Συνέχεια από Δευτέρα,8 Μαΐου 2017
PAUL FRIEDLȀNDER
ΠΛΑΤΩΝ
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
ΤΟΜΟΣ
ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ
ΚΕΙΜΕΝΑ
Πρώτη
περίοδος
ΔΕΥΤΕΡΗ ΟΜΑΔΑ – Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΩΝ ΜΙΚΡΩΝ ΠΡΩΙΜΩΝ
ΔΙΑΛΟΓΩΝ
14. ΕΥΘΥΔΗΜΟΣ
( συνέχεια )
Αυτό που επισημάνθηκε λοιπόν ήδη στο πρώτο εριστικό μέρος, αυτό και ολοκληρώνεται στο τέλος τού δεύτερου: αυτο-αναιρέθηκε η Εριστική (Eristik), ή, όπως το λέει ειρωνικά στον εξοργισμένο Κτήσιππο ο Σωκράτης: δεν έχουν μιλήσει ακόμα σοβαρά οι δυό εριστικοί – σαν να μπορούσαν να μιλήσουν καν σοβαρά! Οδήγησε το πρώτο σωκρατικό μέρος μέχρι το σημείο, όπου και εμφανίζεται ως κυρίαρχη δύναμη η Σοφία (Sophia). Είναι λοιπόν ακριβώς αντίθετα τα δυό ‘συμπεράσματα’. Και ξεκινά τώρα εκεί ακριβώς όπου κατέληξε ο πρώτος, ο δεύτερος σωκρατικός διάλογος: στην παρότρυνση, ότι πρέπει να «φιλοσοφή» κανείς. Πρέπει να συνυπολογίσουμε όμως και το δεύτερο εριστικό μέρος, για να συνειδητοποιήσουμε, το πόσο ‘πληρούται’ τώρα με περιεχόμενο, καθώς αναλαμβάνεται εκ νέου, αυτή η απλή θέση: Αναδύθηκε (ό,τι και νά ’ναι αυτό) ο «λόγος τού όντος», βεβαιώθηκε η θέση τού λάθους και άρα και της αλήθειας, παρουσιάστηκε ως η αντίθετη εικόνα τής εδώ νοούμενης φιλοσοφίας η Εριστική, η οποία και αυτο-διαλύθηκε για όποιον μπορεί και κοιτάει πιο διεισδυτικά. Απαιτείται λοιπόν τώρα απ’ την καινούργια γνώση και στη βάση τής προηγούμενης ‘απαγωγής’, πως πρέπει να είναι προσανατολισμένη στο πραγματικό όφελος η γνώση, εξασφαλίζοντας γι’ αυτό την αληθινή χρήση, πέρα κι απ’ την απλή κτήση τών πραγμάτων. Πρέπει να συμπίπτουν λοιπόν η ‘παραγωγή’ και η σωστή χρήση τού ‘παραγομένου’ σ’ αυτήν (289 Β). Και δοκιμάζονται τώρα οι διάφορες τέχνες, όπου και αποδεικνύεται, ότι γνωρίζουν μόνο να φτιάχνουν, όχι όμως και να χρησιμοποιούν η καθεμιά τους. Ξεκινώντας απ’ τους χειρώνακτες και τους τεχνίτες, και δίνοντας μετά ένα γερό χτύπημα στην «ποίηση λόγου» από ρήτορες του είδους τού Λύσία, κι ανεβαίνοντας μετά σε περιοχές, όπου και πρέπει να βρεθή πραγματικά το ζητούμενο. Αναφαίνονται εδώ η γεωμετρία, η αστρονομία και η αριθμητική, και χρησιμοποιώντας τα συμπεράσματά τους, πάνω απ’ αυτές η διαλεκτική· όπου και υποδηλώνεται το επιστημονικό σύστημα της «Πολιτείας». Ενώ εξαίρεται σε μια δεύτερη εκεί δίπλα γραμμή, πάνω απ’ τη στρατηγεία η πολιτική. Βρίσκονται η μια κοντά στην άλλη η διαλεκτική κι η πολιτική – όπως στις μεγαλύτερες αργότερα διαστάσεις τού διαλογικού ‘ζεύγους’ «Σοφιστής» και «Πολιτικός» - , περιμένοντας την ένωσή τους, που θα αναβρεθή στην εικόνα τού σοφού ηγεμόνα. Διακόπτεται όμως εδώ η συζήτηση, ή ‘ξεχειλίζει’ μάλλον με την πιο μεγάλη διεισδυτικότητα στον ‘εξωτερικό’ διάλογο ανάμεσα στον Σωκράτη και τον Κρίτωνα: όπου και αναδύεται – ενώ παραμένει σκόπιμα ασαφές το ‘πώς’ – η «βασιλική τέχνη», στην οποίαν και υπονοείται προφανώς εκείνη η αιτούμενη ενότητα. Πρέπει να διασαφηνισθή ωστόσο, πώς πραγματοποιείται άραγες αυτή η τέχνη. Η οποία και πρέπει να επενεργή ένα «Καλό». «Καλό» είναι όμως – όπως αποδείχθηκε στο πρώτο σωκρατικό μέρος – μόνον η σοφία ή η γνώση, η οποία και αξιώνει κατ’ αρχάς όλα τα άλλα «καλά». Είναι άρα αυτό το Καλό, η σοφία και η γνώση, το οποίο και πρέπει να επενεργή η βασιλική τέχνη; Καθώς δεν θεωρείται όμως τώρα πια σε σχέση με άλλα ‘καλά’, αλλά ως προς το τί σημαίνει για τη δική μου ευδαιμονία (Eudämonie) η γνώση, αποδεικνύεται ότι επενεργεί μόνο γνώση ξανά, κι αυτό στο άπειρο, και στο κενό δηλ. φαινομενικά. Κι αυτό που φαινόταν κατακτημένο ύψος προηγουμένως, γίνεται τώρα βαθμίδα, με την οποίαν και ανεβαίνουμε ψηλότερα. Δεν είναι τίποτα η γνώση, αν δεν μπορή να φανερώση και το αντικείμενό της κανείς. Κι αν θά ’θελε κανείς να πη, πως υπάρχει για να καταστήση «καλούς» τούς ανθρώπους, τότε θα συνίστατο κι η ‘καλοσύνη’ αυτών τών ανθρώπων στο να κάνουν καλούς και άλλους, και θα προέκυπτε πάλι η ίδια επ’ άπειρον ανακύκλωση. Τελειώνουμε λοιπόν στην απορία (Aporie), στην οποία και μας μετέθεσε με πολύ μεγαλύτερον κόπο ο «Χαρμίδης»: ο οποίος και μίλησε επίσης για μια «γνώση τών γνώσεων», που αποδείχθηκε κενή, μέχρι που επισημάνθηκε το «καλό» και το «κακό» ως αντικείμενο της γνώσης, οπότε και αυτο-αναλύθηκε η γνώση τών γνώσεων, ή φάνηκε μάλλον να μεταβάλλεται στη γνώση τού καλού. ‘Ζωντανεύει’ κι εδώ λοιπόν η «γνώση τού καλού», ως μια κενή ακόμα λέξη βεβαίως, μέχρι να μας δείξη η «Ιδέα τού Καλού» τη διέξοδο από κάθε απορία, και να εμποδίση έτσι κάθε πορεία στο κενό. Και τελειώνει εδώ κι αυτό που ονομάσαμε ως ‘γραμμή’ απ’ τον «Λύση» και τον «Χαρμίδη» στον «Ευθύδημο». Δεν είναι δε καθόλου συμπτωματικό, ότι αναδύεται ξανά στο μέσον τής «Πολιτείας» (VI 505 B), εκεί ακριβώς όπου και ‘θεωρείται’ το Αγαθόν (Agathon), αυτή η ‘γραμμή’.
Tρίτο εριστικό μέρος. – Οι
τρεις εριστικοί ‘διάλογοι’ περικλείουν τούς δυό σωκρατικούς ανάμεσά τους.
Πρόκειται για μιαν ειρωνία (Ironie)
τού Πλάτωνα, την ίδιαν ειρωνία που τοποθετεί και τον Σωκράτη μέσα στον ‘χώρο’
τού διαλόγου – ανάμεσα στους δυό σοφιστές κι όχι απέναντί τους - , την ίδιαν
επίσης που αφήνει να καταλήξη στην απορία ο σωκρατικός διάλογος. Η Εριστική
πέθανε, και τέθηκε στη θέση της η βασιλική τέχνη. Η οποία το έπραξε όμως αυτό τόσο
ειρωνικά και απαρατήρητα, ώστε να μη γνωρίζη η πεθαμένη, το πόσο πεθαμένη
είναι, αλλά να εξακολουθή να κινείται σαν φάντασμα. Και είναι και η εξής μια
γνήσια πλατωνική ειρωνία: υπάρχουν ανάμεσα στα σοφίσματα (Sophismen) του τελευταίου εριστικού
μέρους, που γίνονται όλο και πιο κενά, μερικά που διαθέτουν – πέρα απ’ τη
δυνατότητα αντίληψης των ίδιων των κυρίων τους – ένα ‘δεύτερο’ νόημα, ώστε να
οδηγούν περαιτέρω τη θετική συζήτηση του όλου διαλόγου.
«Πρέπει να σου διδάξω εκείνη τη γνώση, την οποίαν εσείς τόσο καιρό δεν
γνωρίζετε, ή πρέπει να σου αποδείξω, ότι τη διαθέτεις;» - έτσι ξεκινά την
τελευταία σειρά σοφισμάτων ο Ευθύδημος. Ακούγονται λοιπόν πάλι οι αντινομίες (Antinomien) τού πρώτου εριστικού
μέρους. Διαλέγει το δεύτερο ο Σωκράτης, κι αποδεικνύει ο σοφιστής, ότι κάτι
γνωρίζει ο Σωκράτης, ότι τα γνωρίζει όλα και τα γνωρίζει πάντοτε, τα έχει
γνωρίσει και θα τα γνωρίση. Επιχειρεί μάταια μερικές φορές να επαναφέρη τη
συζήτηση στο συγκεκριμένο ο Σωκράτης. Αλλά δεν του επιτρέπεται. Είναι όμως
ακριβώς αυτές οι ανεπιθύμητες για τον σοφιστή προσθήκες σημαντικές,
σημαντικότατες για τον αναγνώστη, όταν απαντά π.χ. ο Σωκράτης (295 Β) στο
ερώτημα, αν γνωρίζη «με κάτι» (μ’ ένα εργαλείο) αυτό που γνωρίζει (επίστασαί τω): «Ναι, με την ψυχή (με το
όργανο της ψυχής)». Όσο περισσότερο ‘εξοργίζει’ αυτόν που ρωτά αυτή η
‘προσθήκη’ πέρα απ’ το απλό Ναι, τόσο σαφέστερα ‘υπαινίττεται’ εδώ μια
συνάφεια, που θα την παραστήση διεξοδικά ο «Θεαίτητος» (184 C κ.ε.): με την ψυχή
αισθανόμαστε μέσα απ’ τον δρόμο τών αισθητηρίων οργάνων (διά τούτων οίον οργάνων)· όμως σκεφτόμαστε με την ψυχή και μόνο. Και στρέφεται έτσι με τη μια λέξη
τού Σωκράτη, για μια στιγμή σε μιαν κατεύθυνση η συζήτηση, που δεν την
επιθυμούν οι Εριστικοί. Αλλά τούς ‘αφήνει’ ο Πλάτων, αυτούς ακριβώς τούς Εριστικούς,
με κείνην την ιδιαίτερα ειρωνική ‘διαφάνεια’ την οποίαν και αντιληφθήκαμε στην
αρχή ακόμα τών εριστικών αγώνων, να υφαίνουν δίχως να το θέλουν και να το
γνωρίζουν το ίδιο υφάδι.
Ακούσαμε ήδη πρωτύτερα προσεχτικά (294 Α), πως: «Αν γνωρίζης ένα, τα γνωρίζεις
όλα». Δεν έχει αυτό ακριβώς ένα εντελώς διαφορετικό νόημα, απ’ ό,τι νομίζει
ο Διονυσόδωρος, για τον πλατωνικό Σωκράτη, αν σκεφθούμε «το Αγαθό», που παρέχει τη δύναμη της γνώσης σ’ αυτόν που γνωρίζει,
και την πραγματικότητα του Είναι στα αντικείμενα (Πολιτεία 508 Ε); Και
προχωράμε και παραπέρα (296 C
κ.ε.):
Γνώριζες ως παιδί, κατά τη γέννηση, και πριν να γεννηθής, πριν να γίνουν ο
ουρανός κι η γη. Και θα γνωρίζης πάντα και θα τα γνωρίζης όλα, - αν το θέλω. Αν
παραβλέψουμε το ασυνάρτητο και τη μεγαλομανία τών τελευταίων λέξεων, δεν
παίρνει ένα εντελώς ιδιαίτερο νόημα όλο το υπόλοιπο, αν εννοήσουμε την ψυχή,
που γνωρίζει το Ένα, το οποίο και υποδηλώθηκε ακριβώς προηγουμένως, κι αν
προσβλέψουμε και στον «Μένωνα» (85 D κ.ε.), όπου και θεμελιώνει η
διδασκαλία για το πυθαγόρειο θεώρημα τη συνέπεια, πως διέθετε πάντοτε αυτήν τη
γνώση εκείνο το αγόρι, και δεν την παρέλαβε σ’ αυτήν κατ’ αρχάς την ζωή. Πριν
καν να γίνη άνθρωπος (να υπάρξη ως άνθρωπος…), γνώριζε η ψυχή του. Αν υπήρχε
λοιπόν πάντοτε η πραγματικότητα των πραγμάτων που υπάρχουν (η αλήθεια τών όντων) στην ψυχή, τότε
είναι και η ψυχή αθάνατη. Δεν τα «εννοεί» σίγουρα όλα αυτά ο Διονυσόδωρος, αλλ’
υπάρχουν και παρά τη θέλησή του όλα αυτά ή σχεδόν όλα στα λόγια του. Κι όποιον
θα ήθελε ακόμα εδώ να αμφιβάλη, αυτόν θά ’πρεπε να τον πείση το σόφισμα των
‘καθρεφτιζομένων ξιφομαχιών’ που πάντα εντυπωσίαζε, με την αναμφισβήτητη σχέση
του προς αυτό που ονομάζουμε «πλατωνική
διδασκαλία τών Ιδεών» (300 Ε κ.ε.).
Και ρωτά ο σοφιστής, αν είναι κάτι διαφορετικό απ’ το Ωραίο τα ωραία πράγματα.
Και ΄κρίνει’ ο Σωκράτης, πως είναι οπωσδήποτε κάτι διαφορετικό απ’ «το ίδιο το
Ωραίο», προσθέτοντας, πως ‘παρίσταται’ (είναι παρούσα…) σε κάθε ωραίο πράγμα η
ωραιότητα (πάρεστιν). Όπου και
παρεξηγεί βέβαια κατ’ αρχάς, με γελοίο τρόπο, σωματικά ο άλλος την παρουσία,
θέτοντας όμως κατόπιν (χωρίς να σημαίνη πως το έχει κι ο ίδιος προσέξει) το
εντελώς σοβαρό ερώτημα, με ποιον τρόπο
γίνεται άραγες Ένα κάτι Άλλο, με το να είναι ένα Άλλο παρόν στο Ένα. Θα
έπρεπε να αναγνωρίσουν εδώ ένα γνήσιο πρόβλημα αυτοί, στους οποίους και αφορά.
Η προβληματική τού πώς είναι δυνατή η «παρουσία» τού Καθ’ αυτό ωραίου στο ωραίο
αντικείμενο, ή η «μετοχή» αντίθετα του ωραίου αντικειμένου στο Καθ’ αυτό ωραίο
αναπτύσσεται βέβαια στον «Παρμενίδη», και γνωρίζουμε απ’ τον Αριστοτέλη, το πόσο πολύ συζητήθηκε. Την είχε
‘αγγίξει’ όμως ήδη ο «Μεγάλος Ιππίας» («Ιππίας μείζων»…), και δεν έχει
αμφιβάλλει κανείς ακόμα, ότι σ’ αυτήν ‘στοχεύει’ τώρα και ο «Ευθύδημος». Κι αν
βρίσκη κανείς ως συνήθως, μιαν πολεμική (Polemik) ενάντια στον Αντισθένη
εδώ, τότε σημαίνει αυτό, είτε είναι σωστό είτε λάθος, μιαν ‘έξοδο’ απ’ την
κλειστή σφαίρα τού διαλόγου σε μιαν πραγματικότητα πέρα απ’ αυτόν, που μπορεί
όμως μόνο τότε να φανή κάπως σημαντική, όταν έχη κατανοήσει κανείς τον διάλογο.
Πρέπει να εξηγηθή δηλ. αυτό απ’ τον ίδιον κατ’ αρχάς τον διάλογο. Και προκύπτει
τότε, ότι ‘αγγίζει’ ένα πολύ πιο σοβαρό πρόβλημα απ’ όσο το διαισθάνεται ο
σοφιστής. Βλέπει πως έχει φτάσει στο πιο δύσκολο σημείο ο Σωκράτης, βρισκόμαστε
στην Απόφαση, στο Είδος (Eidos) και στη σχέση του προς το
αντικείμενο της πραγματικότητάς μας. Τί νόημα θα είχε όμως, αν βρισκόταν
μεμονωμένο εδώ αυτό το πρόβλημα; Αποκτά νόημα, ως το ‘εξωτερικότερο’ σημείο εκείνου
τού συλλογιστικού ‘ρεύματος’, που εξακολουθεί να κυλά κάτω απ’ το επίπεδο του
πραγματικού διαλόγου, και στο οποίο αναφερθήκαμε επανειλημμένα. Αποκτά έτσι η ‘βασιλική τέχνη’, που το γνωστικό της
αντικείμενο είχε μείνει στην απορία
στο τέλος τού δεύτερου σωκρατικού μέρους, εκεί που κανείς πια δεν το περιμένει,
στο τρίτο σοφιστικό μέρος, τη σχέση της
προς την ψυχή (Psyche)
και το Είδος.
Διάλογος-πλαίσιο. Με το ότι διηγείται ο
Σωκράτης τον διάλογο, έχει ο Πλάτων τη δυνατότητα να ‘εμβαπτίση’ το σύνολο σ’
εκείνο το εναλασσόμενο παιχνίδι τών ειρωνιών, για το οποίο μιλήσαμε και
προηγουμένως. Δεν διηγείται όμως μόνον όπως στον «Λύσι» ή τον «Χαρμίδη» ο
Σωκράτης, αλλά μιλά μαζί του ο Κρίτων, που είναι κι ο ίδιος, και μαζί του τα
πρόσωπα που αντικαθρεφτίζει, σημαντικά για το σύνολο, αντιπροσωπεύοντας μάλιστα
εκείνην την κοινωνική τάξη ανθρώπων, που η ύπαρξή τους καθιστούσε αναγκαία την
‘αγωνιστική’ αντιπαράθεση της σωκρατικής διαλεκτικής με τη σοφιστική Εριστική. O Kρίτων ανήκει στους
‘ευμενείς’ κεφαλαιοκράτες, όπως τούς γνωρίζουμε π.χ. απ’ τον «Θρασύμαχο» (304 C). Ο γυιός του Κριτόβουλος
έχει φτάσει στην ηλικία, όπου ο πατέρας του πιστεύει πως πρέπει να του δώση
μιαν διαπαιδαγώγηση, όπως εκείνοι οι πατεράδες στην αρχή τού «Λάχη», και είναι
κι εδώ όπως κι εκεί ο Σωκράτης ο κατάλληλος άνθρωπος για να τον συμβουλευθή.
Στην παρουσία μάλιστα του Σωκράτη, φαίνεται στον Κρίτωνα εντελώς ‘τρελλό’ να
κάνη κανείς ό,τι το δυνατόν για τους γυιούς του, παραμελώντας την ίδια στιγμή
τη διαπαιδαγώγησή τους. Και εξηγεί βέβαια σωστά την οξεία ειρωνία τού Σωκράτη,
καταλαβαίνοντας ότι δεν μπορεί να μάθη τίποτα κανείς κοντά σε κείνους τούς
‘ξιφομάχους’. Χωρίς να αντιλαμβάνεται ωστόσο, ότι θα ήταν ο ίδιος ο Σωκράτης ο
κατάλληλος παιδαγωγός, που το είχε ‘παρατηρήσει’ όμως ο Νικίας στον «Λάχη».
Γεμίζει μάλιστα με αμφιβολίες μπροστά σε κείνους που ‘απαιτούν’ το αξίωμα του
παιδαγωγού, αν θα πρέπη καν να εμπιστευθή τον γυιό του σε κάποιον απ’ αυτούς.
Στο οποίο τον ενισχύει και ένας Κάποιος, ένας απ’ αυτούς τούς ‘κραταιούς’
δικαστικούς ρήτορες, για τον οποίον και αφηγείται, χωρίς να τον ονομάση, πως
άκουσε κι ο ίδιος τον εριστικό του διάλογο και ‘κατάλαβε’ σαφώς, πως δεν αξίζει
τίποτα η «φιλοσοφία». Για το ποιος εννοείται εδώ, αναρωτήθηκαν με περιέργεια πολλοί
απ’ τους ερμηνευτές, που αποφάσισαν οι περισσότεροι για τον Ισοκράτη, άλλοι για
τον Αντισθένη ή τον Αντίφωνα ή και για κάποιον άλλον ακόμα. Αλλά ακόμα κι αν
εννοούσε κάποιον συγκεκριμένον εδώ ο Πλάτων κι όχι έναν γενικόν ‘τύπο’ (Typus), λησμονήσαμε το πιο
σημαντικό εδώ ερώτημα, για τον ρόλο αυτού τού Κάποιου στον ίδιον τον διάλογο.
Ένας Κάποιος που ‘αντιλαμβάνεται’ να μην έχη αξία κάθε «φιλοσοφία», ‘όλη’ η
«φιλοσοφία», την ώρα που δεν γνωρίζει απλώς ο Κρίτων, πού θα μπορέση να βρη τη
σωστή. Αντιπροσωπεύει τούς πολλούς ο Κρίτων, που δεν μπορούν να ξεχωρίσουν
ανάμεσα στην Εριστική και τη Διαλεκτική, και απαξιώνουν και τον Σωκράτη, επειδή
είναι τόσο αξιοκαταφρόνητος ο Ευθύδημος. Είναι ‘υπεύθυνοι’ όμως, αυτός κι οι
όμοιοί του – και μπορούμε να σκεφτούμε και τον Άνυτο του ‘Μένωνα» -, με την
‘αυθεντία’ τους για τη σύγχυση, στην οποία και πέφτει θύμα ο Σωκράτης, και την
οποίαν και προορίζεται να διαφωτίση ο διάλογός μας. Γι’ αυτό και πρέπει να
‘αποκρουσθούν’ εντέλει αυτοί οι πρακτικά
έμπειροι της πολιτικής ζωής. Και συμβαίνει αυτό με τον Πλάτωνα, τον ‘θεωρό
τών τάξεων’, που δεν τους καταστρέφει, αλλά τούς υποδεικνύει τη θέση τους:
Είναι οι ‘Μισοί’ στην πραγματικότητα εκείνοι οι άνθρωποι μεγάλης επιρροής, που
βρίσκονται ανάμεσα στη φιλοσοφία και την πολιτική, και καταλαμβάνουν έτσι την
τρίτη θέση, ‘κάτω’ απ’ τους καθαρούς τύπους τού φιλοσόφου και του πολιτικού, αν
και απαιτούν να είναι πρώτοι. Και μας θυμίζει έτσι άλλη μια φορά τη ‘βασιλική
τέχνη’ αυτή η ‘ταξιθεσία’, στην οποία βασιλική
τέχνη και κορυφώθηκε η συζήτηση ανάμεσα στον Σωκράτη και τον Κλεινία.
(
τέλος κεφαλαίου – συνεχίζεται με το επόμενο κεφάλαιο, «Κρατύλος» )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου