Συνέχεια από:Tετάρτη 6 Ιουλίου 2022
Ο διδάσκαλος της Καθολικής ΕκκλησίαςGerhard Krüger
Θωμάς Ακινάτης δ
Βλέπουμε με την πρώτη ματιά, πως ο πλατωνισμός τού Αυγουστίνου πλησιάζει στο χριστιανικό στοιχείο τού Χριστιανισμού περισσότερο από όσο το κατορθώνει η φιλοσοφία του Αριστοτέλη, και είναι επομένως κατανοητό πως η διείσδυση του Αριστοτέλη στα χριστιανικά πανεπιστήμια θεωρήθηκε στην αρχή ως μεγάλος κίνδυνος. Σε μια τοπική σύνοδο στο Παρίσι το 1210, η Φυσική του Αριστοτέλη είχε απαγορευθεί για κάποιο διάστημα χρόνου. Διάφοροι πάπες είχαν δώσει την εντολή να καθαρίσουν τον Αριστοτέλη από τα σφάλματά του. Ο Θωμάς πολεμήθηκε άγρια. Μεμονωμένες διδασκαλίες του καταδικάσθηκαν από μερικούς επισκόπους. Μακροπρόθεσμα όμως, ο Θωμάς νίκησε. Θεώρησε πλεονέκτημα το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης περιορίζεται στην φυσική θεογνωσία, χωρίς να αγγίζει το πρόβλημα τής λύτρωσης. Στην χριστιανική φιλοσοφία τού Αυγουστίνου ενεχόταν ο κίνδυνος, η χριστιανική σωτηρία δια της πίστεως να αναμιχθεί με ένα άλλο δρόμο σωτηρίας: η υπέρβαση του πραγματικού κόσμου, ο οποίος κυριαρχείται από το κακό, αναζητήθηκε στον δρόμο του μυστικισμού, στην εκστατική απόδραση από τον κόσμο προς την θέα του Θεού, και η αναζήτηση αυτή βασίστηκε στον Πλάτωνα και τους Νεοπλατωνικούς της ύστερης αρχαιότητας, με τους οποίους ήρθε σε επαφή ο Αυγουστίνος. Το καλύτερο παράδειγμα μιας φιλοσοφίας η οποία δεν σταματά στην πίστη, αλλά από αυτήν αντλεί την δύναμη για να πορευθεί στον δρόμο του μυστικισμού, το βρίσκει ο Θωμάς στον φίλο, τον μεγάλο φραγκισκανό Bonaventura (αν και ο Bonaventura δεν απέρριπτε πλήρως τον Αριστοτέλη). Στον Θωμά -και κατόπιν στην διδασκαλία τής καθολικής Εκκλησίας- γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ τού εν γένει ανθρώπινου και του χριστιανικού, του φυσικού και του «υπερφυσικού», της φιλοσοφίας (και της φυσικής θεολογίας που προκύπτει από αυτήν) και της χριστιανικής θεολογίας η οποία βασίζεται στην αποκάλυψη.
Η φιλοσοφία του Θωμά είναι «χριστιανική» όχι ως φιλοσοφία, αλλά μόνο στο βαθμό που μπορεί να συνδεθεί με την χριστιανική θεολογία χωρίς αντιρρήσεις. Για τον σκοπό αυτό όμως, η διδασκαλία του Αριστοτέλη πρέπει να διορθωθεί και από πλευράς τού Θωμά: ο Αριστοτέλης έχει ως βάση τής θεολογίας του την υπόθεση ότι τα πράγματα της φύσης βρίσκονται σε διαρκή κίνηση. Δείχνει κατ’ αρχάς πως η κίνηση δεν έχει αρχή και τέλος, επειδή ο κόσμος που λόγω τής ουσίας του βρίσκεται σε κίνηση και ο πλήρης κινήσεως χρόνος, δεν έχουν αρχή και τέλος. Για την «αιωνιότητα» αυτής της κίνησης, ο Αριστοτέλης απαιτεί ως επαρκή αιτία, ένα υπερκόσμιο, πνευματικό ον. Το ότι η αιωνιότητα του κόσμου είναι ασυμβίβαστη με την χριστιανική διδασκαλία περί δημιουργίας, δηλαδή το ότι ο κόσμος και ο χρόνος έχουν μια αρχή, αναγκάστηκε να το παραδεχθεί και ο Θωμάς. Ο Θεός για τον Αριστοτέλη μπορεί να είναι απλώς ο συντηρητής ο οποίος κινεί τον κόσμο, δεν μπορεί όμως να είναι ο δημιουργός του κόσμου. Επομένως, ο Θωμάς έπρεπε να δημιουργήσει μια διδασκαλία περί Θεού. Η παράδοση του αυγουστινισμού έχει κεντρική σημασία για την διδασκαλία αυτή. Η στροφή του προς τον Αριστοτέλη θα γίνει πλήρως κατανοητή, εάν λάβουμε υπόψιν την κατάσταση που επικρατούσε την εποχή εκείνη. Δυο πράγματα πρέπει να προσεχθούν. Τα μεγάλα κείμενα του Αριστοτέλη ήταν άγνωστα στον πρώιμο μεσαίωνα. Από τα μέσα του 12ου αιώνα εισήλθαν στον ορίζοντα του Χριστιανισμού δια των μεταφράσεων στα λατινικά, από τα ελληνικά και τα αραβικά. Στην αρχή καταπιάστηκαν με τα κείμενα αυτά λόγιοι του ισλάμ και του ιουδαϊσμού. Η θεολογική αντιπαράθεση με τις εχθρικές αυτές θρησκείες, ιδιαίτερα με το ισλάμ, που δεν αναγνώριζε ούτε ένα μέρος της Βίβλου, όπως έκανε ο ιουδαϊσμός, απαιτούσε μια γενική ανθρώπινη βάση. Μόνο η λογική και η επιστήμη του Αριστοτέλη που ήταν ανεξάρτητη από το περί σωτηρίας ερώτημα, μπορούσε να αποτελέσει μια τέτοια βάση. Μόνο έτσι μπορούσε να μιλήσει κανείς με τους Άραβες φιλοσόφους που περιέβαλλαν τον αυτοκράτορα Φρειδερίκο τον β’ στην αυλή του στην Σικελία. Από την άλλη, κατά τον 12ο αιώνα αναβίωσε ο παλιός Μανιχαϊσμός, στις αιρέσεις των καθαρών και των Albigenser. Και αυτοί θεωρούσαν τον κόσμο ως έργο τού άρχοντα του σκότους, και απαιτούσαν εγκράτεια, με μια σημασία εντελώς διαφορετική από εκείνη της Εκκλησίας. Έτσι για παράδειγμα απορρίφθηκε ο γάμος. Ο Θωμάς ανήκε στην τάξη των «αδελφών κηρύκων», που ιδρύθηκε το 1215 από τον άγιο Dominikus, με σκοπό την καταπολέμηση αυτής της αιρετικής διδασκαλίας. Είναι σαφές πως ως δομινικανός έπρεπε να αντιτείνει στην εσφαλμένη μανιχαϊστική αντίληψη περί κακίας του κόσμου, την καλοσύνη του ως δημιουργήματος του Θεού. Δεν είναι ο πρώτος που για τον σκοπό αυτό στηρίχθηκε στον Αριστοτέλη: ο πρώτος ήταν ο δάσκαλός του Albert der Grosse ή der Deutsche, που πριν λίγα χρόνια ανακηρύχθηκε άγιος. Αυτός ο πρώτος χριστιανός αριστοτελικός του μεσαίωνα, ένας Σουαβός (περιοχή Στουτγάρδης) ευγενής, δίδασκε στο πανεπιστήμιο των Δομινικανών στην Κολωνία, όπου και ανακάλυψε το ταλέντο του μαθητή του, του Θωμά. Ο Θωμάς σπούδασε κατά την δεκαετία τού 40’ του 13ου αιώνα στην Κολωνία, και από εκεί πήγε στο πιο διάσημο πανεπιστήμιο της εποχής, στο πανεπιστήμιου του Παρισιού, όπου δόθηκαν οι αποφασιστικές μάχες. Βρίσκεται ενώπιον τής ανάγκης να υπερασπιστεί την χριστιανική πίστη περί δημιουργίας. Η πίστη του στην δύναμη τής λογικής δεν αυτοϊκανοποιείται, όπως στην περίπτωση του Διαφωτισμού. Περιορίζεται και θεμελιώνεται δια της χριστιανικής πίστης στην δημιουργία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου