H ἠθική ἔχει ἐπικρατήσει πλέον ὁριστικά στή ζωή μας, ἀλλά καί στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Διδάσκεται στά σχολεῖα καί στίς Θεολογικές Σχολές καί ἀποτελεῖ γιά ὅλους τούς χριστιανούς κάτι ἰσάξιο –ἄν ὄχι μεγαλύτερο καί σπουδαιότερο– ἀπό τό Δόγμα. Ἡ παράβαση τοῦ Δόγματος εἶναι διαρκῶς καί περισσότερο ἀνεκτή στήν κοινωνία, ἀλλά καί στήν Ἐκκλησία, ἐνῶ ἡ παράβαση τῆς ἠθικῆς εἶναι ἀπαράδεκτη.
Τό ἐνδιαφέρον εἶναι ὅτι στήν Ὀρθόδοξη παράδοσή μας, ἡ ἠθική, ἀκόμα καί ὡς ὅρος, εἶναι ἄγνωστη μέχρι τά νεότερα χρόνια. Δέν ἀπαντᾶ σχεδόν καθόλου στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε διδασκόταν στά Σχολεῖα μέχρι πρόσφατα. Πρόκειται γιά ὅρο δυτικῆς προελεύσεως, ὁ ὁποῖος ὅμως, ὅπως καί τόσα ἄλλα, ἑδραιώθηκε στήν Ἐκκλησία μας. Τό τραγικό εἶναι ὅτι μέ τή συντηρητικότητα πού χαρακτηρίζει τήν Ἐκκλησία μας δέν μποροῦμε νά παρακολουθήσουμε τή ρευστότητα πού χαρακτηρίζει τήν ἠθική στή Δύση καί αὐτό δημιουργεῖ διαρκῶς καί πιό πολύ ἕνα χάσμα μεταξύ τῆς Ἐκκλησίας μας καί τῆς κοινωνίας, ἡ ὁποία ὑποχρεώνεται ἐκ τῶν πραγμάτων νά προσαρμόζεται στίς μεταβολές τῆς ἠθικῆς πού συντελοῦνται στίς δυτικές κοινωνίες.[GAY PRIDE ΓΙΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ] Τά παραδείγματα εἶναι ἄφθονα: διαζύγιο, ἐξώγαμες καί προγαμιαῖες σχέσεις, ὁμοφυλοφιλία, εὐθανασία κ.λπ. Ποῦ θά ὁδηγήσει αὐτή ἡ κατάσταση; Μέ ποιά κριτήρια θά τοποθετεῖται ἡ Ἐκκλησία στίς ἑκάστοτε μεταβολές τῆς ἠθικῆς;
Ἡ ρευστότητα αὐτή τῆς ἠθικῆς μαρτυρεῖ ὅτι ἀπό μόνη της δέν μπορεῖ νά δικαιώσει τήν ὕπαρξή της καί νά διεκδικήσει ἀπόλυτο κύρος καί αὐθεντία. Γιά ὅσους πιστεύουν στόν Θεό καί εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας, τό κύρος καί ἡ αὐθεντία τῆς ἠθικῆς τοποθετοῦνται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτό ἐκφράζεται καί διατυπώνεται στήν Ἁγία Γραφή, τήν Ἱερά Παράδοση καί τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά ἐδῶ δημιουργοῦνται τεράστια προβλήματα. Ποιός μπορεῖ νά ἑρμηνεύσει αὐθεντικά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ; Στόν Ρωμαιοκαθολικισμό τά πράγματα εἶναι ἁπλά: μόνον ἡ Ἐκκλησία, ὅπως αὐτή ἐκφράζεται τελικά ἀπό τόν Πάπα, ἑρμηνεύει σωστά καί ὑποχρεωτικά γιά τούς πιστούς τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γιά τούς προτεστάντες, ἑρμηνευτής τοῦ θείου θελήματος εἶναι ἡ ἴδια ἡ Ἁγία Γραφή, ἀλλά καί αὐτή ἔχει ἀνάγκη ἑρμηνείας. Ἔτσι ἐπαφίεται στούς εἰδικούς ἑρμηνευτές τῆς Γραφῆς ἡ ἑρμηνεία της, πράγμα πού ὁδηγεῖ σέ μεγάλη ποικιλία ἀντιλήψεων ὡς πρός τό τί ἀκριβῶς ἐννοεῖ ἡ Ἁγία Γραφή γιά συγκεκριμένα ἠθικά ζητήματα. Οἱ συντηρητικοί κατά γράμμα ἑρμηνευτές τῆς Βίβλου (οἱ λεγόμενοι «φονταμενταλιστές») διαφέρουν ριζικά ἀπό τούς λεγόμενους «φιλελευθέρους», οἱ ὁποῖοι ἀναζητοῦν πίσω ἀπό τό γράμμα τοῦ κειμένου τό τί ἤθελε νά πεῖ ἡ Γραφή, τοποθετώντας σήμερα τό κείμενο τῆς Βίβλου στό ἱστορικό της πλαίσιο καί σχετικοποιώντας ἔτσι τό νόημά του: πολλά ἀπό ὅσα λέγει ἡ Γραφή ὀφείλονται σέ πολιτισμικές ἐπιδράσεις τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καί δέν ἔχουν κύρος καί αὐθεντία γιά κάθε ἐποχή.
Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τά πράγματα εἶναι ἀκόμη πιό πολύπλοκα, ἰδίως στά νεότερα χρόνια. Ποιός ἑρμηνεύει αὐθεντικά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ὡς πρός τά ἠθικά ζητήματα; Ὑπάρχουν οἱ ἑξῆς τρεῖς τάσεις στήν Ὀρθοδοξία σήμερα:
α) Ἡ «φονταμενταλιστική» στάση, πού θυμίζει τόν ἀκραῖο συντηρητικό Προτεσταντισμό: ἡ κατά γράμμα ἑρμηνεία τῆς Γραφῆς ἀποκαλύπτει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Χωρία τῆς Γραφῆς συλλέγονται καί παρατίθενται αὐτούσια, γιά νά ὑποστηριχθοῦν οἱ ἀπαντήσεις στά ἠθικά ἐρωτήματα. Σ’ αὐτά προστίθενται ἐπίσης, μέ τόν ἴδιο «φονταμενταλιστικό» τρόπο, καί χωρία ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, εἴτε ὡς ἑρμηνεῖες τῶν βιβλικῶν χωρίων εἴτε ὡς προσθῆκες σ’ αὐτά μέ τή μορφή τῶν Ἱερῶν Κανόνων στήν κατά γράμμα ἑρμηνεία τους. Ἡ τάση αὐτή τείνει σήμερα νά γίνει ἡ ἐπικρατέστερη στήν Ὀρθοδοξία.
β) Ἡ «νομικιστική» τάση, πού θυμίζει τόν Ρωμαιοκαθολικισμό· τήν αὐθεντία σέ θέματα ἠθικῆς τήν ἔχουν οἱ θεσμοί τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως οἱ ἐπίσκοποι, εἴτε ἀτομικά –σπανιότερα– εἴτε συνοδικά. Ἡ τάση αὐτή καλλιεργεῖται ἰδιαίτερα στήν Ἑλλάδα σήμερα μέ τή δημιουργία «Συνοδικῶν Ἐπιτροπῶν», πού ἀσχολοῦνται μέ θέματα Ἠθικῆς, καί μέ ἐπίσημες συνοδικές ἀποφάσεις καί διακηρύξεις ὡς πρός τήν «ἐπίσημη» θέση τῆς Ἐκκλησίας γιά τά ζητήματα αὐτά. Πάντως, ἐνῶ στό Βατικανό ἡ τάση αὐτή ἔχει ἐπικρατήσει πλήρως, στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἀκόμη στήν ἀρχή της. Δέν ἔχομε ἀκόμη ἐπίσημες διακηρύξεις τῆς Ὀρθοδοξίας σέ θέματα ἠθικῆς, ἄν καί ἡ πίεση πρός τήν κατεύθυνση αὐτή εἶναι ἰσχυρή. Κάτι μέσα στό κύτταρο τῶν ὀρθοδόξων ἀντιδρᾶ πρός τή «νομικιστική» αὐτή τάση.
γ) Ἡ «χαρισματική» τάση, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ αὐθεντική ἑρμηνεία τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ βρίσκεται σέ ὁρισμένους «πνευματικούς» ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι μέ τό χάρισμα τῆς διακρίσεως καί τῆς διορατικότητας ἀποφαίνονται, εἴτε γενικά εἴτε κατά περίπτωση, ὡς πρός τό τί εἶναι ἠθικά ὀρθό. Ἡ τάση αὐτή γνωρίζει σήμερα ἀρκετή διάδοση στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τείνει νά ἐκτοπίσει τίς ἄλλες δύο, πού ἀναφέραμε.
Ἡ παράλληλη συνύπαρξη αὐτῶν τῶν τριῶν τάσεων δέν ἐμφανίζει μέχρι στιγμῆς καμία δυσκολία. Πρέπει ὅμως νά θεωρεῖται βέβαιο ὅτι οἱ δυσκολίες θά ἐμφανιστοῦν, διότι πολλοί πιστοί θά κληθοῦν νά ἐπιλέξουν μεταξύ αὐτῶν πού τούς λέγει ἡ ἐπίσημη Ἐκκλησία καί αὐτῶν πού τούς συνιστοῦν οἱ πνευματικοί τους, ὅταν, ὅπως εἶναι βέβαιο, δέν θά συμπίπτουν πλήρως πάντοτε καί σέ ὅλα τά θέματα.
Ἡ πολυπλοκότητα αὐτῆς τῆς καταστάσεως πού ἐπικρατεῖ στήν Ὀρθοδοξία μαρτυρεῖ ὅτι ἡ Ἠθική καθαυτή εἶναι μιά ἔννοια προβληματική γιά τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Πρόκειται γιά κάτι πού μᾶς ἐπιβάλλεται ἀπ’ ἔξω καί δέν εἶναι φυσικό στοιχεῖο τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ Ὀρθόδοξη παράδοσή μας ποτέ δέν ἐξαντλοῦσε τό ἐνδιαφέρον της οὔτε ἔδινε προτεραιότητα στό τί ὁ ἄνθρωπος κάνει, ἀλλά προχωροῦσε καί ἐπέμενε στό τί ὁ ἄνθρωπος εἶναι. Αὐτή ὑπῆρξε πάντοτε ἡ εἰδοποιός διαφορά μεταξύ τῆς Δυτικῆς καί τῆς Ὀρθοδόξου προσεγγίσεως τοῦ ἀνθρώπου. Καί αὐτή ἀκριβῶς καθιστᾶ πολύ σημαντικό τό θέμα πού μᾶς ἀπασχολεῖ στό συνέδριο αὐτό: ποιά εἶναι ἡ σχέση μεταξύ ἠθικῆς καί ὀντολογίας;
Στήν ταπεινή αὐτή εἰσήγηση θά προσπαθήσουμε πρῶτα νά διευκρινήσουμε τήν ὁρολογία: τί ἐννοοῦμε ὅταν κάνουμε λόγο γιά ὀντολογία καί τί ὅταν μιλοῦμε γιά ἠθική; Στή συνέχεια θά ἐξετάσουμε τή σχέση αὐτῶν τῶν δύο μεταξύ τους στό πλαίσιο τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας: βρίσκονται πάντοτε σέ ἁρμονική σχέση μεταξύ τους ἡ ἠθική καί ἡ ὀντολογία; Τέλος, θά προσπαθήσουμε νά δοῦμε μέ ποιόν τρόπο θά μπορούσαμε νά φθάσουμε σέ μιά ὀντολογική ἀντίληψη τῆς ἠθικῆς ὑπό τό φῶς τοῦ Εὐαγγελίου καί τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεως.
Ἡ ἔννοια τῆς ὀντολογίας
Ὅπως δηλώνει ὁ ἴδιος ὁ ὅρος, ὀντολογία εἶναι ὁ λόγος περί τοῦ ὄντος. Ὁ ὅρος δέν χρησιμοποιεῖται στή φιλοσοφία παρά μόνον τόν 17ο αἰώνα γιά πρώτη φορά ἀπό τόν Goclenius (Lexikon Philosophicum, 1613) καί πιό ἀνεπτυγμένα τό 1656 ἀπό τόν Glauberg (Metaphysica de Ente), γιά νά ἐπιβληθεῖ ὁριστικά τόν 18ο αἰώνα ἀπό τόν Ch. Wolff (Philosophia prima sive ontologia, 1729). Ἔκτοτε ὅλοι οἱ δυτικοί φιλόσοφοι, ἄλλοτε τροποποιώντας τήν ἀρχική σημασία τοῦ ὅρου (Kant, Hegel, Heidegger, Husserl κ.λπ.) καί ἄλλοτε ἀπορρίπτοντάς την ἀπό τήν παραδοσιακή θέση της στή μεταφυσική (Lévinas), δέν μποροῦν νά ἀποφύγουν τήν ἐνασχόλησή τους μέ αὐτήν. Ἡ ὀντολογία κατέχει πλέον κεντρική θέση στή φιλοσοφία.
Δέν θά ἀσχοληθοῦμε ἐδῶ λεπτομερῶς μέ τήν ἱστορία τῆς ὀντολογίας. Θά ἀρκεστοῦμε στό νόημα πού τῆς ἔδωσε ὁ ἱδρυτής της (ἄν καί χωρίς νά χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο) Ἀριστοτέλης, δηλαδή ὡς τῆς ἐπιστήμης τοῦ «ὄντος καθ’ ὅ ὡς ὄντος», ὡς τοῦ εἶναι καί τοῦ οἷον εἶναι, ὡς αὐτοῦ πού ὁ Ἀριστοτέλης θά ὀνόμαζε οὐσία μέ τή διπλή ἔννοια πού ὁ φιλόσοφος αὐτός ἔδινε στόν ὅρο, δηλαδή τήν πρώτη οὐσία, πού εἶναι τό συγκεκριμένο ὄν, καί τή δεύτερη οὐσία, πού εἶναι τό γενικό καί καθολικό ὄν (π.χ. Σωκράτης = πρώτη οὐσία· ἄνθρωπος = οὐσία δευτέρα).
Τό ὀντολογικό ἐρώτημα στήν ἀρχαία ἑλληνική φιλοσοφία κυριαρχεῖτο πάντοτε ἀπό τήν ἀντίθεση μεταξύ τοῦ εἶναι καί τοῦ γίγνεσθαι. Ἡ παρατήρηση τοῦ Ἡρακλείτου ὅτι «πάντα ρεῖ» καί τίποτα δέν εἶναι σταθερό (δέν μπορεῖ κανείς νά πηδήξει δύο φορές στό ἴδιο ποτάμι) δημιουργοῦσε στόν ἀρχαῖο Ἕλληνα ὑπαρξιακή ἀνασφάλεια: ἄν ὅλα μεταβάλλονται, τότε τί εἶναι ἀληθινό; Πῶς μποροῦμε νά λέμε ὅτι ἕνα ὄν εἶναι αὐτό καί ὄχι κάτι ἄλλο; Πῶς μποροῦμε νά δίνουμε στά ὄντα ὀνόματα, νά τά ταυτίζουμε, νά μήν τά συγχέουμε καί νά μήν ἀμφιβάλλουμε γιά τήν ἀλήθεια; Τό πρόβλημα, λοιπόν, τῆς ὀντολογίας δέν εἶναι θεωρητικό οὔτε δευτερεῦον. Ἔχει νά κάνει μέ τήν ἀλήθεια τῶν ὄντων, πού σημαίνει μέ τή βεβαιότητα ὅτι μποροῦμε νά συμφωνήσουμε τελικά οἱ ἄνθρωποι γιά τό τί εἶναι ἀληθινό καί τί ψεύτικο, τί εἶναι προσωπική γνώμη καί τί εἶναι σταθερή καί ἀναμφισβήτητη ἀλήθεια. Ἡ ὀντολογία μᾶς ἐξασφαλίζει τή βεβαιότητα, τήν ὁποία ἡ ρευστότητα καί ἡ μεταβολή τῶν πραγμάτων θέτουν ὑπό ἀμφισβήτηση.
Τί εἶναι, λοιπόν, τό σταθερό καί ἀμετάβλητο στοιχεῖο σέ κάθε ὄν, πού μᾶς ἐπιτρέπει νά τό θεωροῦμε ἀληθινό παρά τή μεταβλητότητά του; Ὁ Πλάτων προτείνει ὅτι, ἐνῶ πράγματι τά ὄντα, ὅπως παρουσιάζονται στήν κοινή ἐμπειρία μεταβάλλονται, ἀλλάζουν συνεχῶς, γεννιοῦνται καί πεθαίνουν, οἱ ἰδέες αὐτῶν τῶν ὄντων εἶναι σταθερές καί ἀμετάβλητες (ἕνα δέντρο μπορεῖ νά φθαρεῖ καί νά πεθάνει, ἀλλά ἡ ἰδέα τοῦ δέντρου παραμένει, καί αὐτό εἶναι πού μᾶς ἐπιτρέπει νά κάνουμε λόγο γιά τήν ἀλήθεια τοῦ δέντρου). Χωρίς τίς ἀθάνατες ἰδέες δέν ὑπάρχει ἀλήθεια, ὅλα εἶναι ἁπλή «γνώμη». Ἄλλοι ἀρχαῖοι φιλόσοφοι τοποθετοῦσαν ἀλλοῦ τή σταθερότητα τῶν ὄντων (Θαλῆς = τό νερό, Ἀναξιμένης = τόν ἀέρα, Πυθαγόρειοι = τούς ἀριθμούς κ.λπ.), ἀλλά ἕνα πράγμα ἦταν σέ ὅλους κοινό, ὅτι γιά νά βροῦμε τή σταθερή ἀλήθεια τῶν ὄντων πρέπει νά ἀναζητήσουμε τήν ἀρχή ἀπό τήν ὁποία προῆλθαν τά ὄντα. Ἀληθινό καί σταθερό εἶναι μόνο τό ἀρχικό, ἡ πρώτη αἰτία, γιατί ἀπό ἐκεῖ καί πέρα ἀρχίζει ἡ κίνηση καί ἡ φθορά καί ἡ μεταβολή. Ἡ ὀντολογία τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων εἶναι πρωτολογική. Μόνο γυρίζοντας πίσω βρίσκομε τήν ἀλήθεια.
Τό ὀντολογικό ἐρώτημα τό κληρονόμησαν καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ καί αὐτοί ἦταν Ἕλληνες, δηλαδή μετεῖχαν στόν πολιτισμό, τήν παιδεία καί τή νοοτροπία πού εἶχαν διαμορφωθεῖ κάτω ἀπό τήν ἐπίδραση τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας. Τούς ἀπασχολοῦσε, συνεπῶς, καί αὐτούς τό πρόβλημα τῆς ἀλήθειας ἐν ὄψει τῆς φθορᾶς καί τῆς μεταβλητότητας τῶν ὄντων. Ἀφοῦ ὅλα μεταβάλλονται καί πεθαίνουν, τί εἶναι σταθερό καί ἀληθινό;
Ὁρισμένοι ἀπό τούς χριστιανούς φιλοσόφους, ὅπως ὁ Ὠριγένης, ἐπηρεασμένοι ἀπό τήν ἀρχαία ἑλληνική φιλοσοφία, ἀσπάστηκαν τήν πρωτολογική ὀντολογία τοῦ Πλατωνισμοῦ: ἡ ἀλήθεια τῶν ὄντων βρίσκεται στήν ἀρχή, ἀπό τήν ὁποία ἔπεσαν καί στήν ὁποία καλοῦνται νά ἐπιστρέψουν. Ὅ,τι εἶναι αἰσθητό, φθαρτό καί μεταβλητό, ὅπως τό σῶμα, δέν εἶναι ἀληθινό. Μόνο οἱ ψυχές εἶναι ἀληθινές, ἀφοῦ μόνο αὐτές εἶναι αἰώνιες, πάντα ὑπῆρχαν καί πάντα θά ὑπάρχουν.
Τό κύριο ὅμως ρεῦμα τῆς Πατερικῆς Θεολογίας δέν υἱοθέτησε αὐτή τήν ὀντολογία. Δύο ὑπῆρξαν τά κρίσιμα σημεῖα στά ὁποῖα στηρίχθηκε ἡ ὀντολογία τῶν Πατέρων:
α) Ἡ ἀλήθεια τῶν ὄντων δέν βρίσκεται στήν ἀρχή τους, ἀλλά στό τέλος τους. Τόν δρόμο πρός αὐτή τήν ἐσχατολογική ὀντολογία τόν ἄνοιξε πρῶτος ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος μέ τή θέση ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν πλάστηκε τέλειος ἀπό τήν ἀρχή, ἀλλά νήπιο, τό ὁποῖο μέσα στόν χρόνο θά ἀσκοῦσε τήν ἐλευθερία του, γιά νά τελειωθεῖ στά ἔσχατα. Ἡ ἀλήθεια, συνεπῶς, τῶν ὄντων δέν βρίσκεται στήν ἀρχή τους, ἀλλά στό τέλος τους· ὄχι σ’ αὐτό πού ἦταν, ἀλλά σ’ αὐτό πού θά εἶναι.
β) Ἀκριβῶς ἐπειδή ἡ ἀλήθεια τῶν ὄντων βρίσκεται στό τέλος τους, ὁ χρόνος καί ἡ ρευστότητα τῶν ὄντων, ἡ ὁποία τρόμαζε τόσο πολύ τόν ἀρχαῖο Ἕλληνα, γίνεται γιά τόν χριστιανό στοιχεῖο τῆς ὀντολογίας: μόνο μέσα ἀπό τόν χρόνο καί ἀπό τό φθαρτό αὐτό σῶμα μπορεῖ νά φτάσουν τά ὄντα στό ἀληθινό εἶναι τους. Ἔτσι, ἐνῶ ὁ Πλατωνισμός ἀναζητοῦσε τήν ὀντολογία ἔξω ἀπό τόν χρόνο καί τό σῶμα, οἱ Πατέρες ἔβλεπαν τόν χρόνο καί τό σῶμα ὡς ὀντολογικές προϋποθέσεις τῆς ἀλήθειας τῶν ὄντων: χωρίς χρόνο καί σῶμα δέν ὑπάρχουν ἀληθινά τά κτιστά ὄντα.
Δύο ἦταν οἱ λόγοι πού ὑποχρέωσαν τούς Πατέρες νά ἀλλάξουν κατ’ αὐτόν τόν τρόπο τήν ἀρχαία ἑλληνική ὀντολογία. Ὁ ἕνας ἦταν ὅτι ἡ ἀλήθεια τῶν ὄντων εἶναι ὁ Χριστός. Αὐτό σημαίνει ὅτι, ὅπως τονίζει ὁ ἅγιος Μάξιμος, ὅλη ἡ δημιουργία, ὅλα τά ὄντα ὑπάρχουν ἀληθινά μόνο ἐν ὄψει τοῦ Μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο ὁλοκληρώνεται στά ἔσχατα. Τό Μυστήριο τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὅμως ἀδιανόητο χωρίς χρόνο καί σῶμα, μέσα ἀπό τά ὁποῖα ἀσκεῖται ἡ ἐλευθερία ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ἡ Χριστολογία, συνεπῶς, στήν Πνευματολογική της ἔννοια ὑποχρεώνει τούς Πατέρες νά μετατοπίσουν τήν ὀντολογία ἀπό τήν ἀρχή στό τέλος καί νά ἐνσωματώσουν στήν ὀντολογία τόν χρόνο, τήν Ἱστορία καί τό σῶμα, τρεῖς πραγματικότητες πού ἡ ἀρχαία ἑλληνική σκέψη δέν μποροῦσε νά τίς ἐντάξει στήν ὀντολογία της.
Ἄς κρατήσουμε, λοιπόν, γιά τό θέμα μας τά χαρακτηριστικά αὐτά τῆς Πατερικῆς ὀντολογίας, γιατί θά μᾶς χρειαστοῦν στήν ἐξέταση τῆς σχέσης μεταξύ ὀντολογίας καί ἠθικῆς. Ὅταν λέμε ὀντολογία, ἐννοοῦμε τήν ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας τῶν ὄντων –κάτι κοινό μεταξύ ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καί πατερικῆς σκέψεως– ὄχι ὅμως ἔξω ἀπό τόν χρόνο, τήν ἱστορία καί τόν ὑλικό κόσμο, ἀλλά μέσα σ’ αὐτά, καί ὄχι στήν ἀρχή τῶν ὄντων, ἀλλά στό τέλος τους.[ ΚΑΙ ΤΟ ΔΥΝΑΜΕΙ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΙ ΕΙΝΑΙ;]
Τό νόημα τῆς ἠθικῆς
Ἡ ἠθική διαφέρει ἀπό τήν ὀντολογία κατά τό ὅτι ἐνδιαφέρεται ὄχι γιά τήν ἀλήθεια τῶν ὄντων, γιά τό εἶναι ἤ τήν ὕπαρξη τῶν ὄντων, ἀλλά γιά τήν πράξη καί τή συμπεριφορά, ὅπως αὐτή διαμορφώνεται ἐπί τῇ βάσει ὀρθολογικῶν ἀρχῶν. Ἔτσι, ἐνῶ ἡ ὀντολογία ἀναφέρεται σέ ὅλα τά ὄντα καί τήν ἀλήθειά τους, ἡ ἠθική περιορίζεται μόνο στόν ἄνθρωπο καί τίς πράξεις του. Τά βασικά χαρακτηριστικά τῆς ἠθικῆς σέ σχέση μέ τήν ὀντολογία εἶναι τά ἑξῆς:
α) Ἡ ταύτιση τοῦ εἶναι μέ τό πράττειν. Αὐτό ἀποτέλεσε χαρακτηριστικό τῆς δυτικῆς φιλοσοφίας καί θεολογίας ἤδη ἀπό τούς πρώτους χριστιανικούς αἰῶνες (Τερτυλλιανός), μέ ἀποκορύφωση στή Σχολαστική θεολογία τοῦ Μεσαίωνα, στήν ὁποία, ὅπως ἔδειξε ὁ Gilson, τό εἶναι ἔγινε συνώνυμο μέ τό πράττειν σέ σημεῖο πού καί ὁ Θεός, ὡς τό κατεξοχήν Ὄν, νά θεωρηθεῖ ὡς actus purus. Ἡ δυτική σκέψη ὀντολογοποιεῖ τήν πράξη, δηλαδή τήν κάνει τό ἔσχατο σημεῖο ἀναφορᾶς, πράγμα πού εὐνοεῖ τήν ἀπολυτοποίηση τῆς ἠθικῆς.
β) Ἡ ὀρθολογοποίηση τῆς συμπεριφορᾶς. Ἠθικό εἶναι ὅ,τι συμπίπτει μέ τόν ὀρθό λόγο. Αὐτό σημαίνει ὅτι, ἄν δεχθοῦμε ὅτι ὀρθός λόγος εἶναι οἱ ἰδέες τοῦ ἀγαθοῦ κ.λπ. (Πλάτων), τότε ἠθικό εἶναι ὅ,τι εἶναι ἰδεατό: ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά συμπεριφέρεται σύμφωνα μέ ὁρισμένα ἰδανικά, πού δέν προέρχονται ἀπό τήν ἐμπειρία, ἀλλά ἐπιβάλλονται σ’ αὐτήν. Ἄν ὅμως ὀρθός λόγος εἶναι ἡ ὠφέλεια, ἡ εὐδαιμονία κ.λπ., ὅπως ἐπικράτησε τελικά στή Δύση, τότε ἠθικό εἶναι ὅ,τι ἐξυπηρετεῖ τούς σκοπούς αὐτούς. Ἡ ἠθική γίνεται ἔτσι ἕρμαιο τοῦ ὀρθολογισμοῦ.
γ) Ἡ ἐπιβολή τοῦ ἀνθρωπίνου λόγου στή φύση. Ὅσο καί ἄν φαίνεται παράξενο, ἡ ἠθική δέν μπορεῖ ποτέ νά σεβαστεῖ τή φύση. Ὅταν ἰσχυριζόμαστε ὅτι κάτι εἶναι ἠθικό διότι εἶναι «φυσικό» ἤ «φυσιολογικό», αὐτό πού ἔχουμε κατά νοῦ εἶναι ὄχι ἡ φύση ὅπως πράγματι εἶναι, ἀλλά ὅπως θά ἦταν λογικό νά εἶναι. Ἔτσι ἀφύσικη χαρακτηρίζεται ἡ ἀταξία, ἐνῶ στήν πραγματικότητα, ὅπως ἀποδεικνύει ἰδιαίτερα στίς μέρες μας ἡ φυσική ἐπιστήμη, τίποτε δέν εἶναι πιό φυσικό ἀπό τό χάος, τήν ἀναστάτωση καί τήν ἀπροσδιοριστία.
Παρόμοια παραδείγματα θά μποροῦσε νά ἀναφέρει κανείς ἀπό τή σεξουαλική ἠθική ἤ ἀπό τήν κοινωνική ζωή (γάμος, οἰκογένεια κ.λπ.). Ἡ ἐπιτυχία τῆς φύσεως στήν ἠθική δέν εἶναι παρά μιά ἐπιβολή τοῦ ἀνθρωπίνου λόγου στή φύση. Κραυγαλέο καί τραγικό συνάμα παράδειγμα εἶναι τό οἰκολογικό πρόβλημα: μέ βάση τήν ὀρθή λογική φυσικό θεωρήθηκε τό νά ὑπηρετεῖ ἡ φύση τόν ἄνθρωπο μέ τίς γνωστές συνέπειες. Ἀκόμα καί σήμερα πού ἀναπτύσσεται μιά οἰκολογική ἠθική, ἡ κύρια φροντίδα εἶναι πῶς θά ὀργανωθεῖ ὀρθολογικά ἡ ἀνθρώπινη συμπεριφορά μέ σκοπό τή μεγαλύτερη ὠφέλεια τοῦ ἀνθρώπου καί ὄχι ὁ σεβασμός τῆς ἴδιας τῆς φύσεως. Ἡ ἠθική εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ ἀνθρωποκεντρική καί ὀρθολογική, καί γι’ αὐτό δέν μπορεῖ ποτέ νά εἶναι ὀντολογική.
Γιά τούς λόγους αὐτούς ἡ ἠθική βρίσκεται σέ σύγκρουση μέ τήν ὀντολογία τῶν Πατέρων, ὅπως τήν περιγράψαμε πρό ὀλίγου. Ἡ πατερική ὀντολογία εἶναι, ὅπως εἴδαμε, ἐσχατολογική. Ἡ ἠθική ἐξαντλεῖται στή συμπεριφορά καί τό πράττειν. Δέν τήν ἀπασχολεῖ ἡ φθορά καί ὁ θάνατος, δέν ἔχει ὡς στόχο τό «ἀεί εἶναι» παρά μόνο τό «εὖ εἶναι», καί αὐτό μέ ἔμφαση στό «εὖ» παρά στό «εἶναι». Τό νά εἶσαι καλός ἄνθρωπος ἀρκεῖ, δέν πειράζει πού πεθαίνεις. Ἡ ὀντολογία στοχεύει στό νά νικήσεις τόν θάνατο, ἐνῶ ἡ ἠθική στό νά νικήσεις τό κακό, ὡσάν ὁ θάνατος νά μήν ἦταν τό μέγιστο κακό, ὁ «ἔσχατος ἐχθρός», ὅπως τόν ἀποκαλεῖ ὁ Παῦλος. Ἡ ἠθική μέ τόν τρόπο αὐτό ρίχνει στάχτη στά μάτια τοῦ ἀνθρώπου, γιά νά μή βλέπει πώς εἶναι θνητός καί πώς σέ τελική ἀνάλυση ἡ ἠθική δέν τοῦ προσφέρει τίποτε μπροστά στόν θάνατο.
Ἀλλά μέ τόν τρόπο αὐτόν ἡ ἠθική συγκρούεται μέ τήν πατερική ὀντολογία στήν ἀξιολόγηση τοῦ σώματος. Ἡ ὑποτίμηση τοῦ θανάτου συνοδεύεται ἀναπόφευκτα ἀπό τήν ὑποτίμηση τοῦ σώματος, γιατί αὐτό εἶναι ὁ κατεξοχήν φορέας τοῦ θανάτου. Ἔτσι, ἐνῶ ἡ πατερική θεολογία, λόγω τῆς ὀντολογίας της, εἶναι ὑποχρεωμένη νά διδάσκει τήν ἀνάσταση στά ἔσχατα τῶν σωμάτων, ἡ ἠθική δέν ἐνδιαφέρεται γιά κάτι τέτοιο. Στή μέν ἰδεαλιστική-πλατωνίζουσα μορφή της ἀρκεῖται στήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς, στή δέ ὀρθολογιστική-εὐδαιμονιστική μορφή της στήν κοινωνική καί ἀτομική εὐτυχία. Καμία ἠθική δέν μᾶς ὑποχρεώνει νά πιστέψουμε στήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων, ὅπως ἀντίθετα, καμία ὀντολογία, πού δέν ἀπορρίπτει τό σῶμα ὡς ὀντολογικό στοιχεῖο τῶν ὄντων, δέν μπορεῖ λογικά νά εἶναι συνεπής, ἄν δέν διδάσκει τήν ἐπιβίωση, μέ κάποιο τρόπο, τῶν σωμάτων. Ὀντολογία χωρίς νίκη κατά τοῦ θανάτου εἶναι ἀδιανόητη, γιατί τό «εἶναι» ἑνός ὄντος χωρίς τό «ἀεί εἶναι» εἶναι ψεύτικο. Ἄν τό ὄν αὐτό ἔχει ὡς ὀντολογικό χαρακτηριστικό του τό σῶμα, ὅπως συμβαίνει στήν πατερική θεολογία, τότε τό «ἀεί εἶναι» προϋποθέτει ὁπωσδήποτε ἀνάσταση ὄχι ἁπλῶς νεκρῶν, ἀλλά σωμάτων.
(συνεχίζεται)
Περιοδικό Φρέαρ[ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ] Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου 2013 (τεύχος 3).
ΛΕΓΟΝΤΑΣ ΣΩΜΑ ΔΕΝ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΚΑΙ Η ΔΙΑΦΟΡΑ ΣΩΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΑΡΚΑΣ, ΤΡΕΠΤΩΝ ΚΑΙ ΑΤΡΕΠΤΩΝ ΠΑΘΩΝ, Η ΟΠΟΙΑ ΔΙΝΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΑΣΚΗΤΙΚΟ ΑΓΩΝΑ ΣΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΣΤΗΡΙΖΕΤΑΙ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ.
Ἡ ὀντολογία τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων εἶναι πρωτολογική. Μόνο γυρίζοντας πίσω βρίσκομε τήν ἀλήθεια.
ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΓΩ. Η ΑΡΧΗ ΔΕΝ ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΑ ΑΛΛΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΚΑΙ ΤΑΥΤΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΙΑ ΚΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑ, ΤΟ ΓΕΝΟΣ. ΚΑΙ ΤΟ ΕΙΝΑΙ ΜΕΙΩΝΕΤΑΙ ΣΕ ΓΕΝΙΚΟΤΗΤΑ. ΑΝΑΓΚΑΖΕΤΑΙ ΛΟΙΠΟΝ ΝΑ ΒΑΛΕΙ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ ΟΠΟΥ Ο ΠΑΤΗΡ ΣΑΝ ΑΡΧΗ ΧΡΟΝΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΥΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΕΦΟΣΟΝ Η ΑΡΧΗ ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ ΣΑΝ ΞΕΚΙΝΗΜΑ ΚΑΙ ΣΑΝ ΠΡΩΤΟ ΟΝ, ΑΝΑΙΤΙΟ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου