ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Συνέχεια από Σάββατο, 1η Απριλίου 2023
Jacob Burckhardt
ΤΟΜΟΣ 3ος
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ: ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ
IΙ. ΕΞΑΜΕΤΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
5. ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΗ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
Η ύστερη ελληνική εποποιία είναι επίσης άξια της προσοχής μας, και μόνο για να αντιληφθούμε την αδυναμία ανανέωσής της, όσο και τη δυσκολία ανάδειξης ενός ταλέντου στα ίχνη του Ομήρου. Οι Αλεξανδρινοί ποιητές που επεδίωξαν αυτό το εγχείρημα είναι ο Απολλώνιος ο Ρόδιος και ο Καλλίμαχος. Θα ξεκινήσουμε με τον πρώτο, τον ποιητή των Αργοναυτών που έζησε την εποχή των Πτολεμαίων, Ευεργέτη (274-221) και Φιλοπάτωρα (221-204).
Ο Απολλώνιος προσπάθησε να μιμηθεί τον Όμηρο, τόσο ως προς το ποιητικό ύφος, όσο και ως προς το εξάμετρο, αλλά υπήρξε ένας πολύ μέτριος ποιητής που το έργο του χαρακτηρίζουν αφ’ ενός μια πάγια αμφιταλάντευση ανάμεσα σε μια περίτεχνη καλαισθησία και την ψυχολογική σκιαγράφηση των χαρακτήρων στη βάση της ρητορικής, και αφ’ ετέρου τα εν μέρει αρχαϊκά και πρωτόγονα πρότυπα, κάτι που δεν συνιστά ποιητικό σύνολο. Πρόκειται για μια εποχή όπου βλέπουμε να εξασθενεί το πραγματικό μυθικό αίσθημα· μάταια ο ποιητής πασχίζει να καλύψει το κενό των θεϊκών και ηρωικών μορφών, αποδίδοντας στους πρωταγωνιστές του συγκλονιστικά συναισθήματα. Το γεγονός ότι το θέμα του αφορά σε έναν γεωγραφικό περίπλου εμπεριέχει ένα κίνδυνο ο οποίος απείλησε και την Οδύσσεια, αλλά ευτυχώς ο Όμηρος τον απέφυγε. Ο Απολλώνιος, αντί να επιλέξει το υλικό του, που ήταν ήδη κορεσμένο από συμβάντα και κάθε είδους συσχετισμούς με διάφορες τοποθεσίες, ακόμη και από τους ποιητές των αποικιών, το περιέπλεξε ακόμη περισσότερο οικειοποιούμενος τους μύθους. Ιδού γιατί ακόμη και κατά την απαρίθμηση των ηρώων επιδεικνύει την μυθογραφική και γενεαλογική του επάρκεια. Επόμενο είναι να δυσκολεύεται κανείς να τοποθετήσει τους πολυάριθμους φημισμένους ήρωες που συμμετέχουν στην εκστρατεία, εκείνο όμως που εντυπωσιάζει τον ακροατή ή τον αναγνώστη είναι η λεπτομερής καταγραφή των συμβάντων, ενώ τις αρχαίες αυθόρμητες και απόλυτα φυσικές επινοήσεις ελάχιστα απασχολούσε αυτό το στοιχείο. Ο Απολλώνιος χρησιμοποιεί ένα πλήθος από περιχαρείς παραλλαγές χαρακτηρισμών, όταν οι ήρωές του παρεμβαίνουν για πρώτη φορά στην υπόθεση, και πιστεύει ότι αυτό είναι αρκετό. Θα πρέπει όμως να του αναγνωρίσουμε ότι δεν κάνει κατάχρηση των στοιχείων περιγραφής τους.
Την απαρίθμηση συνοδεύει η έντονη συγκίνηση της αναχώρησης των Αργοναυτών, που περιγράφεται λεπτομερώς. Ο ποιητής μάς πληροφορεί γι αυτά που λέει ο λαός, για του θρήνους των γυναικών, τα συναισθήματα του γηραιού και ασθενούς Αίσονα, τα έντονα και περιπαθή παράπονα της μητέρας του Αλκιμέδης, η οποία δεν αναφέρεται πουθενά στη συνέχεια, και για την απάντηση του Ιάσωνα, σε έντεκα στίχους. Ο συγγραφέας αισθάνεται υποχρεωμένος να εμπλέξει το συναίσθημα παρότι δεν δικαιολογείται από τα γεγονότα. Εντελώς εκσυγχρονισμένος είναι ο τρόπος που πραγματεύεται την πρόταση του Ιάσωνα για επιλογή ενός αρχηγού, το πώς όλα τα βλέμματα στρέφονται προς τον Ηρακλή που αρνείται, και πώς τελικά οι σύντροφοί του υποδεικνύουν τον Ιάσωνα, ο οποίος κατόπιν αυτού ανακοινώνει την ετυμηγορία του.
Ακολουθεί η λεπτομερής περιγραφή του εξοπλισμού της Αργούς, και όπως στο σημείο αυτό αναλύεται η επιστήμη των ιστίων, κατά τον ίδιο τρόπο αργότερα καταγράφεται η τελετουργική γνώση σχετικά με το βωμό και την τέλεση της θυσίας προς τιμήν του Άκτιου και Εμβάσιου Απόλλωνα. Ο μάντης Ίδμων προλέγει το τέλος του, το οποίο έχει ήδη αναφερθεί κατά την αρχική απαρίθμηση των ηρώων. Μετά από την περιγραφή του τελευταίου δείπνου στην ακτή, με όλους τους σχετικούς διαλόγους και έναν κοσμογονικό ύμνο του Ορφέα, οι Αργοναύτες αναχωρούν την επομένη, αφού ο Ιάσων ρίξει ακόμη ένα τελευταίο δακρύβρεχτο βλέμμα στην πατρίδα του. Το ταξίδι μέχρι τη Λήμνο εκτυλίσσεται χωρίς εμπόδια, και ενώ το πλήρωμα κωπηλατεί οι ήρωες απολαμβάνουν του ύμνους του Ορφέα, ο οποίοι μαγεύουν ακόμη και τους ιχθείς· το Αιγαίο Πέλαγος είναι πράγματι ακόμη μια ασφαλής θάλασσα, και μόνον όταν φθάνουν στον Πόντο, οι Αργοναύτες αφήνουν να διαφανεί η ελληνική άγνοια και η φαντασία που την υποκαθιστά. Στη Λήμνο όμως παρεμβαίνει το αρχαϊκό μυθικό επεισόδιο με την Λήμνιες και την βασίλισσα τους Υψιπύλη, που εξολόθρευσαν όλους του άνδρες του νησιού, και εδώ εμφανίζεται με κωμικό τρόπο η αντίθεση ανάμεσα στην εγκαρδιότητα και την υποτιθέμενη ευγένεια αφ’ ενός, και έναν αρχαίο τρομακτικό μύθο αφ’ ετέρου.
Οι γυναίκες – λαμβάνοντας υπόψη ότι η Συνέλευση Γυναικών γράφτηκε 150 χρόνια πριν τον Απολλώνιο ! – συνεδριάζουν για να πάρουν αποφάσεις· η Υψιπύλη επιθυμεί να κρατήσει τους άνδρες έξω από τα τείχη, εφοδιάζοντάς τους με τρόφιμα, αλλά η γηραιά Πολυξώ επιμένει να τους υποδεχτούν και η Υψιπύλη υποχωρεί. Για να την εντυπωσιάσει ο Ιάσωνας φοράει ένα ένδυμα που του χάρισε η Αθηνά, και η περιγραφή των κεντημάτων που το κοσμούν μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι Ασπίδες του Ομήρου και του Ησιόδου στοίχειωναν τον ύπνο του Απολλόδωρου· η Υψιπύλη θα πρέπει να φανεί ταραγμένη όταν ο Ιάσωνας της ζητά να επιτρέψει την είσοδο και στους συντρόφους του, και να του «απαλύνει» την εντύπωση από τα εγκλήματα ισχυριζόμενη ότι οι άνδρες που διώχθηκαν από την πόλη βρίσκονται κάπου στη Θράκη. Όταν όμως κατακτούν την πόλη και τις Λήμνιες, ο Ηρακλής επιπλήττει τους συντρόφους του θυμίζοντας τους τον σκοπό της εκστρατείας· έτσι νοιώθοντας ντροπή ξεκινούν να φύγουν, μετά από ένα σύντομο αποχαιρετισμό του Ιάσωνα και της Υψιπύλης που αφορά και σε μιαν ενδεχόμενη εγκυμοσύνη. Καθοδηγούμενοι από το Ορφέα οι Αργοναύτες προσεγγίζουν τη νήσο της θυγατέρας του Άτλαντα, Ηλέκτρας – πρόκειται πιθανότατα για τη Σαμοθράκη – «προκειμένου να μυηθούν στα μυστήρια λατρευτικών τελετουργιών και να συνεχίσουν το ταξίδι τους με μεγαλύτερη ασφάλεια»· δεν επιτρέπεται όμως στον ποιητή να αναφερθεί στα όργια προς τιμήν των τοπικών δαιμόνων, και το ταξίδι συνεχίζεται προς τον Ελλήσποντο και την Προποντίδα.
Το έπος περιλαμβάνει εδώ αποσπασματικές περιγραφές από σκόρπιους τοπικούς θρύλους. Και ενώ άλλοι ποιητές επικεντρώνονται στις τοποθεσίες που αναφέρει ο Όμηρος, ο Απολλώνιος περιγράφει όλες τις εμφανίσεις, όλες τις τοποθεσίες κατάπλου, όλες τις λατρευτικές προσφορές που είχαν πριν από αυτόν σχετισθεί με τους Αργοναύτες. Και όταν σκαρφαλώνουν στο όρος Δίνδυμον, κοντά στην Κύζικο, για ν’ αγναντέψουν την άλλη πλευρά της θάλασσας, η τουριστική απραξία εξισορροπείται από τη δεύτερη αποβίβαση του Ιάσωνα στις ακτές της Μυσίας για μια ακόμη προσφορά. Αναρωτιόμαστε αν το πολύ αγαθό κίνητρο για τον Απολλώνιο αυτής της αποβίβασης ανήκει στον ίδιο τον ποιητή. Η περιγραφή της μετάβασης του Ηρακλή στο δάσος για να κατασκευάσει ένα καινούργιο κουπί σε αντικατάσταση αυτού που είχε σπάσει, συνδέεται με την απαγωγή του Ύλα από τις Νύμφες· οι Αργοναύτες όμως συνεχίζουν το ταξίδι τους χωρίς να αντιληφθούν ποιος είναι αυτός που άφησαν πίσω τους. Ο Τελαμών διαπληκτίζεται με τον Ιάσωνα, κατηγορώντας τον ότι έπραξε σκόπιμα για να μην επισκιαστεί από τον Ηρακλή, αλλά οι Βορεάδες επιμένουν να συνεχιστεί το ταξίδι – κάτι για το οποίο και θα τιμωρηθούν αργότερα από τον Ηρακλή. Τότε αναδύεται από τα κύματα ο Γλαύκος (εμφάνιση που πιθανότατα επινόησε ο Απολλώνιος), πληροφορώντας τους ότι ο Ηρακλής θα πρέπει να ολοκληρώσει τους δώδεκα άθλους του για τον Ευρυσθέα και να γίνει ημίθεος, ότι ο φίλος του Πολύφημος θα ιδρύσει πόλη στη Μυσία και ότι ο Ύλας θα παραμείνει σύζυγος της Νύμφης. Τη συγνώμη που ο Τελαμών απαιτεί από τον Ιάσωνα θα την είχε παραλείψει ο Όμηρος· αλλά εδώ, τα πάντα, ακόμη και η απάντηση του Ιάσωνα, πρέπει να παραμείνουν σε ένα επίπεδο ευγένειας και εγκαρδιότητας.
Το τρίτο μέρος του έπους, το οποίο αξίζει να εξετάσουμε μετά το πρώτο, αρχίζει με την επίσκεψη της Αθηνάς και της Ήρας, που ανησυχούν για την τύχη των προστατευομένων τους, στην Αφροδίτη, την ώρα που λούζεται, και στην πρόθεσή τους να την πείσουν, να μπλέξει την Μήδεια στα δίχτυα του έρωτα με τον Ιάσωνα, με την παρεμβολή του πανίσχυρου γιού της. «Προτιμά να υπακούει σ’ εσάς· δεν ενδιαφέρεται πλέον για εμένα, αλλά θα προσπαθήσω να τον ημερέψω», λέει η Αφροδίτη, ένας διάλογος που ξετυλίγεται ανάμεσα σε θεές, σαν να πρόκειται για κυρίες της καλής κοινωνίας, μετά από τον οποίο η Αφροδίτη αναζητεί τον γιό της και τον βρίσκει να παίζει ζάρια με τον Γανυμήδη στους κήπους του Ολύμπου.
Η σκηνή που ακολουθεί μας αποκαλύπτει την αναμφισβήτητη και τεράστια υπεροχή του Βιργιλίου απέναντι σ’ αυτό το είδος των ποιητών. Ο Ρωμαίος ποιητής είναι τουλάχιστον ηθικά απαλλαγμένος από την αρχαιολογία, την οποία ασφαλώς γνωρίζει, συνδέει τα γεγονότα μέσα από αληθινά πάθη και θεϊκές επιθυμίες, και έχει επίσης το πλεονέκτημα ενός λαμπρού μέλλοντος. Εδώ, αντιθέτως, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα κλασσικό παράδειγμα λογιοσύνης: ο Απολλώνιος κάπου έχει διαβάσει ότι οι Κολχείς δεν ενταφιάζουν, ούτε αποτεφρώνουν τους νεκρούς τους, αλλά τους κρεμούν από δέντρα, τυλιγμένους μέσα σε δέρματα βοδιών· πράγματι ο Ιάσων μεταβαίνοντας στην κατοικία του Αιήτη, τυλιγμένος από ένα νέφος που έστειλε η Ήρα – εικόνα δανεισμένη από την Οδύσσεια – συναντά στο δρόμο του σάκους αυτού του είδους κρεμασμένους σε ιτιές. Τελικά η Μήδεια δέχεται το βέλος του αφανούς Έρωτα και αρχίζει η ερωτική ιστορία. Όπως ακριβώς και ο Ευριπίδης εισήγαγε αυτό το στοιχείο στην τραγωδία, έτσι έπρεπε να συμβεί και με το έπος, παρότι εδώ πρόκειται για μια μορφή τεχνητής επιβίωσης· η σκιαγράφηση του κεραυνοβόλου έρωτα της Μήδειας είναι εξαιρετικά όμορφη· δεν αντιστοιχεί όμως στη Μήδεια μάγισσα, κόρη μάγου, της οποίας άλλοι ποιητές είχαν προ πολλού περιγράψει τη συγκλονιστική μορφή, αλλά σε μια οποιαδήποτε ερωτευμένη κόρη. Εδώ και τώρα θα ήταν η μοναδική ευκαιρία μιας μεγαλειώδους και σκοτεινής περιγραφής της πρώτης συνάντησης του ερωτευμένου ζεύγους που έμελλε να χωρίσει αργότερα με τόσο σπαρακτικό τρόπο. Ένα φτωχό επεισόδιο, και κατά τη γνώμη μας αδέξιο, είναι η παρεμβολή σε όλα αυτά των υιών της αδελφής της Μήδειας, εκ των οποίων ο ένας, ο Άργος, θα πείσει τον παππού του, στη διάρκεια ενός εορταστικού δείπνου, να παραδώσει το Χρυσόμαλλο Δέρας· ο ποιητής θα μπορούσε να αρκεστεί στις διαπραγματεύσεις του Ιάσωνα.
Ο Απολλώνιος προσπάθησε να μιμηθεί τον Όμηρο, τόσο ως προς το ποιητικό ύφος, όσο και ως προς το εξάμετρο, αλλά υπήρξε ένας πολύ μέτριος ποιητής που το έργο του χαρακτηρίζουν αφ’ ενός μια πάγια αμφιταλάντευση ανάμεσα σε μια περίτεχνη καλαισθησία και την ψυχολογική σκιαγράφηση των χαρακτήρων στη βάση της ρητορικής, και αφ’ ετέρου τα εν μέρει αρχαϊκά και πρωτόγονα πρότυπα, κάτι που δεν συνιστά ποιητικό σύνολο. Πρόκειται για μια εποχή όπου βλέπουμε να εξασθενεί το πραγματικό μυθικό αίσθημα· μάταια ο ποιητής πασχίζει να καλύψει το κενό των θεϊκών και ηρωικών μορφών, αποδίδοντας στους πρωταγωνιστές του συγκλονιστικά συναισθήματα. Το γεγονός ότι το θέμα του αφορά σε έναν γεωγραφικό περίπλου εμπεριέχει ένα κίνδυνο ο οποίος απείλησε και την Οδύσσεια, αλλά ευτυχώς ο Όμηρος τον απέφυγε. Ο Απολλώνιος, αντί να επιλέξει το υλικό του, που ήταν ήδη κορεσμένο από συμβάντα και κάθε είδους συσχετισμούς με διάφορες τοποθεσίες, ακόμη και από τους ποιητές των αποικιών, το περιέπλεξε ακόμη περισσότερο οικειοποιούμενος τους μύθους. Ιδού γιατί ακόμη και κατά την απαρίθμηση των ηρώων επιδεικνύει την μυθογραφική και γενεαλογική του επάρκεια. Επόμενο είναι να δυσκολεύεται κανείς να τοποθετήσει τους πολυάριθμους φημισμένους ήρωες που συμμετέχουν στην εκστρατεία, εκείνο όμως που εντυπωσιάζει τον ακροατή ή τον αναγνώστη είναι η λεπτομερής καταγραφή των συμβάντων, ενώ τις αρχαίες αυθόρμητες και απόλυτα φυσικές επινοήσεις ελάχιστα απασχολούσε αυτό το στοιχείο. Ο Απολλώνιος χρησιμοποιεί ένα πλήθος από περιχαρείς παραλλαγές χαρακτηρισμών, όταν οι ήρωές του παρεμβαίνουν για πρώτη φορά στην υπόθεση, και πιστεύει ότι αυτό είναι αρκετό. Θα πρέπει όμως να του αναγνωρίσουμε ότι δεν κάνει κατάχρηση των στοιχείων περιγραφής τους.
Την απαρίθμηση συνοδεύει η έντονη συγκίνηση της αναχώρησης των Αργοναυτών, που περιγράφεται λεπτομερώς. Ο ποιητής μάς πληροφορεί γι αυτά που λέει ο λαός, για του θρήνους των γυναικών, τα συναισθήματα του γηραιού και ασθενούς Αίσονα, τα έντονα και περιπαθή παράπονα της μητέρας του Αλκιμέδης, η οποία δεν αναφέρεται πουθενά στη συνέχεια, και για την απάντηση του Ιάσωνα, σε έντεκα στίχους. Ο συγγραφέας αισθάνεται υποχρεωμένος να εμπλέξει το συναίσθημα παρότι δεν δικαιολογείται από τα γεγονότα. Εντελώς εκσυγχρονισμένος είναι ο τρόπος που πραγματεύεται την πρόταση του Ιάσωνα για επιλογή ενός αρχηγού, το πώς όλα τα βλέμματα στρέφονται προς τον Ηρακλή που αρνείται, και πώς τελικά οι σύντροφοί του υποδεικνύουν τον Ιάσωνα, ο οποίος κατόπιν αυτού ανακοινώνει την ετυμηγορία του.
Ακολουθεί η λεπτομερής περιγραφή του εξοπλισμού της Αργούς, και όπως στο σημείο αυτό αναλύεται η επιστήμη των ιστίων, κατά τον ίδιο τρόπο αργότερα καταγράφεται η τελετουργική γνώση σχετικά με το βωμό και την τέλεση της θυσίας προς τιμήν του Άκτιου και Εμβάσιου Απόλλωνα. Ο μάντης Ίδμων προλέγει το τέλος του, το οποίο έχει ήδη αναφερθεί κατά την αρχική απαρίθμηση των ηρώων. Μετά από την περιγραφή του τελευταίου δείπνου στην ακτή, με όλους τους σχετικούς διαλόγους και έναν κοσμογονικό ύμνο του Ορφέα, οι Αργοναύτες αναχωρούν την επομένη, αφού ο Ιάσων ρίξει ακόμη ένα τελευταίο δακρύβρεχτο βλέμμα στην πατρίδα του. Το ταξίδι μέχρι τη Λήμνο εκτυλίσσεται χωρίς εμπόδια, και ενώ το πλήρωμα κωπηλατεί οι ήρωες απολαμβάνουν του ύμνους του Ορφέα, ο οποίοι μαγεύουν ακόμη και τους ιχθείς· το Αιγαίο Πέλαγος είναι πράγματι ακόμη μια ασφαλής θάλασσα, και μόνον όταν φθάνουν στον Πόντο, οι Αργοναύτες αφήνουν να διαφανεί η ελληνική άγνοια και η φαντασία που την υποκαθιστά. Στη Λήμνο όμως παρεμβαίνει το αρχαϊκό μυθικό επεισόδιο με την Λήμνιες και την βασίλισσα τους Υψιπύλη, που εξολόθρευσαν όλους του άνδρες του νησιού, και εδώ εμφανίζεται με κωμικό τρόπο η αντίθεση ανάμεσα στην εγκαρδιότητα και την υποτιθέμενη ευγένεια αφ’ ενός, και έναν αρχαίο τρομακτικό μύθο αφ’ ετέρου.
Οι γυναίκες – λαμβάνοντας υπόψη ότι η Συνέλευση Γυναικών γράφτηκε 150 χρόνια πριν τον Απολλώνιο ! – συνεδριάζουν για να πάρουν αποφάσεις· η Υψιπύλη επιθυμεί να κρατήσει τους άνδρες έξω από τα τείχη, εφοδιάζοντάς τους με τρόφιμα, αλλά η γηραιά Πολυξώ επιμένει να τους υποδεχτούν και η Υψιπύλη υποχωρεί. Για να την εντυπωσιάσει ο Ιάσωνας φοράει ένα ένδυμα που του χάρισε η Αθηνά, και η περιγραφή των κεντημάτων που το κοσμούν μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι Ασπίδες του Ομήρου και του Ησιόδου στοίχειωναν τον ύπνο του Απολλόδωρου· η Υψιπύλη θα πρέπει να φανεί ταραγμένη όταν ο Ιάσωνας της ζητά να επιτρέψει την είσοδο και στους συντρόφους του, και να του «απαλύνει» την εντύπωση από τα εγκλήματα ισχυριζόμενη ότι οι άνδρες που διώχθηκαν από την πόλη βρίσκονται κάπου στη Θράκη. Όταν όμως κατακτούν την πόλη και τις Λήμνιες, ο Ηρακλής επιπλήττει τους συντρόφους του θυμίζοντας τους τον σκοπό της εκστρατείας· έτσι νοιώθοντας ντροπή ξεκινούν να φύγουν, μετά από ένα σύντομο αποχαιρετισμό του Ιάσωνα και της Υψιπύλης που αφορά και σε μιαν ενδεχόμενη εγκυμοσύνη. Καθοδηγούμενοι από το Ορφέα οι Αργοναύτες προσεγγίζουν τη νήσο της θυγατέρας του Άτλαντα, Ηλέκτρας – πρόκειται πιθανότατα για τη Σαμοθράκη – «προκειμένου να μυηθούν στα μυστήρια λατρευτικών τελετουργιών και να συνεχίσουν το ταξίδι τους με μεγαλύτερη ασφάλεια»· δεν επιτρέπεται όμως στον ποιητή να αναφερθεί στα όργια προς τιμήν των τοπικών δαιμόνων, και το ταξίδι συνεχίζεται προς τον Ελλήσποντο και την Προποντίδα.
Το έπος περιλαμβάνει εδώ αποσπασματικές περιγραφές από σκόρπιους τοπικούς θρύλους. Και ενώ άλλοι ποιητές επικεντρώνονται στις τοποθεσίες που αναφέρει ο Όμηρος, ο Απολλώνιος περιγράφει όλες τις εμφανίσεις, όλες τις τοποθεσίες κατάπλου, όλες τις λατρευτικές προσφορές που είχαν πριν από αυτόν σχετισθεί με τους Αργοναύτες. Και όταν σκαρφαλώνουν στο όρος Δίνδυμον, κοντά στην Κύζικο, για ν’ αγναντέψουν την άλλη πλευρά της θάλασσας, η τουριστική απραξία εξισορροπείται από τη δεύτερη αποβίβαση του Ιάσωνα στις ακτές της Μυσίας για μια ακόμη προσφορά. Αναρωτιόμαστε αν το πολύ αγαθό κίνητρο για τον Απολλώνιο αυτής της αποβίβασης ανήκει στον ίδιο τον ποιητή. Η περιγραφή της μετάβασης του Ηρακλή στο δάσος για να κατασκευάσει ένα καινούργιο κουπί σε αντικατάσταση αυτού που είχε σπάσει, συνδέεται με την απαγωγή του Ύλα από τις Νύμφες· οι Αργοναύτες όμως συνεχίζουν το ταξίδι τους χωρίς να αντιληφθούν ποιος είναι αυτός που άφησαν πίσω τους. Ο Τελαμών διαπληκτίζεται με τον Ιάσωνα, κατηγορώντας τον ότι έπραξε σκόπιμα για να μην επισκιαστεί από τον Ηρακλή, αλλά οι Βορεάδες επιμένουν να συνεχιστεί το ταξίδι – κάτι για το οποίο και θα τιμωρηθούν αργότερα από τον Ηρακλή. Τότε αναδύεται από τα κύματα ο Γλαύκος (εμφάνιση που πιθανότατα επινόησε ο Απολλώνιος), πληροφορώντας τους ότι ο Ηρακλής θα πρέπει να ολοκληρώσει τους δώδεκα άθλους του για τον Ευρυσθέα και να γίνει ημίθεος, ότι ο φίλος του Πολύφημος θα ιδρύσει πόλη στη Μυσία και ότι ο Ύλας θα παραμείνει σύζυγος της Νύμφης. Τη συγνώμη που ο Τελαμών απαιτεί από τον Ιάσωνα θα την είχε παραλείψει ο Όμηρος· αλλά εδώ, τα πάντα, ακόμη και η απάντηση του Ιάσωνα, πρέπει να παραμείνουν σε ένα επίπεδο ευγένειας και εγκαρδιότητας.
Το τρίτο μέρος του έπους, το οποίο αξίζει να εξετάσουμε μετά το πρώτο, αρχίζει με την επίσκεψη της Αθηνάς και της Ήρας, που ανησυχούν για την τύχη των προστατευομένων τους, στην Αφροδίτη, την ώρα που λούζεται, και στην πρόθεσή τους να την πείσουν, να μπλέξει την Μήδεια στα δίχτυα του έρωτα με τον Ιάσωνα, με την παρεμβολή του πανίσχυρου γιού της. «Προτιμά να υπακούει σ’ εσάς· δεν ενδιαφέρεται πλέον για εμένα, αλλά θα προσπαθήσω να τον ημερέψω», λέει η Αφροδίτη, ένας διάλογος που ξετυλίγεται ανάμεσα σε θεές, σαν να πρόκειται για κυρίες της καλής κοινωνίας, μετά από τον οποίο η Αφροδίτη αναζητεί τον γιό της και τον βρίσκει να παίζει ζάρια με τον Γανυμήδη στους κήπους του Ολύμπου.
Η σκηνή που ακολουθεί μας αποκαλύπτει την αναμφισβήτητη και τεράστια υπεροχή του Βιργιλίου απέναντι σ’ αυτό το είδος των ποιητών. Ο Ρωμαίος ποιητής είναι τουλάχιστον ηθικά απαλλαγμένος από την αρχαιολογία, την οποία ασφαλώς γνωρίζει, συνδέει τα γεγονότα μέσα από αληθινά πάθη και θεϊκές επιθυμίες, και έχει επίσης το πλεονέκτημα ενός λαμπρού μέλλοντος. Εδώ, αντιθέτως, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα κλασσικό παράδειγμα λογιοσύνης: ο Απολλώνιος κάπου έχει διαβάσει ότι οι Κολχείς δεν ενταφιάζουν, ούτε αποτεφρώνουν τους νεκρούς τους, αλλά τους κρεμούν από δέντρα, τυλιγμένους μέσα σε δέρματα βοδιών· πράγματι ο Ιάσων μεταβαίνοντας στην κατοικία του Αιήτη, τυλιγμένος από ένα νέφος που έστειλε η Ήρα – εικόνα δανεισμένη από την Οδύσσεια – συναντά στο δρόμο του σάκους αυτού του είδους κρεμασμένους σε ιτιές. Τελικά η Μήδεια δέχεται το βέλος του αφανούς Έρωτα και αρχίζει η ερωτική ιστορία. Όπως ακριβώς και ο Ευριπίδης εισήγαγε αυτό το στοιχείο στην τραγωδία, έτσι έπρεπε να συμβεί και με το έπος, παρότι εδώ πρόκειται για μια μορφή τεχνητής επιβίωσης· η σκιαγράφηση του κεραυνοβόλου έρωτα της Μήδειας είναι εξαιρετικά όμορφη· δεν αντιστοιχεί όμως στη Μήδεια μάγισσα, κόρη μάγου, της οποίας άλλοι ποιητές είχαν προ πολλού περιγράψει τη συγκλονιστική μορφή, αλλά σε μια οποιαδήποτε ερωτευμένη κόρη. Εδώ και τώρα θα ήταν η μοναδική ευκαιρία μιας μεγαλειώδους και σκοτεινής περιγραφής της πρώτης συνάντησης του ερωτευμένου ζεύγους που έμελλε να χωρίσει αργότερα με τόσο σπαρακτικό τρόπο. Ένα φτωχό επεισόδιο, και κατά τη γνώμη μας αδέξιο, είναι η παρεμβολή σε όλα αυτά των υιών της αδελφής της Μήδειας, εκ των οποίων ο ένας, ο Άργος, θα πείσει τον παππού του, στη διάρκεια ενός εορταστικού δείπνου, να παραδώσει το Χρυσόμαλλο Δέρας· ο ποιητής θα μπορούσε να αρκεστεί στις διαπραγματεύσεις του Ιάσωνα.
(συνεχίζεται)
1 σχόλιο:
https://www-marcelloveneziani-com.translate.goog/articoli/dal-rinascimento-al-denascimento-perdiamo-la-natura-e-lumanita/?_x_tr_sl=it&_x_tr_tl=el&_x_tr_hl=el&_x_tr_pto=wapp
Δημοσίευση σχολίου