Συνέχεια από: Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2024
Ιωάννης Παναγόπουλος - Οντολογία ή θεολογία του προσώπου
Η συμβολή της πατερικής Τριαδολογίας στην κατανόηση του ανθρωπίνου προσώπου
ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ
Ύστερα από την κοπιαστική συζήτηση που προηγήθηκε μπορούμε να συνοψίσουμε επιγραμματικά τις βασικές διαπιστώσεις μας. Μια «θεολογία» του ανθρώπου ως προσώπου, σύμφωνα με το πνεύμα των ελλήνων Πατέρων, είναι δυνατή μόνο αν δούμε στις συνέπειές της την αποφατική σχέση θείας ουσίας και τριαδικων προσώπων. Η αποφατική αυτή σχέση, που αρνείται να διαχωρίσει ή να ταυτίσει στο λογικό επίπεδο ουσία και πρόσωπο, υπερβάλλει άπειρα την ελληνική μεταφυσική οντολογία αλλά και το ουμανιστικό αίτημα μιάς οντολογίας του προσώπου, που εμπλέκει αναγκαστικά στο ορθολογιστικό δίλημμα, αν το πρόσωπο προηγείται της ουσίας ή αντίστροφα. Η έννοια του ανθρώπινου προσώπου δεν είναι για τη θεολογία αίτημα μιάς οποιασδήποτε ανθρωπολογίας, αλλά έσχατη συνέπεια της τριαδικής οικονομίας, που έγινε ιστορική πραγματικότητα με το πρόσωπο και το έργο του Θεανθρώπου. Έτσι η Τριαδολογία των ελλήνων Πατέρων, στη συνεπή κατανόησή της, προσφέρει τις τέσσερες εκείνες βασικές προϋποθέσεις, που αιτιολογούν μία «θεολογία του ανθρώπινου προσώπου». Αυτές είναι: α) Η σωτηριολογική, υπαρκτική αναφορά της αποφατικής σχέσεως θείας ουσίας και τριαδικών προσώπων, β) η ενσάρκωση του Θεανθρώπου ως το ιστορικό γεγονός, που συνενώνει κτιστό και άκτιστο, γ) η ριζική άρνηση κάθε κοσμολογικού δυαλισμού (ύλη-πνεύμα, αιώνιο-χρονικό, υποκείμενο-αντικείμενο, θεωρία-πράξη, γνώση-αγάπη, αλήθεια-ζωή, Εγώ-Εσύ κ.λπ.) και δ) το πρόσωπο ως αναμόρφωση (όχι υπέρβαση) και καινισμός των όρων της βιολογικής ζωής.
Συνεπώς η θεολογία δεν αναζητά την έννοια του προσώπου (πως θέλει ή πρέπει να είναι το πρόσωπο), αλλά αναφέρεται στον καινό εν Χριστώ άνθρωπο, που έγινε και γίνεται κατά χάρη ιστορική φανέρωση της τριαδικής ζωής. Δεν στοχάζεται για το ανθρώπινο πρόσωπο, αλλά γνωρίζει και ομολογεί το πρόσωπο ως χαρισματική παρουσία, δεν επεξεργάζεται μιάν ανθρωπολογία, αλλά φανερώνει τους όρους μιάς αληθινής ανθρωπογονίας. Με το χαρισματικό αυτό ρεαλισμό της εγκαταλείπει οριστικά η θεολογία το πλέγμα του ουμανιστικού περσοναλισμού ή μιάς αφηρημένης οντολογίας του προσώπου, που αδυνατούν να πείσουν για την ιστορική δυνατότητα του προσώπου, αφού αφορμώνται από το αίτημα, την έννοια του ανθρώπινου προσώπου και όχι από το γεγονός του.
Η υπέρβαση της οντολογίας του προσώπου γίνεται με τη δεδομένη στην Τριαδολογία των ελλήνων Πατέρων του 4ου αιώνα αποφατική διάκριση της θείας ουσίας και των (άκτιστων) ενεργειών, που αναπτύχθηκε στις συνέπειές της από τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά. Ο μελετητής συνεπώς της πατερικής θεολογίας δεν μπορεί να αγνοεί μια τόσο σημαντική θεολογική κατάκτηση της ορθόδοξης Ανατολής, που ερμηνεύει με απόλυτη συνέπεια την τριαδολογική διδασκαλία των ελλήνων Πατέρων του 4ου αιώνα102. Και από την άποψη αυτή η παλαμική διδασκαλία (για να χρησιμοποιήσουμε ελαφρώς τροποποιημένο έναν αφορισμό του Ι. Ζηζιούλα)103, δεν είναι πολυτέλεια για την ορθόδοξη θεολογία. Το μέλλον της ορθόδοξης θεολογίας και η αξίωσή της (ας αποτολμήσουμε τον αφορισμό) εξαρτώνται από τη συνέπεια στην κατανόηση της διακρίσεως ουσίας και άκτιστων ενεργειών και την εφαρμογή της σε όλες τις περιοχές της κτιστής ζωής. Η συζήτηση που παραθέσαμε αποτελεί απλώς μία περιωρισμένη δοκιμή για τις δυνατές εφαρμογές της πατερικής Τριαδολογίας σ' ένα σύγχρονο σοβαρό θέμα, όπως είναι η κατανόηση του ανθρώπου ως προσώπου.
ΤΕΛΟΣ
Σημειώσεις
102. Το ζήτημα τούτο, παρά τις επίμονες ενστάσεις των δυτικών, Ιδίως καθολικών θεολόγων, πρέπει να θεωρείται πλέον λελυμένο. Πρβλ. την πρόσφατη διαφωτιστική μελέτη του Γ. Μαρτζέλου, Ουσία και ενέργειαι του Θεού κατά τον Μέγαν Βασίλειον, Θεσ/νίκη 1983.
103. Όπου παραπ, 302.
Πηγή: Σύναξη 14
ΜΑΛΛΟΝ ΞΕΦΥΛΛΙΣΕ ΜΕ ΤΗΝ ΣΕΙΡΑ ΤΟΥ ΤΟ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΑΚΤΙΣΤΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡ. ΠΑΛΑΜΑ. ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΑΠΗΧΟΥΝ ΤΟ ΠΕΡΙ ΘΕΙΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΑΝΘΡΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΠΑΡΑ ΜΟΝΟΝ ΜΕ ΤΗΝ ΚΤΙΣΗ. ΑΛΛΑ ΟΥΤΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΥΠΟΣΤΑΤΟ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΟΥΤΕ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ.
ΚΑΤΑ ΠΟΣΟΥΣ ΤΡΟΠΟΥΣ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ Η ΘΕΙΑ ΕΝΩΣΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΣΙΣ
Και ότι ως προς τον Θεόν διδαχθήκαμε ότι υπάρχει διάκρισις, όχι μόνον κατά τις υποστάσεις, αλλά και κατά τις κοινές προόδους και ενέργειες, και ότι παραλάβαμε να φρονούμε αυτόν άκτιστον τόσο κατά την ένωσιν όσον και κατά την διάκρισιν, έστω και αν τούτο δεν αρέσει στον Βαρλαάμ και τον Ακίνδυνο.
14. Ας μαρτυρήσει δε με εμάς ο θείος Μάξιμος, ο οποίος γράφει στα Σχόλια ότι η ποιητική πρόνοια των όντων είναι οι πρόοδοι αυτές του Θεού˙ «είναι δε κοινές της τρισυποστάτου διακεκριμένης ενάδος οι δημιουργικές πρόνοιες και αγαθότητες», δηλαδή οι ουσιώσεις, οι ζωώσεις, οι σοφοποιήσεις. Με το να βεβαιώσει ότι αυτές είναι πολλές και διακεκριμένες έδειξε ότι αυτές δεν είναι η ουσία του Θεού διότι αυτή είναι μία και εντελώς αδιαίρετος. Επειδή δε επιβεβαίωσε και ότι είναι κοινές τής τρισυποστάτου διακεκριμένης ενάδος, παρέστησε σε εμάς ότι δεν είναι ούτε ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα˙ διότι κανένα από αυτά δεν είναι κοινή ενέργεια των τριών. Με το ότι δε δεν ονόμασε αυτές μόνον πρόνοιες και αγαθότητες, αλλά και δημιουργικές, έδειξε ότι είναι άκτιστες. Αλλιώς, το δημιουργικό θα είναι δημιουργημένο, επομένως θα είναι δημιουργημένο από άλλο δημιουργικό και εκείνο πάλι από άλλο, και τούτο προχωρούν στο έσχατο σημείο ουτοπίας δεν θα σταματήσει να βαδίζει προς το άπειρον.[Εδώ βρίσκεται φωτισμένη η νέα αίρεση τού spiritus creator]
15. Αρά οι πρόνοιες και ενέργειες και μεταδόσεις του Θεού, οι ουσιώσεις, οι ζωώσεις, οι σοφοποιήσεις και τα παραπλήσια με αυτά είναι άκτιστες πρόνοιες και αγαθότητες του Θεού, και αυτές είναι αυτός ο Θεός, αν και όχι κατ' ουσίαν˙ διότι κατ' εκείνην είναι αμέριστος και αμέθεκτος, εφ’ όσον είναι τελείως απολελυμένος από όλα, ώστε κάνεις ποτέ από τους κατά την ευσέβεια επιγνώμονες της ακρίβειας να μην επιχειρήσει να εννοήσει ή να εκφράσει τον Θεόν, να επιχειρούν δε πάντοτε όλοι οι ιεροφάντες να νοούν και λέγουν περί της προνοίας και αγαθότητος αυτού, κατά την οποίαν είναι αίτιος όλων των όντων, διότι αυτή είναι απεργαστική των έξωθεν όντων˙ επειδή δε υπάρχει αυτή, έλαβε ύπαρξιν η παραγωγή και υπόστασις των όλων. Διότι η θεία πρόνοια δεν είναι τίποτε άλλο παρά στροφή του Θεού προς τα υποδεέστερα και αγαθή θέλησις. Και αυτή υπήρξε προ των πάντων, ως κοινή πρόνοια των μελλόντων, και εξ αίτιας αυτής όλα παρήχθησαν στον καιρόν τους ως από δημιουργική θέληση και ενέργεια, και εν αυτή συνεκροτήθη το παν ως εις συνεκτική φρουρά και περιληπτική εστία του παντός. Δια ταύτα λοιπόν η μία πρόνοια και αγαθότης, δια την οποία ο Θεός επιμελείται των υποδεεστέρων, δεν είναι μία μόνον, αλλά και πολλές πρόνοιες και αγαθότητες λέγονται από τους θεολόγους.
16. Βεβαίως λόγω της μεγάλης υπερβολής και αγαθότητος ο παραγωγός και κοσμήτωρ του παντός κατέστησε αυτό και πολυειδές, θελήσας άλλα μεν να είναι απλώς, άλλα δε πλην της υπάρξεως (του είναι) να έχουν και ζωήν, και άλλα μεν να κατέχουν την νοερά τούτη ζωή, άλλα δε μόνον την κατ' αίσθησιν, και μερικά να έχουν τούτη μικτή και από τα δύο είδη˙ και εκ των λαβόντων από αυτόν την λογική και νοερά ζωή ορισμένα διά της εθελούσιας κλίσεως προς αυτόν να επιτυγχάνουν την προς αυτόν ένωσιν και έτσι να ζουν θείως και υπερφυώς καταξιωμένα της θεουργού χάριτος και ενέργειας αυτού˙ διότι η θέλησις αυτού αποτελεί γένεσιν για τα όντα, είτε παραγόμενα από το μη όν είτε βελτιούμενα, και τούτο κατά διάφορο τρόπο. Εξ αιτίας αυτής της επί τα όντα διαφοράς του θείου θελήματος η μία εκείνη πρόνοια και αγαθότης, ή με άλλα λόγια η λόγω αγαθότητος στροφή του θεού προς τα υποδεέστερα, είναι και λέγονται πολλές πρόνοιες και αγαθότητες, μεριζόμενες αμερίστως στα μεριστά και διαφοροποιούμενες, έτσι ώστε κατά τα ανωτέρω λεχθέντα άλλη μεν να ονομάζεται προγνωστική δύναμις του Θεού, άλλη δε δημιουργική και συνεκτική, από αυτές δε πάλι, κατά τον μέγαν Διονύσιον να ονομάζονται άλλες ουσιώσεις, άλλες ζωώσεις, άλλες σοφοποιήσεις. Έκαστη δε αυτών είναι κοινή του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, ώστε καθ’ εκάστην αγαθή και θείαν θέλησιν δι’ ημάς ο Πατήρ και ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα να είναι η ουσιοποιός και ζωοποιός και σοφοποιός ενέργεια και δύναμις.
17. Θα ακούσεις δε από τους ίδιους πατέρες να διδάσκουν ότι οι ενέργειες αυτές είναι και αΐδιες νοήσεις και κινήσεις. Έτσι, αφού ο μέγας Διονύσιος είπε «ότι ο Θεός κινείται κατά το ότι φέρει εις ουσίαν και συνέχει τα πάντα, και ότι ευθεία μεν κίνησις αυτού είναι η απαρέγκλιτος πρόοδος των ενεργειών, ελικοειδής δε η σταθερά πρόοδος και η γόνιμος στάσις, κυκλική δε η επιστροφή των όντων προς αυτόν», ο θείος Μάξιμος λέγει, «κίνησις του Θεού είναι η βούλησις αυτού προς γένεσιν των όντων και οι εις πάντα πρόοδοι της πρόνοιας αυτού». Πώς λοιπόν οι προς τα όντα κινήσεις δεν θα είναι της ουσίας ούτε περί την ουσία, αλλά θα είναι ουσία, και μάλιστα ενώ είναι πολλές; Όταν δε ο μέγας θεολόγος γράφει προς τον Τίτο, διευκρινίζοντας ποιος είναι ο οίκος της σοφίας και τα εντός αυτού, λέγει ότι το περιφερές και ανοικτό του σε αυτήν κρατήρος είναι η άναρχος και ατελεύτητος των όλων πρόνοια, ο θείος πάλι Μάξιμος λέγει, «άναρχο είπε την πρόνοια των όλων, διότι τα όντα όλα είναι στις αΐδιες νοήσεις του Θεού, τις οποίες ο Παύλος ονόμασε και προορισμούς. Κατά τις αΐδιες αυτές του Θεού νοήσεις προετυπώνοντο τα μέλλοντα να παραχθούν και σε αυτές προϋπήρχε η πρόνοια του Θεού ανάρχως˙ διότι ίδιον της προνοίας του Θεού ήταν το να θέλει να παραγάγει την μέλλουσα κτίσιν, για να απολαύει της προνοητικής αγαθότητας αυτού». Πώς λοιπόν οι πολλές νοήσεις και οι κατ' αυτές τύποι των μελλόντων, η πρόνοια περί τούτων και η σχετική με αυτή βούλησις, δεν είναι της θείας ουσίας αλλ’ είναι αυτά ουσία, και μάλιστα όταν δι’ αυτών παρατηρείται σχέσις προς τα όντα του κατ' ουσία εντελώς ασχέτου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου