Σάββατο 8 Απριλίου 2023

Αγ. Μάξιμος ο Ομολογητής - ΠΕΡΙ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΑΠΟΡΙΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ (2γ)

 Συνέχεια από: Δευτέρα 13 Μαρτίου 2023

ΠΕΡΙ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΑΠΟΡΙΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΤΟΝ ΙΩΑΝΝΗ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟ ΚΥΖΙΚΟΥ


Από τον ίδιο λόγο, στο λεγόμενο· «Ποια είναι η σοφία που με περιβάλλει και τι είναι αυτό το μεγάλο μυστήριο; Ή μήπως θέλει, ενώ είμαστε μοίρα του Θεού κι έχουμε απορρεύσει από τον ουρανό, για να μη κυριευθούμε από έπαρση εξαιτίας της αξίας μας και καταφρονήσουμε τον Κύριο, να προσβλέπουμε πάντοτε προς αυτόν κατά τη μάχη και την πάλη μας προς το σώμα και η ασθένεια η δεμένη μαζί μας να είναι παιδαγωγία για το αξίωμά μας;».


Αλλά και με άλλο τρόπο είναι εύκολο όποιος έχει διδαχτεί να προσεγγίζει μ' ευσέβεια τους λόγους των όντων να εξετάσει το λόγο για το θέμα αυτό.

Αν λοιπόν δεν αμφισβητείται ότι ουσία της αρετής του καθενός είναι ο ένας Λόγος του Θεού (γιατί ουσία όλων των αρετών είναι ο ίδιος ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, όπως έχει γραφεί· «αυτός που εγενήθη για μας από το Θεό σοφία και δικαιοσύνη και αγιασμός και απολύτρωση», ιδιότητες που λέγονται δηλαδή γι' αυτόν και του ανήκουν σε απόλυτο βαθμό, επειδή είναι αυτοσοφία και δικαιοσύνη και αγιότητα, κι όχι ως προσδιορισμοί που προσδιορίζουν εμάς, για παράδειγμα σοφός άνθρωπος ή δίκαιος άνθρωπος), κάθε άνθρωπος που μετέχει της αρετής κατά πάγια έξη, μετέχει αναμφισβήτητα του Θεού που είναι η ουσία των αρετών, επειδή καλλιέργησε γνήσια και κατά προαίρεση τη σύμφωνη με τη φύση του σπορά του αγαθού και έδειξε ίδιο το τέλος με την αρχή, ή καλύτερα έδειξε πως είναι ένα πράγμα η αρχή και το τέλος, φθάνοντας να είναι ανυπόκριτος (ανόθευτος) συνήγορος του Θεού, αν βέβαια έχει πιστευθεί πως αρχή και τέλος κάθε πράγματος είναι η κατάληξη σ' αυτόν, επειδή την μεν αρχή της ύπαρξης (του είναι) την έλαβε από εκεί και μαζί και το φύσει αγαθό κατά μέθεξη, ενώ το τέλος, επειδή σύμφωνα μ' αυτήν κι αυτοπροαίρετα τέλειωσε με σπουδή το επαινετό δρόμο που οδηγεί αλάθευτα σ' αυτήν, μέσω του οποίου γίνεται θεός, λαμβάνοντας την ιδιότητα του θεού από το Θεό, επειδή με την προαίρεσή του στο κατ' εικόνα Θεού φυσικό καλό και την προαίρεση πρόσθεσε την εξομοίωση με τις αρετές, με την έμφυτη ανάβαση και οικείωση προς την ίδια την αρχή. Κι εκπληρώνεται λοιπόν και στην περίπτωση αυτή ο αποστολικός λόγος που λέει· «μέσα σ' αυτόν ζούμε και κινούμαστε και υπάρχουμε». Βρίσκεται δηλαδή στο Θεό με την προσοχή, χωρίς να παραβλάψει τον λόγο τού είναι που προϋπάρχει στο Θεό και, δραστηριοποιούμενος με τις αρετές, κινείται στο Θεό σύμφωνα με το λόγο του μακάριου είναι που προϋπάρχει στο Θεό, και ζει στο Θεό κατά το λόγο του αιώνιου είναι που προϋπάρχει στο Θεό.

Ήδη από εδώ σύμφωνα με την απαθέστατη έξη μένοντας ίδιος με τον εαυτό του και ακίνητος, και στη μελλοντική ζωή κατά τη θέωση που θα δοθεί στέργοντας αγαπητικά και αποδεχόμενος τους λόγους που είπαμε και που προϋπάρχουν στο Θεό, ή καλύτερα αποδεχόμενος το Θεό, μέσα στον οποίο έχουν την πάγια σταθερότητά τους οι λόγοι των καλών, ο άνθρωπος είναι και μοίρα του Θεού, και επειδή υπάρχει, εξαιτίας του λόγου του είναι που υπάρχει στο Θεό, κι επειδή είναι αγαθός, εξαιτίας του λόγου του μακάριου είναι που βρίσκεται στο Θεό, κι επειδή είναι θεός, εξαιτίας του λόγου του αιώνιου είναι που βρίσκεται μέσα στο Θεό• είναι μοίρα λοιπόν του Θεού, γιατί τίμησε αυτούς τους λόγους και σύμφωνα μ' αυτούς έπραξε και μέσω των λόγων αυτών τοποθέτησε τον εαυτό του ολόκληρο στο Θεό μόνο και εντύπωσε και μορφοποίησε μέσα στον εαυτό του πλήρως το Θεό μόνο, ώστε κι ο ίδιος να είναι κατά χάρη και να καλείται θεός και ο Θεός από συγκατάβαση να είναι και να καλείται γι' αυτόν άνθρωπος, κι έτσι να δειχθεί η δύναμη της διάθεσης που γι' αυτό αντιπαραχωρείται, δύναμη που και τον άνθρωπο θεοποιεί για χάρη του Θεού εξαιτίας της αγάπης του προς το Θεό (δια το φιλόθεον), και το Θεό για χάρη του ανθρώπου κάνει άνθρωπο εξαιτίας της αγάπης προς τον άνθρωπο (δια το φιλάνθρωπον), και κάνει, σύμφωνα με την ωραία αυτή αντιστροφή, άνθρωπο το Θεό χάρη στην ενανθρώπηση του Θεού, και Θεό τον άνθρωπο χάρη στη θέωση του ανθρώπου. Γιατί ο Λόγος του Θεού και Θεός θέλει πάντοτε και σε όλα να πραγματοποιείται το μυστήριο της ενσωμάτωσής του.

Όποιος όμως, εγκαταλείποντας την ίδια του την αρχή, ενώ τυχαίνει να είναι μοίρα του Θεού εξαιτίας του λόγου της αρετής που έχει μέσα του, για το λόγο που εξηγήσαμε, και φέρεται παράλογα προς το μη ον, αυτός δικαιολογημένα λέγεται ότι έχει ξεγλιστρήσει από επάνω, επειδή δεν κατευθύνθηκε προς την ίδια του την αρχή και αιτία σύμφωνα με την οποία και για την οποία και χάρη στην οποία έχει γίνει, και βρίσκεται σε άστατη περιφορά και φοβερή αταξία ψυχής και σώματος, πραγματοποιώντας την αποτυχία του με την εκούσια ροπή προς το χειρότερο της αλάθευτης και αμετάβλητης αιτίας. Από αυτό μπορεί να κυριολεκτηθεί και το γλίστρημα (ρεύση), γιατί, ενώ είχε στη διάθεσή του την εξουσία που μπορεί να βάλει χωρίς αγώνα τα θεμέλια της ψυχής εδρασμένα στο Θεό, έκανε θεληματικά ανταλλαγή του καλύτερου και του όντος, με το αδιαφιλονίκητα χειρότερο και μη ον.

Αυτούς τους λόγους που ανέφερα ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης μας διδάσκει ότι η Γραφή τους ονομάζει προορισμούς και θεία θελήματα. Όμοια και οι μαθητές του Πάνταινου, που χρημάτισε καθηγητής του μεγάλου Κλήμεντα του Στρωματέα, λένε πως η Γραφή αρέσκεται να τους ονομάζει θεία θελήματα.

Γι' αυτό, όταν ρωτήθηκαν από κάποιους που καμάρωναν για την εξωτερική παιδεία τους και πίστευαν ότι ο Θεός γνωρίζει νοερά τα νοητά και αισθητικά τα αισθητά, πως οι Χριστιανοί πιστεύουν ότι ο Θεός γνωρίζει τα όντα, απάντησαν ότι ούτε αισθητικά γνωρίζει τα αισθητά ούτε νοερά τα νοητά. Γιατί δεν είναι δυνατό αυτός που υπερβαίνει τα όντα ν' αντιλαμβάνεται τα όντα με τους τρόπους των όντων. Αλλά λέμε ότι αυτός γνωρίζει τα όντα ως ίδιά του θελήματα, προσθέτοντας και τη δικαιολόγηση της διατύπωσής τους. Αν δηλαδή δημιούργησε τα πάντα με το θέλημά του, και δεν υπάρχει γι' αυτό κανένας αντίθετος λόγος, και είναι δόγμα ευσεβές και είναι και δίκαιο να λέμε πάντοτε ότι ο Θεός γνωρίζει το θέλημά του, και καθένα από τα δημιουργήματά του το δημιούργησε θέλοντας, άρα ο Θεός γνωρίζει τα όντα ως ίδιά του θελήματα, επειδή και με τη θέλησή του δημιούργησε τα όντα. Από δω ξεκινώντας κι εγώ νομίζω ότι σύμφωνα με αυτούς τους λόγους λέχθηκε προς το Μωυσή από τη Γραφή ο λόγος, «σ' εγνώρισα περισσότερο από όλους», και για κάποιους άλλους, «γνώρισε ο Κύριος αυτούς που είναι δικοί του» και πάλι σε κάποιους άλλους, «δε σας γνωρίζω». Έκανε δηλαδή τον καθένα προαιρετική κίνησή τού ν' ακούσει τη θεία φωνή ή σύμφωνα με το θέλημα και το λόγο του Θεού ή αντίθετα με το θέλημα και το λόγο του.

Αυτά και τα παρόμοια είχε, νομίζω, στο νού του αυτός ο θεοφόρος άνθρωπος λέγοντας· «όταν τούτο το θεόμορφο και θείο στοιχείο, δηλαδή το νού και το λόγο μας, το αναμίξουμε με το δικό μας, και η εικόνα υψωθεί προς το αρχέτυπο, το οποίο τώρα επιθυμεί…». Και ταυτόχρονα μ' αυτό με τις λίγες αυτές λέξεις και απομακρύνει παιδαγωγικά από την ιδέα τους εκείνους που νόμιζαν ότι είχε φτάσει κάποτε κάποιο ον σ' αυτό το μέτρο των όντων, και υποδηλώνει το λόγο που λέει πως είμαστε μοίρα του Θεού, και υπαινίσσεται τον μελλοντικό ιδιάζοντα χαρακτήρα του μακαρίου τέλους, και παρακινεί προς την ασάλευτη κι ακλόνητη απόλαυση, που δεν μεταπίπτει καθόλου, εκείνους που καθαίρονται γι' αυτήν με ελπίδα και σπεύδουν προς αυτή. Γνώριζε δηλαδή ότι, αν κατευθύνουμε κατ' ευθείαν σύμφωνα με το λόγο και τη φύση μας προς αυτό που έχουμε τα φανερώματα της ουσίας και του λόγου με μια απλή κίνηση, χωρίς οποιαδήποτε αναζήτηση που μόνο σχετικά μ' αυτήν υπάρχει το να λανθάνει και να σφάλλει κανείς, όμοια με το Θεό, κατά το δυνατόν, και εμείς θα γνωρίσουμε τα πάντα, και δε θα πιανόμαστε πιά, από άγνοια, από την γύρω από αυτά κίνηση, γιατί θα έχουμε παραχωρήσει στο μεγάλο νού και λόγο και πνεύμα το δικό μας νού και λόγο και πνεύμα, ή καλύτερα ολόκληρο τον εαυτό μας σε ολόκληρο το Θεό που είναι η αρχέτυπη εικόνα.

(Συνεχίζεται)

Το πρωτότυπο κείμενο

Καί καθ᾿ ἕτερον δέ τρόπον ἐστίν εὐμαρές τῷ εὐσεβῶς ἐπιβάλλειν τοῖς τῶν ὄντων λόγοις δεδιδαγμένῳ τόν περί τούτου λόγον διεξελθεῖν. 

Εἰ γάρ οὐσία τῆς ἐν ἑκάστῳ ἀρετῆς ὁ εἷς ὑπάρχειν Λόγος τοῦ Θεοῦ μή ἀμφιβέβληται (οὐσία γάρ πάντων τῶν ἀρετῶν αὐτός ἐστιν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὡς γέγραπται· Ὅς ἐγενήθη ἡμῖν ἀπό Θεοῦ σοφία, δικαιοσύνη τε καί ἁγιασμός καί ἀπολύτρωσις, ἀπολύτως ταῦτα δηλαδή ἐπ' αὐτοῦ λεγόμενα ἔχων, ὡς αὐτοσοφία καί δικαιοσύνη καί ἁγιότης ὤν, καί οὐχ ὡς ἐφ᾿ ἡμῶν προσδιωρισμένως, οἷον ὡς σοφός ἄνθρωπος, ἤ δίκαιος ἄνθρωπος), πᾶς δηλονότι ἄνθρωπος ἀρετῆς καθ᾿ ἕξιν παγίαν μετέχων ἀναμφηρίστως Θεοῦ μετέχει τῆς οὐσίας τῶν ἀρετῶν, ὡς τήν κατά φύσιν σποράν τοῦ ἀγαθοῦ γνησίως κατά προαίρεσιν γεωργήσας καί ταυτόν δείξας τῇ ἀρχῇ τό τέλος, και τήν ἀρχήν τῷ τέλει, μᾶλλον δέ ταυτόν ἀρχήν οὖσαν καί τέλος, ὡς ἀνόθευτος Θεοῦ τυγχάνων συνήγορος, εἴπερ παντός πράγματος ἀρχή καί τέλος ὁ ἐπ᾿ αὐτῷ σκοπός ὑπάρχειν πεπίστευται, τήν μέν ὡς ἐκεῖθεν εἰληφώς προς τῷ εἶναι καί τό κατά μέθεξιν φύσει ἀγαθόν, τό δέ ὡς κατ᾿ αὐτήν γνώμῃ τε καί προαιρέσει τόν ἐπαινετόν καί πρός αὐτήν ἀπλανῶς ἄγοντα ἐξανύσας δρόμον διά σπουδῆς, καθ᾿ ὅν γίνεται Θεός, ἐκ τοῦ Θεοῦ τό Θεός εἶναι λαμβάνων, ὡς τῷ κατ᾿ εἰκόνα φύσει καλῷ καί προαιρέσει τήν δι᾿ ἀρετῶν προσθείς ἐξομοίωσιν, διά τῆς ἐμφύτου πρός τήν ἰδίαν ἀρχήν ἀναβάσεώς τε καί οἰκειότητος. Καί πληροῦται λοιπόν καί ἐπ᾿  αὐτῷ τό ἀποστολικόν ῥητόν τό φάσκον· Ἐν αὐτῷ γάρ ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν. Γίνεται γάρ ἐν τῷ Θεῷ διά προσοχῆς, τόν ἐν τῷ Θεῷ προόντα τοῦ εἶναι λόγον μή παραφθείρας, καί κινεῖται ἐν τῷ Θεῷ κατά τόν προόντα ἐν τῷ Θεῷ τοῦ εὖ εἶναι λόγον, διά τῶν ἀρετῶν ἐνεργούμενος, καί ζῇ ἐν τῷ Θεῷ κατά τόν προόντα ἐν τῷ Θεῷ τοῦ  ἀεί εἶναι λόγον. 

Ἐντεῦθεν μέν ἤδη κατά τήν ἀπαθεστάτην ἕξιν ταυτόν ἑαυτῷ καί ἀκίνητος ὤν, ἐν δέ τῷ μέλλοντι αἰῶνι κατα´τήν δοθησομένην θέωσιν τούς εἰρημένους καί ἐν τῷ Θεῷ πρόντας λόγους, μᾶλλον δέ τόν Θεόν, ἐν ᾧ οἱ λόγοι τῶν καλῶν πεπήγασιν, ἀγαπητικῶς στέργων καί ἀσπαζόμενος·  καί ἔστι μοῖρα Θεοῦ, ὡς ὤν, διά τόν ἐν τῷ Θεῷ τοῦ εἶναι αὐτοῦ λόγον, καί ὡς ἀγαθός, διά τόν ἐν τῷ Θεῷ τοῦ ἀεί εἶναι αὐτοῦ λόγον, καί ὡς Θεός, διά τόν ἐν τῷ Θεῷ τοῦ ἀεί εἶναι αὐτοῦ λόγον, ὡς τούτους τιμήσας καί κατ᾿ αὐτούς ἐνεργήσας, καί δι᾿ αὐτῶν ἑαυτόν μέν τῷ Θεῷ μόνῳ δι᾿ ὅλου ἐνθέμενος, τόν δέ Θεόν μόνον ἑαυτῷ δι᾿ ὅλου ἐντυπώσας τε καί μορφώσας, ὥστε καί αὐτόν εἶναί τε χάριτι  καί καλεῖσθαι Θεόν, καί τόν Θεόν εἶναι συγκαταβάσει καί καλεῖσθαι δι᾿ αὐτόν ἄνθρωπον, καί τῆς ἀντιδιδομένης ἐπί τούτῳ διαθέσεως δειχθῆναι τήν δύναμιν, τήν καί τόν ἄνθρωπον τῷ Θεῷ  θεοῦσαν διά τό φιλόθεον, καί τόν Θεόν τῷ ἀνθρώπῳ διά τό φιλάνθρωπον ἀνθρωπίζουσαν καί ποιοῦσαν κατά τήν καλήν ἀντιστροφήν, τόν μέν Θεόν ἄνθρωπον, διά τήν τοῦ ἀνθρώπου θέωσιν, τόν δέ ἄνθρωπον Θεόν, διά τήν τοῦ Θεοῦ ἀνθρώπησιν. Βούλεται γάρ ἀεί καί ἐν πᾶσιν ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος καί Θεός τῆς αὐτοῦ ἐνσωματώσεως ἐνεργεῖσθαι τό μυστήριον. 

Ὅστις δέ τῆς ἰδίας ἀφέμενος ἀρχῆς μοῖρα τυγχάνων Θεοῦ διά τόν ἐν αὐτῷ τῆς ἀρετῆς ὄντα λόγον κατά τήν ἀποδοθεῖσαν αἰτίαν πρός τό μή ὄν παραλόγως φέρεται, εἰκότως ἄνωθεν ῥεῦσαι λέγεται, μή πρός τήν ἰδίαν ἀρχήν τε καί αἰτίαν καθ᾿ ἥν καί ἐφ᾿ ᾗ καί δι᾿ ἥν γεγένηται κινηθείς, καί ἔστιν ἐν ἀστάτῳ περιφορᾷ καί ἀταξίᾳ δεινῇ ψυχῆς τε καί σώματος, τῆς ἀπλανοῦς καί ὡσαύτως ἐχούσης αἰτίας τῇ πρός τό χεῖρον ἑκουσίῳ ῥοπῇ τήν ἀποτυχίαν ἑαυτοῦ καταπραξάμενος. Ἐφ᾿ οὗ καί τό ῥεῦσαι κυρίως λεχθείη ἄν ὅτι ἐπ᾿ αὐτῷ κειμένης τῆς πρός Θεόν ἀδηρίτως τάς τῆς ψυχῆς βάσεις ποιεῖσθαι δυναμένης ἐξουσίας, τό χεῖρον καί μή τοῦ κρείττονος καί ὄντος ἑκών ἀντηλλάξατο.  

Τούτους δέ οὕς ἔφην τούς λόγους ὁ μέν Ἀρεοπαγίτης ἅγιος Διονύσιος προορισμούς καί θεῖα θελήματα καλεῖσθαι ὑπό τῆς Γραφῆς ἡμᾶς ἐκδιδάσκει. Ὁμοίως δέ καί οἱ περί Πάνταινον τόν γενόμενον καθηγητήν τοῦ Στρωματέως μεγάλου Κλήμενος θεῖα θελήματα τῇ Γραφῇ φίλον καλεῖσθαί φασι.

Ὅθεν ἐρωτηθέντες ὑπό τινων τῶν ἔξω παίδευσιν γαύρων, πῶς γινώσκειν τά ὄντα τόν Θεόν δοξάζουσιν οἱ Χριστιανοί, ὑπειληφότων ἐκείνων, νοερῶς τά νοητά, καί αἰσθητικῶς τά αἰσθητά, γινώσκειν αὐτόν τά ὄντα ἀπεκρίναντο, μήτε αἰσθητικῶς τά αἰσθητά, μήτε νοερῶς τά νοητά. Οὐ γάρ εἶναι δυνατόν τόν ὑπέρ τά ὄντα κατά τά ὄντα τῶν ὄντων ἀντιλαμβάνεσθαι· ἀλλ᾿ ὡς ἴδια θελήματα γινώσκειν αὐτόν τά ὄντα φαμέν, προσθέντες καί τοῦ λόγου τό εὔλογον. Εἰ γάρ θελήματι τά πάντα πεποίηκε, καί οὐδείς ἀντερεῖ λόγος, γινώσκειν δέ τό ἴδιον θέλημα τόν Θεόν εὐσεβές τε λέγειν ἀεί καί δίκαιόν ἐστιν, ἕκαστον δέ τῶν γεγονότων θέλων πεποίηκεν, ἄρα ὡς ἴδια θελήματα ὁ Θεός τά ὄντα γινώσκει, ἐπειδή καί θέλων τά ὄντα πεποίηκεν. Ἐντεῦθεν δέ ὁρμώμενος ἔγωγε οἶμαι κατά τούτους εἰρῆσθαι τῇ Γραφῇ τούς λόγους, τό,  Ἔγνων σε παρά πάντας, πρός Μωϋσῆν, καί περί τινων τό,  Ἔγνω Κύριος τούς ὄντας αὐτοῦ, "καί πάλιν πρός τινας τό,  Οὐκ οἶδα ὑμᾶς· ὡς ἕκαστον δηλονότι ἤ κατά τό θέλημα καί τόν λόγον, ἤ παρά τό θέλημα καί τόν λόγον τοῦ Θεοῦ προαιρετική κίνησις τῆς θείας ἀκοῦσαι φωνῆς παρεσκεύασε.  

Ταῦτα καί τά τοιαῦτα τόν θεοφόρον τοῦτον ἄνδρα οἶμαι νοήσαντα εἰπεῖν,  "ἐπειδάν τό θεοειδές τοῦτο καί θεῖον, τόν ἡμέτερον νοῦν τε καί λόγον, τῷ οἰκείῳ προσμίξωμεν, καί ἡ εἰκών ἀνέλθῃ πρός τό ἀρχέτυπον, οὗ νῦν ἔχει τήν ἔφεσιν·" ὁμοῦ τε καί κατά ταυτόν διά τῶν μικρῶν τούτων ῥημάτων τοῦ ποτε τοῦτό τι τῶν ὄντων ἐφθακέναι τό μέτρον οἴεσθαι διδασκαλικῶς ἀπάγοντα τούς νομίζοντας, καί τόν τοῦ πῶς μοῖρά ἐσμεν Θεοῦ λόγον παραδηλοῦντα, καί τήν μέλλουσαν τῆς μακαρίας λήξεως ἰδιότητα αἰνιττόμενον, καί πρός τήν ἄσειστον αὐτῆς καί ἀκλόνητον καί οὐδαμοῦ μεταπίπτουσαν ἀπόλαυσιν παρορμῶντα τούς ἐπί τούτῳ δι᾿ ἐλπίδος καθαιρομένους καί σπεύδοντας. Ἤδει γάρ, ὡσεί πρός ὅ ἔχομεν οὐσίᾳ τε καί λόγῳ τάς ἐμφάσεις κατά λόγον καί φύσιν εὐθυπορήσαιμεν ἁπλῇ προσβολῇ, καί ἡμεῖς, πάσης τῆς οἱασοῦν ζητήσεως χωρίς, περί ἥν μόνην ἐστί τό πταίειν καί σφάλλεσθαι, θεοειδῶς κατά τό ἐφικτόν τά πάντα εἰσόμεθα, μηκέτι δι᾿ ἄγνοιαν τῆς περί αὐτά κινήσεως ἀντεχόμενοι, ὡς νοΐ τῷ μεγάλῳ καί λόγῳ καί πνεύματι τόν ἡμέτερον νοῦν τε καί λόγον καί πνεῦμα, μᾶλλον δέ ὅλῳ Θεῷ ὅλους ἑαυτούς ὡς ἀρχετύπῳ εἰκόνι προσχωρήσαντες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: