)

Συνέχεια από Παρασκευή, 4 Νοεμβρίου 2022                     

                                 PAUL FRIEDLȀNDER
                                                ΠΛΑΤΩΝ
                                          ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ
                                   ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –
                             ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

                    ΤΡΙΤΗ ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΤΟ ΟΨΙΜΟ ΕΡΓΟ
                     ΠΡΩΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ : Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
                                24. ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ ( 9η συνέχεια )


Τέταρτη αντινομία. Θέση. – Αν το Ένα δεν είναι, δεν υπάρχει, τότε στερείται (και) το Άλλο τις διαρθρωτικές μονάδες ή ενότητες του αριθμού, της στάσης, της μορφής (αρχή, μέσον και τέλος), και «θρύπτεται κερματιζόμενον». Αυτό που μοιάζει, ειδωμένο από απόσταση και ασαφώς, μια ενότητα ακόμα, διαλύεται, αν το  κοιτάξουμε από κοντά, σε μιαν πολλαπλότητα, και υφίστανται, ανάλογα με την οξύτητα της ματιάς μας, όμοιες ή (και) εντελώς αντίθετες «καταστάσεις» («πάθη»). Χωρίς το Ένα δεν υπάρχουν παρά αόριστες, παντοειδείς δυνατότητες.

Αντίθεση. – Αν το Ένα δεν είναι και δεν υπάρχη, τότε δεν υφίσταται ούτε ενότητα ούτε πολλαπλότητα, ούτε οποιαδήποτε γνώση ή αναγνώριση στο Άλλο. Χωρίς το Ένα δεν υπάρχει (και) κανένα Άλλο. Χωρίς το Ένα δεν είναι και δεν υπάρχει παρά το Τίποτα.

Οι δυό αυτές θέσεις πλησιάζουν τόσο πολύ η μια στην άλλην, ώστε η δεύτερη να φαίνεται ως η σαφέστερη στην πραγματικότητα διατύπωση της πρώτης. Συμφωνούν δε και οι δυό στο ότι χωρίς το Ένα είτε υπάρχει μια εντελώς ακατάλληλη είτε δεν υπάρχει καμμιά απολύτως γνώση για την Πολλαπλότητα, εφ’ όσον η Πολλαπλότητα είτε είναι εντελώς απροσδιόριστη ή δεν υπάρχει παντελώς χωρίς το Ένα. Eνώ είδαμε λοιπόν να απεικονίζεται απ’ τη μια η κοινότητα των Ιδεών, και απ’ την άλλη η αμφίπλευρη σχέση μεμονωμένων πραγμάτων και Είδους στην τρίτη αντινομία, μας οδηγεί τώρα η τέταρτη άλλη μια φορά στην άποψη, ότι η Πολλαπλότητα δεν μπορεί να υπάρχη και δεν μπορεί (καν) να νοηθή χωρίς το Ένα, ότι κυριαρχεί δηλ. μια ηρακλείτια «ένταση» τόσο εντός τού κόσμου τών Ιδεών όσο και στη σχέση Είδους και γίγνεσθαι. Η μεν θέση μάς διδάσκει, ότι χωρίς το Είδος ο κόσμος θα διαλυόταν σε μιαν άμορφη και ασχημάτιστη μάζα, η δε αντίθεση, ότι χωρίς το Είδος δεν θα μπορούσε καν να νοηθή το οτιδήποτε. Εμφανίζεται έτσι άλλη μια φορά αυτό, το οποίο και ονομάζει συγκεχυμένη και άμορφη μάζα η θέση, ριζικώτερα στο «Τίποτα» της αντίθεσης, και γίνεται άλλη μια φορά σαφές, ότι αν εννοήσουμε εξαφανισμένο, κατά απόλυτη συνέπεια, το Είδος, δεν απομένει παρά εκείνο το απροσδιόριστο Κάτι, το οποίο και αποκαλείται ως «(πρωταρχική) αδιαφοροποίητη μάζα» ή «χώρος» στη φυσιοκρατικο-μυθική γλώσσα τού «Τίμαιου», που μπορεί ωστόσο να ονομασθή και με άλλα μεταφορικά 
ονόματα, λόγω (ακριβώς) τής απροσδιοριστίας του. 

Ο διάλογος «Παρμενίδης» κλείνει με μια φράση, στην οποίαν ο Παρμενίδης συνοψίζει, ή φαίνεται να συνοψίζη, όλα όσα οικοδόμησε ως μια «μεγαλοφυή» σύνθεση αντινομιών, μέχρι τώρα:

«Αν το Ένα υπάρχη (είναι) – είναι οι δυό πρώτες αντινομίες –
ή αν το Ένα δεν υπάρχη – είναι η τρίτη και η τέταρτη –
το ίδιο το Ένα – είναι η πρώτη και η τρίτη -
και το Άλλο – είναι η δεύτερη και η τέταρτη - :
(και) όλα αυτά σχετίζονται με τον εαυτό τους και αναμεταξύ τους με
όλους τούς τρόπους
και δεν σχετίζονται πάλι με τον εαυτό τους και αναμεταξύ τους,
είναι (υπάρχουν) και εμφανίζονται,
(και) δεν είναι και δεν εμφανίζονται.»

Ο νεαρός σπουδαστής απαντά (τότε) για τελευταία φορά, απαντά με μιαν έκφραση υψίστης συμφωνίας, που δεν την είχε παρά σπάνια χρησιμοποιήσει μέχρι τότε: «Υψίστως αληθινό!» Και μ’ αυτό τελειώνουν όλα. Τελειώνουν όμως και για τον αναγνώστη; Ή πρέπει μάλλον να αντιτείνη, ότι εδώ λησμονήθηκε τελείως η σύνθεση ανάμεσα στις δυό πρώτες αντινομίες, λησμονήθηκε άρα το ότι οι αντίθετες κινήσεις επιτελούνται σε διαφορετικά «χρονικά διαστήματα» και συναντούνται ή ανταλλάσσονται μεταξύ τους μόνο «στιγμιαία»; Δεν διαλύθηκε εδώ σε μια χαοτική τελικά αταξία και σύγχυση η διαλεκτική «ένταση», μια σύγχυση που διαφυλάσσει μόνο λεκτικά κάτι ακόμα απ’ τη διαλεκτική αυστηρότητα; Ο αναγνώστης πρέπει να αναζητήση εδώ άλλη μια φορά το τί είναι και τί δεν είναι διαλεκτική, εξετάζοντας αυτήν τη φράση, στην οποία και δίδεται εκείνη η μαθητική απάντηση: «Υψίστως αληθινό!»

Υπάρχει ένα ακόμα ωστόσο ερώτημα, που επαναλαμβάνεται εδώ, και το οποίο επιχειρείται τουλάχιστον να απαντηθή: Γιατί προτίμησε, αντί να «επικαλεσθή» οποιονδήποτε άλλον νεαρόν άνθρωπο απ’ το πλήθος που είχε στη διάθεσή του, αυτόν τον Αριστοτέλη, ο Πλάτων, με την κατηγορηματική μάλιστα αναφορά (127 D 2), ότι «αυτός κατέστη αργότερα ένας απ’ τους Τριάκοντα (τυράννους)»; Δεν έχει καμμιά σημασία αυτό; Ή πρόκειται για μιαν αναφορά, που δεν την κατανοούμε πλέον; Ή μήπως επισημαίνεται μάλλον, στο τέλος ακριβώς τού διαλόγου, ότι σ’ ένα τέτοιο νοητικό χάος ευδοκιμεί και το πολιτικό εκείνο χάος, στο οποίο και θα αντιτεθή, με κίνδυνο της ζωής του, ο Σωκράτης; Μήπως διαθέτει άρα – όσο κι αν ακούγεται παράξενο κάτι τέτοιο – και μια παιδαγωγική, ηθική και πολιτική, υποδηλούμενη τόσο στην αρχή όσο και στο τέλος του, δύναμη ο διάλογος «Παρμενίδης»; Ας αναλογιστούμε αυτό το ερώτημα, ή ας προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε διαφορετικά την αναφορά στην πολιτική καταστροφή τού έτους 404!

O Σωκράτης παρακολουθεί σιωπηλός τις λογικές ασκήσεις τού Παρμενίδη με τους μαθητές (του). Όποιος δεν ξεχνά μέχρι τέλους τη δραματική μορφή τού διαλόγου - κι ο Πλάτων «υπολογίζει» σε τέτοιους αναγνώστες -· κι όποιος παρακολουθεί μέσα από όλους τούς εννοιολογικούς ακροβατισμούς (τους) τον κύκλο αυτών τών ανθρώπων· κι όποιος θεωρεί αδιανόητο ότι ο Πλάτων θα είχε «αφήσει», μιαν οποιαδήποτε εποχή τής ζωής του, να παρίσταται από απλή συνήθεια ο δάσκαλός του Σωκράτης, που πέθανε για την υπόθεση της αλήθειας, σ’ αυτήν τη συζήτηση, τη στιγμή που ένας οποιοσδήποτε, που θα γίνη αργότερα ένας απ’ τους Τριάκοντα (τυράννους), αναλαμβάνει τον ρόλο τού «απαντητή» - αυτός πρέπει να αναρωτηθή, τί άραγες συμπεραίνει, παρακολουθώντας και προσανατολισμένος στον δικό του προβληματισμό, από αυτές τις «ασκήσεις» ο Σωκράτης. Τον οποίον «προβληματίζουν» - θεωρητικά – οι μορφές τού Είναι, μέχρι και τις ύψιστες μορφές, που βρίσκονται επέκεινα του Είναι, κατά τη σχέση τους τόσο αναμεταξύ τους όσο και προς τα πράγματα του γίγνεσθαι· τα οποία και συνιστούν – πρακτικά ή «υπαρξιακά» - την πράξη που αντιστοιχεί σ’ αυτό το Είναι (( Μεγαλειώδες! )) . Αν αναδύθηκε λοιπόν επανειλημμένα εκείνη η βασική σχέση μέσα από (τη συζήτηση για) το Ένα, τα Πολλά, το Μη-Ένα και τη διαπλοκή τους, (αυτό δείχνει πως) επιχειρήθηκε στην πραγματικότητα ένας περαιτέρω «συλλογισμός», με την παρουσία τού ακροωμένου Σωκράτη, απέναντι στη διαλεκτική τού Παρμενίδη.

Οι «απορίες» τού πρώτου διαλογικού μέρους ξεπεράσθηκαν, όσον αφορά στη σχέση προτύπου και φανέρωσης, με την αλληλοσύμπραξη «χωρισμού» και «μετοχής». Μένει όμως η τελευταία και σοβαρώτερη ακόμα «απορία» (133 Β), στην οποία και εμφανιζόταν να διασπάται ο κόσμος τής γνώσης και της πράξης στην «ακριβέστατη», απ’ τη μια, «γνώση» και την «πληρέστατη κυριαρχία και κυριότητα», οι οποίες και αποδίδονται στους θεούς, και στην «καθ’ ημάς», απ’ την άλλη, «γνώση και κυριότητα». Και θα διατηρηθή πράγματι η γνήσια «ένταση» αυτής τής απορίας, ανάμεσα στην εμπειρία που εμείς οι ίδιοι διαθέτουμε και σε κείνη την ιδεατή γνώση, για να εμφανισθή σαν μια αστραπή από έναν άλλον κόσμο στην «Πολιτεία», το «Συμπόσιο» και τον «Φαίδρο». Μια «ένταση» που ενισχύεται από την ιδιότυπη παραδοξότητα της «αντίθετης» πλευράς, ότι και ο Θεός δηλ. δεν έχει, εντελώς αντίστοιχα, καμμιά γνώση για τα καθ’ ημάς πράγματα και καμμιάν επίδραση πάνω σ’ αυτά. Τους δε νεοπλατωνικούς να επιχειρούν να «κυριαρχήσουν» σ’ αυτήν την παραδοξότητα διδάσκοντας, ότι ο Θεός γνωρίζει «το πολλαπλό με απλόν, το μεριζόμενο με αμέριστον, και το έγχρονο με αιώνιον τρόπο»· αφήνοντας να γνωρίζουν αντίστοιχα «με μεριζόμενον τρόπο το αμέριστο και με έγχρονον το αιώνιο» οι άνθρωποι. «Δογματοποιώντας» έτσι εντελώς «πνευματικά» («ευφυώς») τον Πλάτωνα. Ο οποίος δείχνει ωστόσο με την «άνοδο» και «την άνω θεωρία ή θέαση» του «Συμποσίου» και της «Πολιτείας», πώς μπορεί να υπερβαθή (πράγματι) απ’ την πλευρά τού ανθρώπου εκείνο το χάσμα – με την επιφύλαξη ασφαλώς, ότι υπάρχει ακόμα «κάτι», που δεν μπορεί «τελικά» να υπερβαθή! Δεν υποδείχθηκε λοιπόν, ήδη στον διάλογο «Παρμενίδης», η λύση τής μέγιστης εκείνης «απορίας» (133 Β 4); Εφ’ όσον παρέμεινε ως έργο τής διαλεκτικής «άσκησης» η συνεχής και απαραίτητη συσχέτιση του Ενός και των Πολλών, του Είναι και του Μη-Είναι, του Είδους και του φαινομένου κόσμου, και κατέστη μόνο στην ακραία περίπτωση κάτι το (παντελώς) άγνωστο το απόλυτο, ένα Είναι, το οποίο και βρίσκεται επέκεινα (κατά την ορολογία τής «Πολιτείας») του Είναι, και ένα χαοτικό Τίποτα ο κόσμος τών φαινομένων (( χωρισμένα δηλαδή απολύτως αναμεταξύ τους… )) . Για να ξεπερασθή έτσι το «σχίσμα» ανάμεσα στα πεδία (τις «σφαίρες») του Είναι, της γνώσης και της πράξης, στο οποίο και φαινόταν να οδηγή εκείνη η «απορία», χωρίς να αναιρεθή (μάλιστα) το Επέκεινα! Ο σκοπός προς τον οποίον τείνει η διαλεκτική τού «Παρμενίδη» αποκαλείται «σύνδεσμος» ανάμεσα στο Είναι, τη γνώση και την πράξη, κι αυτόν τον σκοπό υποστηρίζει και εγγυάται με την ίδια του την ύπαρξη ο Σωκράτης.

( Τέλος τού κεφαλαίου «Παρμενίδης»· συνεχίζεται με το επόμενο κεφάλαιο: «Φαίδρος»
 )

Δεν υπάρχουν σχόλια: