Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2022

PAUL FRIEDLȀNDER, ΠΛΑΤΩΝ (127)

Συνέχεια από Δευτέρα , 6 Δεκεμβρίου  2021

                                         PAUL FRIEDLȀNDER

                                                  ΠΛΑΤΩΝ

                                            ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

                                   ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –

                              ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

                         ΤΡΙΤΗ ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΤΟ ΟΨΙΜΟ ΕΡΓΟ

                         ΠΡΩΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ : Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ

                                              23.  ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ

                                                   ( 12η συνέχεια )

     Τέταρτη προσπάθεια : Η εικόνα τού κήρινου εκμαγείου, υπό την οποία οράται παραδειγματικά η ψυχή μας, χρησιμεύει στο να «εντάξουμε» τις δυνάμεις τής μάθησης, της ανάμνησης και της λήθης στην έρευνά μας, εφ’ όσον οι τρεις πρώτες προσπάθειες περιορίστηκαν σκόπιμα (188 Α) στην πλήρη αντίθεση γνώσης και μη-γνώσης (άγνοιας). Οι δυνάμεις τής γνώσης και της αντίληψης, καθώς και οι «αρνήσεις» τους, εξετάζονται όμως τώρα συνδυαζόμενες ως προς την αναμεταξύ τους συμφωνία ή συμβατότητα. Για να απορριφθούν ως αδιανόητες οι περισσότερες περιπτώσεις, και να απομείνουν οι εξής μόνον τρεις: ότι μπορούν να «μπερδευτούν» (να «συγχυσθούν») αναμεταξύ τους ένα γνωστό και αντιληπτό Β (ή Α) με ένα γνωστό Α (ή Β)· ένα άγνωστο αλλά αντιληπτό Β με ένα γνωστό Α· και ένα γνωστό και αντιληπτό Β με ένα γνωστό και αντιληπτό Α. Η έρευνα μάς δίδαξε λοιπόν, ότι η λανθασμένη γνώμη υπάρχει εκεί όπου η γνώση (με τη μορφή τής ανάμνησης) και η αντίληψη συνδέονται αναμεταξύ τους. Κι όταν θα διασαφηνισθή στο τέλος, ότι και η διαφορετικότητα των ψυχικών δυνατοτήτων εξηγείται απ’ την εικόνα τού «κέρινου εκμαγείου», αυτό θα φανή σαν μια εμπειρική διαβεβαίωση ή και μια επέκταση του γνωσιοθεωρητικού στο «ψυχολογικό» πεδίο (194 C – 195 B).

     Μ’ αυτήν όμως την προσπάθεια – και υπεισέρχεται έτσι πάλι, με μιαν ισχυρή μεταστροφή, η κριτική (στάση) – δεν ταιριάζει το γεγονός τού υπολογιστικού λάθους. Γιατί υπάρχει προφανώς μια πλάνη κι εκεί, χωρίς να υπεισέρχεται μάλιστα καθόλου το θέμα τής αντίληψης. Για να «συντελεσθή» έτσι, ή μάλλον να «περιορισθή» και η τέταρτη προσπάθεια. Η διεύρυνση του εμπειρικού πεδίου αποτελεί βέβαια ένα «κέρδος» απέναντι στον «περιορισμό» τών τριών πρώτων προσπαθειών. Κι αν δεν διευκρινίζεται ποια είναι η «μεγάλη» πλάνη, περιγράφεται ωστόσο μια ολόκληρη ομάδα από πλάνες. Πώς θα μπορούσε να μην αναγνωρίση πράγματι ο Πλάτων αυτήν την «οδό», που οδηγεί απ’ την αντίληψη, πέρα απ’ τη μάθηση και την ανάμνηση, στη γνώση, και πέρα απ’ τη λήθη στην άγνοια (τη μη-γνώση); Είναι λάθος βέβαια να νομίζη κανείς, πως μπορεί να φτάση αποκλειστικά στη γνώση μέσα απ’ αυτήν τη διαδρομή. Ένα απλό παράδειγμα απ’ την αριθμητική φανερώνει μιαν ολόκληρη «περιοχή» – την περιοχή τής «διάνοιας» (Dianoia), σύμφωνα με τη διδασκαλία περί γνώσεως της Πολιτείας –, όπου αποτυγχάνει ο εμπειρικός δρόμος τής γνώσεως που μόλις ξεκινήσαμε, και ’μείς επιστρέφουμε πάλι «βίαια» στην «απορία» τής πρώτης και της τρίτης προσπάθειας. Υφίστανται λοιπόν στο ένα επίπεδο η αντίληψη (μέσω τών αισθήσεων) και η εμπειρική γνώση ως ένα πεδίο, όπου η πλάνη μπορεί εύκολα να απεικονιστή· υφίστανται όμως, πέρα απ’ αυτό, και τα μαθηματικά, μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο τού «λανθάνειν» και έναν ιδιαίτερον άρα τρόπο τού «γιγνώσκειν», για τους οποίους ένα πράγμα είναι μέχρι τώρα «σίγουρο», ότι δεν ανήκουν δηλ. στη «σφαίρα» τής εμπειρίας.

      Πέμπτη προσπάθεια :  Η εικόνα τού κλουβιού, μέσα στο οποίο κατοικούν ως «φυλακισμένα» πουλιά οι «κεκτημένες» γνώσεις, «περιπετώντας» σε εντελώς λιγοστά, μεμονωμένα «σμήνη», χρησιμεύει στο να αναπαρασταθή κατ’ επανάληψιν εναργώς η διαφορά ανάμεσα στο «κατέχειν» και το «έχειν», τη λανθάνουσα και την παρούσα, τη δυνάμει και την ενεργεία γνώση. Ενώ οι διάφορες «μορφές» εντυπώνονταν χωρίς λογική τάξη στα κέρινα εκμαγεία στην τέταρτη προσπάθεια, με μεγαλύτερη ή μικρότερη σαφήνεια ανάλογα με τη «φύση» τού (κάθε) κεριού, του κάθε δηλ. ξεχωριστού ατόμου, οι γνώσεις ταξινομούνται τώρα σε μεγαλύτερες ή μικρότερες ομάδες, ανάλογα με τη φύση τους, ή μένουν μεμονωμένες, κινούμενες με την ίδια φυσικότητα μέσα στο κλουβί, όπως κινούνταν και έξω. Ο κόσμος τής γνώσης «μοιάζει» να αποτελή άρα ένα ρυθμισμένο σύστημα, με τους δικούς του κανόνες. Το δε σφάλμα ή η πλάνη δεν εμφανίζονται κατά το «πρώτο κυνήγι» για πουλιά, την πρώτη φορά που αποκτάται μια (η) γνώση, αλλά κατά το «δεύτερο κυνήγι», μέσα στο ίδιο το κλουβί, όταν αρχίζη κανείς να «έχη» αυτό που «κατέχει», όπου μπορεί  να χρησιμοποιηθή «μια γνώση αντί μιας άλλης» (ανθ’ ετέρας ετέραν). Κι ενώ η τέταρτη προσπάθεια συναντούσε το όριό της στη διδασκαλία τών αριθμών, το παράδειγμα, που θα φανερώση εδώ την πλάνη, λαμβάνεται απευθείας απ’ αυτήν τη διδασκαλία. Στην οποία ακολουθεί και η Γραμματική. Μπορούμε μάλιστα να σκεφτούμε, πως αν ο Θεαίτητος ήταν λιγότερο «παιδικός» (στη σκέψη και τη συμπεριφορά του), ο Σωκράτης θα είχε χρησιμοποιήσει και άλλα πεδία γνώσης. Η εικόνα τού κλουβιού τών πουλιών δείχνει πάντως, ότι μπορεί κανείς πράγματι να «εξαπατηθή». Η δε διάκριση μεταξύ λανθάνουσας και παρούσας γνώσης διευκρινίζει το θέμα τής γνώσης και της πλάνης στο επίπεδο της διάνοιας.

    Για να ξεκινήση όμως κι εδώ, αμέσως πάλι, η κριτική. Πώς μπορεί να προκύψη άραγες από μιαν «ανταλλαγή γνώσεων» η πλάνη; Πώς μπορεί δηλ. να προέλθη το λανθασμένο απ’ το σωστό;  Η προσπάθεια του Θεαίτητου, να τοποθετήση, εσφαλμένα, δίπλα στις «γνώσεις» και τις «άγνοιες» (ανεπιστημοσύναι) μέσα στο κλουβί, είτε μάς επαναφέρει στην πρώτη Απορία, στην ακατανόητη σύγχυση γνώσης και μη-γνώσης ή άγνοιας, είτε μάς αναγκάζει να «δεχτούμε» μια γνώση, που «αποφασίζει» πέρα απ’ τη γνώση και την άγνοια, συνεχίζοντας στο άπειρο. Η «αναδρομή στο άπειρο» (“regressus in infinitum) είναι και η ισχυρότατη Απορία στο τέλος αυτής τής τελευταίας προσπάθειας.

      Η δυνατότητα ενός μαθηματικού λάθους ανέδειξε ένα διαφορετικό, πέρα απ’ το εμπειρικό, πεδίο, τη διάνοια, στην τέταρτη προσπάθεια. Για να βρεθούμε σ’ ένα ανώτερο τώρα επίπεδο, στην πέμπτη εδώ προσπάθεια, όπου μια παραστατική αλληγορία επεξηγεί (θαυμάσια) το μαθηματικό σφάλμα. Και να παρουσιασθή μια καινούργια ωστόσο δυσκολία, και μια καινούργια ταυτόχρονα διάσταση: η επεκτεινόμενη φαινομενικά στο άπειρο «σειρά» τής γνώσης. Σε τί μπορεί να αποσκοπή όμως ένα τέτοιο επιχείρημα, στο οποίο έχει ήδη κορυφωθή η συζήτηση στον Χαρμίδη; Μπορούμε βέβαια να θυμηθούμε, ότι ο Θεαίτητος ανήκει στην ίδια παραδοσιακή «γραμμή» με τον Χαρμίδη, που η βασική του «μορφή» διαπερνά – κάτι που γίνεται τώρα σαφές – εκ νέου τον Θεαίτητο, στο σημείο όπου το δεύτερο επίπεδό του φτάνει στο ανώτατό του όριο. - Στον Χαρμίδη «υποχρεωθήκαμε» να αναγνωρίσουμε, ότι η γνώση μένει «κενή», μέχρι να «καταργηθή» στη γνώση τού Αγαθού. Παρόμοια και στον Θεαίτητο, δεν μπορούμε να αναζητήσουμε πουθενά αλλού τη λύση. Μια γνώση πρέπει να «(κατ)αξιωθή» πέρα απ’ τη γνώση και τη μη-γνώση (ή άγνοια), πέρα δηλ. απ’ τη γνώση και τη μη-γνώση που συναντάμε ακριβώς στα Μαθηματικά. Κι αν φάνηκε (προς στιγμήν), ότι αυτή η ανώτερη γνώση «προχωράει» στο άπειρο, όπου και καθίστανται όλα «παράλογα», αυτό συνέβη επειδή ξεχάσαμε ακριβώς το φως, που «διέσπειρε» με την «παρέκβασή» του το Πρώτο Μέρος. Μήπως είναι λοιπόν «σωστό» να πούμε, μέσα από εκείνη την προοπτική, ότι η «αναδρομή» (regressus) επιτυγχάνει τότε (και μόνο) τον σκοπό της, όταν η γνώση δεν είναι πια απλώς και μόνο γνώση τής γνώσης, αλλά γνώση «τού θεϊκού (στοιχείου) και της δικαιοσύνης και της ορθότητας»; Εκείνη άρα η ανώτερη τόσο απ’ την εμπειρική όσο κι απ’ τη μαθηματική βαθμίδα τής γνώσης; Κι όταν ο Σωκράτης «διακόπτη» εδώ και κατηγορεί ο ίδιος, ότι δεν έφτασε σε κάποιο συμπέρασμα ο «λόγος», επειδή ακριβώς θελήσαμε να διασαφηνίσουμε περισσότερο τη «λανθασμένη γνώμη» παρά τη γνώση, πρόκειται, όπως καταλαβαίνουμε, για μιαν ειρωνεία, κάτι που είναι δηλ. ταυτόχρονα σωστό και λάθος. Δεν μπορεί να υπάρξη εξάλλου πλήρης σαφήνεια, «πριν αντιληφθούμε επαρκώς την ουσία τής γνώσης». Η «απορητική» τής πλάνης υπήρξε, παρ’ όλ’ αυτά, ένας δρόμος, και κατά κανέναν τρόπο μια παρεκτροπή από εκεί. Οδήγησε στο να «τακτοποιηθούν» σε μια σειρά, μέχρι την ανώτατη βαθμίδα, οι γνώσεις, βαθμίδα, που αν την είχαμε φτάσει, θα βρίσκαμε και τη διέξοδο απ’ την τελευταία απορία.

     Το πρόβλημα που διατυπώθηκε σ’ αυτό το διαλογικό μέρος είναι ο ορισμός τής γνώσης ως «σωστής γνώμης», με την πρόθεση να υπάρξη μια σταθερή σχέση ανάμεσα σ’ αυτές τις δυό «μορφές γνώσης» και να διασαφηνιστούν η μια με την άλλη. Κι αν δεν είχε «αναπτυχθή» ήδη, σε μεγάλο βαθμό, στην «απορητική» τού λάθους αυτό το θέμα, θα βρισκόμασταν τώρα στη δυσανάλογη «θέση», να αναιρείται εκ των υστέρων, με κάθε συντομία και «απλότητα», μέσα απ’ την ίδιαν την ζωή η εξίσωση γνώσης και σωστής γνώμης. Υπάρχει μια ολόκληρη τέχνη, που φανερώνει «ενεργητικά» την αντιστροφή κάθε ορισμού: η τέχνη τών ρητόρων και η τέχνη τών δικανικών προπαντός ρητόρων  (οι ρήτορες στα δικαστήρια). Και δεν χρειάζεται παρά να εξετάση κανείς τις περιστάσεις, υπό τις οποίες όλοι αυτοί «ενεργούν», ώστε να καταστή σαφές, ότι αποσκοπούν ασφαλώς στο να πείσουν, ουδέποτε όμως στο να νουθετήσουν, ότι μπορούν μεν να «γεννήσουν» μιαν αληθινή (στην καλύτερη περίπτωση!) άποψη ή γνώμη, ουδέποτε όμως μια γνώση.  Αυτή είναι και η παλιά επιχειρηματολογία, την οποία γνωρίζουμε απ’ τον Μεγάλο Αλκιβιάδη (114 Β κ.ε.) και τον Γοργία (454 Α κ.ε.), για να αποκτήση μιαν ακόμα, ιδιαίτερη αναφορά στον Θεαίτητο: πρέπει όλοι να μιλούν «σύμφωνα με τον υδρομετρητή» (για έναν ορισμένο χρόνο) μπροστά στο δικαστήριο, όπως αναφέρεται σ’ αυτό το σημείο (201 Β 2), αλλά και στην «παρέκβαση» του Πρώτου Μέρους  (172 Ε 1). Όπου η «πράξη» των ρητόρων αντιπαρατέθηκε ωστόσο στην «πράξη» τών φιλοσόφων, την «πράξη» τού Σωκράτη, την «παρούσα πράξη», την αναζήτηση της αλήθειας, για την οποίαν και «διαθέτει» κανείς, όπως λέγεται με έμφαση εκεί αλλά και αργότερα (187 Ε), «(όλον τον) χρόνο», χωρίς να υπόκειται σε κανέναν, με άλλα λόγια, εξωτερικό καταναγκασμό. Δεν χωρίζεται έτσι απλώς και μόνον οριστικά η «γνώμη» απ’ τη «γνώση» στο τέλος τού Δευτέρου Μέρους, αλλά «προστίθεται» ταυτόχρονα και ο διαχωρισμός μεταξύ ρήτορα και φιλοσόφου από το Πρώτο Μέρος, η «εχθρότητα» μάλιστα ανάμεσα στα δυό αυτά είδη ζωής, αναγνωρίζοντας έτσι την «υπέρ-ταξη» του φιλοσόφου και της επιστήμης πάνω από τον ρήτορα και τη δόξα-γνώμη στην ιεραρχία τών ειδών ζωής και γνώσης.

     ( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια: