Τετάρτη 10 Ιουνίου 2020

Mητροπολίτης Geevarghese Coorilos - ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΚΑΙ ΔΙΑΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ (4)


Συνέχεια από Δευτέρα 8 Ιουνίου2020

Μια από τις βασικές συνιστώσες της Ορθοδόξου θεολογίας είναι η αποφατική[1] της φύση. Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός είναι ουσιαστικά απερίγραπτος και πέρα από την πλήρη ανθρώπινη κατανόηση. Η ανθρώπινη γλώσσα είναι ανεπαρκής για να περιγράψει την πληρότητα του μυστηρίου του Θεού. Θα μπορούσε, στην καλύτερη περίπτωση, να περιγράψει τον Θεό μόνο μέσω της άρνησης[2].
                                    Τα ινδικά φιλοσοφικά συστήματα το αποκαλούν ’’neti, neti’’, που σημαίνει "ο Θεός δεν είναι ούτε αυτός ούτε αυτός ....". Η υποκείμενη, η βασική αρχή της αποφατικής θεολογίας είναι ότι ο Θεός είναι πέρα από τις ανθρώπινες κατηγορίες και την κατανόηση (G.C: Η αποφατική θεολογία βρίσκεται σε ισορροπία με την καταφατική θεολογία στην Ορθοδοξία. Σύμφωνα με την καταφατική θεολογία ο Θεός έχει καταστεί κατανοητός διά της  αποκάλυψης,  μέσα και δια μέσου του προσώπου του Ιησού Χριστού). Μία από τις συνέπειες της αποφατικής θεολογίας είναι ότι αφού ο Θεός είναι πέρα από την ανθρώπινη νοημοσύνη, τότε κανένας δεν μπορεί να κάνει αποκλειστικές αξιώσεις για τη γνώση του Θεού, πόσο μάλλον για τη σωτήρια δύναμη του Θεού[3]. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Διάσκεψη Ιεραποστολής του Σαν Αντόνιο (1989) CWME (Commission on World Mission and EvangelismΕπιτροπή για την Παγκόσμια Ιεραποστολή και τον Ευαγγελισμόθα επιθυμούσε να εμβαθύνει όσο το δυνατόν περισσότερο και να διαβεβαιώσει ότι, αν και δεν μπορούμε να επισημάνουμε άλλο τρόπο εκτός από αυτόν του Ιησού Χριστού, ωστόσο δεν μπορούμε να θέσουμε όρια στη σωτήρια δύναμη του Θεού[4]. Η αποφατική θεολογία θα μας ωθούσε να είμαστε ταπεινοί και περιεκτικοί, τόσο στην ουσία όσο και στη μεθοδολογία, στην αποστολή μας και στις προσπάθειες για διάλογο. Η αποστολή, καθώς ανήκει πρωτίστως στον Θεό, δεν μπορεί να είναι μια επιχείρηση που οδηγείται ουσιαστικά από κάποια ενθουσιώδη ανθρώπινα κίνητρα, πόσο μάλλον από αυτά των χριστιανών ή των εκκλησιών (ΣτΜ: μπορούν να την αναλάβουν τα hobbit). Όλοι οι λαοί του Θεού μπορούν να συμμετέχουν στην αποστολή του Θεού. Ο Θεός είναι πέρα από το ανθρώπινο σκεπτικό, κανένας δεν μπορεί να διεκδικήσει μονοπώλιο πάνω στη θεϊκή αλήθεια στις συναντήσεις των διαθρησκευτικών διαλόγων.Τούτου λεχθέντος, πρέπει να προστεθεί ότι αν και ο Θεός παραμένει αδιανόητος και απερίγραπτος, η ανθρωπότητα μπορεί ακόμα(;!) να συμμετέχει στις θεϊκές ενέργειες που εκδηλώνονται ως θεοφάνειες. Όπως το θέτει ο Γιώργος Παπαδημητρίου, η αποκαλυπτόμενη δόξα του Θεού, οι ενέργειες του Θεού, διεισδύουν σε ολόκληρη την ανθρωπότητα και ολόκληρη τη δημιουργία, υποδηλώνοντας την παγκόσμια έκκληση και διαθεσιμότητα της παρουσίας και των δώρων του Θεού, συμπεριλαμβανομένου του δώρου της σωτηρίας[5].

Σημειώσεις




[1] ΣτΜ: Κατά τον Κλήμη τον Αλεξανδρέα ο Θεός δεν είναι γένος, ούτε διαφορά, ούτε είδος, ούτε άτομο, ούτε συμβεβηκός˙ άρα είναι ασχημάτιστος και ανονόμαστος, όλα δε τα ονόματα τα αποδιδόμενα σε αυτόν είναι συμβατικά και προέρχονται από την αδυναμία της διανοίας να φτάσει στην θεία ουσία. Ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης (εφ εξής Ψευδοδιονύσιος) στην προσπάθεια του να συγκροτήσει σύστημα χριστιανικής διδασκαλίας και ασχολούμενος ειδικότερα με το ζήτημα της θεογνωσίας ονόμασε διαφόρους τρόπους.
Άλλοτε μιλά για τρεις κινήσεις: α) την κυκλική. Κατ΄ αυτήν η ψυχή εισέρχεται στον εαυτό της από τα έξω πράγματα. Συνάγει συναθροίζει, συγκαλεί, ενώνει, συνάπτει, συμφιλιώνει τις νοερές τις δυνάμεις. Έπειτα κινείται σε μονοειδή (μονοειδές: μοναδικό και αμετάβλητο) συσπείρωση των νοερών της δυνάμεων. Ύστερα, καθώς θα έχει γίνει μονοειδής, την ενώνει με τις κατά τρόπο ενιαίο ενωμένες δυνάμεις. Ενώνεται με τις ενιαίες και αγγελικές δυνάμεις, και έτσι ενώνεται με το άναρχο και ατελεύτητο αγαθό, δηλαδή τον Θεό. Την οδηγεί στο ωραίο και αγαθό, που βρίσκεται υπεράνω όλων των όντων και είναι ένα και ίδιο με τον εαυτό του, χωρίς αρχή και χωρίς τέλος. β) την ελικοειδή. Κατ΄ αυτήν η ψυχή κινείται και παίρνει τις θείες γνώσεις, όχι τελείως νοερά και ενιαία και αμετάβατα, αλλά μεταβατικά και μέσω συλλογισμού, φερόμενη από ένα νόημα σε άλλο, με ενέργειες, κατά κάποιο τρόπο από την κυκλική κίνηση και από την ευθεία. γ) την ευθεία. Κατ΄ αυτήν η ψυχή βγαίνει στη θεωρία των γύρω από αυτήν αισθητών πραγμάτων, και από τα από έξω και αισθητά, σαν από κάποιες εικόνες διάφορες και πολλές, ανεβαίνει στις απλές και ενιαίες θεωρίες.
Άλλοτε μιλά για καθαρτικό, φωτιστικό και τελειωτικό τρόπο. Θα θέλαμε εδώ να σημειώσουμε ότι αυτή η συστηματική οδός —κάθαρση, φωτισμός, θέωση— έχει δεχθεί κριτική για νεοπλατωνικές επιρροές. Σε κάθε περίπτωση με την συστηματοποίηση ή την καταγραφή σωτηριολογικής μεθόδου υποτιμάται η κατεξοχήν διάσταση της σωτηρίας: η χαρισματική. Η συστηματοποίηση εισάγει τον κίνδυνο της εκλογίκευσης. Ως εκ τούτου η παράθεση συστήματος μπορεί να εκληφθεί θετικά μόνο στην περίπτωση που δεν υποκύπτει στον πειρασμό, αφού κάτα τον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης «άλλο θεολογίας εστί μυστήριον και άλλη των ρευστών σωμάτων φυσιολογία. Πολλώ τω μέσω απ' αλλήλων ταύτα διατετείχισται. Τι συνάπτεις διά του λόγου τα άμικτα;... Μη εκ των κάτω φυσιολόγει τα άνω». Βέβαια κανείς δεν αμφισβητεί ότι υπάρχουν σαφείς προϋποθέσεις για την κάθαρση του πιστού νου. Είναι η άσκηση και η νήψη. Η αδιάλειπτη προσευχή. Είναι η απαρέγκλιτη τήρηση των εντολών. Μόνο όμως ο πιστός νους (ο άγιος) έχει μέσα του το θείο φως ενεργό, βλέπει κατά ανέκφραστο τρόπο και εκφράζεται όχι πιθανολογώντας για τον Θεό, αλλά έχοντας αληθινή θέα και βιωματική εμπειρία Του. Αυτός γνωρίζει αληθινά και έχει μέσα του τον Θεό, γιατί ο Θεός δεν χωρίζεται ποτέ από την αΐδια δόξα του. Οφείλουμε οι χριστιανοί να τονίσουμε πάση δυνάμει ότι την άκτιστη και βιωματική αυτή δωρεά του Τριαδικού Θεού μαρτυρούν, μαρτυρήσαν και θα μαρτυρούν «εν παντίτόπω καιχρόνω» μόνον οι άγιοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ποια μεγαλύτερη απόδειξη ότι η Ορθοδοξία είναι η μία και μόνη επί γης Εκκλησία, νοούμενη ως τὸ μυστηριακό σώμα του Κυρίου; Οπωσδήποτε, λοιπόν, είναι άλλο να χτίζουμε μεθοδολογία σωτηρίας και να εισάγουμε ένα μηχανικό μοντέλο σωτηρίας που μας οδηγεί, ενδεχομένως, στοχαστικώς στη γνώση του Θεού· ενδεχομένως να κατηγορηθούμε και ως ομφαλοσκόποι. Εξάλλου η αποκάλυψη του Θεού δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο της διανοίας του ανθρώπου, διότι υπερβαίνει κάθε κατάληψη. Εδώ δεν αναφερόμαστε στις κατηγορίες του Βαρλαάμ εναντίον του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ούτε και στις τρείς οδούς των σχολαστικών· θα τις δούμε στο επόμενο σχόλιο. Αλλά στην προσπάθεια να οικοδομηθεί εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας αυτό το μοντέλο θεογνωσίας και να παγιωθεί ως ο κατεξοχήν τρόπος θέωσης. Δεν είναι απορριπτέο —εξ ου και το ενδεχομένως— αλλά δεν μπορεί να λειτουργήσει ικανοποιητικά όπως είπαμε. Έχει ως σύστημα περισσότερες φιλοδοξίες από όσες ΄΄επιτρέπει΄΄ η χαρισματική σωτηρία μας. Θα λέγαμε δε ότι απηχεί και ανάλογες τακτικές που συναντάμε στις ανατολικές θρησκείες ή ταιριάζει στον λογοκρατούμενο δυτικό κόσμο. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι ο Ψευδοδιονύσιος εισηγείται αντίστοιχες μεθόδους μιας και είναι ιστορικά ασύμβατες οι πορείες του ανθρωπίνου πνεύματος στην άπω ανατολή και στην εγγύς ανατολή. Δεν έχουμε παράλληλες πορείες αλλά ούτε και τεμνόμενες. Αλλά, δεικνύει το ατελές της προσπάθειας να ορίσουμε συστηματικές οδούς και τρόπους θέασης του Κύριου την στιγμή που ο Κύριος μας είπε ότι: «Εν τη οικία του πατρός μου μοναίπολλαίεισίν». Σαφέστατα η νήψη με την ελεύθερη συνέργεια του πιστού ελκύει την χάρη. Είναι όμως η αδιάλλακτη τήρηση των εντολών που μας οδηγεί στην θέα του Κυρίου. Η τήρηση είναι λόγος θεογνωσίας. Είναι η πολυποίκιλος και πολύτροπος δράση του Αγίου Πνεύματος στον τόπο του Κυρίου. Και δεν υπάρχει σύστημα που να προγνωρίζει την κίνηση της χάριτος. Ουσιαστικά η κάθαρση του πιστού νου γίνεται ακτίστως και πέρα από κάθε συστηματική περιγραφή ή πνευματική περιχαράκωση, διά της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος. Απλά δεν υπάρχει κανένα σύστημα. Ελκύεται η χάρη αλλά ουδείς γνωρίζει πως τροφοδοτεί την παραπέρα πορεία του πιστού και σε τι οδούς μπορεί να τον οδηγήσει. Θα λέγαμε ότι το μόνο σύστημα που μπορεί να συσταθεί είναι το αδιαλείπτως προσεύχεσθε που είναι και ο μόνος εγγυητής εφαρμογής των εντολών του Κυρίου. Ακολουθούμε τον Κύριο διότι έτσι όρισε Αυτός και όχι επειδή ενεργούμε κάτω από την επίδραση συγκεκριμένων-συντεταγμένων ενεργειών. Δεν λέμε τώρα θα καθαρίσω την καρδία μου αλλά μπορούμε να πούμε θα προσευχηθώ πάση δυνάμει στον Κύριο. Έτσι το γνωμικό μας θέλημα υπακούει στο φυσικό του Κυρίου. Ενεργεί τότε το φυσικό θέλημα του Κυρίου.
Άλλοτε για δυο οδούς: την αποφατική και την καταφατική. Η καταφατική οδός ή καταφατική θεολογία, αναφέρεται στην προσιτή, καταληπτή και γνωστή όψη του Θεού, ενώ η αποφατική οδός ή αποφατική θεολογία αναφέρεται στην απρόσιτη, ακατάληπτη και άγνωστη όψη του. Έτσι τα ονόματα που αποδίδονται στο Θεό έχουν:
α) καταφατικό χαρακτήρα και οικοδομούν μια καταφατική θεολογία. Δηλώνουν ιδιότητες που προσιδιάζουν στο Θεό. Είναι η αρχή. Είναι η κατήχηση. Είναι γνώση της διδασκαλίας της Εκκλησίας. Είναι το αρχικό στάδιο της πνευματικής ζωής. Των ’’δούλων’’ και των ’’μισθωτών’’. Έτσι αρχίζουμε να αποκτούμε εμπειρική γνώση. Μέσω αυτών κατερχόμαστε στην εν τω κόσμω γνώση. Νοούμε ότι καθετί που υπάρχει, κάθε ζωντανό ον, είναι αποτέλεσμα μιας αρχής. Η συμπαντική συγκρότηση, φάσκει θετικά στην έτερη αρχή που την συντονίζει. Μη χαρισματικά —αυτό δεν προκρίνει την νοησιαρχική κατανόηση αλλά είναι η κατάφαση της λογικής στο πλήθος των ενδείξεων— νοούμε ότι ένα υπερτέλειο θείο ον, με αγαθότητα, δικαιοσύνη, αγιότητα και αγάπη δημιούργησε, συνέχει, συντηρεί τον κόσμο. Έτσι ο άνθρωπος σχηματίζει μια θετική εικόνα και αποκτά γνώση για τον Θεό και του αποδίδει ονόματα. Η κατάφαση μας κάνει προσιτό το θείο αυτό ον. «Εγώ ειμί ο ών» μας αποκαλύπτει και μας καλεί στη θεογνωσία.
β) αποφατικό χαρακτήρα και οικοδομούν μια αποφατική θεολογία. Δηλώνουν ιδιότητες που ομολογούν ότι δεν μπορούμε να εξαντλήσουμε την γνώση του Θεού. Δεικνύει την αδυναμία του πιστού νοός μπροστά στη θεία και άκτιστη φύση του Θεού. Εν πρώτοις αυτή η αδυναμία εκλαμβάνεται ως άρνηση, γι αυτό και πολλοί την χαρακτηρίζουν ως αρνητική. Αρνητική, με την έννοια ότι αρνείται ο πιστός νους να εξαντλήσει σε σκέψεις και νοήματα την γνώση του Θεού, ο οποίος υπερβαίνει κάθε σκέψη και κάθε νόημα. Εκεί έγκειται και η δυσκολία της αποφατικής θεολογίας στην εποχή μας. Διότι η γνώση νοείται προσθετικά και όχι αφαιρετικά. Εμείς θεωρούμε ότι δεν έχει εν γένει αρνητικά χαρακτηριστικά. Η άρνηση είδαμε ότι εντοπίζεται στην αδυναμία να περιγράψουμε με τα κτιστά το άκτιστο.Εδώ όμως δεν υφίσταται άρνηση αλλά μια κατεξοχήν θέση αυτογνωσίας. Η αναγνώριση της αδυναμίας, του πιστού νου, είναι μια εξόχως θετική θέση. Είναι η πηγή της μετανοίας. Η στάση που προκύπτει από τα προστάγματα της αυτογνωσίας. Η αποφατική θεολογία ως εκ τούτου είναι μια θεολογία που φάσκει θετικά στην κλήση προς την θέαση και την υιοθεσία. Δεν υφίσταται τίποτε το αρνητικό μπροστά στην διάθεση του πιστού νοός να τανηθεί συστελλόμενος. Είναι όμως η αποφατική οδός η αρχή της ταπείνωσης και επίκλησης του θείου ελέους. Είσοδος του χαρίσματος και απόδειξη της χαρισματικής θεογνωσίας. Δικλείδα ασφαλείας στον άκρατο ορθολογισμό των σχολαστικών που δήλωναν μερική νοησιαρχική γνώση της ουσίας την οποία ταύτιζαν με την καθαρή ενέργεια. Αποφατικά και δια της αφαίρεσης και όχι της άρνησης, ανερχόμαστε στο θείο γνόφο, το αδιαπέραστο σκότος του Θεού. Κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό «…ὅμωςἐπὶΘεοῦ, τί ἐστιν, εἰπεῖνἀδύνατονκατ᾿οὐσίαν. Οἰκειότερονδὲμᾶλλονἐκ τῆς πάντων ἀφαιρέσεωςποιεῖσθαι τὸν λόγον· οὐδὲνγὰρ τῶν ὄντωνἐστὶνοὐχὡςμὴὤν, ἀλλ᾿ὡςὑπὲρ πάντα τὰὄντα καὶ ὑπὲραὐτό τὸ εἶναι ὤν. Εἰγὰρ τῶν ὄντωναἱ γνώσεις, τὸ ὑπὲργνῶσιν πάντως καὶ ὑπὲροὐσίανἔσται, καὶ τὸ ἀνάπαλιν τὸ ὑπὲροὐσίαν καὶ ὑπὲργνῶσινἔσται. Ἄπειρονοὖν τὸ θεῖον καὶ ἀκατάληπτον, καὶ τοῦτο μόνον αὐτοῦκαταληπτόν, ἡ ἀπειρία καὶ ἡ ἀκαταληψία. ὍσαδὲλέγομενἐπὶΘεοῦκαταφατικῶς, οὐ τὴν φύσινἀλλὰτὰπερὶ τὴν φύσινδηλοῖ. Κἂνἀγαθόν, κἂν δίκαιον, κἂνσοφόν, κἂν ὅ τι ἂνεἴπῃς, οὐφύσιν λέγεις Θεοῦ, ἀλλὰτὰπερὶ τὴν φύσιν. Εἰσὶδὲ καί τινακαταφατικῶςἐπὶΘεοῦ λεγόμενα δύναμιν ὑπεροχικῆςἀποφάσεωςἔχοντα, οἷον σκότος λέγοντες ἐπὶΘεοῦοὐ σκότος νοοῦμεν, ἀλλ᾿ὅτιοὐκἔστιφῶςἀλλ᾿ὑπὲρ τὸ φῶς· καί φῶςὅτιοὐκἔστι σκότος» και τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή «Δεῖγάρ, εἴπερὡςἀληθῶςτόγνῶναιδιαφοράνΘεοῦ καί κτισμάτωνἐστίνἀναγκαῖονἡμῖν, θέσιν εἶναι τοῦ ὑπερόντος τήν τῶν ὄντων ἀφαίρεσιν· καί τήν τῶν ὄντων θέσιν, εἶναι τοῦ ὑπερόντος ἀφαίρεσιν· καί ἄμφω περί τόν αὐτόν κυρίως θεωρεῖσθαι τάς προσηγορίας, καί μηδεμίαν κυρίως δύνασθαι· τόεἶναίφημι καί μή εἶναι. Ἄμφωμένκυρίως, ὡς τῆς μέν τοῦ εἶναι τοῦ Θεοῦκατ᾿αἰτίαν τῶν ὄντωνθετικῆς· τῆς δέκαθ᾿ὑπεροχήναἰτίας τοῦ εἶναι πάσης τῶν ὄντωνἀφαιρετικῆς· καί μηδέμίανκυρίωςπάλιν, ὡςοὐδεμιᾶς τήν κατ᾿οὐσίαναὐτήν καί φύσιν τοῦ τί εἶναι τοῦ ζητουμένουθέσινπαριστώσης. Ὧ γάρμηδέντόσύνολονφυσικῶςκατ᾿αἰτίανσυνέζευκται, ἤ ὄν ἤ μή ὄν· τούτῳοὐδέν τῶν ὄντων καί λεγομένων, οὐδέ τῶν μή ὄντων καί μή λεγομένων, εἰκότωςἐστίνἐγγύς. Ἁπλῆνγάρ καί ἄγνωστον καί πᾶσινἄβατονἔχει τήν ὕπαρξιν, καί παντελῶςἀνερμήνευτον, καί πάσηςκαταφάσεώς τε καί ἀποφάσεωςοὖσανἐπέκεινα». Ο πιστός νους αναγνωρίζει ότι τα εργαλεία του είναι περιορισμένης δυνατότητας και άρα επιχειρεί με την χρήση νέων εργαλείων να επεκτείνει τα όρια του. Και αυτή η αποφατική διάθεση είναι δείγμα του υπέρμετρου ζήλου του πιστού νου να γνωρίσει. Δεν αρνείται δηλαδή ο πιστός νους. Δεν παραιτείται αλλά προσπαθεί εναγωνίως να δει. Στο μεταίχμιο αυτής της διάθεσης για περεταίρω γνώση ο πιστός νους πληροφορείται ότι είναι αδύνατο με μόνες τις δυνάμεις του να εννοήσει τον Θεό. Τότε καταφάσκει στο θέλημα του Κυρίου. Και γνωρίζει ότι εις Κύριος. Είναι στην ουσία κατάφαση του πιστού νου στην απόλυτη και απαρέγκλιτη εφαρμογή των εντολών του Κυρίου. Και καταφάσκει διότι πλέον γνωρίζει ότι μόνο έτσι θα γνωρίσει τον Κύριο. Διότι μόνο ο Κύριος μπορεί να του δείξει τον Κύριο. Το επέκτεινα πάσης γνώσεως. Και αυτή η κατάφαση τον οδηγεί στην γύμνωση από κάθε έννοια και γνώση. Δύναται ο πιστός νους τότε να δει, κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, ’’ανομμάτως’’ και να γνωρίσει ’’αγνώστως’’ τον Κύριο που βρίσκεται πάνω και πέρα από κάθε θέα και γνώση. Κι’ αυτό γιατί η θεωρία και γνώση του Θεού συνίσταται στην αορασία και την αγνωσία του. Ως εκ τούτου η αποφατική διάθεση του πιστού νου τον οδηγεί στην απλότητα και χαρισματικά τον καθιστά απλό.
Όλα όσα έχουμε εκθέσει αποτελούν την προσπάθεια του ανθρώπου να εννοήσει και να αρθεί στο ύψος της αποστολής του, στην Θέα του Κυρίου και την χαρισματική υιοθεσία. Αποτελούν προσπάθεια να περιγράψει την εμπειρία του ακτίστου όσο πιο παραστατικά δύναται. Οφείλουμε να υπενθυμίσουμε ότι ο Κύριος ως άκτιστος και υπερβατικός κατά τη φύση του βρίσκεται πέρα από κάθε κατάφαση και απόφαση. Ούτε η καταφατική ούτε η αποφατική θεώρηση του Θεού μπορούν να μας οδηγήσουν στην αληθή περί Θεού έννοια, γιατί ο Θεός, κατά τον Ψευδοδιονύσιο, δεν είναι ούτε ουσία ούτε μη ουσία, ούτε ον ούτε μη ον, ούτε ζωή ούτε μη ζωή, «ουδέ ενότης, ουδέ θεότης ή αγαθότης, ουδέ πνεύμα εστιν, ως ημάς ειδέναι, ούτε υιότης, ούτε πατρότης, ουδέ τι άλλο των ημίν ή άλλωτινί των όντων συνεγνωσμένων. ουδέ τι των ουκ όντων, ουδέ τι των όντων εστίν… ούτε σκότος εστιν ούτε φως, ούτε πλάνη ούτε αλήθεια. ούτε εστίν αυτής καθόλου θέσις ούτε αφαίρεσις». Είναι πέραν παντός ανθρωπίνου, πέραν της ζωής και της υπάρξεως κατά τα εγκόσμια. Ο Θεός δεν είναι αυτό που η κτιστή εμπειρία μας πληροφορεί. Είναι ελλιπής αυτή η εμπειρία. Κατ’ επέκταση και η γνώση είναι ελλιπής. Και δεν μπορεί να είναι διαφορετικά μιας και η βασική διάκριση κτιστού και άκτιστου έχει και αντίστοιχες γνωσιολογικές συνέπειες. Είδαμε ότι κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή: «Δεῖγάρ, εἴπερὡςἀληθῶςτόγνῶναιδιαφοράνΘεοῦ καί κτισμάτωνἐστίνἀναγκαῖονἡμῖν, θέσιν εἶναι τοῦ ὑπερόντος τήν τῶν ὄντωνἀφαίρεσιν· καί τήν τῶν ὄντωνθέσιν, εἶναι τοῦ ὑπερόντοςἀφαίρεσιν».
Ο Ψευδοδιονύσιος θεωρεί ότι από τις δύο αυτές οδούς ο πρώτος προσιδιάζει στους ατελείς, αυτός δε δεικνύει προτίμηση στην αποφατική. Εν τούτοις οι Πατέρες χρησιμοποιούν και τις δύο αυτές γνωσιολογικές δυνατότητες ως βάση για να οικοδομήσουν την θεολογία τους. Έτσι η ενιαία Θεολογία της Εκκλησίας του Κυρίου και εν προκειμένω της Ορθοδόξου Εκκλησίας, είναι η αδιάρρηκτη λειτουργική ενότητα καταφατικής και αποφατικής θεολογίας πέραν κάθε διαλεκτικού πειρασμού. Θα λέγαμε ότι είναι αποφατικώς καταφατική και καταφατικώς αποφατική. Ή αλλιώς θα λέγαμε ότι η τεχνητή διαίρεση της Θεολογίας σε καταφατική και αποφατική δεν αναιρεί το ενιαίο της Θεολογίας. Αυτό που εμφαίνεται ως κατάφαση ή ως απόφαση είναι η επί μέρους έκφραση του ενιαίου ενός της Θεολογίας στο πλαίσιο της Θείας Οικονομίας. Υπό την έννοια αυτή ο Θεός για τους Πατέρες είναι ρητός και άρρητος, αποκεκαλυμμένος και κεκρυμμένος. Απόδειξη αυτού είναι το γεγονός της ενανθρωπήσεως. Κατ αυτή ο άγνωστος γίνεται γνωστός, ο απερίγραπτος περιγραπτός, ο υπερβατικός προσιτός και ο πέραν πάσης ουσίας προσληπτός. Η ενανθρώπηση συγκεφαλαιώνει και μας ασφαλίζει ως προς όλες τις δυνατότητες θεογνωσίας. Άμεσο επακόλουθο της ενανθρώπησης είναι η ’’αντίδοση’’ ή ’’κοινοποίηση’’ των ιδιωμάτων. Αυτό σημαίνει ότι στον Θεό Ιησού Χριστό, αποδίδονται ιδιώματα της ανθρώπινης φύσης και στον Άνθρωπο Ιησού Χριστό αποδίδονται ιδιώματα της θείας φύσης. Άρα μπορούμε να πούμε για τον Υιό του Θεού, ότι είναι ’’παιδίονπροαιώνιον’’ και ’’άνθρωπος άναρχος’’, όχι γιατί ως παιδίον είναι προαιώνιον και ως άνθρωπος είναι άναρχος, αλλά επειδή όντας Θεός προαιώνιος και άναρχος, έγινε με την σάρκωσή του παιδίον. Όπως ονομάζουμε τον Ιησού Χριστό ’’Υιό του Θεού’’ και ’’Θεό’’, λόγω της θεία Του φύσεως, τον ονομάζουμε επίσης και με ιδιώματα της ανθρώπινης φύσης Του, λέγοντάς Τον «Κύριον της δόξης εσταυρωμένον». Έχοντας υπόψη τα παραπάνω, λόγω της περιχωρήσεως των δύο φύσεων στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, μπορούμε να πούμε, ότι έπαθε ο Θεός. Να πούμε την φράση ότι ο Ιησούς Χριστός έγινε για την σωτηρία μας ’’Θεός παθητός’’. Εδώ αναφερόμαστε στο ένα πρόσωπο του Κυρίου και όχι φυσικά στην θεία φύση του η οποία είναι απαθής. Ο Χριστός, ο σαρκωμένος Λόγος, είναι εκείνος που κρεμάστηκε πάνω στον σταυρό και έπαθε κατά την ανθρωπότητα. Ούτε η θεότητα έπαθε (διότι είναι απαθής) ούτε η ανθρωπότητα μόνη (διότι είναι ενωμένη υποστατικά με την θεότητα του Λόγου), αλλά έπαθε ο Ίδιος ο Λόγος, «ο εν ύδασι την γηνκρεμάσας» κατά την ανθρωπότητα, δηλαδή σαρκί. Κατά τον ΆγίοΙωάννή τον Δαμασκηνό: «Θεότητα μεν ούν λέγοντες, ου κατονομάζομεν αυτής τα της ανθρωπότητος ιδιώματα. Ου γαρ φαμέν θεότητα παθητήν ή κτιστήν· ούτε δε της σαρκός, ήτοι της ανθρωπότητοςκατηγορούμεν τα της θεότητος ιδιώματα· ου γαρ φαμέν σάρκα, ήτοι ανθρωπότητα άκτιστον. Επί σε της υποστάσεως, καν εκ του συναμφοτέρου, καν εξ ενός των μερών ταύτηνονομάσωμεν, αμφοτέρων των φύσεων τα ιδιώματα αυτή επιτίθεμεν. Καί γαρ ο Χριστός, όπερ εστί το συναμφότερον, και Θεός και άνθρωπος λέγεται και κτιστός και άκτιστος και παθητός και απαθής. Καί όταν εξ ενός των μερών Υιός το του Θεού και Θεός ονομάζηται, δέχεται τα της συνυφεστηκυίας φύσεως ιδιώματα, ήτοι της σαρκός, Θεός παθητός ονομαζόμενος και Κύριος της δόξης εσταυρωμένος». Βέβαια τα παραπάνω δεν είναι αποδεκτά από τους Συροϊακωβίτες μιας και κατ’ αυτούς οι δυο φύσεις του Κυρίου έγιναν μία.
Η ενανθρώπηση μας οδηγεί στην Μεταμόρφωση. Στην Μεταμόρφωση Του ο Κύριος φανέρωσε, κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, «τη κατά απόφασιν θεολογία παραδεικνύς το απρόσιτον της θεότητος κρύφιον» ή αλλιώς φανερώσε το ύψος της καταφάσεως του υπερούσιου Κυρίου ή αλλιώς το μέγιστο μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Κυρίου. Έτσι λέμε την Παναγία Μητέρα Του ’’χώρα του αχωρήτου’’. Έτσι α) ο άκτιστος και άσχετος Θεός σχετίζεται με τον κτιστό κόσμο μέσω των ουσιαστκών άκτιστων ενεργειών του, στο πλαίσιο της Θείας Οικονομίας και γίνεται γνωστός από αυτές κατά την εκδήλωσή τους στην κτίση, και στην ιστορία, β) κατά την ουσία του, κατά τον τρόπο των ουσιαστικών άκτιστων ενεργειών του, καθώς και τον τρόπο της υπάρξεώς του ως Τριάδας Υποστάσεων, παραμένει τελείως άγνωστος, υπερβατικός και απρόσιτος, γ) με την ενανθρώπησή του ατρέπτως, ασυγχύτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως μας εισάγει εν μυστηρίω στην κατ’ εξοχήν θεογνωσία. Μια χαρισματική πέραν πάσης νοήσεως γνώση που μας επιτρέπει να ομολογήσουμε κατά τον Άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο ότι ο Θεός είναι «υπεράνω παντός ονόματος ονομαζομένου και λόγου και ρήματος ών, υπέρκειται και πάσης διανοίας κατάληψινυπερεκπίπτει, μηδέν ων. Ου γαρ δύναταίποτε το μηδέν ον υπό ανθρωπίνης εννοίας εννοηθήναι και ενσημανθήναι ονόματι». Βλέπουμε ότι το πρόβλημα της έκπτωσης της θεολογίας στην ανθρωπολογία με την άμετρη κατάφαση ή της αποδοχής ενός θεολογικού αγνωστικισμού με την άμετρη απόφαση,οι Πατέρες ως αγιοπνευματικοί φορείς και δια της βασιλικής οδού το υπερκερούν.

[2] ΣτΜ: Είδαμε στο σχόλιο 2 ότι αυτό που από αρκετούς εκλαμβάνεται ως άρνηση είναι κατ’ ουσίαν κατάφαση. Η ορθόδοξη θεολογία ποτέ της δεν αποπειράθηκε να «περιγράψει την πληρότητα του μυστηρίου του Θεού», εξ ου και η βασική διάκριση κτιστού και ακτίστου, ενώ η γνώση ότι η θεογνωσία είναι χαρισματική υπενθυμίζει και τα όρια του κτιστού. Επίσης είδαμε ότι η αδυναμία της περιγραφής είναι πηγή αυτογνωσίας και μετανοίας. Και επίσης είπαμε ότι δεν είναι άρνηση αλλά αφαιρετική διαδικασία του πιστού νου στην προσπάθεια του να τανυθεί και να εισέλθει στο θείο γνόφο. Κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο «Πίστις μόνη κρατεῖτόνἀκράτητον· πίστις μόνη κατανοεῖτόνἀθέατον· πίστις μόνη πλησιάζει τῷἀπροσπελάστω, ὅσονἐγχωρεῖ καί ὅσονἐνδέχεται. Οὗτοςἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ ηὐδόκησα. Οὗτος ἐστι συνεργός ἐμός, ἀλλ’ οὐχὑπουργός». Η πίστη πλησιάζει το απροσπέλαστο, αφαιρετικά αλλά όχι αρνητικά. Μια άρνηση δεν θα είχε καθόλου πίστη αλλά απόρριψη του ακτίστου ή εκδίωξη. Εμείς νομίζουμε ότι η άρνηση που αναφέρει εδώ ο Geevarghese Coorilos είναι η άρνηση των δυτικών. Ο θεολογικός αγνωστικισμός που εισάγεται μέσα από την άρνηση ευνοεί τις αυθαιρεσίες περί Αγίου Πνεύματος αλλά και γενικότερα ευνοεί να μιλάμε για θεό γενικά και απροϋπόθετα. Ως μονοφυσίτης που είναι, και μιας και για τους μονοφυσίτες, το θείο επικρατεί και ο Κύριος δεν αναστήθηκε με το αφθαρτοποιημένο ανθρώπινο Σώμα Του, αλλά ως πνευματικό ον, άσχετο με την ανθρώπινη φύση, αυτομάτως χάνει την κλήση προς θεογνωσία που πηγάζει από την ενανθρώπηση και την Ανάσταση του Κυρίου. Θα προσθέταμε δε ότι αντί της ιδεολογικής ορθοδοξίας, οι αντιχαλκηδόνιοι έχουν την κατά φαντασίαν ορθοδοξία. Ως κατά φαντασίαν ορθόδοξος ο GeevargheseCoorilos θεολογεί τα ορθόδοξα. Κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό «Υἱὸςγὰρὢν τοῦ ΘεοῦΥἱὸςἀνθρώπουγέγονενσαρκωθεὶςἐκ τῆς Ἁγίας Παρθένου, καὶ οὐκἐξέστη τῆς οἰκείαςἰδιότητος. Ἐνηνθρώπησεδὲ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἵνα, ἐφ᾿ὅπερἐποίησε τὸν ἄνθρωπον, πάλιν αὐτῷχαρίσηται· ἐποίησεγὰραὐτὸνκατ᾿εἰκόναἑαυτοῦ, νοερὸν καὶ αὐτεξούσιον καὶ καθ᾿ὁμοιότητα, ἤτοιἐνἀρεταῖςτέλειον, ὡςἐφικτὸνἀνθρώπου φύσει· αὗταιγὰροἱονεὶχαρακτῆρες τῆς θείας ὑπάρχουσι φύσεως· τὸ ἀμέριμνον καὶ ἀπερίσπαστον καὶ ἀκέραιον, τὸ ἀγαθόν, τὸ σοφόν, τὸ δίκαιον, τὸ πάσης κακίας ἐλεύθερον. Ἐνκοινωνίᾳμὲνοὖνἑαυτοῦκαταστήσας τὸν ἄνθρωπον –«ἐπ᾿ἀφθαρσίᾳγὰρτοῦτονἐποίησε»–, διὰδὲ τῆς ἑαυτοῦ κοινωνίας ἀνήγαγεναὐτὸνπρὸς τὸ ἄφθαρτον. Ἐπειδὴδὲδιὰ τῆς παραβάσεως τῆς ἐντολῆςτοὺς τῆς θείας εἰκόνοςχαρακτῆραςἐζοφώσαμέν τε καὶ συνεχέαμεν καὶ ἐνκακίᾳ γενόμενοι τῆς θείας κοινωνίας ἐγυμνώθημεν –«τίςγὰρμετουσίαπρὸς σκότος φωτί;»– καὶ ἔξω τῆς ζωῆς γενόμενοι τῇ τοῦ θανάτου φθορᾷὑπεπέσαμεν, καί ἐπειδὴμετέδωκε τοῦ κρείττονος καὶ οὐκἐφυλάξαμεν, μεταλαμβάνει τοῦ χείρονος, τῆς ἡμετέρας λέγω φύσεως, ἵναδι᾿ἑαυτοῦἐνἑαυτῷἀνακαινίσῃμὲν τὸ κατ᾿εἰκόνα καὶ καθ᾿ὁμοίωσιν, διδάξῃδὲἡμᾶς τὴν ἐνάρετονπολιτείαν καὶ ταύτηνδι᾿ἑαυτοῦποιήσῃἡμῖνεὐεπίβατον καὶ τῇ τῆς ζωῆςκοινωνίᾳἐλευθερώσῃ τῆς φθορᾶςἀπαρχὴ γενόμενος τῆς ἡμῶνἀναστάσεως καὶ τὸ ἀχρειωθὲν καὶ συντριβὲνσκεῦοςἀνακαινίσῃ, ἵνα τῆς τυραννίδος τοῦ διαβόλου λυτρώσηταιπρὸςθεογνωσίανἡμᾶςκαλέσας καὶ νευρώσῃ καὶ παιδεύσῃδι᾿ὑπομονῆς καὶ ταπεινώσεως καταπαλαίειν τὸν τύραννον». Στο μονοφυσιτισμό η αντίδοση των ιδιωμάτων δεν υφίσταται. Κατά τον Απόστολο Παύλο «Δεῖγὰρ τὸ φθαρτὸντοῦτοἐνδύσασθαιἀφθαρσίαν». Το φθαρτό δοξάζεται ανελλιπώς από τον Κύριο μετά την επί γης πορεία Του και την Ανάστασή Του. Αυτή η άρνηση δεν είναι η αφαίρεση των ορθοδόξων. Εισάγει έναν θεολογικό αγνωστικισμό που για τους ορθόδοξους δεν υφίσταται. Να δούμε την άρνηση των δυτικών.
Αυτή η άρνηση είναι αποτέλεσμα του δυτικού αποφατισμού ως θεολογικής μεθόδου. Η θεολογική γνωσιολογία στη δύση εννοεί την άρνηση μέσα από τον δικό της αποφατισμό ο οποίος δεν ταυτίζεται με τον αποφατισμό των ορθοδόξων. Δεν ταυτίζεται η άρνηση των δυτικών με την αφαίρεση των ορθοδόξων και ως εκ τούτου και οι συνέπειες στην θεολογική γνωσιολογία δεν ταυτίζονται.
Για τους σχολαστικούς, η φυσική και η μεταφυσική πραγματικότητα θεωρήθηκαν ως δύο βαθμίδες μιας ενιαίας πραγματικότητας, μιας κατώτερης και μιας ανώτερης, που εξετάζονται με μια ενιαία μέθοδο. Η δυτική θεολογική σκέψη μέσα από τη Μεταφυσική εξέλαβε τον Θεό ως αντικείμενο γνώσης, το οποίο μπορεί να εξεταστεί με τις μεθόδους της γνωσιολογίας. Στην προοπτική αυτή οι σχολαστικοί θεολόγοι τόνισαν την ύπαρξη τριών οδών, τριών ειδικών γνωσιολογικών μεθόδων προσεγγίσεως και γνώσεως του Θεού που συγκροτούν μια τριπλή οδό γνώσεως του Θεού, τη ’’viatriplex’’ της σχολαστικής θεολογίας. Φαινομενικά ομοιάζουν με την καταφατική και την αποφατική θεολογία των Πατέρων της Εκκλησίας. Αυτές είναι: 1. Τη ’’viacausalitatis’’ ή ’’affirmationis’’ (’’οδός της αιτίας” ή ’’των καταφάσεων’’) που προσιδιάζει στην καταφατική θεολογία. Κατ΄αυτή τα ονόματα που αποδίδονται στο Θεό έχουν ως υποσύνολο την κτιστή πραγματικότητα. 2. Τη ’’vianegationis’’ (’’αρνητική οδός’’) που προσιδιάζει στην αποφατική θεολογία. Mε αρνητικές θεονυμίες αφαιρεί από τον Θεό τα γνωρίσματα της κτιστής πραγματικότητας, π.χ. άπειρος, άρρητος.Απουσιάζει στην θεώρηση αυτή η εμπειρία της θέας του ακτίστου Φωτός, της Δόξας του Κυρίου και 3. τη ’’viaeminentiae’’ (’’οδό της υπεροχής’’) με την οποία απέδιδαν στο Θεό θετικές ιδιότητες αλλά σε υπερθετικό βαθμό π.χ. πανάγαθος.
Η αρνητική οδός δεν είναι σε λειτουργική σχέση ή καλύτερα σε αλληλοπεριχώρηση με την θετική οδό πράγμα το οποίο συμβαίνει με την αποφατική και την καταφατική θεολογία. Η καθεμία —αρνητική και θετική— ονομάζει τον Θεό μέσα από λογικές διαδικασίες. Η άρνηση εννοείται ως στερητική οδός. Απλά ονομάζουμε τον Κύριο με ονόματα που δείχνουν την άκτιστη πραγματικότητα Του και του στερούν τις εγκόσμιες ιδιότητες. Αυτές οι θεονυμίες είναι το αποτέλεσμα της χρήσης της διαλεκτικής επί μιας ενιαίας πραγματικότητας, διαιρεμένης σε βαθμίδες κατανόησης. Δεν είναι αποτέλεσμα της θεοφάνειας. Ενώ ο ορθόδοξος αποφατισμός οδηγείται μέσα από τις θεοφάνειες στην αφαίρεση, δίνοντας ονόματα στον Θεό που περιγράφουν το μέγεθος της ακαταληψίας Του και άρα μπορούμε να γνωρίζουμε χαρισματικά το μέγεθος της συγκατάβασης Του, στην αρνητική οδό των δυτικών δεν υπάρχει, δεν υφίσταται αυτή η αδυναμία. Με λίγα λόγια ενόσω ο Θεός μας δείχνει την αδυναμία γνώσης της άκτιστης ουσίας Του από μέρους μας, ο ορθόδοξος αποφατισμός ταπεινώνεται και αναζητά το θείο έλεος και την συγκατάβαση. Έτσι όμως οδηγείται σε νέα γνώση του Κυρίου μιας και «ταπεινοῖςδὲδίδωσι χάριν». Αντίθετα στην σχολαστική έκφραση του αποφατισμού η αδυναμία επισύρει νέες μεθοδολογικές προσεγγίσεις που διορθώνουν επί τα βελτίω, κατ΄άνθρωπο, την γνώση της ουσίας του Κυρίου. Εδώ η άρνηση είναι αποτέλεσμα λογικής προσπάθειας κατανόησης που μοιραία οδηγεί στην απόρριψη και στον μηδενισμό. Ειναί οδός απομακρύνσεως και όχι γνώσεως. Είναι κατά βάση μια απόπειρα του κτίστού να ερμηνέυσει το άκτιστο. Για το Θεό όμως δεν ισχύουν οι κανόνες της λογικής ή της φιλοσοφίας. Έτσι ενώ στην θετική οδό έχει τα δεδομένα του κτιστού κόσμου και από αυτά κινείται προς θεογνωσία —όχι από θαυμασμό αλλά από συστηματική ερευνητική διάθεση— στην αρνητική μέθοδο απλά απορρίπτει αυτά τα δεδομένα δίνοντας τα αντίστοιχα αρνητικά ονόματα. Το λατρευτικό στοιχείο είναι νομικού χαρακτήρα πέραν οποιασδήποτε χαρισματικής εξάρσεως του συνόλου ανθρώπου. Δεν υπάρχει υποψία χαρισματικής γνώσης.
Εν τέλει ο αποφατισμός στην ανατολή είναι θαυμασμός μπροστά στην δόξα του Κυρίου και πηγή μετανοίας και αυτογνωσίας και άρα και είσοδος της χάριτος του Κυρίου, ενώ στη δύση είναι πρόκληση των διανοητικών δυνατοτήτων, πηγή νέας συνειδητοποίησης και αύξησης του Εγώ και εν γένει πηγή απομάκρυνσης από τον Κύριο. Η προσπάθεια γνώσεως εν τέλει απολήγει σε ατομική βελτίωση. Έτσι θρέφεται ο δαίμων της υπερηφανείας και απορρίπτει τον Κύριο. Κι αυτό διότι δεν υπάρχει η θεολογική υποδομή της διττής έκφρασης για τον Θεό που δίνει τη δυνατότητα στον πιστό να γνωρίσει τον Θεό, στο πλαίσιο των πεπερασμένων από την κτιστότητα γνωστικών δυνατοτήτων του. Δεν υφίσταται η μέθεξη στις άκτιστες ενέργειες του Κυρίου και η πρόσληψη του Σώματος και του Αίματος του Κυρίου, μέσω των οποίων ο πιστός νους βιώνει μυστηριακά την αποκάλυψη του Θεού, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η αποφατική θεολογία μετατρέπεται σε μια αποκλειστικά εκστατική θεολογία. Η πνευματική πρόοδος οδηγεί τον πιστό νου σταδιακά σε μια κατά χάρη μετοχή στις άκτιστες ενέργειες του Θεού η οποία απολήγει, δια της ενανθρωπήσεως, στην ένωση και εν τέλει χαρισματική υιοθεσία. Η μετοχή στις ουσιαστικές άκτιστες ενέργειες δεν είναι το απόγειο της θείας μεθέξεως αλλά δεικνύουν το αληθές του φωτισμού. Η υιοθεσία είναι το επιστέγασμα του ανακαινισμού. Στον τόπο της χαρισματικής ενώσεως, διά της ενανθρώπησης, δεικνύεται το έργο των θείων άκτιστων ενεργειών.
Όπως είπαμε, πρόκειται για συστηματικές μεθόδους του ανθρώπου απολύτως νοησιαρχικές ή αλλιώς θα λέγαμε ότι είναι η επιστημονική προσέγγιση του Θεού. Και με μόνη αυτήν την παρατήρηση αντιλαμβανόμαστε ότι «Μεταξύ ἡμῶν καί ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπωςοἱθέλοντεςδιαβῆναιἔνθενπρόςὑμᾶς μή δύνωνται, μηδέ οἱἐκεῖθενπρόςἡμᾶςδιαπερῶσι». Συνιστά η ’’viatriplex’’ μια νοητική ή καλύτερα διαλεκτική προσπάθεια αναγωγής του κτιστού προς το άκτιστο με πλήρη την απουσία του ακτίστου. Επιχειρείται η ανατομία, με την ιατρική της έννοια, του ακτίστου με τα εργαλεία του κτιστού στο τραπέζι της λογικής και όχι στο τραπέζι του Λόγου. Σ΄αυτήν την περίπτωση, όπως είπαμε, οδηγείται ο άνθρωπος ή στην απόρριψη του ακτίστου ή στην εκδίωξη του Θεού. Οι δυτικοί απέρριψαν το άκτιστο (στην υιοθεσία της θεωρίας ότι οι ουσιαστικές ενέργειες είναι κτιστές) και ταυτόχρονα εκδίωξαν τον Κύριο διά της αντιπροσώπευσης Του από τον Πάπα ή τον κάθε ένα άνθρωπο του προτεσταντισμού και εσχάτως την διαλεκτική σύνθεση του ενός (Πάπα) και των πολλών (προτεσταντών), των περίπου ομοίων, (παπισμού και προτεσταντισμού), που παρήγαγε τον σύγχρονο ορθόδοξο.
Η θεολογία μοιραία εκπίπτει σε ανθρωπολογία και με την βοήθεια του Ιερού Αυγουστίνου και της αναλογίας μπορεί να ανατμηθεί στο τραπέζι της λογικής. Κατά τον Feuerbach «το μυστήριο της θεολογίας είναι η ανθρωπολογία». Η έκπτωση της θεολογίας μοιραία οδηγεί στην κατασκευή ενός θεού στα μέτρα του ανθρώπου. Για τον Feuerbach «Όλα τα κατηγορήματα, όλοι οι προσδιορισμοί του θείου όντος είναι κατά βάση ανθρώπινοι». Με άλλα λόγια, δεν δημιούργησε ο Θεός τον άνθρωπο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή του, αλλά ο άνθρωπος δημιούργησε το Θεό κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση δική του. Αυτό συνέβη στη Δύση με τη σχολαστική θεολογία: δημιουργήθηκε μια αντίληψη για το Θεό κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του ανθρώπου. Ο ανθρωπομορφισμός ήταν ένα μεταβατικό στάδιο στη δύση που οδήγησε τελικά στον αθεϊσμό. «Ο χριστιανισμός δεν έχει πια καμιά άλλη μαρτυρία να εκθέσει παρά μονάχα τη μαρτυρία για τους φτωχούς. Αυτό πού κατέχει ακόμα, δεν προέρχεται από αυτόν: ζει από τις ελεημοσύνες των περασμένων αιώνων» βροντοφωνάζει ο Feuerbach.

[3] ΣτΜ: Δες σχόλιο 2. Αξιώσεις έχουν αυτοί που γνωρίζουν τον Κύριο. Οι άγιοι. Αυτοί που μαρτυρούν αυτά που τους γνώρισε ο Κύριος, καθώτι ο Κύριος μεθεκτός στις ενεργειές του και ενωμένος με το πλάσμα του στην χαρισματική υιοθεσία μετά την ενανθρώπηση. Πίνουμε το Αίμα του Κυρίου και τρώμε το Σώμα Του. Υπάρχει θεογνωσία όπως είδαμε. Προτείνουμε τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή. Ο GeevargheseCoorilos σαν μονοφυσίτης που είναι ας τον διαβάσει.
[4] ΣτΜ: Ο Κύριος είναι ο Θεός. Η ανακοίνωση θα μπορούσε να έχει ως εξής: «Πέραν τούτου, εμείς ως Επιτροπή για την Παγκόσμια Ιεραποστολή και τον Ευαγγελισμό, βεβαιώνουμε ότι ψάχνουμε να βρούμε και τους άλλους τρόπους για την σωτηρία. Έτσι θα καλύψουμε και το κενό που ο τρόπος του Κυρίου επιτρέπει να υπάρχει. Και το κενό το καλύπτει η άλλη οικονομία. Του Αγίου Πνευματος. Στην ουσία η οικονομία η δική μας. Των ανθρώπων»

[5] ΣτΜ: υπάρχει σύγχυση ως προς τις ενέργειες. Δεν υπάρχει καμία νύξη στην οικονομία της σωτηρίας των ανθρώπων. Ο Κύριος το πολύ να είναι μια σωτηριολογική ενέργεια. Σύμφωνα και με το εννοιολογικο περιεχόμενο του Missio Dei «δεν είναι ο Κύριος που σώζει το πλάσμα είναι το πλάσμα που σώζεται από τον Κύριο». Η χάρις του Κυρίου δεν ευδοκεί απροϋπόθετα. Ομοίως και το Άγιο Πνέυμα δεν ενεργεί απροϋπόθετα και πέραν του Κυρίου. Δηλαδή: «τότε δύο ἔσονταιἐντῷἀγρῷ, ὁ εἷς παραλαμβάνεται καὶ ὁ εἷςἀφίεται» (Ματθ. 24,40)· ή «ὁ δὲἀποκριθεὶςεἶπεπρὸςαὐτούς· μήτηρ μου καὶ ἀδελφοί μου οὗτοίεἰσινοἱ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦἀκούοντες καὶ ποιοῦντεςαὐτόν» (Λουκ. 8,21)· ή «ὁ μὴὢνμετ᾿ἐμοῦκατ᾿ἐμοῦ ἐστι, καὶ ὁ μὴ συνάγων μετ᾿ἐμοῦ σκορπίζει» (Λουκ. 11,23).

Γιώργος Μπόρας

Δεν υπάρχουν σχόλια: