ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Συνέχεια από Πέμπτη, 6 Απριλίου 2023
Jacob Burckhardt
ΤΟΜΟΣ 3ος
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ: ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ
IΙ. ΕΞΑΜΕΤΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
5. ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΗ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ – 2
Ακολουθούν περιττοί διάλογοι ανάμεσα στον Ιάσωνα και τον Άργο, και ανάμεσα στον Ιάσωνα και τους συντρόφους του, που θα μπορούσαν να συνοψιστούν σε δύο στίχους· μια φλυαρία που δεν έχει καμιά σχέση με την ποιοτική εξέλιξη των χαρακτήρων. Έπεται μια προφητεία και η αναπόφευκτη ερμηνεία από τον μάντη (Μόψο), και στη συνέχεια ο Απολλώνιος μας παρουσιάζει τον Αιήτη στον πραγματικό του ρόλο, να συγκαλεί τη λαϊκή συνέλευση των Κολχέων και να αποκαλύπτει σε περίπου τριάντα στίχους τα δολερά του σχέδια κατά των Αργοναυτών. Δεν μαθαίνουμε τί του απάντησαν οι Κολχείς, διότι μεταφερόμαστε αμέσως στον Άργο και την Χαλκιόπη, και πληροφορούμαστε τον εφιάλτη της Μήδειας, που μοιάζει με επινόηση. Αλλά ο μονόλογος που ακολουθεί δεν ταιριάζει επίσης με τη συμμετοχή της στην αναμέτρηση των ταύρων, όπως την ονειρεύτηκε· πρόκειται απλώς για την εξομολόγηση μιας σεμνής κόρης. Και έτσι καταλήγουμε στην λεπτομερή περιγραφή της εσωτερικής της διαπάλης, κατά την οποία αναρωτιέται αν θα πρέπει να ζητήσει τη συνδρομή της αδελφής της ή όχι (με πρόσχημα την προστασία του ανιψιού της). Ο Απολλώνιος, σαν ένας λόγιος συλλέκτης συναισθημάτων, φαίνεται να έχει προσλάβει από διαφορετικές πηγές τα χαρακτηριστικά ενός συνεσταλμένου πάθους τα οποία αποδίδει στη Μήδεια, περίπου όπως ο Θεόφραστος κατασκεύασε τους Χαρακτήρες του, με μεγάλη προχειρότητα όμως, και χωρίς να τον απασχολεί αν αντιστοιχούν στη μυθική μορφή της Μήδειας όπως ήταν τόσο γνωστή σε όλους· αλλά και η λεπτομερής σκιαγράφηση της νεαρής χήρας μοιάζει παράταιρη και επισφαλής. Τα αποσπάσματα αυτά αποτελούν ασφαλώς την αρχαιότερη λεπτομερή πραγματεία περί συναισθημάτων, και ιδιαίτερα σε ότι αφορά τη μελαγχολία και τους ψυχικούς κλυδωνισμούς στις βαθύτερες λεπτομέρειές τους, αλλά χωρίς καμία συσχέτιση με ό,τι πραγματικά συμβαίνει, αποφεύγοντας την περιγραφή γεγονότων, ούτως ώστε ο ακροατής να παραμείνει αγκιστρωμένος στα συναισθήματά του. Αυτή η καταγραφή συναισθημάτων, που αναδεικνύεται ήδη στον Ευριπίδη, παρότι σε πολύ πιο ήπια μορφή, αν και στην περίπτωση της Μήδειας φαντάζει ανάρμοστη, συνιστά μιαν εξαιρετικά σημαντική μαρτυρία της αλεξανδρινής εποχής. Η τραγωδία της εποχής δεν προσφερόταν, ακόμη λιγότερο η νέα κωμωδία με τις ερωτοτροπίες της· έτσι ο Απολλώνιος κατέφυγε στην εποποιία. Δεν απέχουμε πλέον πολύ από το μυθιστόρημα, και αναρωτιόμαστε γιατί οι πρώτες narrationes amatoriae (ιστορίες αγάπης) άργησαν τόσο πολύ να εμφανιστούν· η ιστορία του Σέλευκου, του Αντίοχου, της Στρατονίκης και του ιατρού Ερασίστρατου, μπορεί κάλλιστα να υπήρξαν προπομπός τους.
Μεσολαβούν πολλές παλινωδίες ώσπου τελικά να συνομιλήσουν οι δύο αδελφές, και πιθανότατα ο Απολλώνιος θεώρησε πως ήταν επίτευγμα εχεμύθειας το ότι η Χαλκιόπη είναι αυτή που εκλιπαρεί τη Μήδεια να βοηθήσει τον Ιάσωνα δια μέσου κάποιου μαγικού φίλτρου, προκειμένου να προστατέψει τους γιούς της. Η Μήδεια αισθάνεται ανακούφιση επειδή δεν είναι πλέον ανάγκη να το προτείνει η ίδια, και απευθύνεται με στοργικό ύφος στην αδελφή της, η οποία την ανέθρεψε, όπως της λέει, σαν μητέρα, και της οποίας οι γιοί είναι σαν αδέλφια της, και υπόσχεται να φέρει την επομένη, στο ναό της Εκάτης, το φίλτρο που θα δαμάσει τους ταύρους· παρόλη αυτή τη συναισθηματική φόρτιση, η Μήδεια κατορθώνει να μην προδωθεί στην αδελφή της. Αλλά όταν πέφτει η νύχτα, «όταν οι ναυτικοί στρέφουν το βλέμμα στ’ άστρα, ο φύλακας και ο περιπατητής αναζητούν τον ύπνο, όταν βαραίνουν τα βλέφαρα ακόμη και μιας μητέρας που μόλις έχει χάσει τα παιδιά της, που δεν ακούγεται ούτε αλύχτισμα σκύλου μέσα στην πόλη, κανένας θόρυβος απολύτως, και μόνο η σιωπή βασιλεύει μέσα στη σκοτεινή νύχτα», η Μήδεια δεν έχει ύπνο, ανησυχεί για τον Ιάσωνα, η καρδιά της φτερουγίζει μέσα στο στήθος της, ως τη στιγμή που μια αχτίδα του πρωινού ήλιου που αντανακλάται στη λίμνη, τρεμοπαίζει στον απέναντι τοίχο. Αλλά το κορμί της συνταράσσεται – έκφραση που ο Απολλώνιος ξεσήκωσε πιθανότατα από τους λόγιους κύκλους της Μυσίας – και μια ανατριχίλα εγκαθίσταται κάτω από το αυχένα της, στο σημείο ακριβώς που εντοπίζονται οι οδύνες του Έρωτα, που δεν παύουν να την βασανίζουν· δεν μπορεί να αποφασίσει αν θα δώσει το φίλτρο, αν θα πεθάνει, ή θα συνεχίσει να ζει αναλαμβάνοντας το ρόλο που της ανήκει σ’ αυτή την υπόθεση· είναι η στιγμή της μακρόσυρτης κραυγής· θέλει να σώσει τον Ιάσωνα, πρέπει να φύγει σώος, ο φόβος πρέπει να σβήσει, αλλά η ίδια επιθυμεί να πεθάνει, με το σκοινί, ή το δηλητήριο· τότε είναι που συνειδητοποιηθεί πόσο θα την μισήσουν οι γυναίκες της Κολχίδας· είναι καλύτερα να πεθάνει τώρα αμέσως.
Πηγαίνει λοιπόν να αναζητήσει το μοιραίο φιαλίδιο, και αναρωτιόμαστε πού, αυτό το ευαίσθητο παιδί, μπορεί να έχει αποθηκεύσει το δηλητήριο, το ακουμπά στα γόνατά της και αναλύεται σε δάκρυα (δυόμισι στίχοι)· και νά που καταλαμβάνεται από τον τρόμο του Άδη, αναπολεί τις χαρές της ζωής και τις αγαπημένες της ασχολίες, συνέρχεται, και περιμένει να ξημερώσει για να προσφέρει στον Ιάσωνα το σκεύασμα· ανοίγει την πόρτα, βλέπει την αυγή, την πόλη να ξυπνά. Σφουγγίζει τα ίχνη της οδύνης της, στολίζεται, και αναθέτει σε δώδεκα υπηρέτριες να ετοιμάσουν το άρμα για τον ναό της Εκάτης. Μετά από μια ακριβέστατη περιγραφή του μαγικού φίλτρου που προήλθε από σταγόνες αίματος του Προμηθέα, αναχωρεί, σαν άλλη Άρτεμις, ενώ ο Απολλώνιος πιστεύει προφανώς ότι περιγράφει τη μετάβασή της με περισσότερη λάμψη ακόμη και από τον Όμηρο, μιμούμενος τη διαδρομή της Ναυσικάς, στο πλέον ακατάλληλο σημείο.
Ένα τόσο εκλεπτυσμένο ποίημα, βρίσκεται ασφαλώς στους αντίποδες του έπους· αλλά τα πολυπληθή και πλούσια σχόλια που το συνόδεψαν, των οποίων μόνο ελάχιστες παρατηρήσεις έφτασαν σ’ εμάς αποδεικνύουν ότι ο Απολλώνιος θεωρήθηκε πως ανήκει στους κλασσικούς· στη Ρωμαϊκή εποχή, το έργο αποδώθηκε σε ελεύθερη μετάφραση από τον Πούπλιο Τερέντιο Βαρρο, και από τον Βαλέριο Φλάκκο.
Ο αρχαιότερος σύγχρονος του Απολλώνιου ποιητής, μιμητής των κλασσικών και αυτός, είναι ο Καλλίμαχος, διευθυντής της Αλεξανδρινής Βιβλιοθήκης, την εποχή των Πτολεμαίων Φιλάδελφου και Ευεργέτη. Υπήρξε πολυγραφότατος, αλλά το σημαντικότερο έργο του, οι Ελεγείες, δεν διασώθηκε· έχουμε όμως τους Ύμνους, απομίμηση του Ομήρου, που μας αποκαλύπτουν πώς ένα επικό ποίημα μπορεί να μετατραπεί σε απλό λογοτεχνικό είδος.
Βασική επιδίωξη του ποιητή υπήρξε η αποτύπωση της ομηρικής γλώσσας, της μυθολογικής, θρησκευτικής και γεωγραφικής λογιοσύνης της, καθώς και ένα ύφος επιτηδευμένου και έντονου σφρίγους, σε θλιβερή αντίθεση με την ασθενική ποιητική του έμπνευση. Η αμφιταλάντευσή του μεταξύ του επικού και του επικλητικού-αφηγηματικού ύμνου μοιάζει να τον οδήγησε στην ανανέωση μιας πολύ παλαιάς μορφής ποίησης που είχε ευρέως χρησιμοποιηθεί στους Ύμνους στον Απόλλωνα· εκεί, ο αοιδός θα πρέπει να καταθέσει πρώτα στο θεό το προσωπικό του αίτημα, επειδή αυτός είναι που το γνωρίζει καλύτερα· εν τούτοις η ομηρική επίκληση δεν χαρακτηρίζεται αποκλειστικά από τη θέρμη, αλλά επίσης από το γεγονός ότι κατά την αφήγησή του ο αοιδός υμνεί την θεϊκή εικόνα· αντιθέτως, ο ποιητής που χρησιμοποιεί γραπτό λόγο αφηγείται απλώς σε επικλητικό ύφος, σαν τους σκωτσέζους ιεροκήρυκες που παρενέβαλαν στην προσευχή τους το περιεχόμενο ενός ολόκληρου όρκου, και φαντάζεται προφανώς ότι ζωντανεύει τον ποιητικό του λόγο, χάρη στις συνεχείς παρεμβολές, τις οποίες θεωρεί εξόχως ποιητικές. Έτσι ο πρώτος από τους Ύμνους του, μέσα από συνεχή κηρύγματα σε ένα εξαιρετικά λόγιο ύφος, αφηγείται τη γέννηση του Δία, την ιστορία των νεανικών χρόνων του θεού και τον τρόπο που χειραγωγεί τους βασιλείς· ο δεύτερος που απευθύνεται στον Απόλλωνα αρχίζει με μιαν εξεζητημένη θεοφάνεια, και προσθέτει στις δραστηριότητες του θεού την ίδρυση της γενέτειράς του της Κυρήνης· ο τρίτος προς την Άρτεμη, συνιστά ένα ανούσιο αντίγραφο του ομηρικού Ύμνου στον Ερμή, μια πραγματική λογοτεχνική παραδρομή. Εδώ επίσης η Άρτεμις υποχρεώνεται να συμπεριφέρεται σαν μια νεαρή κόρη, να ζητά από τον Δία ολόκληρη τη μυθολογική της εξάρτηση, να παραγγέλλει τα όπλα της στους Κύκλωπες, κ.τ.λ. Στον τέταρτο, που αφιερώνεται στη Δήλο, οι περιπλανήσεις της Λητούς χρησιμεύουν μόνο στην παράθεση γεωγραφικών γνώσεων, όπως και το ταξίδι των Αργοναυτών του Απολλώνιου· στο τέλος υπάρχει μια παρέκκλιση προς του Υπερβόρειους. Ο Απόλλων που είναι κενόδοξος, όπως η Άρτεμις στον τρίτο Ύμνο, προφητεύει ήδη από την κοιλιά της μητέρας του και δίνει οδηγίες στη Λητώ. Η προσκόλληση στις απαριθμήσεις (εδώ για παράδειγμα, όλων των τοποθεσιών που είναι αφιερωμένες στους τοπικούς θεούς), υποτάσσουν την ποίηση στην πολυμάθεια και τη ρητορική. Τέλος, όπως και στον πρώτο Ύμνο, ο ποιητής κολακεύει απροκάλυπτα τον Πτολεμαίο Φιλάδελφο, αναφερόμενος στην Κω, όπου ο Απόλλων δεν έχει θέση, διότι η νήσος καλείται να δοξάσει τον αυτοκράτορα. Το Λουτρό της Αθηνάς, που ακολουθεί, δεν συνιστά επικό ύμνο, και δεν μπορεί να συμπεριληφθεί σ’ αυτό τον κατάλογο· αποτελούμενο από δωρικά δίστιχα, συνιστά ήδη μιαν ελεγεία, όπως αυτές που συνέθεσε ο Οβίδιος. Ο ποιητής περιγράφει μια θρησκευτική ιεροτελεστία την οποία συνδέει με το μύθο του Τειρεσία που στερήθηκε την όραση όταν είδε την Αθηνά να λούζεται. Ο έκτος Ύμνος τέλος, επίσης δωρικός και αφιερωμένος στη Δήμητρα, περιλαμβάνει μια σχετικά ικανοποιητική περιγραφή του μύθου της εκδίκησης του Ερυσίχθονα επειδή αφαίρεσε δέντρα από το άλσος της θεάς για να χτίσει το παλάτι του.
(συνεχίζεται)
Μεσολαβούν πολλές παλινωδίες ώσπου τελικά να συνομιλήσουν οι δύο αδελφές, και πιθανότατα ο Απολλώνιος θεώρησε πως ήταν επίτευγμα εχεμύθειας το ότι η Χαλκιόπη είναι αυτή που εκλιπαρεί τη Μήδεια να βοηθήσει τον Ιάσωνα δια μέσου κάποιου μαγικού φίλτρου, προκειμένου να προστατέψει τους γιούς της. Η Μήδεια αισθάνεται ανακούφιση επειδή δεν είναι πλέον ανάγκη να το προτείνει η ίδια, και απευθύνεται με στοργικό ύφος στην αδελφή της, η οποία την ανέθρεψε, όπως της λέει, σαν μητέρα, και της οποίας οι γιοί είναι σαν αδέλφια της, και υπόσχεται να φέρει την επομένη, στο ναό της Εκάτης, το φίλτρο που θα δαμάσει τους ταύρους· παρόλη αυτή τη συναισθηματική φόρτιση, η Μήδεια κατορθώνει να μην προδωθεί στην αδελφή της. Αλλά όταν πέφτει η νύχτα, «όταν οι ναυτικοί στρέφουν το βλέμμα στ’ άστρα, ο φύλακας και ο περιπατητής αναζητούν τον ύπνο, όταν βαραίνουν τα βλέφαρα ακόμη και μιας μητέρας που μόλις έχει χάσει τα παιδιά της, που δεν ακούγεται ούτε αλύχτισμα σκύλου μέσα στην πόλη, κανένας θόρυβος απολύτως, και μόνο η σιωπή βασιλεύει μέσα στη σκοτεινή νύχτα», η Μήδεια δεν έχει ύπνο, ανησυχεί για τον Ιάσωνα, η καρδιά της φτερουγίζει μέσα στο στήθος της, ως τη στιγμή που μια αχτίδα του πρωινού ήλιου που αντανακλάται στη λίμνη, τρεμοπαίζει στον απέναντι τοίχο. Αλλά το κορμί της συνταράσσεται – έκφραση που ο Απολλώνιος ξεσήκωσε πιθανότατα από τους λόγιους κύκλους της Μυσίας – και μια ανατριχίλα εγκαθίσταται κάτω από το αυχένα της, στο σημείο ακριβώς που εντοπίζονται οι οδύνες του Έρωτα, που δεν παύουν να την βασανίζουν· δεν μπορεί να αποφασίσει αν θα δώσει το φίλτρο, αν θα πεθάνει, ή θα συνεχίσει να ζει αναλαμβάνοντας το ρόλο που της ανήκει σ’ αυτή την υπόθεση· είναι η στιγμή της μακρόσυρτης κραυγής· θέλει να σώσει τον Ιάσωνα, πρέπει να φύγει σώος, ο φόβος πρέπει να σβήσει, αλλά η ίδια επιθυμεί να πεθάνει, με το σκοινί, ή το δηλητήριο· τότε είναι που συνειδητοποιηθεί πόσο θα την μισήσουν οι γυναίκες της Κολχίδας· είναι καλύτερα να πεθάνει τώρα αμέσως.
Πηγαίνει λοιπόν να αναζητήσει το μοιραίο φιαλίδιο, και αναρωτιόμαστε πού, αυτό το ευαίσθητο παιδί, μπορεί να έχει αποθηκεύσει το δηλητήριο, το ακουμπά στα γόνατά της και αναλύεται σε δάκρυα (δυόμισι στίχοι)· και νά που καταλαμβάνεται από τον τρόμο του Άδη, αναπολεί τις χαρές της ζωής και τις αγαπημένες της ασχολίες, συνέρχεται, και περιμένει να ξημερώσει για να προσφέρει στον Ιάσωνα το σκεύασμα· ανοίγει την πόρτα, βλέπει την αυγή, την πόλη να ξυπνά. Σφουγγίζει τα ίχνη της οδύνης της, στολίζεται, και αναθέτει σε δώδεκα υπηρέτριες να ετοιμάσουν το άρμα για τον ναό της Εκάτης. Μετά από μια ακριβέστατη περιγραφή του μαγικού φίλτρου που προήλθε από σταγόνες αίματος του Προμηθέα, αναχωρεί, σαν άλλη Άρτεμις, ενώ ο Απολλώνιος πιστεύει προφανώς ότι περιγράφει τη μετάβασή της με περισσότερη λάμψη ακόμη και από τον Όμηρο, μιμούμενος τη διαδρομή της Ναυσικάς, στο πλέον ακατάλληλο σημείο.
Ένα τόσο εκλεπτυσμένο ποίημα, βρίσκεται ασφαλώς στους αντίποδες του έπους· αλλά τα πολυπληθή και πλούσια σχόλια που το συνόδεψαν, των οποίων μόνο ελάχιστες παρατηρήσεις έφτασαν σ’ εμάς αποδεικνύουν ότι ο Απολλώνιος θεωρήθηκε πως ανήκει στους κλασσικούς· στη Ρωμαϊκή εποχή, το έργο αποδώθηκε σε ελεύθερη μετάφραση από τον Πούπλιο Τερέντιο Βαρρο, και από τον Βαλέριο Φλάκκο.
Ο αρχαιότερος σύγχρονος του Απολλώνιου ποιητής, μιμητής των κλασσικών και αυτός, είναι ο Καλλίμαχος, διευθυντής της Αλεξανδρινής Βιβλιοθήκης, την εποχή των Πτολεμαίων Φιλάδελφου και Ευεργέτη. Υπήρξε πολυγραφότατος, αλλά το σημαντικότερο έργο του, οι Ελεγείες, δεν διασώθηκε· έχουμε όμως τους Ύμνους, απομίμηση του Ομήρου, που μας αποκαλύπτουν πώς ένα επικό ποίημα μπορεί να μετατραπεί σε απλό λογοτεχνικό είδος.
Βασική επιδίωξη του ποιητή υπήρξε η αποτύπωση της ομηρικής γλώσσας, της μυθολογικής, θρησκευτικής και γεωγραφικής λογιοσύνης της, καθώς και ένα ύφος επιτηδευμένου και έντονου σφρίγους, σε θλιβερή αντίθεση με την ασθενική ποιητική του έμπνευση. Η αμφιταλάντευσή του μεταξύ του επικού και του επικλητικού-αφηγηματικού ύμνου μοιάζει να τον οδήγησε στην ανανέωση μιας πολύ παλαιάς μορφής ποίησης που είχε ευρέως χρησιμοποιηθεί στους Ύμνους στον Απόλλωνα· εκεί, ο αοιδός θα πρέπει να καταθέσει πρώτα στο θεό το προσωπικό του αίτημα, επειδή αυτός είναι που το γνωρίζει καλύτερα· εν τούτοις η ομηρική επίκληση δεν χαρακτηρίζεται αποκλειστικά από τη θέρμη, αλλά επίσης από το γεγονός ότι κατά την αφήγησή του ο αοιδός υμνεί την θεϊκή εικόνα· αντιθέτως, ο ποιητής που χρησιμοποιεί γραπτό λόγο αφηγείται απλώς σε επικλητικό ύφος, σαν τους σκωτσέζους ιεροκήρυκες που παρενέβαλαν στην προσευχή τους το περιεχόμενο ενός ολόκληρου όρκου, και φαντάζεται προφανώς ότι ζωντανεύει τον ποιητικό του λόγο, χάρη στις συνεχείς παρεμβολές, τις οποίες θεωρεί εξόχως ποιητικές. Έτσι ο πρώτος από τους Ύμνους του, μέσα από συνεχή κηρύγματα σε ένα εξαιρετικά λόγιο ύφος, αφηγείται τη γέννηση του Δία, την ιστορία των νεανικών χρόνων του θεού και τον τρόπο που χειραγωγεί τους βασιλείς· ο δεύτερος που απευθύνεται στον Απόλλωνα αρχίζει με μιαν εξεζητημένη θεοφάνεια, και προσθέτει στις δραστηριότητες του θεού την ίδρυση της γενέτειράς του της Κυρήνης· ο τρίτος προς την Άρτεμη, συνιστά ένα ανούσιο αντίγραφο του ομηρικού Ύμνου στον Ερμή, μια πραγματική λογοτεχνική παραδρομή. Εδώ επίσης η Άρτεμις υποχρεώνεται να συμπεριφέρεται σαν μια νεαρή κόρη, να ζητά από τον Δία ολόκληρη τη μυθολογική της εξάρτηση, να παραγγέλλει τα όπλα της στους Κύκλωπες, κ.τ.λ. Στον τέταρτο, που αφιερώνεται στη Δήλο, οι περιπλανήσεις της Λητούς χρησιμεύουν μόνο στην παράθεση γεωγραφικών γνώσεων, όπως και το ταξίδι των Αργοναυτών του Απολλώνιου· στο τέλος υπάρχει μια παρέκκλιση προς του Υπερβόρειους. Ο Απόλλων που είναι κενόδοξος, όπως η Άρτεμις στον τρίτο Ύμνο, προφητεύει ήδη από την κοιλιά της μητέρας του και δίνει οδηγίες στη Λητώ. Η προσκόλληση στις απαριθμήσεις (εδώ για παράδειγμα, όλων των τοποθεσιών που είναι αφιερωμένες στους τοπικούς θεούς), υποτάσσουν την ποίηση στην πολυμάθεια και τη ρητορική. Τέλος, όπως και στον πρώτο Ύμνο, ο ποιητής κολακεύει απροκάλυπτα τον Πτολεμαίο Φιλάδελφο, αναφερόμενος στην Κω, όπου ο Απόλλων δεν έχει θέση, διότι η νήσος καλείται να δοξάσει τον αυτοκράτορα. Το Λουτρό της Αθηνάς, που ακολουθεί, δεν συνιστά επικό ύμνο, και δεν μπορεί να συμπεριληφθεί σ’ αυτό τον κατάλογο· αποτελούμενο από δωρικά δίστιχα, συνιστά ήδη μιαν ελεγεία, όπως αυτές που συνέθεσε ο Οβίδιος. Ο ποιητής περιγράφει μια θρησκευτική ιεροτελεστία την οποία συνδέει με το μύθο του Τειρεσία που στερήθηκε την όραση όταν είδε την Αθηνά να λούζεται. Ο έκτος Ύμνος τέλος, επίσης δωρικός και αφιερωμένος στη Δήμητρα, περιλαμβάνει μια σχετικά ικανοποιητική περιγραφή του μύθου της εκδίκησης του Ερυσίχθονα επειδή αφαίρεσε δέντρα από το άλσος της θεάς για να χτίσει το παλάτι του.
(συνεχίζεται)
1 σχόλιο:
https://www-ricognizioni-it.translate.goog/al-tempo-della-post-verita-tutto-si-tiene-di-roberto-pecchioli/?_x_tr_sl=it&_x_tr_tl=el&_x_tr_hl=el&_x_tr_pto=wapp
Δημοσίευση σχολίου