Δευτέρα 13 Μαρτίου 2023

Από την τελεολογία στην εσχατολογία: Η ερμηνευτική πρόταση του Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννη (Ζηζιούλα)

Διονύσης Σκλήρης

Κύριο χαρακτηριστικό της κατανόησης του προσώπου - υποστάσεως στην ανθρωπολογία στη σκέψη του Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη (Ζηζιούλα) είναι ο Xριστολογικός και εσχατολογικός του χαρακτήρας (βλ. Being as Communion (στο εξής: BC) 1985, σ. 53-65). Η πραγματικότητα του προσώπου εισέρχεται στον κόσμο και τον άνθρωπο μόνο διά της ενσαρκώσεως του Υιού. Αυτό σημαίνει πως σε ό,τι μας αφορά ο κατ’ εξοχήν τρόπος υπάρξεως είναι ο υικός, και ο τρόπος πρόσβασης σε αυτόν είναι η ένεκα της ενσάρκωσης κατά χάριν υιοθεσία, η οποία και ταυτίζεται απολύτως με τη θέωση (Communion and Otherness (στο εξής: CO) 2006, σ. 165-170). Βλέπουμε, λοιπόν, πώς η έννοια του τρόπου έχει στον Ζηζιούλα έναν εξαιρετικά συγκεκριμένο χαρακτήρα. Μόνο αφορμώμενοι από τον υικό τρόπο μπορούμε στη συνέχεια να κατανοήσουμε και άλλους επιμέρους τρόπους στην ανθρωπολογία. Ο τρόπος όμως αυτός είναι εσχατολογικός, όπως άλλωστε και η πραγματικότητα του προσώπου - υποστάσεως. Μέσα στην Ιστορία ο άνθρωπος είναι πρόσωπο μόνο εικονικά με αναφορά στην εσχατολογική Βασιλεία. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το πρόσωπο είναι κάτι το «δυναμικό» που κατακτάται μέσα από μια σταδιακή πορεία προς την αγιότητα, όπως σε άλλους θεολόγους, ή ότι ο αμαρτωλός είναι «λιγότερο» πρόσωπο από τον άγιο κ.ο.κ. Το πρόσωπο θεωρείται ότι υπάρχει ευθύς εξαρχής στον άνθρωπο ως μια «κλήση» η οποία όμως αναφέρεται στη Χριστοποίηση και την υιοθεσία του, που αρχίζει με την Ενσάρκωση και την Ανάσταση και τελειούται στα έσχατα. Οπότε το πρόσωπο υπάρχει μεν μέσα στην Ιστορία, αλλά δεν μπορεί να διακρατηθεί ως μια οριστική πραγματικότητα ή ως ένα συντελεσμένο δεδομένο. Κατανοείται μόνο παραπεμπτικά προς την εσχατολογική Βασιλεία, την οποία προγευόμαστε εικονικώς στην Εκκλησία και την Ευχαριστία. Αυτός ο εικονικός χαρακτήρας του προσώπου σημαίνει ακριβώς κάτι που υπάρχει και «ήδη» και «όχι ακόμα». Συναφώς, σύμφωνα με τη θεολογική αρχή που είδαμε πριν ότι η αληθινή οντολογία βρίσκεται μόνο στην Τριάδα, θα λέγαμε ότι αντιστρόφως ο κόσμος μέσα στην Ιστορία θεωρείται ότι δεν έχει ακόμα πλήρη οντολογία.

Η οντολογία είναι κάτι που προσφέρεται στον κόσμο μόνο από την Ενσάρκωση ως υποστατική ένωση Θεού και ανθρώπου, και ολοκληρώνεται μόνο στα έσχατα. Αυτό έχει σημασία ως προς τη χαϊντεγκεριανή κατηγορία της «οντοθεολογίας» που απασχόλησε κατά το μάλλον ή ήττον τους περισσότερους θεολόγους του 20ου αιώνα, και η οποία συνίσταται εν ολίγοις στο ότι είναι ανάξιο μιας πραγματικής Θεολογίας να θεωρείται ο Θεός οντικώς, δηλαδή ως ένα μόνο ον μεταξύ πολλών, ακόμη κι αν είναι το πρώτο ον μέσα σε μια μεταφυσική ιεραρχία ή αλυσίδα, κάτι το οποίο συνέβη σε πολλά χριστιανικά μεταφυσικά συστήματα. Ο κίνδυνος αυτός αποφεύγεται από τον Ζηζιούλα, με το να αποδώσουμε την οντολογία στον Θεό, όπου, όμως, υπάρχουν μαζί ενότητα και ετερότητα. Στη συνέχεια αυτή η οντολογία μεταφέρεται και στον κόσμο διά της υποστατικής ενώσεως εν Χριστώ, διατηρώντας όμως μια πλήρη φυσική ασυνέχεια και ετερότητα μεταξύ του απόλυτου Είναι του Θεού και του εξαρτημένου «είναι» του κόσμου. Ο Θεός είναι το Είναι, επειδή είναι υποστατικός και προσωπικός. Η Μοναρχία του Πατρός ερμηνεύεται ότι σημαίνει μία οντολογία όπου η ετερότητα και η υπόσταση είναι πρώτες οντολογικές κατηγορίες και όχι δευτερεύουσες και επιγενόμενες. Πρόκειται δηλαδή για μια πρωτότυπη θεολογική και μη μεταφυσική απάντηση στη χαϊντεγκεριανή κατηγορία της «οντοθεολογίας»,[ΧΕΣΤΗΚΑΜΕ ΒΡΕ ΑΘΕΟΦΟΒΕ. Ο ΘΕΟΣ ΠΕΡΙΜΕΝΕ ΜΕ ΑΓΩΝΙΑ ΝΑ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΣΤΟΝ ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΘΗΚΕ] η οποία απάντηση είναι ριζικά διαφορετική από πολλές θεολογίες που προτίμησαν να απαντήσουν στον Χάιντεγκερ με το να αποδώσουν το Είναι βασικά στον κόσμο και μετά να επιμείνουν σε έναν αποφατισμό ότι ο Θεός είναι επέκεινα της ουσίας και της οντολογίας, ή ίσως και επέκεινα του Είναι. Επομένως, όπως το πρόσωπο είναι μια ρεαλιστική μεν αλλά και συμβολική και παραπεμπτική πραγματικότητα, έτσι και ο τρόπος εννοείται ως ένας καινός τρόπος υπάρξεως της φύσεως,[ΕΝΑ ΣΥΜΦΩΝΟ ΕΤΕΡΙΚΗΣ ΣΥΜΒΙΩΣΕΩΣ] η οποία για να υπάρξει πραγματικά χρειάζεται να προσληφθεί και να τροποποιηθεί από τον θείο προσωπικό τρόπο υπάρξεως του Υιού.[ΠΟΣΟ  ΜΑΣ ΑΡΕΣΕΙ Ο ΤΡΟΠΟΣ ΠΟΥ ΜΑΣ ΑΓΑΠΑ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΚΑΙ ΜΑΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΣΕ ΚΑΤΙ ΟΥΔΕΤΕΡΟ ΚΑΙ ΑΦΥΛΟ ΤΕΛΙΚΑ]

Παρατηρούμε, επομένως, την αλληλοσύνδεση των βασικών θεολογικών αρχών του Μητροπολίτη Περγάμου: Είναι ακριβώς ο Τριαδολογικός, και κατ’ επέκταση ο Χριστολογικός και εσχατολογικός χαρακτήρας του προσώπου- υποστάσεως, που έχει ως αποτέλεσμα τη βαθιά ταύτιση της έννοιας του τρόπου με το πρόσωπο και την υπόσταση, επειδή αυτό είναι που συμβαίνει στην Τριαδολογία, η οποία και αποτελεί το μοναδικό θεολογικό κριτήριο.[ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΜΑΡΤΥΣ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ] Και συναφώς έχουμε μια αντιδιαστολή του τρόπου-προσώπου-υποστάσεως από το άτομο, πάλι για τον ίδιο λόγο, ήτοι ότι θεωρείται ότι κατά τους Πατέρες (με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως ο Λεόντιος Βυζάντιος (PG 86,1305C) και ο ψ.-Κύριλλος (PG 77,1149Β) υπάρχει στη Θεία Τριάδα πρόσωπο και υπόσταση, αλλά όχι ατομικότητα, οπότε το άτομο μπορεί να θεωρηθεί μόνο ως ένας εκκρεμής οντολογικώς και τραγικός τρόπος μέσα στην Ιστορία, ο οποίος δεν ταυτίζεται με το πρόσωπο (αλλά μπορεί μόνο να τύχει να συμπέσει με αυτό σε κάποιες ανθρωπολογικές, -αλλά όχι Xριστολογικές ή Tριαδολογικές!- διατυπώσεις των Πατέρων). Λ.χ. θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Πέτρος είναι και πρόσωπο και άτομο. Οι δύο όμως έννοιες συμπίπτουν χωρίς να ταυτίζονται. Ο Πέτρος είναι άτομο ως μια βιολογική ατομικότητα, ενώ είναι πρόσωπο επειδή έχει λάβει το όνομα «Πέτρος» κατά το βάπτισμα. Οπότε από μια σκοπιά Θεολογίας του Μητροπολίτη Περγάμου, θα λέγαμε ότι το «Πέτρος» ως όνομα αναφέρεται κατ’ εξοχήν στο πρόσωπο, το οποίο μπορεί απλώς να φέρει και τη βιολογική ατομικότητα, τουλάχιστον στην ενδοϊστορική φάση, γιατί η εκκλησιαστική ελπίδα συνίσταται για τον Μητροπολίτη στην κατάργηση του βιολογικού κατατεμαχισμού στα έσχατα. (Παρεμπιπτόντως, και οι μη βαπτισμένοι με την τυπική έννοια θεωρούνται πρόσωπα, αλλά και πάλι όχι λόγω της φύσης τους, αλλά λόγω της κλήσης τους από τον Θεό να ενταχθούν στο Σώμα του Χριστού στην οποία μπορεί να απάντησαν αρνητικά, χωρίς να αποκλείεται βέβαια και μια θετική απάντηση με μυστηριώδεις τρόπους που μόνο ο Θεός μπορεί να γνωρίζει και να αξιοποιεί για τη σωτηρία του ανθρώπου).
[ΟΛΟΙ ΣΩΖΟΝΤΑΙ ΤΕΛΙΚΑ. ΤΟ ΝΕΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΠΟΥ ΕΛΑΒΕ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΣ Ο ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ. ΚΑΙ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ; ΕΝΑ ΠΑΙΓΝΙΟ; ΑΓΑΠΑ ΚΑΙ ΚΑΝΕ ΟΤΙ ΘΕΣ; ΑΛΛΑ Ο ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ ΜΕ ΑΓΑΠΗ ΣΥΜΠΕΡΙΕΛΑΒΕ ΚΑΙ ΕΝΑ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΣΤΗΝ ΛΟΓΙΚΗ ΤΟΥ.]

Δηλαδή η ταύτιση του τρόπου με το πρόσωπο-υπόσταση και η αντιδιαστολή τους από το άτομο δεν αποτελεί ένα επιμέρους πόρισμα, αλλά οφείλεται στη βασική θεολογική επιστημολογική μέθοδο και αφετηρία του μητροπολίτη Περγάμου. Έχοντας κατά νου αυτήν την θεμελιώδη θεώρηση μπορούμε να δούμε τώρα την ερμηνευτική πρόσληψη από τον Μητροπολίτη Περγάμου των πιο ιδιαζόντων θεμάτων της θεολογίας του που αντλεί από τον άγιο Μάξιμο Ομολογητή.

Ο Λόγος και οι λόγοι

Η εν ταυτώ χριστολογική και εσχατολογική προτεραιότητα επηρεάζει την κατανόηση της σχέσης λόγου και τρόπου στον άγιο Μάξιμο Ομολογητή. Κατά τον Μητροπολίτη Περγάμου ο λόγος δεν έχει απλώς δυναμικό χαρακτήρα, αλλά κατ’ εξοχήν εσχατολογικό, δηλαδή παραπέμπει στο πώς θα είναι η φύση ενσωματωμένη στην υπόσταση του Χριστού στα έσχατα. Με αυτήν την έννοια και μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα ότι οι πολλοί λόγοι εντάσσονται στον ένα Λόγο: Οι διαφορετικοί λόγοι μιας ποικιλίας φυσικών όντων εντάσσονται όλοι στην υπόσταση του ενός Λόγου λόγω της Ενανθρωπήσεως που αποτελεί εν ταυτώ πρόσληψη ολόκληρου του κτιστού (CO σ. 63-68).

Έχει ενδιαφέρον η ερμηνευτική πρόσληψη της Θεολογίας του Λόγου από τον Μητροπολίτη Περγάμου. Το λεπτό ερμηνευτικό δίλημμα είναι το εξής: Ο Λόγος ενσαρκώνεται επειδή είναι προαιωνίως (αλλά και κατά την στιγμή της δημιουργίας) ο Λόγος; Ή ο Υιός είναι ο Λόγος επειδή ενσαρκώνεται; Ο μητροπολίτης Περγάμου αφενός δέχεται ασφαλώς ότι ο Υιός είναι προαιωνίως ο Λόγος του Πατρός. Αφετέρου, ως προς τη Χριστολογία, κοσμολογία και σωτηριολογία του, εξάγει τα πλέον υπαρξιακά συμπεράσματα της μαξιμιανής θεολογίας κυρίως με το να θεωρήσει ότι ο Υιός είναι ο Λόγος, ήτοι το τελικό αίτιο της Δημιουργίας, επειδή ενσαρκώνεται. Ήτοι θα λέγαμε ότι ο Υιός είναι ο Λόγος της κτίσεως επειδή
είναι ο μόνος που ενσαρκώνεται, ο μόνος που «γίνεται Ιστορία», σε αντιδιαστολή προς τον Πατέρα και το Πνεύμα που απλώς «δρουν» μέσα στην Ιστορία, χωρίς να «γίνονται» οι Ίδιοι Ιστορία (BC, σ. 130), αντίθετα από ό,τι ήθελε η αίρεση του σαβελλιανισμού και ενδεχομένως κάποιες νεωτερικές και μετανεωτερικές εγελιανίζουσες αναβιώσεις της. Ο μητροπολίτης Περγάμου παραδέχεται, λοιπόν,[ουφ!!!] ότι ο Υιός είναι Λόγος του Πατρός και προαιωνίως στην ad intra Τριαδολογία, αφήνοντας όμως σε κάποια αποφατική αχλύ τους λόγους για τους οποίους ο Υιός αποκαλείται αϊδίως Λόγος του Θεού Πατρός, χωρίς να αναπτύσσει ιδιαιτέρως αυτό το μέρος της παραδοσιακής Θεολογίας.[ΣΟΦΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ. ΕΚΡΥΨΕ ΤΗΝ ΠΡΟΘΕΣΗ ΤΟΥ Σ'ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΣΑΧΛΗ ΑΟΡΙΣΤΙΑ ΥΠΕΡΑΣΠΙΖΟΜΕΝΟΣ ΜΕ ΝΟΗΜΑ ΓΙΑ ΟΣΟΥΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΒΛΑΚΕΣ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΕΙΣΗΓΑΓΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΙΣΩ ΠΟΡΤΑ] .Όμως όταν στοχάζεται την επονομασία «Λόγος» σε σχέση με την δημιουργία, ο Μητροπολίτης Περγάμου τη συνδέει σαφώς με την Ενσάρκωση (CO, σ. 63-70). Ο Υιός είναι, λοιπόν, ο Λόγος του κτιστού, με μια έννοια τελικού αιτίου, ήτοι επειδή ο προαιώνιος σκοπός του κτιστού είναι να ενυποστασιαστεί από Αυτόν και μόνο έτσι να αποκτήσει πραγματική υπόσταση και οντολογία[Ο ΔΑΡΒΙΝΟΣ ΑΠΕΚΤΗΣΕ ΤΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΠΙΘΗΚΟ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ] (CO, σ. 64-66). Θα λέγαμε, δηλαδή, ότι η λογικότητα του Λόγου (ως προς την δημιουργία) οφείλεται στην Ενσάρκωση, και όχι το αντίστροφο ότι η ενσάρκωση οφείλεται στη λογικότητα του Λόγου. Η θέση αυτή πάντως δεν διατυπώνεται με αυτόν τον τρόπο ρητά από τον Μητροπολίτη, ο οποίος είναι πολύ προσεκτικός να μην δημιουργήσει τεχνητά και εκβιαστικά διλήμματα στην Πατερική παράδοση. Τη διατυπώνουμε εδώ ως ερμηνευτική διερώτηση, καθώς θεωρούμε ότι προϋποτίθεται στη σκέψη του, αποτελώντας μια αντινοησιαρχική αιχμή της, καθώς σημαίνει μια ορισμένη προτεραιότητα της ελευθερίας έναντι μιας φυσικού τύπου λογικότητας, και τρόπον τινά επικαιροποιεί τη μαξιμιανή σκέψη στη σύγχρονη συνάφεια. Ήτοι αφενός είμαστε αποφατικοί ως προς το τι σημαίνει η αΐδιος λογικότητα του Λόγου, ώστε να μην περιπέσουμε σε κάποιο είδος νεοπλατωνισμού, και, αφετέρου, ερμηνεύουμε τη λογικότητα του Λόγου στη δημιουργία ως σημαίνουσα την Ενσάρκωση και το πώς αυτή είναι το εσχατολογικό τελικό αίτιο της δημιουργίας.

Συναφώς, ο Μητροπολίτης Περγάμου επιμένει στον εσχατολογικό χαρακτήρα των λόγων των όντων. Εδώ η μέθοδος του Μητροπολίτου είναι, όπως συνήθως, να εντοπιστεί η ειδοποιός διαφορά του εκκλησιαστικού Πατρός από τον φιλοσοφικό περίγυρο της εποχής του, και να οικοδομηθεί μια Θεολογία ακριβώς πάνω στα ιδιάζοντα στοιχεία του χριστιανικού οράματος.[ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΜΑΣ Η ΠΑΡΑΙΣΘΗΣΙΟΓΟΝΟΣ ΝΤΟΠΑ] Η πρωτολογία των λόγων είναι αυτό ακριβώς που συνέδεε τη σκέψη του Μαξίμου με κάποια ήδη υπάρχοντα ρεύματα σκέψης, όπως ο νεοπλατωνισμός, λ.χ. του Πρόκλου (412-485) ή του Πλωτίνου (π. 203-270), ο στωικισμός και κάποια είδη νεοπλατωνικώς μεταπλασμένου αριστοτελισμού μετά τον Πορφύριο (234-305). Το ιδιάζον στοιχείο της έγκειται περισσότερο στην εσχατολογική στροφή του λόγου, οπότε είναι αυτό ακριβώς το ειδοποιό στοιχείο που χρειάζεται να αξιοποιήσουμε για μια ιδιαζόντως χριστιανική Θεολογία. Οι πολλοί λόγοι, λοιπόν, είναι λιγότερο πρωτολογικά πρότυπα εντασσόμενα σε έναν άσαρκο προκτισιακό Λόγο, και περισσότερο θελήματα του Θεού που κατευθύνουν την Ιστορία προς το εσχατολογικό τέλος της, ήτοι στον ενεργείᾳ υποστασιασμό των πολλών λόγων στην υπόσταση του Ενός σαρκωθέντος Υιού, που αρχίζει με την Ενσάρκωση και την Ανάσταση και ολοκληρώνεται στη Βασιλεία κατά το τέλος της Ιστορίας. Αλλάζει έτσι το νεοπλατωνικό μοτίβο των πολλών ιδεών εντός του ενός Νου[ΞΕΧΑΣΑΜΕ ΤΟ ΕΠΕΚΕΙΝΑ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ;, ΤΟΥ ΝΟΥ;] προς μια ριζικά διαφορετική χριστιανική αντίληψη της λογικής φυσικής ποικιλίας εντός του ενός Προσώπου.

Ο Λόγος είναι ο Τρόπος του Υιού

Αυτή η αλλαγή, όμως, επηρεάζει και τη σχέση λόγου και τρόπου. Σε πολλές θεωρήσεις του αγίου Μαξίμου, οι οποίες εστιάζουν στην ανθρωπολογία του, δίνεται η εντύπωση ότι ο λόγος προηγείται και ότι ο τρόπος οφείλει στην καλύτερη περίπτωση απλώς να είναι συμβατός με τον λόγο και να προσαρμόζεται σε αυτόν. Αν όμως, κάνουμε όπως ο Μητροπολίτης Περγάμου μια θεολογία αφορμώμενοι από τη Χριστολογία, τότε το σκηνικό αλλάζει.[ΓΙΝΕΤΑΙ ΤΗΣ ΠΟΜΠΗΙΑΣ] Οι πολλοί λόγοι κατευθύνουν το κτιστό προς τον Έναν Λόγον, ο οποίος είναι εν ταυτώ ένας καινός και εκπληκτικός τρόπος υποστασιοποιήσεως και υπάρξεως της κτιστής φύσης ως Τρόπος Υιού (CO, σ. 167). Αυτό όμως σημαίνει ότι ίσως, -για να χρησιμοποιήσουμε μια έκφραση που δεν υπάρχει στα έργα του Μητροπολίτη, αλλά είναι δική μας ερμηνευτική ανάπτυξη-, ο Λόγος είναι Λόγος των κτιστών ως Τρόπος υικός των όντων, δηλαδή ότι ο Λόγος είναι χριστολογικώς ένεκα του Τρόπου και όχι το αντίστροφο (όπως μπορεί να υποτεθεί σε μια ανθρωπολογία αν αυτή θεωρηθεί μυωπικώς χωρίς άμεση αναφορά στη Χριστολογία). Δηλαδή οι λόγοι των όντων σημαίνουν το πῶς αυτά συμπεριλαμβάνονται στην υπόσταση του Λόγου, που ένεκα της ενσάρκωσης αποτελεί τον Λόγο τους, και αυτός ο Λόγος είναι εντέλει ο Υικός τρόπος, δηλαδή μια τροποποίηση της κτιστής φύσης που είναι τέτοια ώστε να την εισάγει στο αΐδιο μυστήριο της σχέσης του Υιού με τον Θεό Πατέρα εν Πνεύματι.[ΚΑΤΟΙΚΟΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΤΕΛΙΚΑ ΚΑΙ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΜΕΣΑ ΜΑΣ ΥΠΑΡΧΕΙ ΟΜΟΛΟΓΕΙ ΚΑΙ Ο ΠΑΤΗΡ] Στον άγιο Μάξιμο υπάρχουν σχετικά ποικίλες προσεγγίσεις: Άλλοτε, στην ανθρωπολογία κυρίως, ο τρόπος έπεται του λόγου και καλείται να προσαρμοστεί σε αυτόν ηθικώς. Άλλοτε, στη Χριστολογία ιδιαίτερα, έχουμε υπέρ φύσιν τρόπους που έρχονται να συμπληρώσουν υπερβατικά ή και ανατρεπτικά τους κατά φύσιν λόγους. Ενώ άλλοτε έχουμε τριπλά σχήματα λόγου, τρόπου και αποφατικής υπερβάσεως τόσο του λόγου όσο και του τρόπου, όταν ο μεν λόγος αναφέρεται στη φύση και τη θεωρία της, ο τρόπος στην ενεργοποίησή της διά της ηθικής, και η υπέρβαση στο επέκεινα της κυρίως ένωσης με τον Θεό. Ωστόσο, αν για λόγους θεολογικής μεθοδολογίας επιλέξουμε να ξεκινήσουμε από τη Χριστολογία, όπως ο μητροπολίτης Περγάμου, τότε όντως ο λόγος εκβάλλει στον τρόπο, ή, έστω, τα δύο ταυτίζονται υπερφυώς στην υπόσταση του Χριστού που είναι εν ταυτώ ο Λόγος και ο υικός Τρόπος.

Το κατὰ φύσιν σημαίνει «κατά τον εσχατολογικό λόγο της φύσεως»


Παρομοίως αντιλαμβάνεται ο Μητροπολίτης Περγάμου και τον μαξιμιανό όρο «κατὰ φύσιν». Το «κατὰ φύσιν» δεν σημαίνει κατ’ αυτόν μια πρωτολογική φυσική αυθεντικότητα ή καθαρότητα, αλλά αντιθέτως κατά τον λόγον της φύσεως, δηλαδή κατά έναν οδοδείκτη προς μια υική τροποποίηση της φύσης που σημαίνει εν ταυτώ και μια ορισμένη προσωποποίηση της φύσης (CO, σ. 164). Το κατὰ φύσιν επομένως πρέπει να διακριθεί από τη φύση καθ’ εαυτήν ή από τον νόμον της φύσεως, που δεν συμπίπτει πάντα με τον λόγον της φύσεως, αλλά μπορεί να αποτελέσει και μια ενδοϊστορική παροδική νομή της. Πρόκειται εδώ για μια εξόχως αντινοησιαρχική αιχμή της σκέψης του Ζηζιούλα, η οποία έχει προκαλέσει αντιδράσεις από θεολόγους που αρέσκονται περισσότερο σε μια φυσιοκεντρική και ψυχολογική κατανόηση του λόγου, και οι οποίοι συνηθίζουν να συνδέουν τον Μητροπολίτη Περγάμου με την «υπαρξιστική» φιλοσοφία και τον περσοναλισμό ως σύγχρονα και όχι παραδοσιακά κινήματα. Ο ίδιος ο Μητροπολίτης συνήθως αποκρούει τον χαρακτηρισμό του «υπαρξιστή», ενώ πολύ λιγότερο αυτόν του «περσοναλιστή», με την επιχειρηματολογία ότι κάνει μια καθαρή Θεολογία «εκ των εσχάτων» προς τα «πρότερα»,[ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΙΣΘΕΝ ΑΣ ΠΟΥΜΕ] η οποία βασίζεται στην Τριαδολογία και τη Χριστολογία, σε αντίθεση με τον υπαρξισμό που βασίζεται στην τραγική εμπειρία του ιστορικού πεπερασμένου υποκειμένου, που εμπεριέχει τον θάνατο ως πέρας και όριο (CO, σ. 161-167). Ωστόσο, παραδέχεται ότι έχει χρησιμοποιήσει ιδιάζουσες απορίες του υπαρξισμού, προκειμένου να αρθρώσει έναν ορισμένο τρόπο του θεολογείν, που να μην είναι νοησιαρχικός, όπως συνέβαινε ενίοτε στον Μεσαίωνα.

Φύση και αναγκαιότητα


Θα μπορούσαμε να πούμε ότι και η φύση καθ’ εαυτήν ενέχει ένα στοιχείο αναγκαιότητας, αφού στη διαδρομή του ανθρώπου αποτελεί ένα αφετηριακό δεδομένο, που ο άνθρωπος καλείται να διαχειριστεί στην αυθυπερβατική του δυναμική. Εδώ, όμως, το ζήτημα είναι πιο περίπλοκο. Ενώ ως προς την θνητότητα είναι αρκετά σαφές ότι η κτιστή φύση είναι καθ’ εαυτήν θνητή, ως προς την αναγκαιότητα δεν είναι εξίσου καθαρό στον άγιο Μάξιμο. Μπορεί κανείς να αντιτάξει ότι ο άγιος Μάξιμος αφορμάται από μια μεσαιωνική τελεολογική θεώρηση της φύσεως, που διαφέρει από τη νεωτερική μηχανοκρατική θεώρησή της, η οποία είχε αρχίσει να αναπτύσσεται στη Δύση στον νομιναλισμό του ύστερου Μεσαίωνα. Η μηχανοκρατική θεώρηση της φύσης την θέλει ως ένα δεδομένο και τελικά καταλήγει στον υπαρξισμό, όπου το ιδιαζόντως ανθρώπινο, όπως λ.χ. η υπερβατολογική συνείδηση, το είναι δι’ εαυτό, ή το πρόσωπο (σε περσοναλιστές στοχαστές), καλείται να τεθεί διαλεκτικά απέναντι σε μια δεδομένη φύση και να την υπερβεί. Όμως στη δυναμική τελεολογική σκέψη του Μαξίμου ίσως η φύση να μην είναι και τόσο δεδομένη, αλλά να αποτελεί στην αρχή κάτι το εξαιρετικά εύπλαστο, που μπορεί ο άνθρωπος να το χειραγωγήσει προς όποιον προσανατολισμό θελήσει, χωρίς να υποστεί μια ισχυρή αντίστασή της. Όλως αντιθέτως, ο άνθρωπος που θα θελήσει να προσαγάγει τη φύση στον Θεό θα έχει μάλιστα και το ίδιο το φυσικό θέλημά της ως σύμμαχό του. Είναι δηλαδή το αντίστροφο σε σχέση με τον υπαρξισμό, ήτοι η αποκοπή της φύσης από το υπερφυσικό τέλος της θεωρείται ως ένα «ξεστράτισμα», μια αποπλάνηση. Είναι μόνο η πεπτωκυία φύση, όταν μετά την πτώση έχει εισαχθεί στην ανθρωπότητα ο θάνατος, που παρουσιάζει αντίσταση στην τελεολογική φορά λόγω του ενεργείᾳ πλέον θανάτου. Επομένως, είναι σωστότερο να πούμε ότι κατά τον άγιο Μάξιμο, η μεν θνητότητα ως δυνάμει θάνατος, ανήκει στη φύση καθ’ εαυτήν λόγω της κτιστότητας, η δε αναγκαιότητα ανήκει μόνο στην πεπτωκυία φύση, όπου έχει εισαχθεί ήδη ενεργείᾳ ο θάνατος. Επομένως, το «υπαρξιστικό» στοιχείο της φύσης ως ανάγκης ισχύει προκειμένου περί του αγίου Μαξίμου μόνο για την πεπτωκυία φύση (βλ. «Person and Nature in the Theology of St Maximus the Confessor» στο: Maxim Vasiljević (επιμ.), Knowing the purpose of creation through the power of the Resurrection, (στο εξής: PN) 2013, σ. 108) και όχι για την φύση καθ’ εαυτήν.

Ο ίδιος ο Μητροπολίτης Περγάμου φαίνεται να έχει ορισμένες λεπτές αποχρώσεις στη σκέψη του ως προς αυτό το θέμα. Σε μία πρώτη φάση, στο Being as Communion (1985), όπου προβαίνει σε μία περισσότερο συστηματική θεολογία, εμπνευσμένη από τις απορίες του υπαρξισμού, φαίνεται να συνδέει περισσότερο τη φύση με την αναγκαιότητα. Το χαρακτηριστικό είναι όταν γίνονται αναφορές στον Θεό. Στη φύση του Θεού δεν υπάρχουν ασφαλώς αναγκαιότητες, όπως στην (πτωτική) φύση του ανθρώπου. Πολλές φορές όμως βλέπουμε στον Mητροπολίτη ένα περσοναλιστικό ιδίωμα, το οποίο έγκειται στο ότι εντοπίζει ότι είναι ακριβώς επειδή ο Θεός είναι προσωπικός, ως πρόσωπο του Πατρός που υποστασιάζει το Είναι Του ελεύθερα ως σχέσεις Πατρότητος και εκπορεύσεως, που η φύση Του δεν είναι αναγκαία για Αυτόν (BC, σ. 41). Σε παρόμοιες περιπτώσεις, βέβαια, ο λόγος δεν αναφέρεται στα ισχύοντα εντός της Χριστιανικής Θεολογίας, αλλά περισσότερο σε μία σύγκριση με άλλες φιλοσοφίες και θρησκείες. Λ.χ. θεωρείται ότι είναι ίδιον περισσότερο ενός «ελληνικού» θεού να έχει ορισμένες προδιαγραφές και ορισμένα όρια στην φύση του, είτε ως μια υπερκείμενη ανάγκη, είτε ως μια εσωτερική νοερή-λογική αναγκαιότητα, ενώ αυτά υπερβαίνονται στον χριστιανικό Θεό, ακριβώς επειδή είναι απολύτως προσωπικός. Δηλαδή δεν θεωρείται από άποψης εκ των ένδον της χριστιανικής Θεολογίας ότι η θεία φύση περιέχει στοιχεία αναγκαιότητας, τα οποία υπερβαίνονται από τα θεία πρόσωπα, αλλά από συγκριτική σκοπιά ότι επειδή ο χριστιανικός Θεός είναι προσωπικός, η φύση του δεν είναι αναγκαστική για αυτόν, όπως μπορεί να υποθέσει κανείς ότι συμβαίνει σε φιλοσοφίες όπου ο Θεός είναι απρόσωπος.

Ωστόσο, ακόμη κι αυτό το τελευταίο, δηλαδή το να απορρίπτουμε μια υποθετική εκδοχή της φύσης ως αναγκαιότητας θα μπορούσε ενδεχομένως να θεωρηθεί ως ένα σύγχρονο περσοναλιστικό- υπαρξιστικό ιδίωμα. Βεβαίως, υπάρχει και στους Πατέρες μία έμφαση να μην δοθεί ακούσιος χαρακτήρας είτε στον υποστασιασμό των Θείων Προσώπων, είτε στη δημιουργία του κόσμου. Και για αυτό απορρίπτεται συνειδητά λεξιλόγιο που μπορεί να παραπέμπει σε ακούσιες φυσικές αναβλύσεις, υπερεκχειλίσεις, εκπηγάσεις κ.ο.κ. Ως προς αυτό, ορθώς ο Μητροπολίτης Περγάμου συλλαμβάνει την ειδοποιό διαφορά της χριστιανικής Θεολογίας ως προς τον περίγυρό της. Ωστόσο, στον άγιο Μάξιμο ειδικά υπάρχει και ένα άλλο στοιχείο, που το βλέπουμε κυρίως στον διάλογο με τον Πύρρο, ήτοι ότι ειδικά στις νοερές φύσεις τίποτα δεν είναι «ἠναγκασμένον». Δηλαδή ο άγιος Μάξιμος φαίνεται να ξεχωρίζει ένα είδος φύσης, το νοερόν, το οποίο φαίνεται να συμβαδίζει με ένα είδος αυτεξουσιότητας και ελευθερίας ως μη ανάγκης. Το νοερόν φαίνεται σαν να είναι καθ’ εαυτό μη αναγκαίο. Τη νοερά φύση την έχει κατ’ εξοχήν ο Θεός, ενώ κατ’ εικόνα και οι άγγελοι και ο άνθρωπος και φαίνεται ότι συνδέεται η νοερά φύση με το πρόσωπο. Οι νοερές αυτές φύσεις είναι και καθ’ εαυτές μη ηναγκασμένες. Ενώ ακόμη και τα μη νοερά στοιχεία της ανθρώπινης φύσης δεν αντιστρατεύονται καθ’ εαυτά την νοερά φύση, παρά μόνο όταν έχουν ήδη εγκυστωθεί σε έναν ορισμένο τρόπο λόγω της πτώσης.

Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να συγκρίνουμε αυτήν τη θεώρηση του Μαξίμου για το μη ηναγκασμένον της νοεράς φύσης με την αντίληψη στο μυθιστόρημα του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι Σημειώσεις από το υπόγειο (1864) ότι η εξίσωση 1+1=2 αποτελεί μια λογική αναγκαιότητα έναντι της οποίας εξεγείρεται η ανθρώπινη ελευθερία. Εδώ νομίζουμε ότι έγκειται η διαφορά μεταξύ της μεσαιωνικής και της νεωτερικής υπαρξιστικής έννοιας της ανάγκης. Για τον άγιο Μάξιμο, ο οποίος μοιράζεται ένα μεσαιωνικό κοσμοείδωλο, που μόνο σε σπάνιες ελλάμψεις κατόρθωσε να συλλάβει κάτι από την νεωτερική αντίληψη της ελευθερίας, ό,τι είναι νοερόν δεν είναι ηναγκασμένον. Μια νοητική ή λογική αναγκαιότητα δεν είναι αναγκαιότητα κυρίως ομιλώντας, με μια αρνητική σημασία αναιρέσεως ή προκλήσεως για την ελευθερία του προσώπου. Με ό,τι έχει μια νοητική και λογική συνοχή θελημένη από τον Θεό δεν μπορεί παρά να συναινεί το νοερό πρόσωπο, και αν δεν το κάνει, είναι περισσότερο μια αποπλάνηση, μια αποτυχία παρά μια εωσφορική ή ντοστογιεφσκική αναζήτηση της ελευθερίας ακόμη και στην αμφισβήτηση της νοητής τάξης. Αντιθέτως, σε μια ορισμένη νεωτερική ή μοντερνιστική εκδοχή της ελευθερίας, που κορυφώνεται με τον υπαρξισμό, και της οποίας ο Ντοστογιέφσκι αποτελεί συγκλονιστικό πρωτοπόρο, τον ελεύθερο άνθρωπο τον προκαλεί ακόμη και η νοητή- λογική τάξη. Το ό,τι το 1+1=2 είναι πρόκληση για την ελευθερία μου, θα ήταν κάτι τελείως αναπάντεχο για έναν μεσαιωνικό άνθρωπο. Ο Μητροπολίτης Περγάμου προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στο ήθος των Βυζαντινών Πατέρων και τα αιτήματα της νεωτερικότητας. Είναι ευαίσθητος ως προς τη νοοτροπία μιας μετά τον Ντοστογιέφσκη θεολογίας, η οποία εντάσσει και τη νοητική- λογική αναγκαιότητα στις αναγκαιότητες που αποτελούν πρόκληση για την ελευθερία του ανθρωπίνου προσώπου (βλ. την έκφραση «οι νόμοι της ανθρώπινης λογικής», BC, σ. 54). Με αυτήν την έννοια ο Μητροπολίτης Περγάμου ερμηνεύει τη σκέψη του αγίου Μαξίμου, ώστε να ανταποκρίνεται στα αγωνιώδη αιτήματα της νεωτερικότητας, όπου ο άνθρωπος έχει υποστεί την καταπίεση του εργαλειακού Λόγου, όπως αυτός εκφράζεται στη μηχανοκρατία, την εκβιομηχάνιση κ.ο.κ.

Σε άρθρο του 2012-2013, ο Μητροπολίτης Περγάμου διευκρινίζει ακριβέστερα πώς κατανοεί την έννοια της αναγκαιότητας (PN 85-114), εντοπίζοντας την αναγκαιότητα στον πεπτωκότα τρόπο της φύσης και όχι στην φύση καθ’ εαυτή, οπότε αν μπορούμε να βρούμε κοινές ανησυχίες μεταξύ του Μαξίμου και του υπαρξισμού αυτές έγκεινται στην κατά τους Πατέρες πεπτωκυία φύση και όχι σε μια θεώρηση της φύσης καθ’ εαυτήν ως ανάγκης.
Ταυτοχρόνως, όμως, ο Μητροπολίτης Περγάμου επιμένει ότι το πρόσωπο είναι ο φορέας της φύσης και αυτό που την υποστασιάζει και την κάνει να αποκτά ένα συγκεκριμένο είναι, «εγκαταλείποντας» τον αφηρημένο χαρακτήρα της. Μόνο με αυτήν την έννοια θα μπορούσε να πει κάποιος ότι το πρόσωπο είναι η αιτία της φύσης. Ο Μητροπολίτης Περγάμου επιμένει, λοιπόν, σε μία ασυμμετρική θεώρηση, όπου ναι μεν το πρόσωπο και η φύση είναι εξίσου αναπόσπαστα, όμως είναι το πρόσωπο αυτό που «υποστασιάζει» τη φύση και όχι το αντίστροφο. Σημειωτέον ότι και σε αυτό ακόμη το άρθρο, δεν βρίσκουμε αναφορά σε κάποια τελεολογία, η οποία να είναι εγγενής στη φύση, ενώ ο συγκεκριμένος οντολογικός χαρακτήρας της φύσης αποδίδεται αποκλειστικά στο πρόσωπο. Αυτή η προτεραιότητα του προσώπου εκδηλώνεται κατ’εξοχήν στη Χριστολογία, όπου το πρόσωπο και όχι η φύση είναι η αρχή της ενότητας. Αυτό σημαίνει ότι η θέωση και η χάρη λόγω της Ενσαρκώσεως οφείλονται στο πρόσωπο και όχι στη μεταφορά των ακτίστων ενεργειών, όπως σε μία Νεοπαλαμιτική θεολογία, κατά την οποία το Πρόσωπο του Χριστού θα χρησίμευε απλώς ως ένα μέσο μεταφοράς των θείων ενεργειών στην ανθρωπότητα.

Πέρα από το ζήτημα της φυσικής τελεολογίας, καίριο είναι πάντως και το συναφές ζήτημα της σχέσης μεταξύ νοεράς φύσης του ανθρώπου, αυτεξουσίου και προσώπου. Στον άγιο Μάξιμο θα λέγαμε ότι η νοερά φύσις συμπεριλαμβάνει το αυτεξούσιον που είναι ίδιον των προσώπων, εφόσον μόνο τα αυτεξούσια όντα είναι πρόσωπα.
Ο Θεός έχει επίσης νοερά φύση, ωστόσο δεν μπορούν οι νοερές φύσεις του Θεού και του ανθρώπου να τοποθετηθούν στην ίδια κατηγορία, αλλά ασύμμετρα ο Θεός αποτελεί το πρωτότυπο και ο άνθρωπος την εικόνα, τόσο ως προς την νοερότητα, όσο και ως προς το αυτεξούσιον και το πρόσωπον. Σημειωτέον βέβαια ότι ο νοερός χαρακτήρας στους Πατέρες δεν ταυτίζεται με ό,τι εννοούμε ως νόηση στη νεωτερικότητα. Ο νους στους Πατέρες είναι μια πολύ απλή δύναμη της ψυχής, που προσανατολίζει τον άνθρωπο προς τον Θεό ή τον κόσμο και συμβαδίζει με το αὐτεξούσιον, που σημαίνει μια μετοχή του ανθρώπου στην ίδια του την κίνηση. Ο νους ως ένα είδος νοερού όμματος συνδέεται στους Πατέρες με την ὁμοίωσιν που είναι απλότης, εφόσον ο άνθρωπος στραφεί προς τον Θεό ή χαοτική πολυείδια, εφόσον στραφεί προς τον κόσμο. Ο Μητροπολίτης Περγάμου γενικά εντοπίζει το ιδιαζόντως ανθρώπινον κυρίως στο πρόσωπο και δι’ αυτού στον νοερό και λογικό χαρακτήρα του ανθρώπου, οι οποίοι κατανοούνται κυρίως ως συλ-λογή του κτιστού (αυτή φαίνεται να είναι η έννοια του λόγου) και αναφορά στον Θεό. Με τον τρόπο αυτό, το μεσαιωνικό θέμα του νοερού και λογικού χαρακτήρα του ανθρώπου απαντά σε νεωτερικά αδιέξοδα, όπως λ.χ. το οικολογικό πρόβλημα, που προκύπτει ακριβώς από τον κατακτητικό και εργαλειακό λόγο, χωρίς όμως να περιπίπτουμε σε μία παρωχημένη μεσαιωνική νοησιαρχία. Στο άρθρο του 2013, πάντως, η ελευθερία ως αυτεξούσιον συνδέεται με το νοερόν του ανθρώπου με τη θεώρηση ότι ο άνθρωπος κατά τον άγιο Μάξιμο είναι ελεύθερος διά της νοερότητάς του. Στο άρθρο αυτό, που αποτελεί και την κατ’ εξοχήν πατρολογική μελέτη του Μητρ. Περγάμου για τον άγιο Μάξιμο Ομολογητή, αναφέρεται η σύνδεση νοερότητας, αυτεξουσίου και προσώπου, τα οποία ισχύουν και για τον Θεό (πρωτοτύπως) και για τον άνθρωπο (εικονικώς), ενώ ο όρος ἄτομον δεν ισχύει για τον Θεό, ο δε όρος ὑπόστασις μπορεί να ισχύει και για μη νοερές φύσεις. Η αντινοησιαρχική προτεραιότητα προηγούμενων έργων του Μητρ. Περγάμου δίνει εδώ τη θέση της σε μία πολύπλευρη μελέτη της μαξιμιανής ανθρωπολογίας που αποδίδει δικαιοσύνη και στη σημασία του νοερού χαρακτήρα του ανθρώπου.

Η σχέση λόγου και τρόπου


Ύστερα από αυτήν την περιήγηση στην κατανόηση της φύσης, μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα τη σχέση λόγου και τρόπου στη σκέψη του Μητροπολίτη. Θα λέγαμε ότι εφόσον ο σκοπός του κτιστού επιτυγχάνεται με τον τρόπο της υποστατικής ενώσεως, τότε η λειτουργία του λόγου είναι ταυτοχρόνως και η ένωση και η διάκριση. Στον άγιο Μάξιμο ο λόγος εξασφαλίζει και μια γνωσιολογική σταθερότητα για τον στοχασμό του φιλοσόφου. Αλλά στο οντολογικό του βάθος, ο λόγος ενώνει ακριβώς ως συλ-λεκτικός με την ετυμολογική σημασία του συν-λέγειν, ενώ ταυτοχρόνως εγγυάται και τις διακρίσεις κατά την ένωση. Παρομοίως, ο Περγάμου επιμένει στην ταυτόχρονη ένωση και διάκριση χάρη στον λόγον. Θα μπορούσαμε να καταλάβουμε καλύτερα την προβληματική του Περγάμου αν συγκρίναμε τη χριστιανική υποστατική ένωση με ενώσεις με το θείο που βλέπουμε σε νεοπλατωνικούς στοχαστές, όπως την ἅπλωσιν ή ἕνωσιν στον Πλωτίνο. Στην τελευταία έχουμε μια ολοκληρωτική ένωση του ανθρώπου με το θείο Ἕν, όπου αφομοιώνεται πλήρως από αυτό χωρίς κανένα υπόλοιπο. Αντιθέτως, στην εν Χριστώ υποστατική ένωση έχουμε ένωση όπου διατηρείται η διαφορά, και μάλιστα μια διττή διαφορά τόσο μια διαφορά των φύσεων, θείας και ανθρώπινης, όσο και μια διάκριση της πολλαπλότητας των προσώπων που ενώνονται εκκλησιαστικώς με τον Χριστό. Θα εξετάσουμε προς το παρόν την πρώτη, που εξασφαλίζεται χάρη στον λόγο. Η σημασία του λόγου στον Περγάμου έγκειται και στη διατήρηση της ετερότητας. Ο Περγάμου επιμένει πάρα πολύ στη σημασία να παραμένει και η φυσική ετερότητα στην ένωση με τον Θεό (CO, σ. 183). Πρόκειται για μια ανάγνωση του αγίου Μαξίμου μέσα από το χαλκηδόνειο δόγμα του «ἀσυγχύτως», που ο Περγάμου αναδεικνύει, προκειμένου να διαχωριστεί ο άγιος Μάξιμος από άλλες φιλοσοφίες «αφομοιωτικές» και νοησιαρχικές της εποχής του, όπως διάφορα είδη νεοπλατωνισμού, ωριγενισμού, ευαγριανισμού κ.ο.κ. Όλο το μεγαλείο της εν Χριστώ ενώσεως, είναι ακριβώς ότι το πρόσωπο έρχεται να ενώσει φύσεις που παραμένουν αβυσσαλέα διαφορετικές, και αυτό ακριβώς είναι το θαύμα. Η σχέση έχει νόημα μόνο αν διατηρείται η διαφορά των σχετιζομένων και ο λόγος σημαίνει ότι αυτή η διαφορά διατηρείται στη στιγμή της ενώσεως.

Η Θεολογία των λόγων και το οικολογικό πρόβλημα

Στη σκέψη του Μητροπολίτη Περγάμου διαφαίνεται μια διάκριση μεταξύ αφενός μιας έννοιας κατ’ εξοχήν ετερότητας, η οποία αναφέρεται στην ετερότητα του προσώπου, και μιας έννοιας φυσικής ετερότητας η οποία διατυπώνεται περισσότερο με όρους απλώς διαφοράς και ποικιλίας. Με την εξαίρεση της αβυσσαλέας χασματικής διαφοράς μεταξύ κτιστού και ακτίστου, που δεν αποτελεί απλώς διαφορά μεταξύ φύσεων, αλλά θα λέγαμε ότι αποτελεί διαφορά μεταξύ εξαρτημένου είναι και κυρίως Είναι, οι υπόλοιπες ενδοκτισιακές φυσικές διαφορές δεν θεωρούνται ως τόσο ύψιστης οντολογικής σημασίας, είναι ωστόσο και αυτές αναπόσπαστες για την εσχατολογική οντολογία από σεβασμό στην θέληση του Θεού να υπάρχει ποικιλία και διαφορετικότητα στον φυσικό κόσμο (CO, σ. 10). Και εδώ η έννοια του λόγου μπορεί να οδηγήσει σε μια επικαιροποίηση της μαξιμιανής θεολογίας στον καιρό της οικολογικής κρίσης. Ο λόγος ως ταυτισμένος με το θέλημα του Θεού σημαίνει ότι ο Θεός θέλει να υπάρχουν φυσικά όρια. Όταν, λοιπόν, ο άνθρωπος παραβιάζει αυτά τα όρια κυρίως με το να εξαφανίζει ολόκληρα είδη ζώων ή φυτών αμαρτάνει βαρύτατα απέναντι στο θέλημα του Θεού. Η θεολογία καλείται, λοιπόν, στην εποχή μας, κατά τον Μητροπολίτη, να αναπτύξει ένα οικολογικό ήθος, όπου ο άνθρωπος να συναισθάνεται πόσο αμαρτωλός καθίσταται, όταν συντελεί στην κατάργηση μιας διαφορετικότητας θελημένης από τον Θεό, όπως είναι η βιοποικιλότητα. Στη θετική εκδοχή του, το ίδιο οικολογικό ήθος λαμβάνει τη μορφή ότι ο άνθρωπος καλείται να λειτουργήσει ως ιερέας και να προσαγάγει στον Θεό μια μεγάλη ποικιλία κτιστών όντων που σχετίζονται μεταξύ τους μέσα από τις διαφορές τους. Αυτή η ιερατική λειτουργία έχει αναφορά στα έσχατα όπου η πίστη μας είναι στην επιβίωση ενός ολόκληρου φυσικού κόσμου που με όλη την ποικιλία του από κοινού με τα ανθρώπινα και αγγελικά πρόσωπα θα συντελεί στην δόξα του Θεού. Η θεωρία των λόγων μας βοηθά να αποφύγουμε επομένως έναν ανθρωπολογικό σολιψισμό μετακαρτεσιανού τύπου, καθώς και μια προσωπομονιστική εσχατολογία, κατά την οποία στα έσχατα θα υπάρχει κοινωνία προσώπων με αδιαφορία για τον φυσικό κόσμο.

Από την τελεολογία στην εσχατολογία

Στη σκέψη του Μητροπολίτη Περγάμου ολοκληρώνεται ο εσχατολογικός χαρακτήρας που έχει η τελεολογία στον άγιο Μάξιμο. Στον άγιο Μάξιμο, οι λόγοι έχουν και σαφέστατα τελεολογικά περιεχόμενα, ακόμη κι αν ενίοτε είναι κρύφια. Ο λόγος μιας ορισμένης φυσικής ιδιότητας του ανθρώπου, λ.χ. του σώματός του, ή της ψυχής του, του θυμού, της επιθυμίας, του λογιστικού του έχουν και κάποιο τελεολογικό περιεχόμενο, σύμφωνα με το οποίο ο άνθρωπος καλείται να εργαστεί τις φυσικές του δυνάμεις μέσα στην Ιστορία προκειμένου να πραγματώσει σκοπούς εγγενείς στη φύση. Λ.χ. ο λόγος του θυμού είναι η αγάπη ή η ζέσις, ο λόγος της επιθυμίας είναι ο θείος έρωτας κ.ο.κ. Το ίδιο θα μπορούσε να υποτεθεί και για τους λόγους άλλων όντων, αν και εδώ βεβαίως ο Μάξιμος είναι λιγότερο αποκαλυπτικός σε σχέση με τους ανθρωπολογικούς και πνευματικούς λόγους που αναφέρει, μπορούμε όμως να θεωρήσουμε ότι ο λόγος κάθε ζώου, φυτού ή άλλου όντος έχει και κάποιο σαφές περιεχόμενο για αυτό. Το καίριο είναι ότι ο άνθρωπος ως το πιο περιεκτικό ον του σύμπαντος, είναι ο μικρόκοσμος και το εργαστήριο, όπου δουλεύονται οι λόγοι όλων των όντων. Στον Μητροπολίτη Περγάμου η συγκεκριμένη φυσιοκεντρική τελεολογία εντός της ιστορικής ἐνεργείας αναλαμβάνεται από μία πιο ριζική εσχατολογία. Αν δούμε τον λόγο όχι ως έχοντα συγκεκριμένα φυσιοκεντρικά τελεολογικά περιεχόμενα, -ακόμη κι αν είναι δυσδιάγνωστα και πρέπει να τα ανακαλύψουμε-, αλλά κυρίως ως ένα όριο, τότε φτάνουμε σε μια αρκετά αποφατική έννοια του λόγου. Λ.χ. ο λόγος ως όριο με διακρίνει ως άνθρωπο από τη φύση της γάτας, ή από τη φύση ενός υπό εξαφάνιση ζωικού είδους, οπότε συμπεραίνουμε ότι πρέπει να αγωνιστώ για να συνεχίσει να υπάρχει η βιοποικιλότητα και η οικολογική εν διαφορά συμφωνία μας. Αυτή η διαφορά μπορεί να έχει ένα συγκεκριμένο τελεολογικό περιεχόμενο, το αποφασιστικό, όμως, για τον Μητροπολίτη Περγάμου είναι η εσχατολογική πρόσληψη όλων των λόγων από τον Αναστάντα Χριστό. Με μαξιμιανούς όρους, θα λέγαμε ότι στον Μητροπολίτη Περγάμου η έμφαση περνάει από την ιστορική ἐνέργειαν στην εσχατολογική στάσιν (ή ἀεικίνητον στάσιν για την ακρίβεια)

Αυτό φαίνεται και στο θεολογικό θέμα γιατί ο Χριστός κατά την Ενσάρκωση έγινε άνθρωπος και όχι κάποιο άλλο φυσικό είδος, και δη γιατί όχι άγγελος, αφού οι άγγελοι από πολλές απόψεις θεωρούνται τελειότερα όντα από τους ανθρώπους. Η απάντηση του αγίου Μαξίμου είναι ότι ο άνθρωπος περιλαμβάνει λόγους και του νοερού, και του ψυχικού, και του υλικού κόσμου, οπότε με το να γίνει άνθρωπος ο Χριστός μπόρεσε να «κάνει την δουλειά» για όλο το σύμπαν (ἐργαστήριον ο μαξιμιανός όρος). Υπάρχει δηλαδή και ένα είδος οιονεί «φυσικής» προεργασίας που οδήγησε στο να προσλάβει την ανθρωπότητα ο Χριστός και όχι κάποια άλλη επιμέρους φύση. Ο Μητροπολίτης Περγάμου είναι πιο αποφατικός σε αυτό το θέμα. Σε αυτόν το σημαντικό είναι ότι ο Χριστός έγινε άνθρωπος ώστε να προσλάβει τη σάρκα, το σώμα. Η ιστορική «δουλειά» της τελεολογικής ενεργοποίησης της φύσης κατά μια Αριστοτελική έννοια μπορεί να υπάρχει, αλλά το καίριο είναι η πρόσληψη της φύσης από τον Χριστό σε μια εσχατολογική προοπτική. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ενώ στον άγιο Μάξιμο η έμφαση είναι ότι ο Χριστός ως άνθρωπος «εργάζεται» και για τους νοερούς αγγέλους και για τα υλικά όντα ως μικρόκοσμος, στον Περγάμου η έμφαση είναι περισσότερο στην ενσωμάτωση και στην εσχατολογική εκδήλωση των συνεπειών της. Στον Μητροπολίτη Περγάμου υποβαθμίζεται η «φυσική» τελεολογική προεργασία για την ενανθρώπηση του Χριστού και εξαίρεται η ιστορική προεργασία σε μία εσχατολογική προοπτική. Ο Περγάμου απευθύνεται σε έναν νεωτερικό κόσμο, που έχει απαξιώσει τη φυσική τελεολογία από τον 16ο αιώνα μέχρι τον Δαρβινισμό του 19ου, και για αυτό θέτει την έμφαση στην Ιστορία και την εσχατολογία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ολοκληρώνει τη διαδικασία εσχατολογοποιήσεως της τελεολογίας που έχει ήδη αρχίσει με τις Χριστιανικές μεταμορφώσεις του Αριστοτέλους από τον άγιο Μάξιμο, συμπληρώνει δε και τον Φλορόφσκι, ο οποίος είχε μία υπερβολικά γραμμική έμφαση στην ιστορικότητα. Ένα «θεολογούμενο» ερώτημα που τίθεται είναι αν ο Χριστός θα μπορούσε να είχε προσλάβει κάποια άλλη επιμέρους κτιστή φύση, προκειμένου να σώσει τον κόσμο ή αν ήταν αναγκαίο να προσλάβει την ανθρώπινη ως «φυσικό μικρόκοσμο» της δημιουργίας. Η έμφαση του Περγάμου στην σωματικότητα έχει σχέση με το ότι προσπαθεί να επικαιροποιήσει τη σκέψη του Αγίου Μαξίμου σε μια συνάφεια ύστερης νεωτερικότητας και μοντερνισμού. Οπότε ο διάλογός του είναι μάλλον με αρκετά υλιστικές κοσμοθεωρίες από τον χώρο της Βιολογίας και της Ψυχολογίας, όπως λ.χ. με τον δαρβινισμό και τον φροϋδισμό. Από την άλλη, δείχνει έναν φόβο προς την άκρατη συνειδησιοκρατία και τον ιδεαλισμό ορισμένων πτυχών του νεωτερικού δυτικού πολιτισμού. Με συνέπεια να προτιμά τα πιο «υλιστικά» στοιχεία της Μαξιμιανής ανθρωπολογίας και Χριστολογίας, υποβαθμίζοντας τα πιο ψυχολογικά και συνειδησιοκεντρικά. Ο Ζηζιούλας δέχεται ασφαλώς την Πατερική έννοια του ανθρώπου ως «μικροκόσμου», αλλά, όπως ο Φλορόφσκι, υποτάσσει τη φυσική τελεολογία στην Ιστορία και δη, υπερβαίνοντας τον δάσκαλό του, στην εσχατολογία.[ΜΠΡΑΒΟ ΤΟΥ]


ΜΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ Η ΟΠΟΙΑ ΜΕ ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟ ΕΚΘΕΤΕΙ (κυριολεκτικά) ΤΗΝ ΥΠΕΡΗΦΑΝΗ ΚΑΙ ΚΑΚΟΔΟΞΗ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΕΚΛΙΠΟΝΤOΣ ΖΗΖΙΟΥΛΑ. ΠΑΡΑΒΙΑΖΟΝΤΑΣ ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΑ ΟΛΑ ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ, ΚΑΤΑΡΓΩΝΤΑΣ ΔΙΑ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ. ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΠΑΝΤΡΕΨΕ ΜΕ ΣΥΜΦΩΝΟ ΣΥΜΒΙΩΣΗΣ ΤΗΝ ΛΟΓΙΚΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΑΠΟΘΕΩΣΕ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ. ΠΡΟΣΔΙΔΟΝΤΑΣ ΤΗΣ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΛΕΙΠΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑ ΚΑΤ' ΕΝΤΟΛΗΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΑΘΑΝΑΣΙΑ, ΜΕ ΤΟΝ ΑΙΩΝΙΟ ΧΡΟΝΟ. ΤΗΝ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ.
 ΦΙΛΟΔΟΞΗΣΕ ΝΑ ΕΠΑΝΕΙΣΑΓΕΙ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ ΤΟ ΔΕΝΔΡΟ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΞΕΒΛΗΘΗ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΝ ΑΔΑΜ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΥΑ,  ΥΠΟΚΑΘΙΣΤΩΝΤΑΣ ΤΟ ΔΕΝΔΡΟ ΤΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΣ, ΠΑΙΖΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΟΡΟ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΥΠΑΡΞΕΩΣ , ΤΟΝ ΟΡΟ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΑΝ ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΟΡΙΣΟΥΝ ΤΟ ΟΜΟΟΥΣΙΟ. 
ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΕΙΜΕΝΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΩΝ ΑΓΓΛΙΚΩΝ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΩΝ ΘΑ ΑΡΧΙΣΟΥΝ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΣΗΜΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΩΝ ΡΩΣΩΝ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΑΝΑΚΗΡΥΞΑΝ ΤΟΝ ΣΕΛΛΙΝΓΚ ΠΑΤΕΡΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥΣ ΤΟΝ ΤΑΥΤΙΣΑΝ ΜΕ ΤΟ ΑΓΙΟ ΜΑΞΙΜΟ. 
ΟΙ ΡΩΣΟΙ ΕΥΓΕΝΕΙΣ ΑΠΟΔΙΩΓΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ ΒΡΗΚΑΝ ΣΩΣΙΒΙΟ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΣΤΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΥ. ΚΑΙ ΕΚΟΥΣΙΑ ΛΟΙΠΟΝ ΝΤΥΘΗΚΑΝ ΤΗΝ ΥΛΙΣΤΙΚΗ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΣΑΝ ΤΗΝ ΧΑΜΕΝΗ ΤΟΥΣ ΠΑΤΡΙΔΑ. Η ΘΛΙΒΕΡΩΤΕΡΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΕΙΝΑΙ Η ΤΑΥΤΙΣΗ ΤΗΣ ΘΕΩΣΕΩΣ ΜΕ ΤΗΝ ΥΙΟΘΕΣΙΑ. Η ΘΕΩΣΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΗΝ ΘΕΑΡΧΙΑ ΚΑΙ ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΚΑΤΕΛΗΞΕ ΑΥΤΗ Η ΜΩΡΙΑ ΝΑ ΘΕΩΡΕΙ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΣΑΝ ΜΙΑ ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΔΙΟΔΟ, ΕΝΑΝ ΑΓΩΓΟ, ΤΩΝ ΑΚΤΙΣΤΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ, ΤΩΝ ΛΟΓΩΝ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ. Ο ΧΡΙΣΤΟΣ Ο ΣΩΤΗΡ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ. Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΑΙΡΕΣΗ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΑΙΡΕΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΚΙΝΔΥΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΘΕΝΤΟΣ ΒΑΡΛΑΑΜ.
 Ο ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ΤΗΝ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΜΑΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΝ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟ, ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΑΠΙΚΟΥΣ. 
ΘΑ ΤΑ ΞΑΝΑΠΟΥΜΕ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: