Παρασκευή 12 Αυγούστου 2022

Ο ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΙΤΣΕ - Michael Gillespie (27)

Συνέχεια από: Τρίτη 9 Αυγούστου 2022

Nihilism Before Nietzsche

Michael Allen Gillespie

Μετάφραση: Γιώργος Ν. Μερτίκας

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ο FICHTE ΚΑΙ Η ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΝΟΟΥΜΕΝΟΥ ΕΓΩ

Ελευθερία και η σκοτεινή νύχτα του νοούμενου εγώ

Στο μέρος της "Επιστήμης της γνώσης" που ασχολείται με τον πρακτικό Λόγο ο Fichte επιχειρεί να εξηγήσει με κάθε λεπτομέρεια τον υποσυνείδητο τρόπο με τον οποίο το εγώ περιορίζει και προσδιορίζει το ουκ εγώ, δηλαδή προσπαθεί να δείξει ότι ο αντικειμενικός κόσμος όπως εμφανίζεται στη συνείδηση απορρέει από την ασυνείδητη δραστηριότητα της βούλησης, και άρα είναι έκφραση ελευθερίας. Αυτή η εξήγηση απομακρύνει τον Fichte από τη σφαίρα της συνείδησης και τον οδηγεί στο σκότος του νοούμενου εγώ.

Ο στόχος του Fichte στην "Επιστήμη της γνώσης" είναι να δοθεί μια ενιαία περιγραφή της εμπειρίας που να συμφιλιώνει το εγώ και το ουκ εγώ. Στο πρώτο μέρος του συγγράμματος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η θεωρητική σύνθεση δεν θα εκπλήρωνε ποτέ αυτό το καθήκον, ότι καμία περιγραφή του κόσμου που να βασίζεται στο ουκ εγώ ή στον κατηγοριακό Λόγο δεν θα μπορούσε να εξηγήσει επαρκώς την εμπειρία. Αυτή η εκμηδένιση του αντικειμενικού κόσμου επιτελείται με το να αποδειχτεί ότι το ουκ εγώ προσδιορίζεται ευθέως από το απόλυτο εγώ, ότι το απόλυτο εγώ είναι το θεμέλιο και η πηγή του ουκ εγώ (WL, SW, 1:250, 271· SK, 221, 239).


Κάτι τέτοιο είναι δυνατόν να αποδειχτεί μόνο εάν εξεταστεί σε βάθος η δραστηριότητα του εγώ, δηλαδή η νοούμενη ελευθερία. Ο Kant πίστευε ότι ήταν αδύνατη αυτή η εξέταση, αφού η σφαίρα της νοούμενης ελευθερίας δεν είναι προσιτή στην ενόραση ή στην κατανόηση. Ο Fichte, αντιθέτως, πιστευει ότι έχουμε πρόσβαση σε αυτή τη σφαίρα μέσω της φαντασίας, η οποία τη σκιαγραφεί (ατελώς) σε πεπερασμένες εικόνες. Ενώ, λοιπόν, δεν γνωρίζουμε αυτή τη σφαίρα με τον ίδιο τρόπο που γνωρίζουμε τον αντικειμενικό κόσμο, δεν είναι εντελώς απρόσιτη στην κατανόηση. Πράγματι, κατορθώνουμε να την κατανοήσουμε με ένα άλμα της φαντασίας, άλμα το οποίο γίνεται δυνατό χάρη στην έμφυτη ανθρώπινη ελευθερία (WL, SW, 1:298· SK, 262).

Ο Fichte ταυτίζει τη νοούμενη σφαίρα με την υποσυνείδητη σφαίρα της βούλησης, τη σφαίρα των συναισθημάτων, των ενστίκτων και των ψυχολογικών ορμών. Η σφαίρα της βούλησης κατά την άποψή του είναι το υπόστρωμα και η αλήθεια για τον κόσμο του ουκ εγώ. Ο τρόπος με τον οποίο κατανοεί το υποσυνείδητο ο Fichte διαφέρει, ωστόσο, σε ουσιώδη σημεία από τον δικό μας τρόπο. Κατά κανόνα εικάζουμε ότι τα συναισθήματά μας, για παράδειγμα, έχουν κάποια φυσική αιτία που στηρίζεται είτε στη βιολογία μας είτε στην εμπειρία μας. Συνήθως, λοιπόν, κατανοούμε τα συναισθήματα ως πάθη, δηλαδή ως αντιδράσεις σε ενέργειες που έχουν την πηγή τους έξω από εμάς. Σε ορισμένα σημεία ο Fichte συμφωνεί με αυτή την εκτίμηση. Από την προοπτική του εμπειρικού εγώ κάθε συναίσθημα είναι πάθος. Η πραγματική πηγή αυτών των συναισθημάτων όμως είναι το ίδιο το εγώ ως απόλυτη δραστηριότητα, ως καθαρή βούληση. Τα συναισθήματα επομένως είναι μορφές ελευθερίας, και κατά συνέπεια δεν είναι αντιδράσεις αλλά αρχέγονες ενέργειες. Είναι η στιγμή που το εμπειρικό εγώ βιώνει τη δική του ουσία, την ελεύθερη δραστηριότητα του απόλυτου εγώ το οποίο ενεργεί μέσω και επί του εμπειρικού εγώ. Στον Fichte η φαντασιακή κατασκευή αυτού του υποστρώματος κάθε εμπειρίας είναι η θεμελιώδης έκφραση του δόγματός του για την ελευθερία, το οποίο προσπαθεί να δείξει ότι το εμπειρικό εγώ και το ουκ εγώ είναι στην πραγματικότητα στιγμές της αρχέγονης δραστηριότητας ή βούλησης που συνιστά το καθαυτό απόλυτο εγώ. Είναι η αυτοθεμελιωτική ενέργεια της βούλησης.

Στην αμεσότητά της η βούληση ή η δραστηριότητα εμφανίζεται ως αγώνας (WL, SW, 1:26·262 SK, 231). Το εγώ αγωνίζεται να καθυποτάξει το ουκ εγώ μέσα στον εαυτό του. Η καθυπόταξη, υποστηρίζει ο Fichte, απαιτείται από το απόλυτο εγώ στο όνομα του απόλυτου όντος (WL, SW, 1:259· SK, 229). Ο Kelly το αποκαλεί οντολογική προτεραιότητα του ιδεώδους (Idealism, 218). Η ελευθερία, με άλλα λόγια, καθιδρύει αυτή την κατηγορική επιταγή προκειμένου η ίδια η ελευθερία να είναι απόλυτη, δηλαδή η ελευθερία να απαλλαγεί από κάθε δεσμό εξάρτησης από το άλλο διαλύοντας την ετερότητα του άλλου. Ο αγώνας είναι η δεσπόζουσα μορφή της βούλησης στο εμπειρικό εγώ, επειδή αυτό το εγώ δεν είναι ακόμη απόλυτο. Είναι η ατελής έκφραση της καθαρής δραστηριότητας της βούλησης που συνιστά το καθαυτό απόλυτο εγώ. Αυτή η ιδέα της καθαρής δραστηριότητας που χρησιμοποιεί ο Fichte για να χαρακτηρίσει το απόλυτο εγώ είναι υιοθέτηση της αριστοτελικής έννοιας της ενέργειας. Πρόκειται για δραστηριότητα που γίνεται χάριν της ίδιας, και άρα δεν έχει άλλο σκοπό έξω από την ίδια. Ο αγώνας, αντιθέτως, είναι πάντοτε η επιδίωξη κάποιου πράγματος το οποίο δεν είναι παρόν στην ίδια τη δραστηριότητα και προϋποθέτει την παρεύρεση του αλλότριου άλλου. Το αποτέλεσμα είναι ότι παραμένει ανικανοποίητος ενόσω το άλλο παρεμβαίνει, και αποβλέπει στην εξάλειψη του άλλου. Πρόκειται, λοιπόν, για μορφή άρνησης που καθοδηγείται από κάποια γνωστή ως ένα βαθμό θεώρηση του τι κατ' ουσίαν ήδη υπάρχει και τι κατά συνέπεια πρέπει να υπάρχει. Όπως απέδειξε ο Hegel, ο αγώνας για τον Fichte είναι ό,τι ο Kant κατανοούσε ως το δέον. 
Ο αγώνας να αποδειχτεί ότι το ουκ εγώ είναι έκφραση του απόλυτου εγώ δεν αποβλέπει απλώς στο ξεπέρασμα και στην καθυπόταξη του κόσμου, αλλά επίσης και στο ξεπέρασμα του εμπειρικού εγώ κάθε ατόμου (SW, 1:130). Δεν είναι απλώς καρτεσιανό τεχνολογικό πρόταγμα το οποίο επιδιώκει να κυριαρχήσει και να μετασχηματίσει τη φύση, αλλά και ηθικό πρόταγμα του Rousseau που αποβλέπει στον μετασχηματισμό του ίδιου του ανθρώπου. Μάλιστα, η καθυπόταξη της φύσης είναι αναγκαία επειδή αποτελεί εμπόδιο στην απόλυτη ενότητα και ελευθερία του εγώ. Ο τελικός στόχος δεν είναι επομένως η εξάλειψη της αντίθεσης που παράγεται από το ουκ εγώ, αλλά η συμφιλίωση του εγώ με τον εαυτό του, του εμπειρικού εγώ με το απόλυτο εγώ. Η απελευθέρωση από τη φύση είναι το μέσο για να ξεπεραστεί η αλλοτρίωση, για να συμφιλιωθεί το εγώ με τον εαυτό του. Άρα η άρνηση είναι πάντοτε στην υπηρεσία της αυτοεπιβεβαίωσης. Αφού το εγώ είναι ουσιαστικά ελευθερία, το ξεπέρασμα της αλλοτρίωσης σημαίνει την εδραίωση της ελευθερίας ως απόλυτης.

 Από την προοπτική του απόλυτου εγώ, το ουκ εγώ είναι εσωτερική διάσπαση του καθαυτό εγώ. Το εμπειρικό εγώ όμως βιώνει τη διάσπαση ως συναίσθημα. Το αρχέγονο εγώ, όπως το κατανοεί ο Fichte, είναι συνάμα τα πάντα και τίποτα. Ως καθαρή, απροϋπόθετη δραστηριότητα, δεν έχει στο εσωτερικό του διακρίσεις και συμπεριλαμβάνει καθετί αδιακρίτως. Εφ' όσον όμως είναι αδιαφοροποίητο, δεν είναι συγκεκριμένο πράγμα, και άρα είναι τίποτα. Η καθαρή δραστηριότητα διακόπτεται από ένα αλλότριο στοιχείο το οποίο εμφανίζεται στο εσωτερικό του εγώ. Η προέλευση αυτού του αλλότριου άλλου, σύμφωνα με τον Fichte, είναι άγνωστη, αλλά η ύπαρξή του είναι αναμφίβολο γεγονός της συνείδησης. Το άλλο υπονομεύει την ταυτότητα του εγώ γιατί καθιδρύει ένα σύνορο ανάμεσα σε ό,τι είναι και σε ό,τι δεν είναι (WL, SW, 1:265, 269· SK, 233-234, 237). Το εγώ βιώνει αυτό το σύνορο ως συναίσθημα που χαλιναγωγεί τη δραστηριότητά του (WL, SW, 1:266· SK, 235). Ως αποτέλεσμα αυτού του συναισθήματος, το εγώ δεν επιθυμεί να διευρυνθεί περαιτέρω προς την κατεύθυνση που διαχωρίζεται από το σύνορο. Εξ αιτίας αυτού παύει να είναι απόλυτο και γίνεται απλώς εμπειρικό εγώ. Επομένως είναι το συναίσθημα, και όχι κάποιο εξωτερικό αντικείμενο, που περιορίζει τη βούληση και τη δραστηριότητα του εγώ.

Αυτός ο περιορισμός του εγώ είναι επίσης η πηγή της αυτοσυνείδησης. Το αρχέγονο εγώ είναι καθαρή δραστηριότητα, σημείο που θέλει να γίνει άπειρο επίπεδο, και το οποίο κατά συνέπεια δεν αναστοχάζεται τον εαυτό του. Είναι καθαρή βούληση. Αυτή η επέκταση, ωστόσο, αναχαιτίζεται σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο από το ουκ εγώ. Η βούληση συναντά αντίσταση την οποία δεν μπορεί να υπερνικήσει. Η βούληση αναστοχάζεται από αυτό το σημείο το σημείο καταγωγής της (WL, SW, 1:228· SK, 203). Το εγώ καταλήγει να αναγνωρίσει τον εαυτό του ως εγώ συνεπεία της συνάντησής του με το ουκ εγώ ή το αντικείμενο. Με αυτό τον τρόπο το εγώ αποκτά αυτοσυνείδηση. Η εσωτερική εμπειρία του εμπειρικού εγώ που υφίσταται αυτή την εμπειρία είναι ένα συναίσθημα ανικανότητας που θέτει κάποιο όριο για το εγώ. Το εγώ, καθόσον ανακαλύπτει μια τέτοιου είδους ανικανότητα μέσα στον εαυτό του, ανακαλύπτει επίσης ότι είναι ένα πεπερασμένο πράγμα. Μέσω της εσωτερικής εμπειρίας το εγώ καταλήγει να αναγνωρίσει τον εαυτό του και την ιδιαιτερότητά του.

Ο Fichte υποστηρίζει ότι το ουκ εγώ ή το αντικείμενο που φαίνεται να αναχαιτίζει το εγώ είναι στην πραγματικότη τα η ευκαιρία ή ο τόπος για τον αυτοπεριορισμό του εγώ. Αυτός ο ισχυρισμός δεν θα πρέπει να εκληφθεί ως άρνηση της απώτερης πραγματικότητας του ουκ εγώ. Ο Fichte υποστηρίζει ότι το ουκ εγώ επηρεάζει το εγώ εφ' όσον το εγώ επιτρέπει από μόνο του να επηρεαστεί. Άρα το ουκ εγώ γίνεται κάτι για το εγώ ένεκα μιας απόφασης του ίδιου του εγώ, επειδή το εγώ συναισθάνεται τα δικά του όρια. Πράγματι, χωρίς αυτό το συναίσθημα το ουκ εγώ δεν θα ήταν τίποτα για το εγώ.

Εάν όμως έτσι έχουν τα πράγματα, γιατί το εγώ θέτει το ουκ εγώ ως ρυθμιστικό για το εγώ; Για τον Fichte η απάντηση σε αυτό το ερώτημα έγκειται στην αδυνατότητα εκείνου για το οποίο αγωνίζεται το εγώ. Το εγώ αγωνίζεται για το άπειρο, αλλά το άπειρο δεν κατακτάται. Σε κάποια στιγμή που αποτυγχάνει να φθάσει στο άπειρο το εγώ προσεγγίζει τα όρια των δυνάμεών του και δεν μπορεί να προχωρήσει περαιτέρω. Σε αυτό το σημείο απωθείται από το άπειρο (WL, SW, 1:272, 275· SK, 240, 242). Στο συγκινησιακό επίπεδο τα προαναφερθέντα είναι η πηγή για το συναίσθημα της ανικανότητας του εγώ, για το συναίσθημα ότι η βούλησή του είναι περιορισμένη, ότι δεν είναι Θεός. Η παλινωδία του εγώ ένεκα της απώθησής του από το άπειρο δεν συλλαμβάνεται, ωστόσο, ως τέτοια και το συναίσθημα που γεννά αποδίδεται στο αντικείμενο, στο ουκ εγώ.

Η πραγματική προέλευση αυτού του συναισθήματος δεν ανα γνωρίζεται από το εγώ το οποίο υφίσταται την εμπειρία, διότι η βούληση του εγώ που επεκτείνεται προς το άπειρο και απωθείται από αυτό δεν αναστοχάζεται, και άρα ποτέ δεν ανακτά συνείδηση (WL, SW, 1:235- SK, 208). Το σύνορο της ενόρασης, όπως είδαμε, καθιδρύεται από τη φαντασία, που υπό μίαν έννοια είναι ήδη πέρα από αυτό το σύνορο, είναι ήδη υπό μίαν έννοια άπειρη (WL, SW, 1:237· SK, 210). Επομένως η θεμελιώδης δραστηριότητα της φαντασίας δεν υπόκειται σε αυτό το σύνορο. Ως η πηγή της συνείδησης, αυτή η άπειρη βούληση ποτέ δεν εμφανίζεται μέσα στη συνείδηση ή για τη συνείδηση.

Η απόλυτη δραστηριότητα της άπειρης βούλησης μπορεί να περιοριστεί μονάχα από τον εαυτό της. Άρα το ουκ εγώ ή το άλλο πρέπει να είναι επίσης στιγμή αυτής της δραστηριότητας. Σύμφωνα με τον Fichte, στην πραγματικότητα πρόκειται για την ίδια βούληση ή κίνηση προς την αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή προς τα πίσω, από το άπειρο στο σημείο εκκίνησής της. Συνεπώς το εγώ απαρτίζεται από δύο αμοιβαία αναγκαίες κινήσεις, μια φυγόκεντρο κίνηση που αποβλέπει στο άπειρο και μια κεντρομόλο κίνηση που επιστρέφει στο εγώ (WL, SW, 1:274· SK, 241-242).

Από αυτή την προοπτική γίνεται φανερό ότι η αρχέγονη δραστηριότητα του εγώ έχει δύο συστατικά στοιχεία. Από τη μια πλευρά, είναι άπειρος πρακτικός αγώνας να πληρωθεί το άπειρο, ακατάπαυστη αυτοεπιβεβαίωση που επιδιώκει να καθυποτάξει τον κόσμο στην απόλυτη ελευθερία. Από την άλλη πλευρά, είναι θεωρητική ορμή για αναστοχασμό, στον οποίο το αναστοχαστικό στοιχείο λησμονεί τον εαυτό του διότι το ίδιο δεν αναστοχάζεται (WL, SW, 1:308· SK, 269). Αυτές οι δύο ορμές είναι εξ ίσου αρχέγονες και αμοιβαία αναγκαίες. Ο αναστοχασμός είναι η βάση για να προχωρήσει το εγώ έξω από τον εαυτό του, αφού εξ αιτίας του αναστοχασμού υπάρχει περιορισμός, και άρα κάτι εξωτερικό και κάτι εσωτερικό. Η απαίτηση να εξαντλήσει το άπειρο είναι η βάση για να αντιπαλέψει την αιτιότητα εν γένει, και άρα η πηγή της δραστηριότητας που υπερβαίνει το σύνορο. Έτσι καθιστά κατανοητό το σύνορο ως σύνορο και το εγώ ως εγώ (WL, SW, 1:276· SK, 243). Δεν είναι δυνατόν να υπάρξει αγώνας για το άπειρο χωρίς στοχασμό, ούτε και στοχασμός χωρίς τέτοιο αγώνα για το άπειρο.

Ο πρακτικός Λόγος επομένως δεν κατορθώνει ποτέ να επιτύχει τον στόχο του. Αυτός ο στόχος, ωστόσο, παραμένει ως το αιώνιο κίνητρο για περαιτέρω δραστηριότητα. Σύμφωνα με τον Fichte, ο στόχος της απόλυτης απελευθέρωσης και συμφιλίωσης περιπλανιέται σαν όραμα μπροστά μας και μας έλκει προς τα εμπρός, αλλά ποτέ δεν πραγματώνεται (WL, SW, 1:270· SK, 238). Αυτό το γεγονός καταδεικνύει τον πραγματικά αρχέγονο χαρακτήρα της βούλησης ως πόθου. Ο πόθος, όπως τον κατανοεί ο Fichte, είναι ορμή προς κάτι άγνωστο, που αποκαλύπτεται μέσω ανάγκης, ανησυχίας και στέρησης (WL, SW, 1:303· SK, 265). Μόνο μέσω του πόθου το εγώ βγαίνει από τον εαυτό του και θέτει κάτι. Πρόκειται συνεπώς για τη δραστηριότητα μέσω της οποίας ο εξωτερικός κόσμος αποκαλύπτεται μέσα στο εγώ (WL, SW, 1:303· SK, 266). Εξ αιτίας των αισθημάτων του διαχωρισμού και της κενότητας, το εγώ προεκτείνεται πέραν του εαυτού του, αναζητώντας ό,τι στερείται. Αυτή η αποξένωση είναι η πηγή του άπειρου αγώνα που γεννά τόσο το ουκ εγώ όσο και το εμπειρικό εγώ. 

Ο πόθος, λοιπόν, είναι η αρχική, εντελώς ανεξάρτητη εκδήλωση της βούλησης που υφίσταται στον πυρήνα του εαυτού (WL, SW, 1:304· SK, 267). Είναι η πηγή του αγώνα που είναι η ουσία της ελευθερίας. Ως τέτοια είναι το βαθύτερο θεμέλιο της δραστηριότητας του εγώ. Με άλλα λόγια, είναι το νοητό θεμέλιο της πραγματικότητας. Όπως έλεγε ο Hegel, για τον Fichte ο πόθος είναι θεϊκός. Ουσιαστικά, πόθος είναι η ορμή προς τη μεταβολή των συναισθημάτων, και αυτό σημαίνει προς την επανερμηνεία του αντικειμενικού κόσμου, την καθυπόταξη αυτού του κόσμου στο εγώ (WL, SW, 1:320· SK, 280). Όπως είδαμε, το εγώ βιώνει το ουκ εγώ ως σύνορο το οποίο αντανακλά το συναίσθημα αδυναμίας του εγώ που προκύπτει από την ανικανότητά του να κατακτήσει το άπειρο. Αλλαγή στα συναισθήματα μπορεί επομένως να συμβεί εάν διευρυνθεί η ικανότητά μας για πλήρωση του απείρου. Πόθος είναι το εγχείρημα να κατακτήσουμε το άπειρο, το οποίο συγχρόνως έχει επίγνωση των ορίων του. Εφ' όσον έχει επίγνωση των ορίων, υπό μίαν έννοια είναι ήδη πέρα από αυτά. Πόθος υπ' αυτή την έννοια είναι η δραστηριότητα του άπειρου, απόλυτου εγώ, όπως εκδηλώνεται μέσα στο πεπερασμένο, εμπειρικό εγώ. Είναι η αρχική πηγή τόσο της ορμής να πληρωθεί το άπειρο όσο και της ορμής για ανα στοχασμό, και επομένως τόσο της θεωρητικής όσο και της πρακτικής βούλησης.

Ο πόθος απορρέει από τη δυσαρέσκεια για τα όρια του εγώ, δηλαδή από το συναίσθημα της ανικανότητάς του. Αυτό το συναίσθημα, ωστόσο, εμφανίζεται επειδή το εγώ όποτε ποθεί είναι ήδη υπό μίαν έννοια πέρα από τα όριά του, και άρα συναισθάνεται την αντίφαση ανάμεσα σε ό,τι είναι ως απόλυτη δραστηριότητα και σε ό,τι είναι ως εμπειρικό ον. Τι θα έπρεπε να είναι το εγώ, όμως, είναι ασαφές για το εγώ το οποίο υφίσταται αυτή την εμπειρία. Γνωρίζει μόνο ότι είναι ανικανοποίητο με ό,τι είναι, με το συναίσθημα που το περιορίζει. Ο πόθος επομένως στρέφεται ενάντια σε αυτό το συναίσθημα, ενάντια στο Χ συναίσθημα, και θέλει το αντίθετό του, δηλαδή το συναίσθημα μη Χ, χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα για τον ουσιαστικό χαρακτήρα αυτού του νέου συναισθήματος (WL, SW, 1:305-306· SK, 268). Αυτό επιτυγχάνεται με την ανάπλαση του κόσμου από τη φαντασία σύμφωνα με την επιταγή του εγώ. Η φαντασία επομένως προβάλλει μια νέα εικόνα, που ορθώνει κάποιο νέο σύνορο ανάμεσα στο πεπερασμένο και στο άπειρο. Η ουσιαστική δομή αυτής της εικόνας και ο νέος κόσμος που καθιδρύει, ωστόσο, δεν απορρέουν από το ίδιο το εγώ αλλά από μια άρνηση του παλαιού κόσμου, του παλαιού συναισθήματος Χ.

Η νέα εικόνα γεννά ένα νέο σύνορο και ένα νέο συναίσθημα περιορισμού (WL, SW, 1:323· SK, 282). Αυτό στη συνέχεια οδηγεί σε μια νέα δυσαρέσκεια και σε ένα νέο πόθο. Το εγώ δεν αναγνωρίζει πως ό,τι πραγματικά ποθεί είναι η εξάλειψη όλων των ορίων, και άρα κάθε συναισθήματος. Το αποτέλεσμα είναι ότι ωθείται προς τα εμπρός από τη μία εικόνα στην επόμενη μέσω μιας διαλεκτικής διαδρομής, χάρη στην επαναλαμβανόμενη άρνηση των αλλεπάλληλων πραγματικοτήτων. Σε κάθε στιγμή απελευθέρωσης «υπάρχει αρμονία και προκύπτει μια κλίση, που σε αυτή την περίπτωση είναι συναίσθημα ικανοποίησης, κορεσμού, απόλυτης πλήρωσης»· όμως αυτή η αρμονία «διαρκεί για μία και μόνο στιγμή, [...] αφού ο πόθος κατ' ανάγκην επανέρχεται» (WL, SW, 1:328· SK, 286).


Αυτή η διαδικασία σύμφωνα με τον Fichte είναι ατέλειωτη. Στηριζόμενος στον Kant, υποστηρίζει ότι η επίτευξη της ανώτερης ενότητας στην απρόσκοπτη δραστηριότητα του απόλυτου εγώ θα ήταν εφικτή μόνο σε μια ακέραιη απειρότητα (WL, SW, 1:217-218· SK, 195). Εξ αιτίας αυτού ο άνθρωπος δεν θα γίνει ποτέ απολύτως ελεύθερο και άπειρο ον. Το γεγονός αυτό δεν εξαλείφει ούτε αποδυναμώνει την κατηγορική επιταγή να αγωνιζόμαστε για έναν τέτοιο σκοπό. Αντιθέτως, επιφορτίζει τα ανθρώπινα όντα με το αιώνιο καθήκον της επιδίωξης ενός ιδεώδους το οποίο δεν θα υλοποιηθεί ποτέ. Με τον ριζικό διαχωρισμό φύσης και ελευθερίας ο Kant έσωσε τα ανθρώπινα όντα από αυτό το πεπρωμένο. Κάθε συμφιλίωση φύσης και ελευθερίας, σύμφωνα με τον Kant, προέρχεται μόνο από τελολογικές δυνάμεις, που είναι έξω από τον έλεγχό μας. Η ανθρώπινη ελευθερία, λοιπόν, δεν παίζει κανένα ρόλο στη διαμόρφωση της ανθρώπινης ιστορίας. Στην καλύτερη περίπτωση, χρησιμεύει ως επιταγή για ατομική δράση, αλλά και σε αυτό το επίπεδο μάλλον υποτάσσεται στη φυσική δύναμη των παθών. Επομένως θα πρέπει να είμαστε ικανοποιημένοι ηθικά εάν παρακινούμαστε από κάποια καλή θέληση, έστω κι αν δεν μπορούμε να μετασχηματίσουμε τον κόσμο ή τις δικές μας επιθυμίες ώστε να συμμορφωθούν με αυτόν. Για τον Fichte, αντιθέτως, η ανθρώπινη βούληση μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, και άρα η ηθική ικανοποίηση εκπηγάζει από τη σταθερή χρήση της ατομικής ελευθερίας προκειμένου να επέλθει ένας τέτοιος μετασχηματισμός. Το τέλος αυτού του μετασχηματισμού είναι η πραγμάτωση της ελευθερίας, δηλαδή η απελευθέρωση του εμπειρικού εγώ από όλους τους περιορισμούς. Επειδή αυτός ο στόχος δεν επιτυγχάνεται ποτέ αλλά απλώς προσεγγίζεται, ο αγώνας έχει πάντοτε ηθικό σκοπό. Η σκέψη του Fichte καθιδρύει επομένως ένα στόχο που ποτέ δεν επιτυγχάνεται ως κέντρισμα για μια δραστηριότητα που ποτέ δεν ολοκληρώνεται.

Με αυτό τον τρόπο ο Fichte φέρνει τον άνθρωπο μπροστά στην άπειρη άβυσσο του δικού του είναι, στη νοούμενη νύχτα που ο Kant υποστήριζε ότι η κατανόηση δεν μπορεί να δαμάσει. Κατά την άποψή του, ο άνθρωπος μπορεί μονάχα να αφουγκραστεί τη φωνή της συνείδησής του που βγαίνει από αυτή την άβυσσο. Ο Fichte, αντιθέτως, υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος έχει ηθικό χρέος να ξεριζώσει όλες τις πεπερασμένες μορφές που τον διαχωρίζουν από το άπειρο, διότι πρόκειται για φραγμούς που διαχωρίζουν τον άνθρωπο από τον εαυτό του. Μέσω της καταστροφής του ουκ εγώ ο άνθρωπος αγωνίζεται να επιτύχει τη δική του απειρότητα, την άπειρη ελευθερία του. Ο αγώνας αυτός ρίχνει φως σε αυτό το σκοτάδι, γιατί αποκαλύπτει ότι η άβυσσος είναι μόνο το εσωτερικό του ανθρώπινου εαυτού. Ο Fichte με αυτό τον τρόπο οδηγεί τον άνθρωπο στην κατεύθυνση του απείρου, και άρα του θεϊκού. Μόλις και μετά βίας υποψιαζόταν ότι ο άνθρωπος κινδύνευε να ναυαγήσει σε αυτό το απείρο, πράγμα το οποίο έγινε ολοφάνερο για τον Nietzsche (M, KGW V 2.335).

ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΦΙΧΤΕ. Ο ΟΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΚΡΥΦΗ ΔΥΝΑΜΙΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΠΡΟΣΩΠΟΥ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΥ, Ο ΟΠΟΙΟΣ ΕΧΕΙ ΣΑΝ ΚΥΡΙΟΤΕΡΟ ΕΧΘΡΟ ΤΟΥ ΤΟ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ.
ΜΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΚΡΙΒΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΤΡΑΓΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ ΕΩΣΦΟΡΟΥ ΝΑ ΠΕΙΣΕΙ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΘΕΟΣ. Η ΑΠΟΛΥΤΗ ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΠΑΡΣΗΣ, ΤΗΣ ΑΘΕΡΑΠΕΥΤΗΣ, ΑΜΕΤΑΝΟΗΤΗΣ, ΟΙΗΣΕΩΣ. Η ΜΟΙΡΑ ΤΟΥ ΕΓΩ. Η ΜΟΙΡΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: