Η Αποδόμηση είναι ένα ιδεολογικό ρεύμα που επικράτησε τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα, ενώ στις μέρες μας συνεχίζει να ασκεί κάποια επίδραση. Ιδρυτής της Αποδόμησης είναι ο γαλλο-αλγερινός φιλόσοφος ιουδαϊκής καταγωγής Ζακ Ντεριντά, ενώ το όλο κίνημα σταδιοδρόμησε περισσότερο στα αμερικανικά Πανεπιστήμια, καθώς η ηπειρωτική φιλοσοφία κράτησε απέναντί της μια επιφυλακτική στάση. Ο Ντεριντά καταφέρθηκε ενάντια στον «λογοκεντρισμό» της δυτικής μεταφυσικής, ενώ ισχυρίσθηκε ότι ο ίδιος συνέχισε το έργο του Νίτσε και του Χάιντεγκερ, που πρώτοι άνοιξαν τον δρόμο για αυτή την εναντίωση στην «οντοθεολογία». Έργο-κλειδί για την όλη σκέψη του είναι το «Περί Γραμματολογίας», που μεταφράσθηκε στα ελληνικά από τον Κωστή Παπαγιώργη, ο οποίος μας άφησε και άλλες θαυμάσιες μεταφράσεις έργων του παλαιότερου και σύγχρονου γαλλικού στοχασμού.
Διάβασα το «Περί Γραμματολογίας» πριν από πολλά χρόνια και μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η ανάλυση που επιχειρεί ο Ντεριντά στο βιβλίο «Περί της καταγωγής των Γλωσσών» του Ρουσσώ, το οποίο ωστόσο ανέγνωσα μόνο τελευταία, και πάλι σε εξαίρετη μετάφραση του Κωστή Παπαγιώργη (Εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1998). Εδώ θα παρουσιάσω μία σύνοψη της ανάλυσης αυτής, αξιοποιώντας και το άρθρο «Παρανοώντας τον Ρουσσώ; Η αποδομητική ανάγνωση του Ζακ Ντεριντά στο έργο του Ρουσσώ ‘‘Περί της καταγωγής των γλωσσών’’» («Misreading Rousseau? Jacques Derrida’s Deconstructive Reading of Rousseau’s Essay on the Origin of Languages», Philosophy Study, October 2015, Vol. 5, No. 10, 499-512) του πολύ καλού μελετητή Γεράσιμου Κακολύρη. Ο Ρουσσώ πιστεύει λοιπόν, κατά τον Ντεριντά, ότι η ανθρωπότητα εξέπεσε από μια κατάσταση θείας χάριτος στα δεσμά της πολιτικής και «εκπολιτισμένης» κατάστασης. Στην αρχή υπήρχε μια «φυσική» γλώσσα, γλώσσα που δεν την είχε αγγίξει και διαβρώσει ακόμη ο «πολιτισμός». Την εποχή αυτή δεν είχαν σχηματιστεί ακόμη οι περίπλοκες γραμματικές δομές, αναγκαίες για την άρθρωση της «αφηρημένης σκέψης» (υπονοείται ότι αυτή η αφηρημένη σκέψη είναι για τον Ρουσσώ μια διαφθορά της φυσικής γλώσσας). Η γλώσσα αυτή ήταν παντελώς απομακρυσμένη από την «γραφή», όπου ως γραφή εννοούμε μία πλούσια ανεπτυγμένη ολότητα φυσικών συμβάσεων, διάμεσου της οποίας η γλώσσα κατορθώνει την εξ αποστάσεως επικοινωνία, χωρίς το πλεονέκτημα της άμεσης (πρόσωπο με πρόσωπο) επαφής. Και φυσικά, για τον Ντεριντά η δυτική μεταφυσική, ξεκινώντας ήδη από τον Πλάτωνα, θεωρούσε την γραφή ως υποδεέστερη έναντι της άμεσης «ομιλίας», η οποία και συνιστά την ολότητα της «Παρουσίας». Μέγα θέμα για τον Ντεριντά στην δυτική μεταφυσική είναι το ζήτημα ακριβώς της «Παρουσίας», της ύπαρξης του εαυτού εντός του εαυτού, και αφορά ακόμη τον Θεό, την επιστήμη, την λογική αλλά και το πράγμα καθεαυτό, την ουσία, την ταυτότητα. Αφορά το Είναι ως Παρουσία. Ο υποβιβασμός της γραφής συνιστά την αναγκαία και επαρκή προϋπόθεση τη «οντοθεολογίας».
Για να επανέλθουμε στη ροή της σκέψης μας, πρέπει να πούμε ότι υπάρχει αντίθεση, κατά την ντεριντιανή εκδοχή του Ρουσσώ, μεταξύ της «φυσικής» γλώσσας στην οποία αναδύεται και εκφράζεται το «πάθος» του φυσικού ανθρώπου και της «τεχνητής» γλώσσας, όπου αυτό το πάθος υποβαθμίζεται από τις γλωσσικές συμβάσεις. Η φυσική γλώσσα γεννήθηκε στον Νότο, περιπαθής, μελωδική και φωνητική, όπου μπορούσε να βρει κανείς την ομιλία κοντά στην «προέλευσή» της (το πάθος), άφθορη ακόμη από τις συμβάσεις της τεχνητής γλώσσας. Οι τεχνητές γλώσσες αναπτύχτηκαν στον Βορρά, όπου το «πάθος» υπερβαίνεται από τον «λόγο» («reason») και η κοινωνική ζωή υποτάσσεται στις δυνάμεις της οικονομικής οργάνωσης. Μπορεί, με την κυριαρχία του «λόγου», η επικοινωνία να διεξάγεται καλύτερα στον Βορρά, διευρύνεται όμως το χάσμα μεταξύ αισθήματος και νοήματος, ενστίκτου και λογικής έκφρασης. Η γραφή εμφανίζεται ως το αποτέλεσμα αυτής της διεργασίας. Όσο πιο σύνθετη γίνεται μια γλώσσα, τόσο εξαρτάται από την «άρθρωση» (articulation»), η οποία άρθρωση καθιστά και την γραφή δυνατή.
Ο Ντεριντά «αποδομεί» αυτήν την μυθολογία της «Παρουσίας», χρησιμοποιώντας την έννοια της «συμπληρωματικότητας» (supplementarity), που κατά τη γνώμη του διατρέχει αθέλητα όλο το κείμενο του Ρουσσώ, αλλά και εξυπονοείται σε όλη την δυτική μεταφυσική. Για τον Ντεριντά, από την στιγμή που η γλώσσα ξεπερνά το επίπεδο της «πρωτόγονης κραυγής», που εκφράζει άμεσα το πάθος, λόγω της «άρθρωσης», είναι ήδη σημαδεμένη από την γραφή, την παρακμή και την φθορά. Και επειδή στην ουσία η γλώσσα είναι εξαρχής άρθρωση, είναι πάντοτε, ήδη μολυσμένη από την γραφή, που εξισώνεται με την Απουσία της Παρουσίας, την αναβολή του νοήματος, την μην ύπαρξη του εαυτού στον εαυτό, την φθορά. Έτσι ο Ρουσσώ καταλήγει να πει αυτό που δεν ήθελε να πει, ότι η Γλώσσα και η Ομιλία είναι η κατεξοχήν Παρουσία. Έτσι λοιπόν, και επειδή η άρθρωση είναι αναπόσπαστο στοιχείο της γλώσσας, η Γλώσσα τελικά υστερεί έναντι του ίδιου της του εαυτού, υπολείπεται του εαυτού της.
Αυτά όλα τα γενικεύει ο Ντεριντά και τα καθιστά συμπαντικό νόμο. Κατ’ αυτόν, μέσα στην ομιλία βρίσκεται ήδη, όπως είπαμε, η γραφή, μέσα στο καλό το κακό, μέσα στην αλήθεια το ψεύδος, μέσα στην βεβαιότητα η αβεβαιότητα κ.λπ. Κάθε μεταφυσικό κείμενο, όπως αυτά του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Ντεκάρτ, του Καντ κλπ., αντί να αποτελεί ένα ενωμένο όλο, φέρει εντός του αδιάλλακτα αντιφατικά νοήματα. Όπως είπε κάποιος αμερικανός φιλόσοφος, «αποδόμηση δεν είναι να αποσυναρμολογήσεις τη δομή ενός κειμένου, αλλά μία υπόδειξη ότι το ίδιο το κείμενο έχει αποσυναρμολογήσει τον εαυτό του. Αυτό που φαίνεται ως η συμπαγής του βάση, δεν είναι βράχος αλλά αέρας» (Hillis Miller). Γενικότερα, η δυτική μεταφυσική παράδοση αποσυναρμολογείται μόνη της, αρκεί να ξέρει κανείς να εφαρμόσει την κατάλληλη τεχνική. Και βέβαια, πέρα από οτιδήποτε άλλο, κύριος στόχος του Ντεριντά είναι να αποδομήσει την αλήθεια, υποστηρίζοντας ότι εξαρχής κρύβεται μέσα της το ψεύδος- ο χριστιανισμός, θεωρούμενος και αυτός ως μέρος της δυτικής φιλοσοφικής σκέψης (Άγιος Αυγουστίνος, Ακινάτης κ.λπ.) πλήττεται και αυτός από την Αποδόμηση (για τις ιουδαϊκές καταβολές της άποψης ότι «η γραφή προηγείται της φωνής» βλ. και το άρθρο μου «Η θεολογική στάση του Ζακ Ντεριντά», δημοσιευμένο επίσης στο «Αντίφωνο»).
Ο Καθηγητής Γ. Κακολύρης στο προαναφερθέν άρθρο του («Misreading Rousseau?… » υποστηρίζει ότι στην πραγματικότητα η ανάγνωση του Ρουσσώ από τον Ντεριντά συνιστά μια παρανόηση. Το ίδιο θα υποστηρίξει εκτενέστερα στο πολύ ωραίο βιβλίο του «Ο Ζακ Ντεριντά και η Αποδομητική Ανάγνωση» (Εκδ. Εκκρεμές, Αθήνα 2004). Ωστόσο, δεν θα ήθελα εδώ να αναφερθώ σε αυτό το ζήτημα, παρότι είναι πολύ σημαντικό, και θα περάσω κατευθείαν στις φιλοσοφικές θέσεις, ρητές ή υπόρρητες, που έκαναν δυνατή την ανάπτυξη μιας τέτοιας φιλοσοφικής θέσης, όπως αυτής του Ζακ Ντεριντά.
****************
Σύμφωνα λοιπόν με μια κυρίαρχη άποψη στην νεότερη φιλοσοφία, η γραφή δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να καταγράφει, και άρα μαζί να υποβαθμίζει, την ομιλία – αυτή η άποψη περί της γραφής έλκει την καταγωγή της πράγματι από τον Πλάτωνα. Η «ομιλία», και μάλιστα πρόσωπο με πρόσωπο, επισημαίνει την Παρουσία, την πληρότητα του Είναι, την ολότητα. Ωστόσο, κατά τους φιλοσόφους η «ομιλία» δεν είναι και αυτή παρά η εξωτερίκευση της σκέψης, που είναι το αληθές ανθρώπινο ενέργημα. Ας θυμηθούμε τον Ντεκάρτ, ο οποίος είπε «σκέπτομαι, άρα υπάρχω», και μάλιστα θεωρούσε το εγώ του, τρόπον τινά, ως μόνη την ψυχή του, άσχετα από το σώμα του, τον κόσμο, την Ιστορία. Πρόκειται για την ιστορία του «δυτικού εαυτού», στην οποία αναφέρεται και το κείμενο «Ιστορία του βυζαντινού και του ευρωπαϊκού εαυτού σε διάλογο», του π. Ν. Λουδοβίκου, δημοσιευμένο επίσης στο «Αντίφωνο» (απόσπασμα από το βιβλίο του «Ορθοδοξία και Εκσυγχρονισμός»). Η σκέψη λοιπόν είναι η κατεξοχήν παρουσία και η ομιλία, η πρόσωπο με πρόσωπο επαφή, συνιστά έκπτωση από την πληρότητα, την ολότητα της Παρουσίας του Εαυτού εντός του Είναι. Περαιτέρω, η σκέψη θεωρήθηκε και αυτή από την εκκοσμικευμένη πια φιλοσοφία, ως Απουσία, γιατί δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να αντιγράφει τον κόσμο- όπως έλεγε ο Λοκ η σκέψη σχηματίζει «αναπαραστάσεις» του κόσμου. Αυτές μαζί με τις ορμές, τα πάθη, τα ένστικτα και ακόμη τον «λόγο» δείχνουν να προηγούνται της σκέψης – και δημιουργείται το πρόβλημα της αληθούς ανθρώπινης ταυτότητας και ιδιοσυστασίας. Τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος; Ο δυτικός στοχασμός έφτασε σε αδιέξοδο, και ευτυχώς αυτή η έννοια του «detached self», όπως λέγει ο π. Ν. Λουδοβίκος, ο εαυτός δηλαδή που οικοδομείται ερήμην του σώματος, του κόσμου και του άλλου ανθρώπου δέχθηκε στον 20ο αιώνα ισχυρά πλήγματα από την Φροϋδική Ψυχανάλυση (με το ασυνείδητο) και την Φαινομενολογία (με την «προθετικότητά» της).
*****************
Η ορθόδοξη πατερική σκέψη δεν συμμερίζεται, στην βαθύτερη ουσία της, την έννοια του «detached self». Για την ορθόδοξη πατερική θεολογία η «ομιλία», η πρόσωπο με πρόσωπο επαφή, δεν αποτελεί απλό παράγωγο της εσωτερικής μοναχικής σκέψης του υποκειμένου, που μιλώντας εκπίπτει από την πληρότητα του Είναι του. Το ζήτημα που τίθεται είναι αυτό της ύπαρξης της «γλώσσας», το ποιος είναι ο ρόλος της και η θέση της σε όλο αυτό το πνευματικό ανάπτυγμα που ονομάζεται «άνθρωπος». Η σκέψη δεν αντιγράφει την ομιλία και ούτε η πρόσωπο με πρόσωπο επαφή αποτελεί απλή ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ δύο ανεξάρτητων μεταξύ τους υποκειμένων, από τα οποία δεν μπορεί να διεισδύσει αληθινά το ένα μέσα στο άλλο. Υπάρχει η έννοια της «Περιχώρησης» στην Αγία Τριάδα, κατά την οποία το Ένα Πρόσωπο της Θεότητας, ο Πατήρ, εισχωρεί στο πρόσωπο του Υιού, στο οποίο δίνει άλλωστε και το υποστατικό Του γνώρισμα- χωρίς όμως να προξενείται από την Γέννηση ή την Εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος κάποια σύγχυση μεταξύ των Προσώπων, τα οποία παραμένουν διακριτά, αν και με κοινή Ουσία. Η έννοια της «περιχώρησης» έχει νόημα και για την ανθρώπινη ύπαρξη, καθώς το ένα ανθρώπινο πρόσωπο μπορεί να «κοινωνεί» του άλλου- με τον όρο κοινωνία να μην εκπίπτει, όπως είπαμε, στο απλό επίπεδο της ανταλλαγής εξωτερικών πληροφοριών. Η φύση του ανθρώπου, είναι με μια έννοια διαλογική. Αυτό υποστηρίζει ο Άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ όταν λέγει ότι υπάρχει οντολογική ενότητα μεταξύ όλων των προσώπων του ανθρώπινου είδους.
Γλώσσα πρωτίστως μπορεί και υπάρχει εξαιτίας της «περιχώρησης»- στην περιχώρηση ο εαυτός, και πάλι μη συγχεόμενος με τα άλλα πρόσωπα, μπορεί με την πιο βαθιά έννοια του όρου να «κινείται», να συναντά, να συνυπάρχει και να ομιλεί εν τέλει διά της γλώσσης με τον άλλον άνθρωπο. Η γλώσσα δεν είναι προϊόν ανάγκης, ούτε απλό αποτέλεσμα ενστίκτων, αλλά πρέπει να την εκλάβουμε κυρίως ως το γεγονός της ανθρώπινης κοινωνίας και της «αληθείας» του βίου. Η γλώσσα είναι δυναμική διαδικασία. Συνδημιουργείται και διαμορφώνεται κατά την στιγμή της ομιλίας, της δυνατότητας δηλαδή να αναπτύσσουν σχέση μεταξύ τους οι άνθρωποι λόγω της κοινής ανθρώπινης φύσης. Την γλώσσα δημιουργεί η κοινωνία και δεν γίνεται να υπάρξει, συμφώνως προς το γνωστό επιχείρημα του Βιτγκενστάιν, «ιδιωτική» γλώσσα. Ο Βιτγκενστάιν θέτει το ερώτημα: «Είναι νοητή μια γλώσσα όπου κάποιος μπορεί να διατυπώνει γραπτά ή να εκφράζει προφορικά τα προσωπικά του βιώματα- τα συναισθήματά του, τις διαθέσεις του κ.λπ., για προσωπική ‘‘χρήση;’’», έτσι ώστε αυτό στο οποίο αναφέρονται οι λέξεις της γλώσσας αυτής «δεν μπορεί να το γνωρίζει παρά μόνο εκείνος που τη μιλεί;» (βλ. Ν. Αυγελή, Φιλοσοφία της Γλώσσας, Θεσ/κη 2014, σ. 282). Ο Βιτγκενστάιν δεν αναφέρεται ρητά στους οπαδούς της θεωρίας της ιδιωτικής γλώσσας, ωστόσο η θεωρία αυτή φαίνεται να ταιριάζει στους άγγλους εμπειρικούς, οι οποίοι πρεσβεύουν ότι η γλώσσα αποκτά νόημα από τα ιδιωτικά μας βιώματα, από τα αισθητηριακά μας δεδομένα (sense-data). Ο Βιτγκενστάιν «δεν αρνείται ότι έχουμε εσωτερικά, ιδιωτικά αισθήματα∙ προτείνει όμως ένα νέο τρόπο περιγραφής τους. Γιατί η γραμματική των λέξεων για τα αισθήματα δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά το υπόδειγμα «αντικείμενο και υποσήμανση»∙ η λέξη «πόνος» δεν ονομάζει ένα αίσθημα, ένα «αντικείμενο» στο εσωτερικό της συνείδησής μας. Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό σημασιολογικής λειτουργίας των γλωσσικών εκφράσεων ο καθένας γνωρίζει τι είναι «πόνος» από τη δική του περίπτωση πόνου. Αν όμως αυτό ίσχυε, τότε κανένας δεν θα μπορούσε να εξηγήσει στους άλλους τη σημασία της λέξης «πόνος». Και ο κάθε ομιλητής θα έπρεπε να ονομάσει από μόνος του το αίσθημα μέσω ενός εσωτερικού καταδεκτικού ορισμού. Ο Βιτγκενστάιν επισημαίνει τις αναμφισβήτητες δυσκολίες που αντιμετωπίζει εν προκειμένω ο καταδεικτικός ορισμός. Τι πάει να πει «ονόμασε τον πόνο του;», ερωτάει ο Βιτγκενστάιν, αν δεν μπορεί να εξηγήσει τη σημασία του σε κανέναν; «Πώς τα κατάφερε να δώσει ένα όνομα στον πόνο του;! Και ό,τι και αν έκανε, ποιος ήταν ο σκοπός του;- Όταν λέμε: ‘ονόμασε το αίσθημα’, ξεχνάμε πόσα είναι τα πράγματα που συνθέτουν το γλωσσικό υπόβαθρο χωρίς το οποίο δεν έχει έννοια η σκέτη ενέργεια του ονομάζειν. Και όταν λέμε πως κάποιος ονομάζει έναν πόνο, εκείνο που προϋποτίθεται είναι η γραμματική της λέξης ‘πόνος’∙ αυτή μας υποδεικνύει την θέση, την έδρα, της νέας λέξης» (Αυγελής…, σ. 283-4. Μπορεί κανείς να παρακολουθήσει ολόκληρο το επιχείρημα του Βιτγκενστάιν κατά της ιδιωτικής γλώσσας στις σελ.282-287 του συγκεκριμένου βιβλίου). Όσον αφορά αυτό το «γλωσσικό υπόβαθρο» που απαιτείται κατά τον Βιτγκενστάιν για να έχει η διαδικασία του ονομάζειν νόημα θα αναφερθούμε παρακάτω.
Περαιτέρω, η άποψη ότι της «ομιλίας» και του ενεργείν προηγείται η σκέψη μπορεί να ελεγχθεί από τη φιλοσοφία της πράξης. Υπάρχουν πράγματα στη ζωή, κατά την άποψη του Χάιντεγκερ, τα οποία –σύμφωνα με την ερμηνεία του φιλοσόφου από τον Χ. Ντρέιφους- δεν έχουν σκοπό, και όμως είναι ουσιώδεις πλευρές του ανθρώπινου βίου. Ποιος είναι άραγε ο σκοπός που έχουμε φίλους; Ποιος είναι ο σκοπός που μαθαίνει κανείς πιάνο; Ας υποθέσουμε ότι κάποιος βρίσκεται ξαφνικά μπροστά σε ένα όμορφο λιβάδι και αμέσως αναφωνεί «τι φοβερή ομορφιά!». Ο Βιτγκενστάιν θα μας έλεγε ότι εδώ δεν έχει νόημα να υποθέσουμε μια εσωτερική σκέψη που να προηγείται της ξαφνικής αναφώνησης. Η αναφώνηση μοιάζει σαν μια πράξη, μια άμεση ανταπόκριση στην ομορφιά που αντικρίζουμε, η οποία δεν γνωρίζει χρονικά «πρότερο». Ας υποθέσουμε ότι ξεσπώ σε λυγμούς και αναφωνητά μπροστά στο άκουσμα ενός δυσάρεστου νέου. Τι προηγείται των λυγμών και των αναφωνητών; Ποια άραγε σκέψη; Ο άνθρωπος, με μια έννοια, όπως περιέγραψε τα πράγματα ο Χάιντεγκερ, βρίσκεται εξαρχής ήδη εμπλεκόμενος μέσα στον κόσμο, σε μια κατάσταση. Είναι-μέσα-στον-κόσμο. Δεν υπήρξε μια στιγμή ενός «καθαρού» εγώ το οποίο να προηγείται της εμπλοκής ήδη με τον κόσμο και της ύπαρξης ήδη σε μια κατάσταση. Για τον Χάιντεγκερ, πράγμα που δεν μπορούμε να αναλύσουμε εδώ, και την έννοια της «προχειρότητας», ακόμη και τα ίδια τα εργαλεία «προηγούνται» του Da-sein. Το σφυρί είναι ήδη εκεί και με περιμένει γιατί ανέκαθεν είμαι μπλεγμένος σε μια δραστηριότητα. Δεν μπορούμε να φαντασθούμε ένα ανθρώπινο ον που να μην χρησιμοποιεί καθόλου εργαλεία όντας εντός του κόσμου. Ακόμη και τα ανώτερα πρωτεύοντα θηλαστικά χρησιμοποιούν εργαλεία. Σκέψη-λόγος-πράξη, όλα αυτά αποτελούν μια ακατάλυτη ενότητα, την οποία μελέτησαν ως ένα σημείο με επιτυχία οι Φαινομενολόγοι φιλόσοφοι.
Και περνάμε στο πιο σημαντικό για την ορθόδοξη ερμηνεία, την έννοια του «λόγου». Ο «λόγος», κατά την πατερική θεολογία, δεν είναι ένα απλό «ίχνος» που αφήνει ο κόσμος διά της «αναπαράστασης» στον ανθρώπινο νου. Γι’ αυτό το θέμα παραμένει εξαιρετικό και πιστεύω αξεπέραστο το έργο του π. Χρυσοστόμου Διονυσιάτου, «Θεός Λόγος και ανθρώπινος λόγος» (Ι.Μ. Διονυσίου, Άγιον Όρος 1998), που αναφέρεται «στις ενέργειες της ψυχής κατά την πατερική ανθρωπολογία». Όπως λέγει ο π. Χρυσόστομος, «Ο Θεός Λόγος είναι το προαιώνιο απαύγασμα και γέννημα του θείου Νοός-Πατρός, ενώ ο ανθρώπινος λόγος ο φυσικός γόνος του ανθρωπίνου νοός» (σ. 39). Κατά την πατερική ανθρωπολογία, πράγμα που έχουμε υποστηρίξει και σε άλλα γραπτά μας, υπάρχει ο νους, από τον οποίο και γεννάται η λογική. Δεν θα θέλαμε να επαναλάβουμε επιχειρηματολογία στην οποία ήδη έχουμε επιδοθεί για να στηρίξουμε την πατερική άποψη, πάντως, μετά και από μια σύντομη επισκόπηση των δυνάμεων της ψυχικής δύναμης, ο π. Χρυσόστομος γράφει ότι «η εκλέπτυνση των ψυχικών αισθητηρίων που πραγματώνεται με την πνευματική άσκηση, μέσα από τον διακριτικό περιορισμό των εξωτερικών μηνυμάτων στις αισθήσεις, οδηγεί βαθμιαία στην επίγνωση ακόμη μιας ψυχικής δυνάμεως, εκείνης του νοός. Ο νους είναι το τελειότερο ψυχικό αισθητήριο, μέσω του οποίου επιτυγχάνεται η ‘‘διαλεύκανση’’ της ψυχικής ανατομίας. Η άμεσή του αντίληψη όμως είναι πολύ δύσκολη και επέρχεται ύστερα από την αυτοσυνειδησία της αισθήσεως και του λόγου. Στον καθημερινό, αλλά συχνά και στον φιλοσοφικό λόγο, συνήθως νους, λογική, ή διάνοια, χρησιμοποιούνται για την σήμανση της αυτής κατά βάση λειτουργίας, της σκέψεως. Ωστόσο, καθώς ο νους εισδύει στην άβυσσο της ψυχής, αποκαλύπτει και τις εννοιολογικές διαφορές. Εάν όμως για την αντίληψη της αισθήσεως και του λόγου απαιτείται ψυχοσωματική ωριμότητα, για την αντίληψη του νοός απαιτείται επιπλέον και η πνευματική ωρίμανση». (ό.π. σ. 45). Ο νους είναι , κατά την πατερική θεωρία, «ο οφθαλμός της ψυχής», έχει τη φυσική δυνατότητα να κατευθύνει όλο το ψυχικό δυναμικό και να διαμορφώνει ανάλογα τις επιλογές των άλλων ψυχικών οργάνων. Παρ’ όλο που και αυτός είναι αλληλοπεριχωρούμενο με τον λόγο και την αίσθηση λειτουργικό μέρος της ψυχής, αποτελεί την μόνη ενορατική δύναμή της, με την οποία μπορούν να συνειδητοποιηθούν τα ψυχικά ενεργήματα». (αυτόθι). Δεν μπορούμε εδώ δυστυχώς, χάριν συντομίας, να αναπαραγάγουμε όλη την σχετική επιχειρηματολογία του π. Χρυσοστόμου. Ο λόγος πάντως δεν είναι μια αδρανής δύναμη, όπως στη δυτική φιλοσοφία, που αποτελεί προϊόν ίσως εξελικτικής προσαρμογής της ανθρώπινης συμπεριφοράς στον τρόπο που λειτουργεί ο κόσμος και αφαιρετικοποίηση αυτής, αλλά έχει έναν δυναμισμό- στοχαστές όπως ο Φρόυντ και οι Φαινομενολογία έχουν καταλάβει κάπως αυτήν την πραγματικότητα. Ο Λακάν άλλωστε έλεγε, μιλώντας για τον ψυχοδυναμισμό που κρύβει η ανθρώπινη λογική, ότι «το εγώ γεννιέται στον τόπο του άλλου». Και ο λόγος, εγγενώς, έχει την τάση να φέρεται προς την αλήθεια- κάτι παραπλήσιο έλεγε και ο Λακάν με την φράση «στρεφόμαστε πάντα, σε όλη μας τη ζωή, στον Μεγάλον Άλλο». Η ανθρώπινη λογικότητα έχει την δική της δυναμική, την οποία άλλωστε σήμερα υποστηρίζει και η γενετική-μετασχηματιστική Γραμματική της Γλωσσολογίας του Νόαμ Τσόμσκι, όταν λέγει ότι τα δεδομένα δείχνουν ότι «είμαστε προγραμματισμένοι για να σχηματίσουμε τη γλώσσα». Γι’ αυτό και τα μωρά μαθαίνουν τόσο εύκολα και γρήγορα την μητρική τους γλώσσα- και όλα τα λοιπά που αναλύει ο Νόαμ Τσόμσκι μιλώντας και για τα «universalia», τα καθολικά δηλαδή χαρακτηριστικά της ανθρώπινης Γλώσσας-Σκέψης, που αναζητεί η γενετική-μετασχηματιστική Γραμματική.
Ως εκ τούτου, ο λόγος είναι μια δυναμική ανθρώπινη ενέργεια του ανθρωπίνου νοός και πολύ λανθασμένα ο Ντεριντά μιλά για «λογοκεντρισμό»- εκτός αν με αυτόν τον όρο εννοήσουμε την νοησιαρχία, που έχει όμως άλλη σημασία από τον πατερικό νου (νοησιαρχία είναι η διανοητικοποίηση των πάντων). Ούτε πρέπει να εξισώνουμε τον πατερικό «λόγο» με την σχολαστική «ratio» και τον συνακόλουθο ορθολογισμό π.χ. ενός Καντ – ο πατερικός «λόγος», επαναλαμβάνουμε, είναι μια δυναμική διαδικασία.
*****************
Τελειώνοντας, θα θέλαμε να πούμε ότι ο φιλόσοφος Ζακ Ντεριντά, πέρα από το ό,τι διέστρεψε τα κείμενα (η προσωπική μου ανάγνωση του σχετικού δοκιμίου του Ρουσσώ με έπεισε για αυτό), έδειξε ότι δεν έλαβε καν υπόψη του την δομή του ανθρώπινου ψυχισμού, για τον οποίο αλήθεια είναι φτωχή η δυτική σχολαστική θεολογική σκέψη. Παραδοσιακή φιλοσοφική κληρονομιά, και πολύ περισσότερο νους, λόγος, διάνοια είναι τομείς στους οποίους δεν μπορούμε να στρέψουμε τα νώτα μας, όσοι ασχολούμαστε με τον φιλοσοφικό και πατερικό στοχασμό περί όλων αυτών των θεμάτων. Αυτά είναι βέβαια θέματα που χρήζουν περαιτέρω ανάπτυξης.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (“Εσωτερικό με νάρκισσους και μπλε καρέκλα”, 2018) είναι έργο του, αμερικανού, Bruce Cohen.
Διάβασα το «Περί Γραμματολογίας» πριν από πολλά χρόνια και μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η ανάλυση που επιχειρεί ο Ντεριντά στο βιβλίο «Περί της καταγωγής των Γλωσσών» του Ρουσσώ, το οποίο ωστόσο ανέγνωσα μόνο τελευταία, και πάλι σε εξαίρετη μετάφραση του Κωστή Παπαγιώργη (Εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1998). Εδώ θα παρουσιάσω μία σύνοψη της ανάλυσης αυτής, αξιοποιώντας και το άρθρο «Παρανοώντας τον Ρουσσώ; Η αποδομητική ανάγνωση του Ζακ Ντεριντά στο έργο του Ρουσσώ ‘‘Περί της καταγωγής των γλωσσών’’» («Misreading Rousseau? Jacques Derrida’s Deconstructive Reading of Rousseau’s Essay on the Origin of Languages», Philosophy Study, October 2015, Vol. 5, No. 10, 499-512) του πολύ καλού μελετητή Γεράσιμου Κακολύρη. Ο Ρουσσώ πιστεύει λοιπόν, κατά τον Ντεριντά, ότι η ανθρωπότητα εξέπεσε από μια κατάσταση θείας χάριτος στα δεσμά της πολιτικής και «εκπολιτισμένης» κατάστασης. Στην αρχή υπήρχε μια «φυσική» γλώσσα, γλώσσα που δεν την είχε αγγίξει και διαβρώσει ακόμη ο «πολιτισμός». Την εποχή αυτή δεν είχαν σχηματιστεί ακόμη οι περίπλοκες γραμματικές δομές, αναγκαίες για την άρθρωση της «αφηρημένης σκέψης» (υπονοείται ότι αυτή η αφηρημένη σκέψη είναι για τον Ρουσσώ μια διαφθορά της φυσικής γλώσσας). Η γλώσσα αυτή ήταν παντελώς απομακρυσμένη από την «γραφή», όπου ως γραφή εννοούμε μία πλούσια ανεπτυγμένη ολότητα φυσικών συμβάσεων, διάμεσου της οποίας η γλώσσα κατορθώνει την εξ αποστάσεως επικοινωνία, χωρίς το πλεονέκτημα της άμεσης (πρόσωπο με πρόσωπο) επαφής. Και φυσικά, για τον Ντεριντά η δυτική μεταφυσική, ξεκινώντας ήδη από τον Πλάτωνα, θεωρούσε την γραφή ως υποδεέστερη έναντι της άμεσης «ομιλίας», η οποία και συνιστά την ολότητα της «Παρουσίας». Μέγα θέμα για τον Ντεριντά στην δυτική μεταφυσική είναι το ζήτημα ακριβώς της «Παρουσίας», της ύπαρξης του εαυτού εντός του εαυτού, και αφορά ακόμη τον Θεό, την επιστήμη, την λογική αλλά και το πράγμα καθεαυτό, την ουσία, την ταυτότητα. Αφορά το Είναι ως Παρουσία. Ο υποβιβασμός της γραφής συνιστά την αναγκαία και επαρκή προϋπόθεση τη «οντοθεολογίας».
Για να επανέλθουμε στη ροή της σκέψης μας, πρέπει να πούμε ότι υπάρχει αντίθεση, κατά την ντεριντιανή εκδοχή του Ρουσσώ, μεταξύ της «φυσικής» γλώσσας στην οποία αναδύεται και εκφράζεται το «πάθος» του φυσικού ανθρώπου και της «τεχνητής» γλώσσας, όπου αυτό το πάθος υποβαθμίζεται από τις γλωσσικές συμβάσεις. Η φυσική γλώσσα γεννήθηκε στον Νότο, περιπαθής, μελωδική και φωνητική, όπου μπορούσε να βρει κανείς την ομιλία κοντά στην «προέλευσή» της (το πάθος), άφθορη ακόμη από τις συμβάσεις της τεχνητής γλώσσας. Οι τεχνητές γλώσσες αναπτύχτηκαν στον Βορρά, όπου το «πάθος» υπερβαίνεται από τον «λόγο» («reason») και η κοινωνική ζωή υποτάσσεται στις δυνάμεις της οικονομικής οργάνωσης. Μπορεί, με την κυριαρχία του «λόγου», η επικοινωνία να διεξάγεται καλύτερα στον Βορρά, διευρύνεται όμως το χάσμα μεταξύ αισθήματος και νοήματος, ενστίκτου και λογικής έκφρασης. Η γραφή εμφανίζεται ως το αποτέλεσμα αυτής της διεργασίας. Όσο πιο σύνθετη γίνεται μια γλώσσα, τόσο εξαρτάται από την «άρθρωση» (articulation»), η οποία άρθρωση καθιστά και την γραφή δυνατή.
Ο Ντεριντά «αποδομεί» αυτήν την μυθολογία της «Παρουσίας», χρησιμοποιώντας την έννοια της «συμπληρωματικότητας» (supplementarity), που κατά τη γνώμη του διατρέχει αθέλητα όλο το κείμενο του Ρουσσώ, αλλά και εξυπονοείται σε όλη την δυτική μεταφυσική. Για τον Ντεριντά, από την στιγμή που η γλώσσα ξεπερνά το επίπεδο της «πρωτόγονης κραυγής», που εκφράζει άμεσα το πάθος, λόγω της «άρθρωσης», είναι ήδη σημαδεμένη από την γραφή, την παρακμή και την φθορά. Και επειδή στην ουσία η γλώσσα είναι εξαρχής άρθρωση, είναι πάντοτε, ήδη μολυσμένη από την γραφή, που εξισώνεται με την Απουσία της Παρουσίας, την αναβολή του νοήματος, την μην ύπαρξη του εαυτού στον εαυτό, την φθορά. Έτσι ο Ρουσσώ καταλήγει να πει αυτό που δεν ήθελε να πει, ότι η Γλώσσα και η Ομιλία είναι η κατεξοχήν Παρουσία. Έτσι λοιπόν, και επειδή η άρθρωση είναι αναπόσπαστο στοιχείο της γλώσσας, η Γλώσσα τελικά υστερεί έναντι του ίδιου της του εαυτού, υπολείπεται του εαυτού της.
Αυτά όλα τα γενικεύει ο Ντεριντά και τα καθιστά συμπαντικό νόμο. Κατ’ αυτόν, μέσα στην ομιλία βρίσκεται ήδη, όπως είπαμε, η γραφή, μέσα στο καλό το κακό, μέσα στην αλήθεια το ψεύδος, μέσα στην βεβαιότητα η αβεβαιότητα κ.λπ. Κάθε μεταφυσικό κείμενο, όπως αυτά του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Ντεκάρτ, του Καντ κλπ., αντί να αποτελεί ένα ενωμένο όλο, φέρει εντός του αδιάλλακτα αντιφατικά νοήματα. Όπως είπε κάποιος αμερικανός φιλόσοφος, «αποδόμηση δεν είναι να αποσυναρμολογήσεις τη δομή ενός κειμένου, αλλά μία υπόδειξη ότι το ίδιο το κείμενο έχει αποσυναρμολογήσει τον εαυτό του. Αυτό που φαίνεται ως η συμπαγής του βάση, δεν είναι βράχος αλλά αέρας» (Hillis Miller). Γενικότερα, η δυτική μεταφυσική παράδοση αποσυναρμολογείται μόνη της, αρκεί να ξέρει κανείς να εφαρμόσει την κατάλληλη τεχνική. Και βέβαια, πέρα από οτιδήποτε άλλο, κύριος στόχος του Ντεριντά είναι να αποδομήσει την αλήθεια, υποστηρίζοντας ότι εξαρχής κρύβεται μέσα της το ψεύδος- ο χριστιανισμός, θεωρούμενος και αυτός ως μέρος της δυτικής φιλοσοφικής σκέψης (Άγιος Αυγουστίνος, Ακινάτης κ.λπ.) πλήττεται και αυτός από την Αποδόμηση (για τις ιουδαϊκές καταβολές της άποψης ότι «η γραφή προηγείται της φωνής» βλ. και το άρθρο μου «Η θεολογική στάση του Ζακ Ντεριντά», δημοσιευμένο επίσης στο «Αντίφωνο»).
Ο Καθηγητής Γ. Κακολύρης στο προαναφερθέν άρθρο του («Misreading Rousseau?… » υποστηρίζει ότι στην πραγματικότητα η ανάγνωση του Ρουσσώ από τον Ντεριντά συνιστά μια παρανόηση. Το ίδιο θα υποστηρίξει εκτενέστερα στο πολύ ωραίο βιβλίο του «Ο Ζακ Ντεριντά και η Αποδομητική Ανάγνωση» (Εκδ. Εκκρεμές, Αθήνα 2004). Ωστόσο, δεν θα ήθελα εδώ να αναφερθώ σε αυτό το ζήτημα, παρότι είναι πολύ σημαντικό, και θα περάσω κατευθείαν στις φιλοσοφικές θέσεις, ρητές ή υπόρρητες, που έκαναν δυνατή την ανάπτυξη μιας τέτοιας φιλοσοφικής θέσης, όπως αυτής του Ζακ Ντεριντά.
****************
Σύμφωνα λοιπόν με μια κυρίαρχη άποψη στην νεότερη φιλοσοφία, η γραφή δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να καταγράφει, και άρα μαζί να υποβαθμίζει, την ομιλία – αυτή η άποψη περί της γραφής έλκει την καταγωγή της πράγματι από τον Πλάτωνα. Η «ομιλία», και μάλιστα πρόσωπο με πρόσωπο, επισημαίνει την Παρουσία, την πληρότητα του Είναι, την ολότητα. Ωστόσο, κατά τους φιλοσόφους η «ομιλία» δεν είναι και αυτή παρά η εξωτερίκευση της σκέψης, που είναι το αληθές ανθρώπινο ενέργημα. Ας θυμηθούμε τον Ντεκάρτ, ο οποίος είπε «σκέπτομαι, άρα υπάρχω», και μάλιστα θεωρούσε το εγώ του, τρόπον τινά, ως μόνη την ψυχή του, άσχετα από το σώμα του, τον κόσμο, την Ιστορία. Πρόκειται για την ιστορία του «δυτικού εαυτού», στην οποία αναφέρεται και το κείμενο «Ιστορία του βυζαντινού και του ευρωπαϊκού εαυτού σε διάλογο», του π. Ν. Λουδοβίκου, δημοσιευμένο επίσης στο «Αντίφωνο» (απόσπασμα από το βιβλίο του «Ορθοδοξία και Εκσυγχρονισμός»). Η σκέψη λοιπόν είναι η κατεξοχήν παρουσία και η ομιλία, η πρόσωπο με πρόσωπο επαφή, συνιστά έκπτωση από την πληρότητα, την ολότητα της Παρουσίας του Εαυτού εντός του Είναι. Περαιτέρω, η σκέψη θεωρήθηκε και αυτή από την εκκοσμικευμένη πια φιλοσοφία, ως Απουσία, γιατί δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να αντιγράφει τον κόσμο- όπως έλεγε ο Λοκ η σκέψη σχηματίζει «αναπαραστάσεις» του κόσμου. Αυτές μαζί με τις ορμές, τα πάθη, τα ένστικτα και ακόμη τον «λόγο» δείχνουν να προηγούνται της σκέψης – και δημιουργείται το πρόβλημα της αληθούς ανθρώπινης ταυτότητας και ιδιοσυστασίας. Τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος; Ο δυτικός στοχασμός έφτασε σε αδιέξοδο, και ευτυχώς αυτή η έννοια του «detached self», όπως λέγει ο π. Ν. Λουδοβίκος, ο εαυτός δηλαδή που οικοδομείται ερήμην του σώματος, του κόσμου και του άλλου ανθρώπου δέχθηκε στον 20ο αιώνα ισχυρά πλήγματα από την Φροϋδική Ψυχανάλυση (με το ασυνείδητο) και την Φαινομενολογία (με την «προθετικότητά» της).
*****************
Η ορθόδοξη πατερική σκέψη δεν συμμερίζεται, στην βαθύτερη ουσία της, την έννοια του «detached self». Για την ορθόδοξη πατερική θεολογία η «ομιλία», η πρόσωπο με πρόσωπο επαφή, δεν αποτελεί απλό παράγωγο της εσωτερικής μοναχικής σκέψης του υποκειμένου, που μιλώντας εκπίπτει από την πληρότητα του Είναι του. Το ζήτημα που τίθεται είναι αυτό της ύπαρξης της «γλώσσας», το ποιος είναι ο ρόλος της και η θέση της σε όλο αυτό το πνευματικό ανάπτυγμα που ονομάζεται «άνθρωπος». Η σκέψη δεν αντιγράφει την ομιλία και ούτε η πρόσωπο με πρόσωπο επαφή αποτελεί απλή ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ δύο ανεξάρτητων μεταξύ τους υποκειμένων, από τα οποία δεν μπορεί να διεισδύσει αληθινά το ένα μέσα στο άλλο. Υπάρχει η έννοια της «Περιχώρησης» στην Αγία Τριάδα, κατά την οποία το Ένα Πρόσωπο της Θεότητας, ο Πατήρ, εισχωρεί στο πρόσωπο του Υιού, στο οποίο δίνει άλλωστε και το υποστατικό Του γνώρισμα- χωρίς όμως να προξενείται από την Γέννηση ή την Εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος κάποια σύγχυση μεταξύ των Προσώπων, τα οποία παραμένουν διακριτά, αν και με κοινή Ουσία. Η έννοια της «περιχώρησης» έχει νόημα και για την ανθρώπινη ύπαρξη, καθώς το ένα ανθρώπινο πρόσωπο μπορεί να «κοινωνεί» του άλλου- με τον όρο κοινωνία να μην εκπίπτει, όπως είπαμε, στο απλό επίπεδο της ανταλλαγής εξωτερικών πληροφοριών. Η φύση του ανθρώπου, είναι με μια έννοια διαλογική. Αυτό υποστηρίζει ο Άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ όταν λέγει ότι υπάρχει οντολογική ενότητα μεταξύ όλων των προσώπων του ανθρώπινου είδους.
Γλώσσα πρωτίστως μπορεί και υπάρχει εξαιτίας της «περιχώρησης»- στην περιχώρηση ο εαυτός, και πάλι μη συγχεόμενος με τα άλλα πρόσωπα, μπορεί με την πιο βαθιά έννοια του όρου να «κινείται», να συναντά, να συνυπάρχει και να ομιλεί εν τέλει διά της γλώσσης με τον άλλον άνθρωπο. Η γλώσσα δεν είναι προϊόν ανάγκης, ούτε απλό αποτέλεσμα ενστίκτων, αλλά πρέπει να την εκλάβουμε κυρίως ως το γεγονός της ανθρώπινης κοινωνίας και της «αληθείας» του βίου. Η γλώσσα είναι δυναμική διαδικασία. Συνδημιουργείται και διαμορφώνεται κατά την στιγμή της ομιλίας, της δυνατότητας δηλαδή να αναπτύσσουν σχέση μεταξύ τους οι άνθρωποι λόγω της κοινής ανθρώπινης φύσης. Την γλώσσα δημιουργεί η κοινωνία και δεν γίνεται να υπάρξει, συμφώνως προς το γνωστό επιχείρημα του Βιτγκενστάιν, «ιδιωτική» γλώσσα. Ο Βιτγκενστάιν θέτει το ερώτημα: «Είναι νοητή μια γλώσσα όπου κάποιος μπορεί να διατυπώνει γραπτά ή να εκφράζει προφορικά τα προσωπικά του βιώματα- τα συναισθήματά του, τις διαθέσεις του κ.λπ., για προσωπική ‘‘χρήση;’’», έτσι ώστε αυτό στο οποίο αναφέρονται οι λέξεις της γλώσσας αυτής «δεν μπορεί να το γνωρίζει παρά μόνο εκείνος που τη μιλεί;» (βλ. Ν. Αυγελή, Φιλοσοφία της Γλώσσας, Θεσ/κη 2014, σ. 282). Ο Βιτγκενστάιν δεν αναφέρεται ρητά στους οπαδούς της θεωρίας της ιδιωτικής γλώσσας, ωστόσο η θεωρία αυτή φαίνεται να ταιριάζει στους άγγλους εμπειρικούς, οι οποίοι πρεσβεύουν ότι η γλώσσα αποκτά νόημα από τα ιδιωτικά μας βιώματα, από τα αισθητηριακά μας δεδομένα (sense-data). Ο Βιτγκενστάιν «δεν αρνείται ότι έχουμε εσωτερικά, ιδιωτικά αισθήματα∙ προτείνει όμως ένα νέο τρόπο περιγραφής τους. Γιατί η γραμματική των λέξεων για τα αισθήματα δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά το υπόδειγμα «αντικείμενο και υποσήμανση»∙ η λέξη «πόνος» δεν ονομάζει ένα αίσθημα, ένα «αντικείμενο» στο εσωτερικό της συνείδησής μας. Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό σημασιολογικής λειτουργίας των γλωσσικών εκφράσεων ο καθένας γνωρίζει τι είναι «πόνος» από τη δική του περίπτωση πόνου. Αν όμως αυτό ίσχυε, τότε κανένας δεν θα μπορούσε να εξηγήσει στους άλλους τη σημασία της λέξης «πόνος». Και ο κάθε ομιλητής θα έπρεπε να ονομάσει από μόνος του το αίσθημα μέσω ενός εσωτερικού καταδεκτικού ορισμού. Ο Βιτγκενστάιν επισημαίνει τις αναμφισβήτητες δυσκολίες που αντιμετωπίζει εν προκειμένω ο καταδεικτικός ορισμός. Τι πάει να πει «ονόμασε τον πόνο του;», ερωτάει ο Βιτγκενστάιν, αν δεν μπορεί να εξηγήσει τη σημασία του σε κανέναν; «Πώς τα κατάφερε να δώσει ένα όνομα στον πόνο του;! Και ό,τι και αν έκανε, ποιος ήταν ο σκοπός του;- Όταν λέμε: ‘ονόμασε το αίσθημα’, ξεχνάμε πόσα είναι τα πράγματα που συνθέτουν το γλωσσικό υπόβαθρο χωρίς το οποίο δεν έχει έννοια η σκέτη ενέργεια του ονομάζειν. Και όταν λέμε πως κάποιος ονομάζει έναν πόνο, εκείνο που προϋποτίθεται είναι η γραμματική της λέξης ‘πόνος’∙ αυτή μας υποδεικνύει την θέση, την έδρα, της νέας λέξης» (Αυγελής…, σ. 283-4. Μπορεί κανείς να παρακολουθήσει ολόκληρο το επιχείρημα του Βιτγκενστάιν κατά της ιδιωτικής γλώσσας στις σελ.282-287 του συγκεκριμένου βιβλίου). Όσον αφορά αυτό το «γλωσσικό υπόβαθρο» που απαιτείται κατά τον Βιτγκενστάιν για να έχει η διαδικασία του ονομάζειν νόημα θα αναφερθούμε παρακάτω.
Περαιτέρω, η άποψη ότι της «ομιλίας» και του ενεργείν προηγείται η σκέψη μπορεί να ελεγχθεί από τη φιλοσοφία της πράξης. Υπάρχουν πράγματα στη ζωή, κατά την άποψη του Χάιντεγκερ, τα οποία –σύμφωνα με την ερμηνεία του φιλοσόφου από τον Χ. Ντρέιφους- δεν έχουν σκοπό, και όμως είναι ουσιώδεις πλευρές του ανθρώπινου βίου. Ποιος είναι άραγε ο σκοπός που έχουμε φίλους; Ποιος είναι ο σκοπός που μαθαίνει κανείς πιάνο; Ας υποθέσουμε ότι κάποιος βρίσκεται ξαφνικά μπροστά σε ένα όμορφο λιβάδι και αμέσως αναφωνεί «τι φοβερή ομορφιά!». Ο Βιτγκενστάιν θα μας έλεγε ότι εδώ δεν έχει νόημα να υποθέσουμε μια εσωτερική σκέψη που να προηγείται της ξαφνικής αναφώνησης. Η αναφώνηση μοιάζει σαν μια πράξη, μια άμεση ανταπόκριση στην ομορφιά που αντικρίζουμε, η οποία δεν γνωρίζει χρονικά «πρότερο». Ας υποθέσουμε ότι ξεσπώ σε λυγμούς και αναφωνητά μπροστά στο άκουσμα ενός δυσάρεστου νέου. Τι προηγείται των λυγμών και των αναφωνητών; Ποια άραγε σκέψη; Ο άνθρωπος, με μια έννοια, όπως περιέγραψε τα πράγματα ο Χάιντεγκερ, βρίσκεται εξαρχής ήδη εμπλεκόμενος μέσα στον κόσμο, σε μια κατάσταση. Είναι-μέσα-στον-κόσμο. Δεν υπήρξε μια στιγμή ενός «καθαρού» εγώ το οποίο να προηγείται της εμπλοκής ήδη με τον κόσμο και της ύπαρξης ήδη σε μια κατάσταση. Για τον Χάιντεγκερ, πράγμα που δεν μπορούμε να αναλύσουμε εδώ, και την έννοια της «προχειρότητας», ακόμη και τα ίδια τα εργαλεία «προηγούνται» του Da-sein. Το σφυρί είναι ήδη εκεί και με περιμένει γιατί ανέκαθεν είμαι μπλεγμένος σε μια δραστηριότητα. Δεν μπορούμε να φαντασθούμε ένα ανθρώπινο ον που να μην χρησιμοποιεί καθόλου εργαλεία όντας εντός του κόσμου. Ακόμη και τα ανώτερα πρωτεύοντα θηλαστικά χρησιμοποιούν εργαλεία. Σκέψη-λόγος-πράξη, όλα αυτά αποτελούν μια ακατάλυτη ενότητα, την οποία μελέτησαν ως ένα σημείο με επιτυχία οι Φαινομενολόγοι φιλόσοφοι.
Και περνάμε στο πιο σημαντικό για την ορθόδοξη ερμηνεία, την έννοια του «λόγου». Ο «λόγος», κατά την πατερική θεολογία, δεν είναι ένα απλό «ίχνος» που αφήνει ο κόσμος διά της «αναπαράστασης» στον ανθρώπινο νου. Γι’ αυτό το θέμα παραμένει εξαιρετικό και πιστεύω αξεπέραστο το έργο του π. Χρυσοστόμου Διονυσιάτου, «Θεός Λόγος και ανθρώπινος λόγος» (Ι.Μ. Διονυσίου, Άγιον Όρος 1998), που αναφέρεται «στις ενέργειες της ψυχής κατά την πατερική ανθρωπολογία». Όπως λέγει ο π. Χρυσόστομος, «Ο Θεός Λόγος είναι το προαιώνιο απαύγασμα και γέννημα του θείου Νοός-Πατρός, ενώ ο ανθρώπινος λόγος ο φυσικός γόνος του ανθρωπίνου νοός» (σ. 39). Κατά την πατερική ανθρωπολογία, πράγμα που έχουμε υποστηρίξει και σε άλλα γραπτά μας, υπάρχει ο νους, από τον οποίο και γεννάται η λογική. Δεν θα θέλαμε να επαναλάβουμε επιχειρηματολογία στην οποία ήδη έχουμε επιδοθεί για να στηρίξουμε την πατερική άποψη, πάντως, μετά και από μια σύντομη επισκόπηση των δυνάμεων της ψυχικής δύναμης, ο π. Χρυσόστομος γράφει ότι «η εκλέπτυνση των ψυχικών αισθητηρίων που πραγματώνεται με την πνευματική άσκηση, μέσα από τον διακριτικό περιορισμό των εξωτερικών μηνυμάτων στις αισθήσεις, οδηγεί βαθμιαία στην επίγνωση ακόμη μιας ψυχικής δυνάμεως, εκείνης του νοός. Ο νους είναι το τελειότερο ψυχικό αισθητήριο, μέσω του οποίου επιτυγχάνεται η ‘‘διαλεύκανση’’ της ψυχικής ανατομίας. Η άμεσή του αντίληψη όμως είναι πολύ δύσκολη και επέρχεται ύστερα από την αυτοσυνειδησία της αισθήσεως και του λόγου. Στον καθημερινό, αλλά συχνά και στον φιλοσοφικό λόγο, συνήθως νους, λογική, ή διάνοια, χρησιμοποιούνται για την σήμανση της αυτής κατά βάση λειτουργίας, της σκέψεως. Ωστόσο, καθώς ο νους εισδύει στην άβυσσο της ψυχής, αποκαλύπτει και τις εννοιολογικές διαφορές. Εάν όμως για την αντίληψη της αισθήσεως και του λόγου απαιτείται ψυχοσωματική ωριμότητα, για την αντίληψη του νοός απαιτείται επιπλέον και η πνευματική ωρίμανση». (ό.π. σ. 45). Ο νους είναι , κατά την πατερική θεωρία, «ο οφθαλμός της ψυχής», έχει τη φυσική δυνατότητα να κατευθύνει όλο το ψυχικό δυναμικό και να διαμορφώνει ανάλογα τις επιλογές των άλλων ψυχικών οργάνων. Παρ’ όλο που και αυτός είναι αλληλοπεριχωρούμενο με τον λόγο και την αίσθηση λειτουργικό μέρος της ψυχής, αποτελεί την μόνη ενορατική δύναμή της, με την οποία μπορούν να συνειδητοποιηθούν τα ψυχικά ενεργήματα». (αυτόθι). Δεν μπορούμε εδώ δυστυχώς, χάριν συντομίας, να αναπαραγάγουμε όλη την σχετική επιχειρηματολογία του π. Χρυσοστόμου. Ο λόγος πάντως δεν είναι μια αδρανής δύναμη, όπως στη δυτική φιλοσοφία, που αποτελεί προϊόν ίσως εξελικτικής προσαρμογής της ανθρώπινης συμπεριφοράς στον τρόπο που λειτουργεί ο κόσμος και αφαιρετικοποίηση αυτής, αλλά έχει έναν δυναμισμό- στοχαστές όπως ο Φρόυντ και οι Φαινομενολογία έχουν καταλάβει κάπως αυτήν την πραγματικότητα. Ο Λακάν άλλωστε έλεγε, μιλώντας για τον ψυχοδυναμισμό που κρύβει η ανθρώπινη λογική, ότι «το εγώ γεννιέται στον τόπο του άλλου». Και ο λόγος, εγγενώς, έχει την τάση να φέρεται προς την αλήθεια- κάτι παραπλήσιο έλεγε και ο Λακάν με την φράση «στρεφόμαστε πάντα, σε όλη μας τη ζωή, στον Μεγάλον Άλλο». Η ανθρώπινη λογικότητα έχει την δική της δυναμική, την οποία άλλωστε σήμερα υποστηρίζει και η γενετική-μετασχηματιστική Γραμματική της Γλωσσολογίας του Νόαμ Τσόμσκι, όταν λέγει ότι τα δεδομένα δείχνουν ότι «είμαστε προγραμματισμένοι για να σχηματίσουμε τη γλώσσα». Γι’ αυτό και τα μωρά μαθαίνουν τόσο εύκολα και γρήγορα την μητρική τους γλώσσα- και όλα τα λοιπά που αναλύει ο Νόαμ Τσόμσκι μιλώντας και για τα «universalia», τα καθολικά δηλαδή χαρακτηριστικά της ανθρώπινης Γλώσσας-Σκέψης, που αναζητεί η γενετική-μετασχηματιστική Γραμματική.
Ως εκ τούτου, ο λόγος είναι μια δυναμική ανθρώπινη ενέργεια του ανθρωπίνου νοός και πολύ λανθασμένα ο Ντεριντά μιλά για «λογοκεντρισμό»- εκτός αν με αυτόν τον όρο εννοήσουμε την νοησιαρχία, που έχει όμως άλλη σημασία από τον πατερικό νου (νοησιαρχία είναι η διανοητικοποίηση των πάντων). Ούτε πρέπει να εξισώνουμε τον πατερικό «λόγο» με την σχολαστική «ratio» και τον συνακόλουθο ορθολογισμό π.χ. ενός Καντ – ο πατερικός «λόγος», επαναλαμβάνουμε, είναι μια δυναμική διαδικασία.
*****************
Τελειώνοντας, θα θέλαμε να πούμε ότι ο φιλόσοφος Ζακ Ντεριντά, πέρα από το ό,τι διέστρεψε τα κείμενα (η προσωπική μου ανάγνωση του σχετικού δοκιμίου του Ρουσσώ με έπεισε για αυτό), έδειξε ότι δεν έλαβε καν υπόψη του την δομή του ανθρώπινου ψυχισμού, για τον οποίο αλήθεια είναι φτωχή η δυτική σχολαστική θεολογική σκέψη. Παραδοσιακή φιλοσοφική κληρονομιά, και πολύ περισσότερο νους, λόγος, διάνοια είναι τομείς στους οποίους δεν μπορούμε να στρέψουμε τα νώτα μας, όσοι ασχολούμαστε με τον φιλοσοφικό και πατερικό στοχασμό περί όλων αυτών των θεμάτων. Αυτά είναι βέβαια θέματα που χρήζουν περαιτέρω ανάπτυξης.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (“Εσωτερικό με νάρκισσους και μπλε καρέκλα”, 2018) είναι έργο του, αμερικανού, Bruce Cohen.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου