Πέμπτη 6 Ιουλίου 2023

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (182)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Σάββατο, 1η Ιουλίου 2023


Jacob Burckhardt
ΤΟΜΟΣ 3ος
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ:
ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ
IV. Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΚΤΟΣ ΤΟΥ ΑΠΛΟΥ ΕΞΑΜΕΤΡΟΥ

6. ΧΟΡΙΚΗ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ.-2


Όλες οι πληροφορίες που διαθέτουμε για τη χορική λυρική ποίηση είναι ατελείς, και εκτός από την αδυναμία μας να σχηματίσουμε μια συγκεκριμένη εικόνα της μουσικής και της ορχηστικής της τέχνης, τα μοναδικά έργα που μας παραδόθηκαν ακέραια είναι τα επινίκια, τα οποία συνέθεσε ένας ποιητής, ο οποίος στην αρχαιότητα είχε τιμηθεί για όλες τις μορφές του ποιητικού του έργου· πρόκειται για τον Πίνδαρο τον δημιουργό της συγκυριακής ποίησης στην πλέον επιβλητική της μορφή.

Γεννήθηκε το 522 και έζησε περισσότερα από ογδόντα έτη. Ο ίδιος είχε ασθενική φωνή αλλά αφιέρωσε τη ζωή του στη μουσική και τη χορική ποίηση, ως άνδρας ευσεβής και θεοφιλής, και ως χορικός ποιητής και μέγας θεολόγος, ιδιότητα που κανένας ιερέας της εποχής δεν κατείχε. Τα Επινίκιά του μας αποκαλύπτουν κατ’ αρχάς τη μέγιστη κοινωνική σημασία της χορικής λυρικής ποίησης. Κατά γενική ομολογία η σημαντικότερη στιγμή στη ζωή ενός νικητή ήταν αφ’ ενός οι τιμές που του προσφέρονταν αμέσως μετά τη νίκη του στην Ολυμπία, στους Δελφούς, στη Νεμέα ή την Κόρινθο, με μια σύντομη ωδή, και αφ’ ετέρου, κατά την επιστροφή του στην πατρίδα, όπου του αφιέρωναν ένα μεγάλο χορωδιακό άσμα. Για την προσφορά του αυτή ο ποιητής αμειβόταν πλουσιοπάροχα, προκειμένου να εγκαταλείψει κάθε άλλη ασχολία, και να συνθέσει το χορωδιακό άσμα, στου οποίου τις δοκιμές παρίστατο σπανίως ο ίδιος ο ποιητής, και συνηθέστερα ένας χοράρχης τον οποίο προσκαλούσε η ενδιαφερομένη πόλη. Η παρουσίαση γινόταν συνήθως στην οικεία του νικητή, ενώπιον της οικογένειας και των οπαδών του, ή, όπως στην περίπτωση της δεύτερης Νεμεονικιάδας, σε ένα δημόσιο κτίριο της πόλης, ή κατά την διάρκεια της επινίκιας πομπής προς τον ναό, βηματίζοντας κατά τη στροφή και την αντιστροφή του ύμνου, και σταματώντας κατά την επωδό· η τελετή επαναλαμβανόταν όταν ο εορτασμός ήταν ετήσιος· υπήρχαν όμως και περιπτώσεις που ο επινίκιος ύμνος προσφερόταν στον νικητή μετά θάνατον, όπως ο δεύτερος Ισθμιονίκης, του οποίου τον ύμνο παρέλαβε ο γυιός του νικητή, αφού ο ίδιος ο Πίνδαρος, ενώ προέβη σε υποσχέσεις την ημέρα της εορτής, άφησε να περάσουν αρκετά χρόνια, ώστε ο τιμώμενος να καταστεί αρκετά γηραιότερος και ωριμότερος (ενδέκατος Ολυμπιονίκης).

Μοναδική επιθυμία του Πινδάρου ήταν να ζήσει ως το τέλος του βίου του τιμώμενος από όλους του Έλληνες για τη σοφία του, πλαισιωμένος από νικητές. Οι ωδές του αφορούσαν αποκλειστικά, εκτός από δύο εξαιρέσεις, τους νικητές σε αρματοδρομίες και αγωνίσματα, διότι αυτοί εκπροσωπούσαν σχεδόν αποκλειστικά την επίλεκτη Ελλάδα της εποχής και κάλυπταν πλήρως τον ορίζοντα έμπνευσης του ποιητή. Ασφαλώς αναφερόμαστε μόνο σε όσους είχαν τα μέσα να καλύψουν την αμοιβή του ποιητή και του χορού, διότι ο Πίνδαρος εκτιμούσε απόλυτα τον πλούτο: όποιος κατείχε τον πλούτο στολισμένο με αρετές, αυτός μόνο εδύνατο να γνωρίσει το μέλλον, δηλαδή τα συμβαίνοντα στο υπερπέραν, και όπως το ύδωρ (σαν απαραίτητο στοιχείο της ζωής) είναι ότι πολυτιμότερο υπάρχει, αμέσως μετά ακολουθεί ο χρυσός (Ολυμπ. Α). Ο τρόπος που εκφράζεται σχετικά στην αρχή του 2ου Ισθμιονίκη φαντάζει εξαιρετικά αφελής: οι αρχαίοι υμνωδοί, λέει, εμφορούντο από συναίσθημα, η Μούσα δεν είχε κανένα όφελος, δεν κοπίαζε για να αμειφθεί, και τα άσματα δεν είχαν ακόμη την όψη του αργυρίου· τώρα όμως θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ο λόγος αυτού του Αργείου (του Αριστόδημου), που όταν έχασε την περιουσία και τους φίλους του, έλεγε: «Το χρήμα, το χρήμα είναι ο άνθρωπος». Κατ’ αυτόν τον τρόπο αντιλαμβανόταν ο Πίνδαρος την έννοια του Πλούτου κ. τ. λ., εξισορροπώντας μ’ αυτό τον τρόπο την νέα αντίληψη περί αμοιβής. Στην πραγματικότητα και ο ίδιος ο ποιητής συμμεριζόταν τη νοοτροπία των εύπορων νικητών, αναγνωρίζοντάς τους ένα είδος ανωτερότητας, εκπροσωπώντας και ο ίδιος την τιμώμενη προσωπικότητα εκείνης της εποχής, ενώ οι ύμνοι του απηχούσαν την ύστατη μεγαλοπρεπή επίδειξη μιας κάστας, η οποία είχε προ πολλού αναγκαστεί στις περισσότερες πόλεις, να παραδώσει την πραγματική εξουσία στους φορείς της δημοκρατίας.

Σε ότι αφορά το περιεχόμενο και το ύφος των Επινικίων θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ο Πίνδαρος δεν σκιαγραφεί το πορτραίτο του συγκεκριμένου νικητή, κάτι που θα τον οδηγούσε σε αφόρητη ομοιομορφία, αλλά εξυμνεί το κλέος του. Το ακριβές μέτρο αυτής της θεώρησης εκφράζεται στην τέχνη του με μεγαλοπρεπείς ωδές, επεξεργασμένες κατά βούληση, στις οποίες εμπεριέχονται συγκεκριμένες πληροφορίες για τον ίδιο τον νικητή, για τη γενεαλογία του, την οικογένειά του, τη οικιακή λατρεία του, την πατρίδα του κ.τ.λ. Και επιπλέον διαθέτει το πλεονέκτημα να μπορεί να συμπεριλάβει στους επαίνους του μιαν ολόκληρη οικογένεια νικητών. Αλλά η καθαυτό ουσία της ποίησής του εδράζεται στο μύθο, χάρη στον οποίο το επικό στοιχείο κατακτά τις ωδές του, μέσω μιας σύντομης και εντυπωσιακής παρουσίασης, δεδομένου ότι η αφήγηση δεν είναι εδώ καθοριστική, όπως στην εποποιία, αλλά υποθηκευμένη στην ποιητική στόχευση του επαίνου του νικητή. Σε ορισμένες περιπτώσεις ο μύθος συναρτάται με το πρόσωπο του νικητή δια της θεϊκής ή ηρωικής καταγωγής του, προνόμιο εξαιρετικά διαδεδομένο στην αρχαία Ελλάδα· – ο Πίνδαρος είτε επέλεγε ένα χαρακτηριστικό που να αντιστοιχεί στο μύθο της σχετικής θεότητας, ή στη γενεαλογία των ηρώων, αναφερόμενος παράλληλα και στις μυθικές περιπέτειες· – είτε η υπάρχουσα οικιακή λατρεία της οικογένειας του νικητή, επέτρεπε στον ποιητή να συμπεριλάβει τον έπαινο των εστιακών θεοτήτων· άλλοτε ο μύθος συνδεόταν με τη γενέθλια πόλη του νικητή (6ος Ισθμιονίκης, ιστορίες των Θηβών), και με αναφορές στην τοπική λατρεία, όπως το σύντομο και όμορφο άσμα της 4ης Ολυμπιάδας, ή την λατρεία των Χαρίτων του Ορχομενού, με την ευκαιρία της νίκης ενός ορχομένιου αθλητή· όταν ο ποιητής δεν είχε κάτι προσφορότερο υμνούσε τους τοπικούς μύθους της περιοχής που διεξήχθησαν οι αγώνες. Οι πληροφορίες σχετικά με τα μυθικά γεγονότα που χρησιμοποιούσε σ’ αυτές τις περιπτώσεις τού προσφέρονταν από την οικογένεια και το περιβάλλον του νικητή, μπορούσε όμως επίσης να επιλέξει ανάμεσα στους μεμονωμένους μύθους των λογογράφων, και τις αφηγήσεις περί της ιδρύσεως των πόλεων. Δεν γνωρίζουμε ασφαλώς κατά πόσον ο ίδιος ο Πίνδαρος, ή οι ακροατές του είχαν επιδιώξει ή συναισθανθεί την ύπαρξη κάποιας επιβεβλημένης αναλογίας ανάμεσα στα στοιχεία του μύθου και τα πραγματικά γεγονότα· είναι πάντως βέβαιο ότι ο Πίνδαρος ακολουθούσε συνειδητά τη σκέψη του, και όπως επίμονα ισχυρίζεται εμπιστευόταν την προσωπική του έμπνευση.

Αρχικά δίνει το προβάδισμα στο άσμα· εξαιρετικό παράδειγμα δεξιοτεχνίας αποτελεί η αρχή του 1ου Πυθιόνικου. Αλλά επιπλέον το ίδιο το άσμα έχει γι αυτόν αντίστοιχη αξία με τη εξύμνηση της νίκης, από την οποία εξαρτάται η ευδαιμονία του νικητή. H υπερβολική επισημότητα του ύφους του μας εμποδίζει να διακρίνουμε τις προσωπικές αξιώσεις του, όταν για παράδειγμα λέει (7ος Νεμεονίκης) ότι μοναδικός καθρέφτης των λαμπρών κατορθωμάτων είναι η Μνημοσύνη και το άσμα της, ή (10ος Ολυμπιονίκης) ότι το μόνο που έχει ανάγκη ο άνθρωπος είναι άλλοτε ο άνεμος, και άλλοτε οι καταιγίδες τού ουρανού, οι κόρες της Νεφέλης, αλλά όταν αυτός ο άνθρωπος ολοκληρώσει με τεράστιες προσπάθειες ένα μεγάλο έργο, του αφιερώνονται ύμνοι γλυκείς σαν το μέλι, θεμέλια μιας ακόμη μελλοντικής δόξας, εχέγγυα μιας ύψιστης αξίας.

Η ωδή λοιπόν εκφράζει με σθένος πολλές προσωπικές του βλέψεις, σε βαθμό που σε ορισμένα σημεία να εμφανίζεται μια παράξενη ασυνέχεια ανάμεσα στη χορική αφήγηση και το υποκειμενικό περιεχόμενο. Ο ποιητής απευθύνεται συχνά στη Μούσα, ή στο προσωπικό του συναίσθημα, ή στο ίδιο το άσμα και τη φόρμιγγα (λύρα), και προσδιορίζει αυτά για τα οποία θα ομιλήσει, και όσα θα αποσιωπήσει, φοβούμενος μήπως κουράσει το κοινό του αν επεκταθεί περισσότερο· και ξαφνικά εγκαταλείπει απότομα την αφήγηση του μύθου για να περάσει στην εξύμνηση του νικητή. Δημιουργείται η εντύπωση ότι προσπαθεί να εξισορροπήσει τις μεγάλες δυσκολίες που παρουσιάζει η συνολική σύνθεση.

Ο τρόπος με τον οποίο υπογραμμίζει στις συνθέσεις του την προσωπική του αξία, μπορεί να μην είχε απήχηση ιδιαίτερα τους ακροατές του σε μακρινές χώρες, αλλά ο ίδιος συνέχισε να εκτιμάται από αυτούς που πίστεψαν στην αξία του. Το άσμα του, που εξυμνεί για παράδειγμα, τη νίκη σε αρματοδρομίες ημιόνων (η νίκη και το άσμα είναι ανάξια λόγου) περιγράφεται ως «η διαρκής λαμπρότητα της ανδρείας»· και ως επιστέγασμα, ο ίδιος ο Πίνδαρος επιβαίνει στο εν λόγω νικηφόρο άρμα, ενώ κατά την έξοδό του από το χρυσό περιστύλιο, απαγγέλλεται το άσμα του προς τον νικητή, όπως ακριβώς ένας πεθερός ανυψώνει την γεμάτη χρυσή κούπα του και πίνει στην υγεία του γαμβρού του· χάρη στην ευλογία των θεών, η έμπνευση ρέει στις φλέβες του άξιου ποιητή· όταν όμως ένας άξιος νικητής κατέρχεται στον Άδη, χωρίς να έχει υμνηθεί, τότε αυτός έζησε και πέθανε άσκοπα.

Θα πρέπει εδώ να προσθέσουμε και την πολεμική του τέχνη, η οποία δεν έχει τίποτε το ποιητικό, και στα χείλη του χορού προκαλεί τον γέλωτα. Ο Όμηρος θα είχε υπερεκτιμήσει τον Οδυσσέα, αν, όπως ακριβώς και ο Πίνδαρος (ο οποίος συναισθανόταν, χωρίς αμφιβολία, την μνημειώδη υπεροχή της Οδύσσειας) είχε πιο ακριβείς γνώσεις. Αυτός ο τελευταίος όμως στρέφεται εναντίον των εχθρών και των φθονερών. Τους αποκαλεί αλώπεκες, ή ωρυομένους κόρακες, που έρπουν στη γη, σε αντίθεση με αυτόν τον ίδιο, έναν αετό, και παραθέτει ενίοτε μιαν αιχμηρή επωδό (Ολυμπ.ΙΙ, Πυθ. ΙΙ, Νεμον.VII). Καλεί μάλιστα μια φορά τον χοράρχη του Αινεία να ρωτήσει τους κοινούς τους φίλους, αν πιστεύουν ότι οι θα καταφέρουν τελικά οι δυό τους να γλυτώσουν από τον αρχαίο υβριστικό χαρακτηρισμό του «εκ Βοιωτίας χοίρου».

Οι επιλογές αυτές τον ανάγκαζαν συχνά να καταφύγει σε έναν σκληρό και εμπαθή τρόπο έκφρασης, προκειμένου να συνδυάσει το κείμενο με τον ρυθμό και τη μουσική, ή με την όποια μιμική και ορχηστική απαίτηση. Ο Πίνδαρος θεωρήθηκε αρχικά δυσνόητος, και η μεγάλη δόξα και δημοφιλία του οφείλονται πιθανότατα στην μέγιστη εξοικείωση και λατρεία του λαού με τα χορικά άσματα εν γένει, και τον θαυμασμό του απέναντι στην ανδρεία των νικητών των μεγάλων αγώνων. Ενίοτε παραποιεί ακόμη και την απλή πραγματικότητα χρησιμοποιώντας πομπώδεις εκφράσεις, και ξαφνικά παραθέτει στη μέση του λόγου του μια ξερή και απλοϊκή διατύπωση. Όταν για παράδειγμα θέλει να τονίσει ότι μια τελετή επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο, λέει (Ολυμπ. VΙ 1) « Δία κ.τ.λ…, το γύρισμα των εποχών σου, στους ποικιλόμορφους ήχους της λύρας, με στέλνουν εδώ μάρτυρα των πιο τρανών αγώνων». Όταν επιθυμεί να υπογραμμίσει μια δήλωση προς τιμήν του νικητή, λέει (Ολυμπ. VI, 32) «Ούτε πολύ την έριδα αγαπώ, ούτε τη δόξα, και είμαι έτοιμος να το διαλαλήσω με μεγάλο όρκο· οι Μούσες με τη μελένια φωνή σ’ αυτό θα με βοηθήσουν!» Ένας από τους αθλητές του που νίκησε στην αχαϊκή πόλη Πελλήνη, έλαβε το κατά την παράδοση έπαθλο, μια ζεστή χλαμύδα, και ο ποιητής λέει: «Όταν η Πελλήνη του χορήγησε μια θερμή προστασία από τις ψυχρές ριπές του ανέμου…». Αν κάποιο άσμα του, που είχε για πολύ καιρό καθυστερήσει τη σύνθεσή, αποκτούσε ξαφνικά φήμη, τόσο το καλύτερο, από τη στιγμή που θα του απέφερε πρόσθετο κέρδος. Ενώ τα πομπώδη σχόλιά του για τις κορίνθιες ιερόδουλες περιείχαν, χωρίς κακή πρόθεση, ιδιαίτερα κωμικούς χαρακτηρισμούς.

(συνεχίζεται)

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

https://voegelinview-com.translate.goog/on-classical-studies/?_x_tr_sl=en&_x_tr_tl=el&_x_tr_hl=el&_x_tr_pto=wapp