Συνέχεια από: Τετάρτη 5 Απριλίου 2023
Ο ΠΛΑΤΩΝ ΚΑΙ Η ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ
Jean-François Mattéi
Πράγματι, δεν είναι πια δυνατή καμιά ευθύνη, αν σκεφτούμε τη νεωτερικότητα στο ριζοσπαστικότερο αίτημά της. Ο Ντεριντά δεν διστάζει να προχωρήσει ως εκεί, τουλάχιστον σε μια γραφή που σίγουρα δεν πρέπει να την παίρνουμε κατά γράμμα, συναρθρώνοντας έτσι τη θεωρητική άρνηση της ουσίας με την πρακτική άρνηση μιας προσταγής με την καντιανή έννοια: «Οι αξίες της ευθύνης ή της ατομικότητας δεν μπορούν πια να βασιλεύουν εδώ: αυτό είναι το πρώτο αποτέλεσμα της διασποράς». Πέρα από το, έτσι κι αλλιώς ανησυχητικό, γεγονός ότι η διασπορά είναι διασπορά κάποιου πράγματος και όχι του τίποτα, και η αποδόμηση της μεταφυσικής, που η παρουσία της εξακολουθεί έτσι να βαραίνει σαν καπάκι πάνω στο καρατομημένο κεφάλι της νεωτερικότητας, καταλήγουμε εδώ σε μια πρακτική αντίφαση. Αν δεν υπάρχει πια μεταφυσικό «μοντέλο», και πρώτα πρώτα μοντέλο της ανθρωπότητας και της πολιτείας, αν δεν υπάρχει πια ούτε ευθύνη ούτε υποκείμενο, αν ο άνθρωπος ως κανονιστική ιδέα είναι νεκρός, ποιος θα ορίζει στο εξής τη δικαιοσύνη;
Μονάχα μια απάντηση μένει, ελλείψει ευθύνης, ελληνική και πάλι, είναι αλήθεια, μα όχι πλατωνική. Για να διαφυλαχθούν τα ιδεώδη που, στην πράξη, είναι ιδεώδη του ανθρώπου και πρώτα πρώτα των «ανθρώπινων δικαιωμάτων», έστω και αν, στη θεωρία, έχει αποκλειστεί ο μεταφυσικός ανθρωπισμός, άρα κάθε υπερβατική θεμελίωση, πρέπει αναγκαστικά να βρεθεί ένα άλλο μοντέλο, εμμενές αυτή τη φορά, μέσα στη διυποκειμενικότητα εκείνων που, ωστόσο, έχουν πάψει να είναι υποκείμενα. Όταν ο Σαρ έγραφε: «Η κληρονομιά μας δεν συστήθηκε από καμιά διαθήκη», αναγνώριζε πως οι σύγχρονοι κληρονόμοι της παράδοσης αρνούνταν να δεχτούν τη νομιμότητα της γενιάς, από την οποία παρ' όλα αυτά κατάγονται. Αλλά η άρνηση αυτή στηρίζεται η ίδια, μέσα στη διαρκή κριτική της έγνοια, σ' ένα ορθολογικό μοντέλο που το έχει κληρονομήσει από την Ελλάδα, με τη διπλή του θεωρητική (επιστήμη) και πρακτική (δημοκρατία) μορφή. Έτσι, η νεωτερικότητα αρνείται τον ουσιώδη δεσμό που οι Έλληνες εγκαθιστούσαν μεταξύ ελευθερίας και δουλείας, στο όνομα μιας ορισμένης «ιδέας» για τον άνθρωπο, η οποία όμως πρέπει και πάλι να νομιμοποιηθεί και να αποκτήσει καταγωγή. Εκτός κι αν δεχτούμε πως τη δουλεία την καταργήσαμε από πραγματισμό και μόνο, επειδή η μισθωτή εργασία αποδείχτηκε παραγωγικότερη οικονομική μορφή. Ο Ρουσσώ είχε προαισθανθεί το διφορούμενο του πράγματος στο καθαυτό πολιτικό πεδίο, στο βιβλίο ΙΙΙ, 15 του Κοινωνικού Συμβολαίου, όταν έλεγε για τους βουλευτές ή αντιπροσώπους: «Τι! η ελευθερία διατηρείται μόνο με τη στήριξη της δουλείας; Ίσως: τα δύο άκρα συναντιούνται». Και πρόσθετε «Εσείς πάλι, σύγχρονοι λαοί, δούλους δεν έχετε, μα είστε οι ίδιοι: εξαγοράζετε την ελευθερία τους με τη δική σας. Όσο κι αν καυχιέστε γι' αυτή σας την προτίμηση, εγώ την ερμηνεύω περισσότερο σαν δειλία παρά σαν ανθρωπιά».
Είμαστε στ' αλήθεια υποχρεωμένοι, στην πολιτική, να διαλέξουμε τη δημοκρατία μόνον και μόνον επειδή χρειάστηκε να κάνουμε την ανάγκη φιλοτιμία;
Τα δύο μοντέλα της ελληνικής ορθολογικότητας
Μπορούμε να άρουμε την προηγούμενη αντίφαση ανάμεσα στο θεωρητικό ιδεώδες που επέβαλλε η μεταφυσική και στην πρακτική ορθολογικότητα που απαιτεί η ηθική, αν παρατηρήσουμε πως η Ελλάδα μας κληροδότησε δύο μοντέλα, και όχι ένα, όπου το δεύτερο μοιάζει να ξεφεύγει από τη λαβή του πλατωνισμού, ο οποίος αποτελεί τον φανατικότερο εχθρό του. Πράγματι, χώρια από τη χριστιανική πηγή, που από πολλές πλευρές έχει στερέψει, ο νεότερος ανθρωπισμός, ή αυτός που, έστω και αν αναγγέλλει τον θεωρητικό θάνατο του ανθρώπου, εμφανίζεται ως τέτοιος, εξακολουθεί να αντλεί από την ελληνική πηγή. Και η πηγή αυτή είναι στ' αλήθεια διπλή: μοιράζει τα νερά της ανάμεσα σ' έναν διαλογικό λόγο, που είναι «θυγατέρα της πόλεως», για να χρησιμοποιήσω την έκφραση του Ζαν-Πιέρ Βερνάν, έναν λόγο που εμφανίστηκε ως συνέπεια κοινωνικών μετασχηματισμών οι οποίοι θα καταλήξουν, στο πνευματικό επίπεδο, στο ρεύμα της σοφιστικής, και σ' έναν διαλεκτικό λόγο, εξίσου ξένο προς την πόλη, έστω και αν διαμένει σ' αυτήν εκ γενετής, όσο ξένος ήταν και ο εφευρέτης της, ο Σωκράτης, προς την πόλη, της οποίας ωστόσο τα τείχη σπάνια διάβαινε. Ετούτος ο δεύτερος λόγος μαρτυρεί ένα φιλοσοφικό ρεύμα, που ιδρυτής του είναι κατά γενικήν ομολογία, ο Πλάτωνας, όποιοι κι αν ήταν οι πρόδρομοί του στην εμπειρική χρήση της τέχνης του διαλόγου. Η συμβολική αναμέτρηση δεν φέρνει πια στα χέρια Πλάτωνα και Όμηρο, αλλά Πλάτωνα και σοφιστές, σε λίγο δε τον φιλόσοφο και την πόλη που προσανατολίζονται με βάση δύο ριζικά αντίθετους άξονες. Ας εξετάσουμε την Πολιτεία του Πλάτωνα, χωρίς να καθυστερούμε στα άλλα κείμενα. Ενώ αρχίζει πράγματι με μια διαλογική έρευνα ανάμεσα στον Σωκράτη και στην παρέα του, όπου συναριθμείται κι ένας σοφιστής σωστό λουλούδι, γύρω από τα πλεονεκτήματα ή τα μειονεκτήματα της δικαιοσύνης, δεν αργεί να ξεκινήσει ένα «μεγάλο γύρο» με βοηθό τη διαλεκτική, που οδηγεί τον φιλόσοφο να ανυψωθεί πάνω από τις τρέχουσες απόψεις έστω και αν είναι ορθές, και να παρατήσει τελικά την πόλη στον εαυτό της και στην παρακμή της, στα βιβλία Η και Θ, ενώ ο δίκαιος, και μόνον αυτός, σώζεται. Όπως διδάσκουν η αλληγορία του σπηλαίου (βιβλίο Ζ) και κυρίως ο μύθος του Ηρός του Παμφύλου (βιβλίο 1) που της αντιστοιχεί, η τελευταία λέξη είναι του φιλοσόφου και όχι της πόλεως που τον θανάτωσε. Ξεκινήσαμε από έναν γαιώδη μύθο, με τη διήγηση των ησιοδικών γενών που γεννήθηκαν μέσα από τη Γη καταλήγουμε σ' έναν κοσμολογικό μύθο, όπου η Δικαιοσύνη βασιλεύει μέσα στον Λειμώνα, στο σταυροδρόμι του κόσμου. Ύστερα από πενθήμερο περπάτημα, οι ψυχές που έχουν κριθεί θα διαλέξουν τη μελλοντική τους μοίρα στα ριζά αυτού του κίονα φωτός, που ενώνει τον Ουρανό με τη Γη. Από το σταυροδρόμι της αγοράς στο σταυροδρόμι του κόσμου, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στον Πλάτωνα, και σε λίγο σε όλον τον μεταφυσικό ιδεαλισμό, το νόημα του Ουρανού έχει πάρει τη θέση του νοήματος της Γης, ακόμη κι αν ο ρόλος του κίονα είναι να ενώνει ακατάλυτα τους δύο κόσμους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου