Τετάρτη 12 Αυγούστου 2020

ΤΑΜΙΩΛΑΚΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ - Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟ (6)

Συνέχεια από: Δευτέρα, 10 Αυγούστου 2020
3) Η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε για την συγγραφή της διατριβής.

Είναι αδύνατον για τον ερευνητή να εργαστεί πάνω σε οποιοδήποτε θέμα της Ορθόδοξης Θεολογίας και να κάνει έρευνα χωρίς, αναγκαστικά και αναπόφευκτα, να προστρέξει στην Αγία Γραφή. Και αυτό διότι όλη η χριστιανική γραμματεία είναι στην ουσία σχολιασμός, υπομνηματισμός και ανάπτυξη της Βίβλου115. Το θέμα που επιλέξαμε να διερευνήσουμε, οπωσδήποτε, δεν αποτελεί εξαίρεση. Κάθε τί που λένε οι Πατέρες σχετικά με τον Αντίχριστο, το στηρίζουν πάνω σε μια αγιογραφική βάση116. Νωρίς, συνειδητοποιήσαμε, ότι, για να παρουσιάζει η εργασία μας πληρότητα, θα έπρεπε να εργαστούμε πάνω σε αυτή τη βάση. Κρίναμε πως έπρεπε παράλληλα με την έρευνα πάνω στους Πατέρες να κάνουμε προσωπική εργασία πάνω στο κείμενο της Αγίας Γραφής και έρευνα πάνω στη σχετική βιβλική βιβλιογραφία. Χρησιμοποιήσαμε το εκκλησιαστικό κείμενο της Καινής Διαθήκης, όπως παρατίθεται στην έκδοση της Βιβλικής Εταιρείας. Εργαστήκαμε ως εξής:
Κατ’ αρχήν, συντάξαμε ένα πίνακα με τα χωρία της Αγίας Γραφής που αναφέρονται στον Αντίχριστο. Στη συνέχεια αναζητήσαμε τα παράλληλα γραφικά χωρία και εντοπίσαμε στην πατερική γραμματεία οποιαδήποτε άλλη αναφορά ή ερμηνεία των συγκεκριμένων χωρίων.
Παράλληλα, εργαστήκαμε πάνω σε αυτά τα χωρία σύμφωνα με την σύγχρονη βιβλική ερμηνευτική μεθοδολογία ( γραμματική και συντακτική ανάλυση, μελέτη του ιστορικού πλαισίου της εποχής της συγγραφής, αναζήτηση και συνεξέταση χωρίων με παράλληλο νόημα, αναζήτηση του νοήματος λέξεων-κλειδιών ή φράσεων στον ίδιο συγγραφέα ή γενικά στην Αγία Γραφή κ.τ.λ. ). Στην εργασία μας αυτή σημαντικά εργαλεία στάθηκαν η κριτική έκδοση της Καινής Διαθήκης των Νestle-Aland, και το πρόγραμμα ΒibleWorks.


Προκειμένου να είμαστε ενήμεροι πάνω στα δεδομένα της σύγχρονης βιβλικής έρευνας προστρέξαμε και σε διάφορα βιβλικά λεξικά όπως π.χ. το Εaston bible dictionary, το Naves topical dictionary αλλά και, γενικότερα, στη βιβλική βιβλιογραφία ημετέρων και ξένων βιβλικών Θεολόγων.

Βέβαια, οφείλουμε να τονίσουμε πως λόγω του θέματος της διατριβής μας εξετάζουμε την Αγία Γραφή, κυρίως, μέσα απ’ το πρίσμα της Πατερικής ερμηνείας της. Ωστόσο, ούτε τα πορίσματα της σύγχρονης βιβλικής έρευνας αγνοήσαμε ούτε τις μεθόδους εργασίας, που αυτή εφαρμόζει, παραθεωρήσαμε. Όπου κρίναμε ότι είναι σκόπιμο και αναγκαίο, κάναμε διεξοδική βιβλική έρευνα και παραθέσαμε τα συμπεράσματα της σχετικής μας έρευνας ( π.χ. για το νόημα της λέξης « αντίχριστος » στην Κ.Δ. ή για τον τρόπο με τον οποίο γράφεται ο αριθμός 666 στα διάφορα χειρόγραφα κ.α. ). Διότι είναι απλά αδύνατο να γίνει θεολογική έρευνα χωρίς έρευνα της Βίβλου.

Σε κάθε ενότητα της εργασίας μας αναφέρουμε, πάντα, την βιβλική βάση της σχετικής πατερικής διδασκαλίας. Στις περισσότερες περιπτώσεις αυτή αναφέρεται απ’ τους ίδιους τους Πατέρες117. Σε ελάχιστες περιπτώσεις που αυτό δεν γίνεται αναφέρουμε ως πιθανή βιβλική βάση χωρία της Αγίας Γραφής που σχετίζονται με το θέμα που αναπτύσσουν οι Εκκλησιαστικοί συγγραφείς.

Ωστόσο, η κυρίως περιοχή της έρευνάς μας ήταν τα πατερικά κείμενα που αναφέρονται στον Αντίχριστο. Ήδη αναφέραμε τα σημαντικότερα έργα της πατερικής γραμματείας που αναφέρονται σ’ αυτό το θέμα. Αυτά τα κείμενα υπήρξαν και οι σημαντικότερες πηγές της έρευνάς μας. Βέβαια, δεν περιοριστήκαμε σ’ αυτά. Αναζητήσαμε κάθε τι που έχει γραφεί απ’ τους Πατέρες της Εκκλησίας σχετικά με τον Αντίχριστο. Άλλωστε, όπως δείχνει και ο τίτλος της διατριβής, αυτός είναι ο σκοπός μας· να παρουσιάσουμε τη σχετική με τον Αντίχριστο διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας.
Σύμφωνα με τον πολύ εύστοχο χαρακτηρισμό του Π. Χρήστου Πατέρες της Εκκλησίας ονομάζονται « οι άνθρωποι εκείνοι εις των οποίων τα κείμενα απαντάται η μαρτυρία της Ορθοδοξίας και των οποίων η αυθεντία ηδύνατο να στηρίξη την ορθήν πίστιν εις όλας τας φάσεις της »118. Κατά τον Δ. Τσάμη οι Πατέρες της Εκκλησίας αναγνωρίζονται από τη συνείδηση της Εκκλησίας119.

Αυτών των Πατέρων τα κείμενα, λοιπόν, αναζητήσαμε και εμείς στην Εκκλησιαστική Γραμματεία. Πεδίο έρευνάς μας υπήρξε κατ’ αρχήν ολόκληρη η Ελληνική Πατερική Γραμματεία.

Απ’ την Λατινική Πατρολογία μελετήσαμε κάποια κείμενα Πατέρων, όπως π.χ. των αγίων Βικτωρίνου, Αυγουστίνου, Ιερωνύμου, Αμβροσίου Μεδιολάνων, Βέδα κ.α..

Τέλος, αναφερόμαστε και σε κάποια συγγράματα της Σλαβικής Ορθόδοξης Γραμματείας όπως π.χ. του Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ, περισσότερο για να δώσουμε ένα τόνο οικουμενικότητας στην εργασία και να καταδείξουμε πως σε όλο τον Ορθόδοξο κόσμο υπάρχει η ίδια, σε γενικές γραμμές, διδασκαλία για τον Αντίχριστο.

Η έρευνά μας δεν περιορίστηκε στους Πατέρες μέχρι τον 14ο αιώνα. Το Άγιο Πνεύμα που φώτιζε τους παλαιούς Πατέρες της Εκκλησίας, όπως π.χ. τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσοστομο ή τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά δεν σταμάτησε να ενεργεί μέχρι και σήμερα120. Γι’ αυτό και επεκτείναμε την έρευνά μας μέχρι και τον 19ο αιώνα. Βέβαια, υπήρξαμε πολύ προσεκτικοί στην επιλογή των προσώπων της νεότερης περιόδου, η διδασκαλία των οποίων συνεξετάζεται μαζί με την διδασκαλία των παλαιοτέρων Πατέρων της Εκκλησίας. Ερευνήσαμε την διδασκαλία προσωπικοτήτων που έχουν χαρακτηριστεί Άγιοι, όπως π.χ. ο Άγιος Νεόφυτος ο έγκλειστος, ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, και ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης.

Η αναφορά σε Πατέρες όλων των τόπων και των εποχών έχει το νόημά της. Σκοπός μας είναι να καταδείξουμε και να τονίσουμε την διαχρονικότητα αυτής της διδασκαλίας που στο πέρασμα των αιώνων παρουσιάζει μια συνέχεια παραμένοντας, σταθερά, χωρίς αλλοιώσεις στην ουσία της, η ίδια. Να παρουσιάσουμε την οικουμενική και διαχρονική συμφωνία των Πατέρων.

Η περί Αντιχρίστου διδασκαλία της Εκκλησίας είναι στα κυριότερα σημεία της ενιαία. Διάφορες εσφαλμένες θέσεις που διατυπώθηκαν, αντιμετωπίστηκαν. Επισημάνθηκαν, αναιρέθηκαν και απωθήθηκαν στο περιθώριο για να λησμονηθούν τελείως. Άλλωστε, η διατύπωση εσφαλμένων θέσεων δεν παρατηρείται μόνο στην περί Αντιχρίστου διδασκαλία της Εκκλησίας. Εσφαλμένες απόψεις διατυπώθηκαν πάνω και σε διάφορα άλλα θέματα της Ορθόδοξης Θεολογίας. Η ορθή διδασκαλία για ποικίλα ζητήματα αναπτύχθηκε στο διάβα των αιώνων με την διόρθωση πολλών εσφαλμένων θέσεων.

Τα κριτήρια που θέσαμε στην έρευνά μας σχετικά με την εγκυρότητα και ορθότητα των ποικίλων εσχατολογικών θέσεων είναι:
1) Η ύπαρξη ισχυρής αγιογραφικής βάσης.
2) Η πατερική στήριξη.
3) Η μή καταδίκη και απόρριψή από κάποιον άλλον Πατέρα της Εκκλησίας.


Η διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας στα περισσότερα σημεία της περιλαμβάνει και τα τρία αυτά στοιχεία. Βέβαια, σε επιμέρους σημεία της διδασκαλίας κάποιων Πατέρων της Εκκλησίας υπάρχουν και διαφοροποιήσεις ή ακόμη και σφάλματα. Τα τυχόν σφάλματα, συνήθως, επισημαίνονται και διορθώνονται από κάποιον άλλον Πατέρα της Εκκλησίας. Έτσι, η διδασκαλία για την χιλιετή βασιλεία του Αντιχρίστου που υποστηρίχθηκε π.χ. απ’ τους Αγίους Ειρηναίο και Βικτωρίνο, δεν έχει ισχυρή αγιογραφική βάση, δεν συναντάται στην πλειονότητα των Πατέρων ενώ απορρίφθηκε ως εσφαλμένη απ’ τους αγίους Αυγουστίνο, Ιερώνυμο και άλλους121. Η λαϊκή παράδοση για την επιστροφή του Νέρωνα που αναφέρεται π.χ. σε κάποιο σημείο στο έργο του αγίου Βικτωρίνου και αναφέρεται ως διδασκαλία του Αγίου Μαρτίνου στους Διαλόγους του Σουλπικίου Σεβήρου122, απορρίφθηκε απ’ τον Άγιο Αυγουστίνο και τον Λακτάντιο, για να αγνοηθεί τελείως στην συνέχεια απ’ τους λοιπούς Πατέρες της Εκκλησίας, ενώ έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με άλλη παράδοση για ιουδαϊκή καταγωγή του Αντιχρίστου123. Η άποψη του Αγίου Νεοφύτου του εγκλείστου πως η γυνή η περιβεβλημένη τον ήλιον που αναφέρεται στο ενδέκατο κεφάλαιο της Αποκάλυψης είναι η μητέρα του Αντιχρίστου124 έρχεται σε αντίθεση με την επικρατούσα ερμηνευτική θέση. Επίσης, απορρίπτονται διάφορες εσφαλμένες θέσεις γύρω απ’ την υπόθεση του Αντιχρίστου που κυκλοφορούσαν μεταξύ των πιστών. Έτσι, καταδικάζονται διάφοροι παιδικοί μύθοι και « γραϊκά ληρήματα »125, διευκρινίζεται πως ο Αντίχριστος δεν θα είναι πνεύμα, δεν θα εμφανιστεί κλίνοντας τα γόνατα126 κ.ο.κ..

Η μη αναφορά ενός στοιχείου της περί Αντιχρίστου παράδοσης από κάποιον Πατέρα της Εκκλησίας δεν σημαίνει πως αυτός την απέρριπτε. Ο Άγιος Κύριλλος π.χ. αναφέρει πως για λόγους συντομίας δεν αναφέρει περισσότερα στοιχεία για την έλευση του Αντιχρίστου127. Όταν, όμως, η μη αναφορά μιας παράδοσης από πολλούς Πατέρες συνοδεύεται και από καταδίκη της από κάποιον Πατέρα της Εκκλησίας, μπορεί να θεωρηθεί πως η παράδοση αυτή αγνοήθηκε για συγκεκριμένους λόγους.

Αυτό που, οπωσδήποτε, πρέπει να επισημανθεί είναι πως τα τυχόν σφάλματα αλλά και κάποιες διαφοροποιήσεις που παρουσιάζονται σε ορισμένα σημεία της πατερικής εσχατολογικής διδασκαλίας συνιστούν την εξαίρεση και όχι τον κανόνα. Η Εκκλησία καθοδηγούμενη στο διάβα των αιώνων απ’ το Άγιον Πνεύμα που « βρύει προφητείας… καί ὅλον συγκροτεῖ τόν θεσμόν της Ἐκκλησίας »128 απέρριψε ό,τι το εσφαλμένο και διετύπωσε καθαρή την αληθινή πίστη, όπως για όλα τα υπόλοιπα θέματα, έτσι και για το θέμα του Αντιχρίστου.

Τα σχετικά με το θέμα πατερικά κείμενα επεξεργαστήκαμε ως εξής: Μετά από προσεκτική μελέτη χωρίσαμε το υλικό σε ενότητες-θέματα για να το επεξεργαστούμε καλύτερα. Η επιλογή των ενοτήτων καθορίστηκε από τη φύση του ίδιου του υλικού. Επειδή το θέμα μας είναι στην ουσία η ιστορία ενός ανθρώπου, επιλέξαμε να ακολουθήσουμε μια χρονική σειρά στην έκθεση της διδασκαλίας των Πατέρων για τον Αντίχριστο. Παραθέτουμε κατά χρονική σειρά, διαδοχικά, τους βασικούς σταθμούς της πορείας του, όπως σχολιάζονται και αναλύονται από τους Πατέρες.

Έτσι, αφού προτάξαμε μια ενότητα για το χρόνο και τα αίτια της έλευσης του Αντιχρίστου, εκθέτουμε τα γεγονότα της συντελείας με την σειρά με την οποία θα συμβούν. Αρχίζουμε από τη γέννηση του Αντιχρίστου, προχωράμε στην πορεία του μέσα στον κόσμο ( πρώτη και δεύτερη περίοδος της παρουσίας του ) και καταλήγουμε στην καταστροφή του. Παράλληλα, συνεξετάζουμε με γεγονότα της πορείας του Αντιχρίστου όποια θέματα κρίνουμε πως συνδέονται μ’ αυτά. Έτσι, π.χ. το θέμα της φύσης του Αντιχρίστου το εξετάζουμε μαζί με την γέννησή του, το θέμα του χαράγματος το αναλύουμε στα πλαίσια της ενότητας για τον Υπασπιστή του Αντιχρίστου κ.ο.κ..

Αφού χωρίσαμε το υλικό σε ενότητες, το επεξεργαστήκαμε με τον εξής τρόπο. Κατ’ αρχήν αναζητήσαμε την « κοινή γνώμη », το « consesus patrum » σε κάθε επιμέρους θέμα. Σκοπός μας να βρούμε « ότι πάντοτε, πανταχού και υπό πάντων πιστεύεται »129 γύρω από το θέμα του Αντιχρίστου, την διαχρονική και οικουμενική πατερική συμφωνία. Αυτό το παραθέτουμε ως « επίσημη » διδασκαλία των Πατέρων, ως κοινή πατερική θέση, ενώ, παράλληλα, αναφέρουμε και τις διαφορετικές, εφ’ όσον υπάρχουν, ερμηνείες και θέσεις κάποιων Πατέρων. Θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τις περί Αντιχρίστου θέσεις σε τέσσερις βασικές κατηγορίες:

1) Απόψεις που υποστηρίζονται απ’ το σύνολο των Πατέρων. Συνήθως έχουν ισχυρή αγιογραφική θεμελίωση.
2) Απόψεις που υποστηρίζονται από μια ομάδα Πατέρων, ενώ υπάρχουν και άλλες απόψεις που υποστηρίζονται από άλλους Πατέρες. Οι διαφορετικές θέσεις μπορεί να συμπληρώνουν η μια την άλλη.
3) Απόψεις που υποστηρίζονται από μια μειοψηφία, έναν ή δύο Πατέρες. Συνήθως, έχουν ανεπαρκή βιβλική βάση. Ωστόσο, δεν απορρίπτονται ρητά από κάποιον Πατέρα της Εκκλησίας.
4) Απόψεις που καταδικάζονται ως πλάνη έστω και από έναν Πατέρα της Εκκλησίας. Τις περισσότερες φωνές έχουν ασθενή ή ανύπαρκτη πατερική βάση.

Η εξέταση των θεμάτων, συνήθως, γίνεται σε τρία επίπεδα. Κατ’ αρχήν παραθέτουμε την πατερική άποψη για το υπό πραγμάτευσιν θέμα. Στη συνέχεια, όπου το θεωρούμε χρήσιμο, αναφέρουμε σχετικές απόψεις που συναντήσαμε στην ευρύτερη χριστιανική γραμματεία130. Και, τέλος, όπου το κρίνουμε απαραίτητο, εξετάζουμε και κάποιες απόψεις που απαντώνται στην σύγχρονη βιβλιογραφία. Η αναφορά όλων των απόψεων που έχουν διατυπωθεί στην ευρύτερη χριστιανική γραμματεία και την σύγχρονη βιβλιογραφία θα ήταν αδύνατη και θα εξέφευγε και των σκοπών αυτής της διατριβής. Απ’ την άλλη η παντελής απουσία τους θα την καθιστούσε ελλιπή και θα της στερούσε το στοιχείο της επικαιρότητας. Γι’ αυτό και κάνουμε κάποιες μόνο σχετικές αναφορές.

Το δευτερογενές υλικό της έρευνάς μας ήταν κατ’ αρχήν μελέτες και άρθρα σχετικά με την πατερική διδασκαλία για τον Αντίχριστο ή γενικότερα για τον Αντίχριστο απ’ τον χώρο της Ορθόδοξης Θεολογίας αλλά καί απ’ τον χώρο των ετεροδόξων. Στα πλαίσια της εξέτασης της σύγχρονης Ορθόδοξης βιβλιογραφίας αναφερόμαστε, κυρίως, σε σημαντικές προσωπικότητες του σύγχρονου ορθόδοξου κόσμου. Υπήρξαμε πολύ προσεκτικοί και σ’ αυτήν την περίπτωση επιλέγοντας, κυρίως, πρόσωπα κοινής αποδοχής και εγνωσμένου κυρους, που συνδύαζαν θεολογική γνώση με έντονη μυστηριακή ζωή και ασκητικό βίο, όπως π.χ. τον Αρχιμανδρίτη Ιουστίνο Πόποβιτς, τον Αρχιμανδρίτη Χαράλαμπο Βασιλόπουλο, τον Αρχιμανδρίτη Ιωήλ Γιαννακόπουλο και τον Ιερομόναχο Σεραφείμ Ρόουζ.

Δεν περιοριστήκαμε στην περιοχή της Ακαδημαϊκής Θεολογίας. Και αυτό γιατί το θέμα του Αντιχρίστου παρουσιάζει μια ιδιαιτερότητα σε σχέση με άλλα θεολογικά θέματα. Απασχόλησε και απασχολεί και ανθρώπους έξω απ’ τον ακαδημαϊκό-πανεπιστημιακό χώρο, περισσότερο, ίσως, από οποιοδήποτε άλλο θέμα. Ελάχιστοι άνθρωποι αναρωτιούνται για το τί, ακριβώς, είναι το « ομοούσιο », ή πώς έγινε η ένωση των δύο φύσεων του Χριστού. Ενώ όλοι έχουν μια ερώτηση για τον Αντίχριστο. Αυτό αποτυπώνεται και στην βιβλιογραφία. Τα περισσότερα βιβλία για τον Αντίχριστο δεν έχουν συγγραφεί από ακαδημαϊκούς.

Ακόμη, παρακολουθήσαμε κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές παραγωγές - ταινίες ή ντοκυμαντέρ - σχετικές με το θέμα μας, περιπλανηθήκαμε στο διαδίκτυο, ασχοληθήκαμε με οτιδήποτε σχετιζόταν μ’ αυτό το θέμα.
Ενεργήσαμε έτσι προκειμένου να διαπιστώσουμε την πορεία του θέματος στην ιστορία, για να είμαστε ενήμεροι για τις απόψεις που κυκλοφορούν γύρω απ’ το θέμα στην σύγχρονη παγκόσμια αγορά των ιδεών. Άλλωστε δεν μπορείς να ασκήσεις κριτική σε μια άποψη που δεν γνωρίζεις. Εννοείται, βέβαια, πως στην εργασία μας δεν παρουσιάζουμε αυτό το υλικό ως πατερικές θέσεις.

Σ’ αυτό το σημείο δεν είναι άσκοπο να αναφέρουμε κάποια πράγματα σχετικά με τον τρόπο ερμηνείας της Αποκάλυψης. Όπως, ήδη, αναφέραμε, ένα μέρος της Πατερικής διδασκαλίας για τον Αντίχριστο βασίζεται σ’ αυτό το ιερό βιβλίο. Αναπόφευκτα, η εξέταση του θέματος του Αντιχρίστου οδηγεί στο βιβλίο της Αποκάλυψης και τον τρόπο ερμηνείας του.

Τρία είναι τα σημαντικότερα ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία της Αποκάλυψης. Σε ποιά εποχή αναφέρεται, αν τα γεγονότα που περιγράφονται σ’ αυτήν εκτυλίσσονται κατά διαδοχική σειρά ή κατά ανακυκλικό τρόπο και αν θα πρέπει να ερμηνεύεται κατά γράμμα ή κατά μεταφοράν, κυριολεκτικά ή αλληγορικά. Στις ερμηνείες της Αποκάλυψης που συνέγραψαν οι Πατέρες της Εκκλησίας οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα ποικίλουν ανάλογα με την περικοπή που ερμηνεύεται. Έτσι, κάποιο χωρίο μπορεί να θεωρηθεί πως αναφέρεται στην εποχή του συγγραφέως, κάποιο άλλο στους έσχατους χρόνους, κάποιο άλλο μπορεί να αναφέρεται στην εποχή του συγγραφέως, σε άλλη εποχή και στους έσχατους χρόνους. Σχετικά με την σειρά με την οποία περιγράφονται τα γεγονότα ισχύει κάτι παρόμοιο. Στις επτά σφραγίδες, τις επτά σάλπιγγες και τις επτά φιάλες ακολουθείται, συνήθως, η ανακυκλική ερμηνεία. Απ’ την άλλη η περιγραφή της ουράνιας Ιερουσαλήμ στα δύο τελευταία κεφάλαια είναι φανερό πως αναφέρεται, αποκλειστικά, στην ατελεύτητη Βασιλεία του Θεού που θα έλθει μετά από τα υπόλοιπα γεγονότα που περιγράφονται στην Αποκάλυψη, επομένως, μπορούμε να μιλάμε και για διαδοχική σειρά στην περιγραφή κάποιων, τουλάχιστον, γεγονότων. Σχετικά με την κατά γράμμα ή την κατά μεταφοράν ερμηνεία ισχύει το ίδιο. Κάποιο χωρίο μπορεί να ερμηνεύεται μόνο αλληγορικά. Έτσι, τα διάφορα « θηρία » δεν κατανοούνται ως θηρία, αλλά συμβολίζουν κάτι. Κάποιο άλλο χωρίο μπορεί να ερμηνεύεται μόνο κυριολεκτικά και κάποιο τρίτο μπορεί να ερμηνεύεται και κυριολεκτικά και αλληγορικά. Μ’ αυτόν τον τρόπο ερμηνεύτηκε η Αποκάλυψη απ’ τους Πατέρες.


Οι βασικές αρχές της πατερικής ερμηνευτικής παράδοσης της Αποκάλυψης αναπτύχθηκαν απ’ τους διάφορους ερμηνευτές της ευρύτερης χριστιανικής γραμματείας και της σύγχρονης εποχής. Ο κάθε ερμηνευτής έδινε έμφαση στον τρόπο ερμηνείας που τον εξέφραζε περισσότερο. Στην σύγχρονη εποχή έχουν διαμορφωθεί διάφορες σχολές ανάλογα με τον τρόπο ερμηνείας που χρησιμοποιούν. Προτείνονται κατ’ αρχήν η εσχατολογική ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία η Αποκάλυψη αναφέρεται σε γεγονότα των εσχάτων χρόνων, η συγχρονιστική ερμηνεία σύμφωνα με την οποία ο Ιωάννης αναφέρεται σε γεγονότα της εποχής του, ενώ υπάρχουν και η ιστορική ερμηνεία, η εκκλησιαστικοϊστορική ερμηνεία, η θρησκειολογική ερμηνεία, η μυστική ή πνευματική ερμηνεία, και, τέλος, η εκλεκτική ερμηνεία με την οποία γίνεται συνδυασμός ορισμένων από τις παραπάνω ερμηνείες131. Σήμερα, υπάρχει η τάση οι ερμηνευτές να επιλέγουν ένα τύπο ερμηνείας και να προσκολλώνται σ’ αυτόν. Ωστόσο, οι Πατέρες δεν δίσταζαν να χρησιμοποιούν τους περισσότερους από αυτούς τους τύπους ερμηνείας και να τους συνδυάζουν. Αυτή η μέθοδος ερμηνείας στην οποία πλησιάζει περισσότερο η εκλεκτική ερμηνεία, είναι πολύπλευρη σε αντίθεση με την μονομερή εμμονή διαφόρων ερμηνευτών της εποχής μας κυρίως στη συγχρονιστική ερμηνεία. Η αναζήτηση επιδράσεων σε θρησκευτικές παραστάσεις άλλων λαών σχεδόν καταργεί την έννοια της Θεοπνευστίας.

Ένα σχετικό ζήτημα στο οποίο κρίνουμε πως πρέπει να αναφερθούμε εκτενέστερα είναι ο χρόνος στον οποίο αναφέρεται η Αποκάλυψη. Έτσι, ένα χωρίο μπορεί ν’ αναφέρεται σ’ ένα συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός του παρελθόντος, του παρόντος ή του μέλλοντος. Μπορεί ν’ αναφέρεται, ταυτόχρονα, στην εποχή του Ιωάννη του Θεολόγου, σε κάποια άλλη εποχή της Εκκλησίας και στο εσχατολογικό μέλλον. Να έχουμε μερική εκπλήρωση της Αποκαλυπτικής προφητείας την εποχή του Ευαγγελιστή Ιωάννη ή κάποια άλλη εποχή, και απόλυτη εκπλήρωση τον καιρό των εσχάτων, την εποχή του Αντιχρίστου132. Απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή κατά την ανάγνωση των πατερικών κειμένων, καθώς, συχνά, γίνεται μετάβαση απ’ την ερμηνεία που αναφέρεται στο παρόν του συγγραφέως ή του ερμηνευτού στην ερμηνεία που αναφέρεται στα έσχατα, χωρίς αυτό να διευκρινίζεται.

Ένα άλλο πρόβλημα συναφές με το προηγούμενο είναι η επιλογή μεταξύ μεταφορικής και κυριολεκτικής ερμηνείας για διάφορες αναφορές της Αποκάλυψης. Σε μερικές περιπτώσεις προτείνεται απ’ τους Πατέρες ο συνδυασμός τους. Πάντως, δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε πως τα σύγχρονα γεγονότα μας ωθούν να υιοθετήσουμε μια κυριολεκτική – εσχατολογική ερμηνεία πολλών χωρίων της Αποκάλυψης. Η συμβολική-συγχρονιστική ερμηνεία του ιερού βιβλίου ίσως να φαινόταν ελκυστική πριν 100 ή 200 χρόνια. Σήμερα δεν πείθει, διότι, απλά, έχει ξεπεραστεί από τα γεγονότα. Μόλυνση των υδάτων σε μεγάλη έκταση δεν συνέβη ούτε το 86 π.Χ. ούτε το 86 μ.Χ. αλλά το 1986 μ.Χ.133. Η άποψη ότι ο Ιωάννης έγραφε βασιζόμενος σε γεγονότα της εποχής του φαίνεται να φθίνει ολοένα και περισσότερο. Και πιστεύουμε πως η εξέλιξη των ιστορικών γεγονότων θα συνεχίσει να επιβεβαιώνει την κυριολεκτική - εσχατολογική ερμηνεία.

Ένα ερμηνευτικό σχήμα που συνδυάζει τους δύο τρόπους ερμηνείας είναι συμβολική-αλληγορική ερμηνεία για την εποχή συγγραφής της Αποκάλυψης και κάθε εποχή, οπότε έχουμε μερική εκπλήρωση της προφητείας, και κυριολεκτική ερμηνεία για την εποχή του τέλους του κόσμου, οπότε έχουμε απόλυτη εκπλήρωση της προφητείας. Αυτό το σχήμα είναι κατά την γνώμη μας κατάλληλο για την ερμηνεία πολλών αναφορών της Αποκάλυψης, όπως επί παραδείγματι των σχετικών με τους δύο προφήτες ή το χάραγμα του Αντιχρίστου.

Η συγχρονιστική και η εκκλησιαστικοϊστορική ερμηνεία μπορούν να συνυπάρχουν με την εσχατολογική ερμηνεία. Η τελευταία δεν αποκλείει αλλά ούτε και αποκλείεται απ’ τις δύο πρώτες. Σε πατερικά κείμενα, ενίοτε, παρατίθενται περισσότερες από μια ερμηνεία. Π.χ. οι δύο προφήτες ερμηνεύονται ως οι προφήτες που ζουν σε κάθε εποχή αλλά και οι δύο προφήτες της εποχής των εσχάτων. Εμείς αξιοποιούμε στην εργασία μας την εσχατολογική ερμηνεία, διότι αυτή αφορά στο θέμα που εξετάζουμε.

Κάτι ανάλογο ισχύει και για την ερμηνεία του Εσχατολογικού λόγου του Κυρίου134. Πολλές προφητείες που αναφέρονται σ’ αυτόν τον λόγο του Χριστού135 εκπληρώθηκαν μερικώς με την καταστροφή των Ιεροσολύμων και θα εκπληρωθούν απόλυτα την εποχή του Αντιχρίστου136. Και ανάλογο με το ψευτοδίλημμα μεταξύ εσχατολογικής και συγχρονιστικής ερμηνείας στην Αποκάλυψη είναι και το ψευτοερώτημα μεταξύ πραγματοποιηθείσας και συνεπούς εσχατολογίας. Η Ορθόδοξη Θεολογία ξεπερνά εύκολα τέτοια προβλήματα. Όπως επισημαίνει ο καθηγητής Ιωάννης Καραβιδόπουλος, « η βασιλεία που κηρύττει ο Ιησούς παρουσιάζει δύο βασικές διαστάσεις, την παρούσα και την μελλοντική… Ο υπερτονισμός ή η αποδοχή της μιας σε βάρος της άλλης δημιουργεί μονομέρεια και παραγνωρίζει το πραγματικό νόημα του Καινοδιαθηκικού μηνύματος »137.

Αν, όμως, έχει αμφισβητηθεί η κλασική εσχατολογική ερμηνεία ορισμένων περικοπών των ευαγγελίων, πολύ περισσότερο έχει αμφισβητηθεί η εσχατολογική ερμηνεία χωρίων της Αποκάλυψης ή μάλλον έχει αμφισβητηθεί το ίδιο το βιβλίο της Αποκάλυψης. Έχει υποστηριχθεί ότι δεν είναι καν Χριστιανικό κείμενο138. Τονίζεται π.χ. ότι μπήκε καθυστερημένα στον κανόνα της Καινής Διαθήκης139, ότι αμφισβητήθηκε η ταυτότητα του συγγραφέα της140 και ότι δεν αναγινώσκεται στην Εκκλησία. Και αυτός ο τονισμός στοχεύει στο να πλήξει την εγκυρότητα και θεοπνευστία της ή έστω να αποθαρρύνει την ενασχόληση με το ιερό κείμενο141. Δεν τονίζεται ότι η αμφισβήτηση του ιερού βιβλίου ήταν χρονικά και τοπικά περιορισμένη142, ότι η Αποκάλυψη τελικά μπήκε στον κανόνα της Αγίας Γραφής, ότι τελικά επικράτησε η άποψη πως ο Ευαγγελιστής Ιωάννης έγραψε την Αποκάλυψη143 και ότι κάποιες περικοπές της Καινής Διαθήκης, επίσης, δεν διαβάζονται στους ναούς ενώ απ’ την Παλαιά Διαθήκη ελάχιστες περικοπές αναγινώσκονται στην Εκκλησία, αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως δεν πρέπει να διαβάζουμε τις υπόλοιπες144. Ακόμη, επισημαίνεται ότι δεν ερμηνεύτηκε απ’ τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο ή τους Καππαδόκες Πατέρες. Όμως, ούτε αυτό σημαίνει κάτι. Όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας αντιμετώπιζαν σωρεία ποιμαντικών προβλημάτων, διωγμούς, εξορίες… Ενδεχομένως, να μην βρήκαν τον χρόνο ν’ ασχοληθούν. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Μ. Βασίλειος δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την εξαήμερο. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος πέθανε στην εξορία145. Η μη ενασχόληση του ιερού Χρυσοστόμου ή των Καππαδοκών Πατέρων με την Αποκάλυψη μπορεί να ερμηνευτεί με διάφορους τρόπους, κανένας εκ των οποίων δεν είναι δυνατόν να εξέρχεται των ορίων της υπόθεσης και της εικασίας. Άλλωστε, άλλοι Πατέρες ερμήνευσαν το ιερό κείμενο. Επίσης, πολλοί Πατέρες χρησιμοποίησαν στα έργα τους χωρία της Αποκάλυψης146, ενώ το βιβλίο της Αποκάλυψης άσκησε σημαντικότατη επίδραση στην λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, σημαντικότερη από κάθε άλλο βιβλίο της Καινής Διαθήκης147.

Ένα άλλο ζήτημα είναι η χρήση των σύγχρονων επιστημονικών και όχι μόνο δεδομένων για την ερμηνεία της Αποκάλυψης. Οι Πατέρες χρησιμοποιούσαν τα δεδομένα της εποχής τους για να ερμηνεύσουν κάποια χωρία της Αγίας Γραφής. Ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, ερμήνευαν αυτά τα χωρία με βάση τα δεδομένα της εποχής τους σε επιστημονικό και όχι μόνο επίπεδο. Ένα παράδειγμα είναι η προφητεία της Αγίας Γραφής για κυριαρχία του Αντιχρίστου επί της οικουμένης. Οι Πατέρες έλεγαν πως ο Αντίχριστος θα είναι « βασιλεύς Ρωμαίων ». Σύγχρονοι ερμηνευτές λένε πως θα είναι υψηλόβαθμο στέλεχος του Ο.Η.Ε. κ.ο.κ..

Επίσης, η Αποκάλυψη αναφέρεται σε μετατροπή των υδάτων σε αίμα και σε μόλυνση του ενός τρίτου των υδάτων της θάλασσας. Στην ευρύτερη χριστιανική γραμματεία οι επίσκοποι Καισαρείας Ανδρέας και Αρέθας ερμήνευαν τα σχετικά χωρία σύμφωνα με τα δεδομένα της εποχής τους. Και λέγανε πως αυτό θα συμβεί είτε θαυματουργικώς είτε με το αίμα των νεκρών των ναυμαχιών και πεζομαχιών. Δεν μπορούσαν να φανταστούν κάτι άλλο, κάτι που θα ξεπερνούσε τα δεδομένα της εποχής τους. Άλλωστε και γιατί θα έπρεπε; Την εποχή που έγραφαν κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο να συμβεί με ανθρώπινη δύναμη. Ακόμη και αν ήθελε και επεδίωκε κάποιος να μολύνει π.χ. το ένα τρίτον των υδάτων δεν θα το κατόρθωνε. Μόνο η υπερβολική ποσότητα του αίματος των εσχατολογικών μαχών θα μπορούσε να δικαιολογήσει κάτι τέτοιο. Γι’ αυτό και, πολύ φυσικά, οι Ανδρέας και Αρέθας ερμήνευαν με τον τρόπο που προαναφέραμε τα σχετικά χωρία. Σήμερα, τα δεδομένα είναι διαφορετικά.

Και γεννάται το ερώτημα. Στην εποχή μας, μια εποχή τελείως διαφορετικών επιστημονικών και άλλων δεδομένων, με την αύξηση της ποικίλης γνώσης που έχουμε, θα ήταν σφάλμα αν διατυπώναμε μια ερμηνεία βασισμένη στα σύγχρονα στοιχεία; Και όσον αφορά το παράδειγμα που αναφέραμε, θα ήταν σφάλμα αν λέγαμε στη σύγχρονη εποχή, που η μη μόλυνση των υδάτων φαντάζει τόσο απίθανη, όσο απίθανη φάνταζε παλιότερα η μόλυνσή τους, πως η μόλυνση των υδάτων στα έσχατα είναι πιθανόν να γίνει π.χ. με ραδιενέργεια ή χημικές ουσίες; Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε και πολλά άλλα τέτοια παραδείγματα. Το χάραγμα στους Ρωμαϊκούς χρόνους παρέπεμπε σε χάραξη με πυρωμένο σίδηρο. Στη δεκαετία του 80 γινόταν λόγος για χάραξη με ακτίνες λέιζερ, σήμερα έχει προστεθεί το σενάριο για εμφύτευση μικροτσίπ, αύριο μπορεί να προκύψει κάτι άλλο.

Κατά τη γνώμη μας όχι απλά επιτρέπεται αλλά μάλλον επιβάλλεται να εξετάσουμε τα αποκαλυπτικά εσχατολογικά γεγονότα με σύγχρονους όρους και νέες προοπτικές. Άλλωστε, ακόμη και αν εμείς δεν το θεωρούσαμε σκόπιμο, άλλοι πριν από εμάς το έχουν ήδη κάνει, και εμείς δεν μπορούμε παρά ν’ αναφερθούμε σ’ αυτή τη νέα σύγχρονη ερμηνευτική προσέγγιση.
Βέβαια, κατά τη γνώμη μας, αυτή η νέα ερμηνευτική άποψη δεν θα πρέπει να διατυπώνεται με ταυτόχρονη απόλυτη απόρριψη της παλαιάς θέσης. Οι δύο προσεγγίσεις μπορούν να συνυπάρχουν ενώ, ταυτόχρονα, σωστό είναι να αφήνεται ανοιχτό το ενδεχόμενο της διατύπωσης στο μέλλον και μιας άλλης άποψης βασισμένης στα δεδομένα που τότε θα υπάρχουν.

Επίσης, χρήσιμο είναι να γίνεται διάκριση μεταξύ της ερμηνείας που αφορά στο παρόν και της ερμηνείας που αφορά στο μέλλον. Π.χ. ερμηνευτές υποστήριξαν πως το « κόκκινον θηρίο » της Αποκάλυψης είναι η Σοβιετική Ένωση. Σήμερα, δεν υπάρχει Σοβιετική Ένωση. Θα πρέπει, λοιπόν, να επισημαίνεται από τον ερμηνευτή πως πρόκειται για μια ερμηνεία που αναφέρεται στην εποχή του αλλά, επίσης, υπάρχει και η εσχατολογική ερμηνεία. Δηλαδή το ίδιο χωρίο στο μέλλον μπορεί να σημαίνει κάτι άλλο από αυτό που σημαίνει σήμερα.

Κάτι άλλο που πρέπει να γνωρίζουμε είναι πως η απόλυτη γνώση για το νόημα των προφητειών της Αγίας Γραφής θα έρθει με την εκπλήρωσή τους. Το θέμα είναι από τη φύση του λίγο γριφώδες και αινιγματικό. Ό ιερός Χρυσόστομος γράφει χαρακτηριστικά: « Μή γάρ ζήτει τήν σαφήνειαν ἐν ταῖς προφητείαις, ἔνθα σκιαί καί αἰνίγματα ὥσπερ ἐπί τῆς ἀστραπῆς οὐ ζητεῖς διηνεκές φῶς, ἀλλά ἀρκεῖ φανῆναι μόνον »148. Επομένως, θα πρέπει να γνωρίζουμε πως η εικόνα που αποκτούμε για τους έσχατους χρόνους και την έλευση του Αντιχρίστου απ’ την ανάγνωση των σχετικών πατερικών κειμένων είναι ελλιπής και σχετική σε σχέση με την αντίστοιχη που θα αποκτήσει η ανθρωπότητα με την εκπλήρωση των προφητειών.

Η πραγμάτευση του θέματος γίνεται σε δύο μέρη, τα οποία με την σειρά τους χωρίζονται σε τρία κεφάλαια το καθένα.

Στο πρώτο μέρος εξετάζονται κάποια εισαγωγικά θέματα. Στο πρώτο κεφάλαιο του πρώτου μέρους εξετάζονται η έννοια του όρου « αντίχριστος » στην ορθόδοξη παράδοση και γίνεται αναφορά στη διάκριση του Αντιχρίστου των εσχάτων από τους ποικίλους αντιχρίστους των διαφόρων εποχών. Στο δεύτερο κεφάλαιο εξετάζονται οι λόγοι της έλευσης του Αντιχρίστου. Και στο τρίτο κεφάλαιο πραγματευόμαστε το ζήτημα του χρόνου της έλευσης του Αντιχρίστου. Εξετάζουμε τα σημεία των καιρών, δηλαδή τα σημάδια που θα προηγηθούν της έλευσής του, παραθέτουμε διάφορες προσπάθειες εντοπισμού του χρόνου της συντελείας, και, τέλος, αναλύουμε το ζήτημα της εγγύτητας της Β΄ Παρουσίας.

Στο δεύτερο μέρος εξετάζεται η παρουσία του Αντιχρίστου. Χωρίζεται και αυτό σε τρία κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο εξετάζονται η προετοιμασία της έλευσης του Αντιχρίστου από τον Πρόδρομο και υπασπιστή του, το ζήτημα του προσδιορισμού της φύσης του Αντιχρίστου, και ο χαρακτηρισμός του. Στο δεύτερο κεφάλαιο εξετάζεται η πρώτη περίοδος της παρουσίας του Αντιχρίστου. Περιλαμβάνεται η πραγμάτευση μιας σειράς θεμάτων. Γέννηση και ανατροφή του Αντιχρίστου, εμφάνισή του στον δημόσιο βίο, εξωτερική μίμηση του Χριστού, σχέση του Αντιχρίστου προς τους Ιουδαίους, ενθρόνισή του στο ναό του Θεού, παρουσία των δύο προφητών. Στο τρίτο κεφάλαιο εξετάζεται η δεύτερη περίοδος δράσης του Αντιχρίστου και η τελική καταστροφή του. Τα θέματα που αναλύονται είναι η αποκάλυψη του πραγματικού προσώπου του Αντιχρίστου, ο έσχατος διωγμός της Εκκλησίας, η μετάθεσή της στην έρημο, η « μεγάλη Θλίψις » και η ερήμωση των πάντων, η ήττα και συντριβή του Αντιχρίστου.

Ακολουθεί ένα παράρτημα, όπου παρατίθενται φωτογραφίες χειρογράφων της Αποκάλυψης και έργων τέχνης εμπνευσμένων απ’ την Αποκάλυψη.

Σημειώσεις
115. Για την σχέση Αγίας Γραφής και Πατερικής Παράδοσης βλ. και Μαρτζέλου Γεωργίου, Το βιβλικό υπόβαθρο του Ορθόδοξου δόγματος, « Ορθόδοξο δόγμα και Θεολογικός προβληματισμός », Μελετήματα δογματικής Θεολογίας Α΄, Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 15-24.
116. Συχνά, οι Πατέρες παραθέτουν στα κείμενά τους εκτενή αποσπάσματα απ’ την Αγία Γραφή. Ενδεικτικός της εξάρτησης των Πατέρων απ’ την Αγία Γραφή είναι ο λόγος « Ἀπόδειξις ἐκ τῶν ἁγίων Γραφῶν περί Χριστοῦ καί περί τοῦ Ἀντιχρίστου » του Ιππολύτου, μεγάλο μέρος του οποίου είναι στην ουσία παραθέσεις γραφικών κειμένων. Ενδεικτική είναι και η τακτική των ερμηνευτών που παραθέτουν την ερμηνεία μετά το σχετικό κείμενο της Αγίας Γραφής. Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί πως οι Πατέρες, συχνά, παραθέτουν κείμενο χωρίς να το σχολιάζουν, θεωρώντας, προφανώς, αυτονόητη την ερμηνεία του.
117. Βλ. και Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατήχησις ΙΕ΄, ΙΓ΄, P.G. 33, 885 και Ε.Π.Ε. 2, σελ. 138-139, « Ταῦτα δέ διδάσκομεν οὐχ εὐρεσιλογοῦντες, ἀλλ’ ἐκ τῶν θείων ἐκκλησιαζομένων Γραφῶν, καί μάλιστα ἐκ τῆς ἀρτίως ἀναγνωσθείσης τοῦ Δανιήλ προφητείας, μεμαθηκότες… ».
118. Χρήστου Παναγιώτου, « Ελληνική Πατρολογία », τ. Α΄, Εισαγωγή, ο.π., σελ. 24.
119. Βλ. Δ. Τσάμη, « Εκκλησιαστική Γραμματολογία », Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 19.
120. Βλ. σχετικά Δημητρίου Τσάμη, « Εκκλησιαστική Γραμματολογία », Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 19-24 και Χρήστου Παναγιώτου, « Ελληνική Πατρολογία », τ. Α΄, Εισαγωγή, Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Χριστιανική Γραμματολογία 2, Εκδόσεις Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1985, σελ. 22-28.
121. Το ζήτημα αναπτύσσεται σε ξεχωριστή ενότητα στις σελ. 314-317.
122. Πρέπει, βέβαια, να επισημάνουμε πως ο Άγιος Βικτωρίνος, ενώ μιλά σε πολλά σημεία του έργου του για τον Αντίχριστο, μόνο σε δύο σημεία τον ταυτίζει με το Νέρωνα. Και, τότε, επισημαίνει πως ο Νέρων, όταν έρθει ως Αντίχριστος, θα έχει άλλο όνομα και θα επιδείξει διαφορετική συμπεριφορά. Στην ουσία μιλά για ένα Νέρωνα που δεν θα είναι ο Νέρωνας. Βλ. Βικτωρίνου και Ιερωνύμου, Ε.Α., CSEL, σελ. 120-121 και CCEL, σελ. 358. Ο Άγιος Μαρτίνος, πάλι, σύμφωνα με τον Σουλπίκιο Σεβήρο, έλεγε πως ο Νέρωνας επρόκειτο να βασιλεύσει στην Δύση, όπου θα ανάγκαζε τους ανθρώπους να προσκυνήσουν τα είδωλα. Ο Αντίχριστος θα βασίλευε στην Ανατολή, θα διεξήγαγε πόλεμο εναντίον του Νέρωνα και θα τον φόνευε. Βλ. Σουλπικίου Σεβήρου, Διάλογοι, II, 14, στο Ιωάννου Αγιαννανίτου, « Ήλιος σ’ έναν κόσμο που δύει, Αρχαίες μαρτυρίες για τον Άγιο Μαρτίνο », Άγιον Όρος 1989, σελ. 250-251.
123. Βλ. Αυγουστίνου, Η Πολιτεία του Θεού, Κ΄, ΙΘ΄, σελ. 118 « Δεν δύναμαι να επιδοκιμάσω την εκπληκτικήν αλαζονείαν των διατυπούντων υποθέσεις τοιαύτης φύσεως », Ιερωνύμου, Σχόλια στον Ιεζεκιήλ, 11,36…….. Βλ. και Λακταντίου, Of the manner in which the persecutors died, ΙΙ, Fathers of the third and fourth centuries, ANF 7, CCEL, σελ. 302. Η άποψη ότι ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην Αποκάλυψη αναπαράγει την παράδοση για ανάσταση και επανεμφάνιση του Νέρωνα, γενικά, δεν πείθει. Βλ. και Θεοδώρου Ανδρέα, Η περί Αντιχρίστου ιδέα, Θεολογία, 41, 1970, σελ. 234 (υποσημείωση 103), « ο ισχυρισμός ότι ενταύθα – Απ. 13,3 – ο ιερός συγγραφεύς υπαινίσσεται τον λαϊκόν μύθον περί Νέρωνος redivivus είναι εντελώς ανάξιος προς την σοβαρότητα και την θεοπνευστίαν του βιβλίου. Η υιοθέτησις ιδεών εντελώς παιδαριωδών και γελοίων, ως είναι ο εν λόγω μύθος αποτελεί υπόθεσιν άκρως αντιβαίνουσαν προς την νηφαλιότητα και την σοβαρότητα του ιερού συγγραφέως ».
124. Βλ. Νεοφύτου του Εγκλείστου, Σαφήνεια, Υπόθεσις ς΄, σελ. 230-231.
125. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις την Β΄ προς Θεσσαλονικείς, Ομιλία Α΄, Α΄, P.G. 62, 470 και Ε.Π.Ε. 23, σελ. 12 « … ἀλλά καί προς ἡμᾶς ταῦτα χρήσιμα, ἵνα τῶν μύθων τῶν παιδικῶν και τῶν ληρημάτων τῶν γραϊκῶν ἀπαλλαγῶμεν. Ἤ οὐκ ἠκούσατε πολλάκις ἐν παισίν ὄντες καί περί τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἀντιχρίστου πολλά λεγόντων τινῶν καί περί τοῦ κάμπτειν τά γόνατα;… ». Προφανώς, ο Ιερός Χρυσόστομος αναφέρεται σε μυθώδεις απόψεις που κυκλοφορούσαν, κυρίως, μεταξύ των παιδιών και, προφανώς, προέρχονταν από σχετικές παράλογες διηγήσεις των παπούδων και γιαγιάδων τους, τα « γραϊκά ληρήματα ». Ο ιερός Χρυσόστομος διακρίνει σε αυτούς τους μύθους την πονηρία του σατανά, ο οποίος ενσπείρει την πλάνη του στις διάνοιες των ανθρώπων, όταν αυτές είναι ακόμη « απαλές », μικρές, άπλαστες και ασχημάτιστες ούτως ώστε αυτή να συναυξηθεί μαζί τους, και έτσι να καταστεί, αργότερα, δυνατή η εξαπάτησή τους. Το γεγονός πως ο Ιερός Χρυσόστομος λέγει προς τους ακροατές του πως αυτές οι απόψεις κυκλοφορούσαν όταν αυτοί ήταν παιδιά, δείχνει πως, προφανώς, οι συγκεκριμένες πλάνες ήταν εφήμερες λαϊκές δοξασίες που με τον καιρό ξεχάστηκαν. Σχετικά με τους μύθους γύρω από το όνομα του Αντιχρίστου που αναφέρει ο Χρυσόστομος, θα πρέπει να επισημάνουμε πως σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει κάποιος να υποθέσει πως ο Χρυσόστομος εννοεί τις απόψεις άλλων Πατέρων πάνω σε αυτό το θέμα. Ο Χρυσόστομος αναφέρεται σε παιδικούς μύθους και « γραϊκά ληρήματα », όχι σε πατερικά κείμενα.
126. Βλ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις την Β΄ προς Θεσσαλονικείς, Ομιλία Α΄, A΄, P.G. 62, 470 και Ε.Π.Ε. 23, σελ. 12. Στην ευρύτερη χριστιανική γραμματεία βλ. Μ. Αθανασίου, αμφιβαλλόμενα, Προς Αντίοχον άρχοντα, Β.Ε.Π.Ε.Σ. 6, Ερώτ. ρθ΄, « Ἀληθές δέ, ὅτι ἐξ Αἰγύπτου ἐξέρχεται ὁ Ἀντίχριστος, καί σημεῖόν τι ἐν τῇ χειρί τῇ μιᾷ καί ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τῷ ἑνί κέκτηται; Πάντα ταῦτα γραώδεις μῦθοί εἰσιν. Ὁ γάρ Ἀντίχριστος οὐδέν σημεῖον τοιοῦτον κέκτηται. ἀλλά καί ἐκ τῆς Γαλιλαίας … ».
127. Βλ. Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατήχησις ΙΕ΄, ΙΕ΄, P.G. 33, 892, « … περί οὗ - του Αντιχρίστου – πλείονα ἔχοντες λαλεῖν ἐκ τῶν θείων Γραφῶν, τούτοις ἀρκούμεθα τέως συμμετρίας ἕνεκεν », και ΛΓ΄, P.G. 33, 913-916.
128. Στιχηρό ιδιόμελο του Εσπερινού της Κυριακής της Πεντηκοστής, Πεντηκοστάριον, Εκδόσεις « Φως », Αθήνα α.χ., σελ. 217.
129. Βικεντίου Λειρίνου, Commonitorium 2, P.L. 50, 640.
130. Στην έρευνά μας συναντήσαμε και κείμενα ερμηνευτών, όπως του Ωριγένους ή του Θεοδώρου Μοψουεστίας που έχουν καταδικαστεί ως αιρετικοί. Εμείς χρησιμοποιούμε μόνο κείμενα των παραπάνω ανδρών που βρίσκονται σε συμφωνία με την Ορθόδοξη Πατερική Παράδοση και αυτά τα παραθέτουμε πάντα σε υποσημείωση. Άλλωστε, και κατά τον Άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας « οὐ πάντα, ὅσα λέγουσιν οἱ αἱρετικοί, φεύγειν καί παραιτεῖσθαι χρη· πολλά γάρ ὅμολογοῦσιν ὧν καί ἡμεῖς ὁμολογοῦμεν » ( Υπομνηστικόν προς Ευλόγιον, P.G. 77, 225 ). Βέβαια, πρέπει να παρατηρήσουμε πως οι δύο άνδρες που προαναφέραμε πέθαναν μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας απολαμβάνοντας γενικής εκτίμησης. Οι Μέγας Βασίλειος και Γρηγόριος ο Θεολόγος συνέταξαν την λεγόμενη « φιλοκαλία » του Ωριγένους, επιλέγοντας αξιόλογα και ορθόδοξα κείμενα του αλεξανδρινού ερμηνευτή. Ο Άγιος Ιερώνυμος με την προτροπή του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου μετέφρασε λόγους του Ωριγένη στα λατινικά. Ειδικά για τον Ωριγένη χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Σουλπικίου Σεβήρου στο έργο του « Διάλογοι » . Βλ. Σουλπικίου Σεβήρου, Διάλογοι Ι, 6, στο έργο του Ιωάννου Αγιαννανίτου, Ήλιος σ’ έναν κόσμο που δύει, Άγιον Όρος 1989, σελ. 178-179, « Αυτός – ο Ωριγένης – εθεωρείτο εμπειρότατος μελετητής των Ιερών Γραφών. Αλλά οι επίσκοποι εντόπιζαν στα βιβλία του μερικές θέσεις γραμμένες νοσηρώς. Οι υπερασπιστές του, μή τολμώντας να τα υποστηρίξουν αυτά, έλεγαν μάλλον πως παρεισήχθησαν δολίως από τους αιρετικούς, και γι’ αυτό δεν έπρεπε, εξαιτίας εκείνων τα οποία επαξίως καθίσταντο επιλήψιμα, να καταδικάζονται επίσης και τα υπόλοιπα. Καθόσον μάλιστα η πίστις των αναγνωστών μπορούσε εύκολα να κάνει διάκριση … Ενάντια σε αυτά αντετίθεντο αμετάπειστοι οι επίσκοποι… Έπρεπε να αποπτύεται εξ ολοκλήρου μία ανάγνωσις, η οποία επρόκειτο περισσότερο να βλάψει τούς ασόφους, παρά να ωφελήσει τούς σοφούς. Όταν εγώ ανίχνευσα με πολλή περιέργεια μερικά από τα βιβλία του, πάρα πολλά μου άρεσαν. Αλλά συνέλαβα και μερικά, στα οποία δεν υπάρχει αμφιβολία πως είχε νοήματα στρεβλά και τα οποία διατείνονται οι υποστηρικτές του πως έχουν πλαστογραφηθεί. Εγώ θαυμάζω πώς μπόρεσε ένας και ο αυτός άνθρωπος να είναι τόσο διαφορετικός από τον εαυτό του, ούτως ώστε, σε αυτό το τμήμα στο οποίο επιδοκιμάζεται, να μην έχει άλλον όμοιό του μετά τους Αποστόλους, ενώ σε αυτό στο οποίο δίκαια αποδοκιμάζεται, να καταδεικνύεται πως κανείς άλλος δεν πλανέθηκε πιο επονείδιστα ».
131. Βλέπε Καραβιδοπούλου Ιωάννου, Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη,Βιβλική Βιβλιοθήκη 1, Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 345-6, Ιωήλ Γιαννακοπούλου, ο.π., σελ. 12, Μπρατσιώτου Π., ο.π., σελ. 38-40.
132. Πρβλ. Μπρατσιώτου Π., ο.π., σελ. 40, « Ὁ προφήτης βλέπει ἐν γενικωτάταις γραμμαῖς συνυφασμένον τό ἄμεσον καί τό προσεχές μετά τοῦ ἀπωτάτου μέλλοντος τῶν ἐσχάτων χρόνων, ὡς καί οἱ παλαιοί προφῆται. Τό κέντρον τοῦ βάρους ἀποτελοῦσι μέν, ὠς εἴπομεν, οἱ ἔσχατοι χρόνοι, τῶν ὁποίων πάλιν κέντρον εἶναι ἡ Β΄τοῦ Χριστοῦ παρουσία, ὡς ἀφετηρία δέ τῶν προρρήσεων χρησιμεύει τό παρόν καί τό προσεχές μέλλον. Ἐξ ἄλλου ὅμως, ὅσα μέλλουσι να συμβῶσιν ἐν τῷ προσεχεῖ μέλλοντι ἔχουσι τυπικήν σημασίαν καί ἀποτελοῦσι συγχρόνως καί τό προανάκρουσμα τῶν συμβησομένων κατά τήν Β΄ τοῦ Χριστοῦ παρουσίαν, ἥτις παρίσταται καί ἐνταῦθα, ὡς καί ἐν τῇ σχετικῇ ὁμιλία τοῦ Κυρίου ( Μθ. 24 κλπ. ), ὡς ἐπικειμένη… », καί Γιαννακοπούλου Ιωήλ, ο.π., σελ. 14, « Ὅπως δηλαδή διά τῆς ἐπιφανείας τοῦ καθαροῦ ὕδατος βλέπομεν τόν πυθμένα τοῦ δοχείου καί τά μεταξύ τοῦ πυθμένος καί τῆς ἐπιφανείας, τοῦ ὕδατος μέρη, κατά παρόμοιον τρόπον τό βλέμμα τοῦ συγγραφέως καί δι’ αὐτοῦ καί τό ἰδικόν μας θα κατευθύνεται διά τῆς ἐπιφανεῖας, ἤτοι τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας εἰς τόν πυθμένα τοῦ δοχείου, ἤτοι εἰς τό τέλος τοῦ κόσμου ἀλλά καί εἰς τά μεταξύ τῶν ἐποχῶν τούτων χρονικά διαστήματα, κατά τά ὁποία θα ἐμφανισθῶσι καί ἐξαφανισθῶσι τά ποικιλώνυμα θηρία τοῦ Μωάμεθ, τοῦ κομμουνισμοῦ κ.λ.π. καί οἱ ποικίλοι ψευδοπροφῆται τῶν μαγειῶν, αἱρέσεων, διδασκαλιῶν ὑλισμοῦ, ἀθεϊσμοῦ κ.λ.π.. ».
133. Το έτος αναφέρεται ενδεικτικά. Βέβαια, το 1986 συνέβη το ατύχημα στο πυρηνικό εργοστάσιο του Τσέρνομπιλ. Λόγω και του ότι η λέξη Τσέρνομπιλ σημαίνει « άψινθος » το γεγονός ερμηνεύτηκε και με αποκαλυπτικούς όρους. Βλ. σχετικά και Ευθυμίου ( Κ. Στύλιου ), Επισκόπου Αχελώου, Άνθρωπος και φυσικό περιβάλλον, Ιστορική και θεολογική θεώρηση του οικολογικού προβλήματος, Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 2003, σελ. 44, και Μουστάκη Γεωργίου, Η Αποκάλυψη του Ιωάννη και το σκάνδαλο του 666, Εκδόσεις Άγκυρα, Αθήνα 1998, σελ. 207.
134. « Εσχατολογικός Λόγος » ή « Αποκαλυπτικός λόγος » ή « Συνοπτική Αποκάλυψη » ή « Μικρή Αποκάλυψη » ονομάζεται το 13ο κεφάλαιο του Κατά Μάρκον Ευαγγελίου και τα παράλληλα των δύο άλλων συνοπτικών ευαγγελίων ( 24ο του Μθ. και 21ο Λκ. ). Όπως έχει επισημανθεί, απ’ τον Εσχατολογικό Λόγο του Κυρίου απουσιάζουν τα βασικά Ιουδαϊκά αποκαλυπτικά θέματα, όπως ο χρόνος προσδιορισμού του τέλους του κόσμου, η εθνική μεσσιανική ιδέα, η Ιουδαϊκή κυριαρχία επί των εθνών, εκφράσεις εκδίκησης κατά των άλλων λαών…. Βλέπε Καραβιδοπούλου Ιωάννου, « Το κατά Μάρκον ευαγγέλιο », Ε.Κ.Δ. 2, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 402. Το ίδιο ισχύει και για την Αποκάλυψη του Ιωάννου. Ο π. Ιωάννης Σκιαδαρέσης επισημαίνει δύο βασικές διαφορές μεταξύ της Αποκάλυψης του Ιωάννου και των διαφόρων ιουδαϊκών αποκαλύψεων. Η Αποκάλυψη του Ιωάννη εκκινεί απ’ το ιστορικό γεγονός της ενανθρώπισης του Χριστού και μιλά με βάση αυτό όχι μόνο για το μέλλον αλλά και για το παρελθόν και το παρόν. « Αντίθετα », όπως σημειώνει χαρακτηριστικά, « οι Ιουδαϊκές Αποκαλύψεις ήταν λόγος αποκλειστικά για το μέλλον καί τα έσχατα χωρίς χριστολογική αφετηρία ». Βλ. Σκιαδαρέση Γ. Ιωάννου, Πρεσβυτέρου, Λειτουργικές σκηνές και ύμνοι στην Αποκάλυψη του Ιωάννου, Β.Β. 14, Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 225.
135. Ο καθηγητής Ιωάννης Καραβιδόπουλος επισημαίνει πως οι σχετικοί στίχοι δεν είναι « vaticinia ex eventu », όπως πιστεύουν διάφοροι προτεστάντες ερευνητές ( Βλ. και L. J. Lietaert Peerbolte, The Antecedents of Antichrist, A Traditio-historical study of the earliest Christian views on eschatological opponets, E. J. Brill, U.S.A, 1996, σελ. 15-6 ), αλλά πραγματικές προρρήσεις του Ιησού Χριστού. Αυτό φαίνεται και απ’ το ότι προφητεύεται μεν η καταστροφή του ναού αλλά δεν γίνεται λόγος για καταστροφή του από φωτιά. Βλ. Καραβιδοπούλου Ιωάννου, ο.π. σελ. 401-405. Κατά τον ιερό Χρυσόστομο ο Ευαγγελιστής Ιωάννης γράφοντας μετά την καταστροφή των Ιεροσολύμων δεν αναφέρεται στον εσχατολογικό λόγο του Κυρίου, ώστε να μην υποστηρίξει κάποιος πως αυτός ο λόγος γράφτηκε μετά τα γεγονότα. Βλ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία ΟΣΤ΄ εις το κατά Ματθαίον, 2, Ε.Π.Ε. 12, σελ. 16-18. Πάντως, σχετικά με τους ερευνητές που ονομάζουν τις προφητείες του Χριστού ως « vaticinia ex eventu » γεννάται το εξής ερώτημα: Αν δεν δέχονται ότι ο Χριστός μπορούσε να προφητεύσει, δέχονται ότι ο Ιησούς Χριστός ήταν Θεός, δέχονται το γεγονός της Ανάστασης;
136. Βλ. Καραβιδοπούλου Ιωάννου, Το κατά Μάρκον ευαγγέλιο, Ε.Κ.Δ. 2, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 402, « Παρόν και μέλλον, επικείμενη καταστροφή της Ιερουσαλήμ και προανάκρουσμα του τέλους του κόσμου συμπλέκονται σε μια γενική θεώρηση της Ιστορίας, της οποίας ρυθμιστής είναι ο Θεός, όσο κι αν οι αντίθεες δυνάμεις δείχνουν να θριαμβεύουν προσωρινά ». Βλέπε σχετικά και σελ. 411.417, « Οι δύο πραγματικότητες συμπλέκονται στα λόγια του Ιησού και στον κάλαμο του Μάρκου, ώστε από τη μια να πηγαίνει η σκέψη του αναγνώστη στην άλλη ».
137. Καραβιδοπούλου Ιωάννου, Το κατά Μάρκον ευαγγέλιο, ο.π., σελ. 74-5 και « Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη », ο.π., σελ. 17-18 και 144-5. ΟΙ J. Weiss και Α. Schweitzer τόνισαν το στοιχείο της αναμονής των εσχάτων στην Καινή Διαθήκη δημιουργώντας την σχολή της Συνεπούς Εσχατολογίας. Αντίθετα, ο C. H. Dodd έδωσε έμφαση στο στοιχείο της βασιλείας του Θεού ως ιστορικής πραγματικότητας δημιουργώντας την σχολή της πραγματοποιηθείσας εσχατολογίας. Ωστόσο, η Ορθόδοξη Θεολογία αδιαφορεί για τέτοια ψευτοδιλήματα θεωρώντας πως η Βασιλεία του Θεού έχει έρθει ήδη ενώ συγχρόνως αναμένεται στην πλήρη μορφή της κατά το μέλλον. Έτσι, τόσο η σχολή της Πραγματοποιηθείσας Εσχατολογίας του Dodd όσο και η σχολή της Συνεπούς εσχατολογίας του Schwitzer δείχνονται μονομερείς.
138. Herman Gunkel, Creation and Chaos in the primeval era and in the eschaton, Religio and historical study of Genesis 1 and Revelation 12, translated by William Whitney JR., foreword by Peter Machinist, Grand Rapids, Michigan, 2006, μετάφραση απ' την έκδοση του 1895, σελ. 32-34, 115-129.
139. Σχετικά με την ένταξη του βιβλίου της Αποκάλυψης στον κανόνα της Καινής Διαθήκης βλ. Καραβιδοπούλου Ιωάννου, Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη, ο.π., σελ.82-87 και Μπρατσιώτου Παναγιώτου, Η αποκάλυψη του Ιωάννου, ο.π., σελ. 34-37.
140. Αξίζει να σημειωθεί πως ο Άγιος Διονύσιος Αλεξανδρείας αμφισβήτησε την ταυτότητα του Ευαγγελιστού Ιωάννου ως συγγραφέα της Αποκάλυψης αλλά δεν τόλμησε να αμφισβητήσει την θεοπνευστία του ιερού βιβλίου, το οποίο θεώρησε ανώτερο της δικής του ερμηνευτικής δύναμης. Βλ. Διονυσίου Αλεξανδρείας, Κατά Νέπωτος, Γ-Δ΄, P.G. , 1244, « Ἐγώ δέ ἀθετῆσαι μέν οὐκ ἄν τολμήσαιμι τό βιβλίον· πολλῶν αὐτό διά σπουδῆς ἐχόντων ἀδελφῶν· μείζονα δέ τῆς ἑμαυτοῦ φρονήσεως τήν ὑπόληψιν τήν περί αὐτοῦ λαμβάνων, κεκρυμμένην εἶναί τινα καί θαυμασιωτέραν τήν καθ’ ἕκαστον ἐκδοχήν ὑπολαμβάνω. Καί γάρ εἰ μή συνίημι, ἀλλ’ ὑπονοῶ γε νοῦν τινα βαθύτερον ἐγκεῖσθαι τοῖς ῥήμασιν· οὐκ ἰδίῳ ταῦτα μετρῶν καί κρίνων λογισμῷ, πίστει δέ πλέον νέμων, ὑψηλότερα ἤ ὑπ’ ἐμοῦ καταληφθῆναι νενόμικα· καί οὐκ ἀποδοκιμάζω ταῦτα ἅ μή συνεώρακα· θαυμάζω δέ μᾶλλον… Ἁγίου μέν γάρ εἶναί τινος καί θεοπνεύστου συναινῶ ». Όπως επισημαίνει ο π. Ιωάννης Σκιαδαρέσης, ο Άγιος Διονύσιος Αλεξανδρείας ξεκινά από λόγους γλωσσικούς και συντακτικούς, που έχουν, όμως την εξήγησή τους ( Ο Ιωάννης είδε την Αποκάλυψη όντας σε έκσταση ). Βλ. σχετικά στο έργο του π. Ιωάννου Σκιαδαρέση, Συντακτικές ετερότητες στο κείμενο της Αποκάλυψης του Ιωάννη και εκλογικεύσεις τους στη χειρόγραφη παράδοσή του, « Η Αποκάλυψη του Ιωάννη, Ερμηνευτικά και θεολογικά Μελετήματα Α΄ », Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 9-54. Για την γλώσσα της Αποκάλυψης βλ. και Φίλη Λ.Χ., « Η γλώσσα της Αποκαλύψεως του Ιωάννου », Εισηγήσεις ΣΤ΄ Συνάξεως Ορθοδόξων Βιβλικών Θεολόγων ( Λευκωσία 26 Σεπτεμβρίου – 3 Οκτωβρίου 1991 ): Η Αποκάλυψη του Ιωάννη, Προβλήματα φιλολογικά, ιστορικά, ερμηνευτικά, θεολογικά ( Λευκωσία: Ι. Αρχιεπισκοπή Κύπρου, 1993 ), σελ. 213-225. Ο Π. Μπρατσιώτης παραθέτει πλείστες όσες εξωτερικές μαρτυρίες αλλά και εσωτερικά κριτήρια ( « αυτομαρτυρίαι του συγγραφέως », ομοιότητα γλώσσας και ύφους και ιδεολογικές ομοιότητες μεταξύ του ευαγγελίου του Ιωάννου και της Αποκάλυψης ) που δείχνουν τον Ευαγγελιστή Ιωάννη ως συγγραφέα της Αποκάλυψης. Βλ. σχετικά Μπρατσιώτου Π., ο.π., σελ. 25-32. Κατά τον Ιωάννη Παναγόπουλο « αποτελεί κοινό τόπο, ότι το βιβλίο της Αποκαλύψεως υπήρξε από τα πλέον προσφιλή κείμενα της Αρχαίας Εκκλησίας » ( Παναγοπούλου Ιωάννου, « “ Τί το Πνεύμα λέγει ” Η πατερική κατανόηση του βιβλίου της Αποκάλυψης », 1900ετηρίς της Αποκαλύψεως Ιωάννου, Πρακτικά Διεθνούς Διεπιστημονικού Συμποσίου ( Αθήναι Πάτμος, 17-26 Σεπτεμβρίου 1995 ), σελ. 359 ).
141. Ο Π. Μπρατσιώτης επισημαίνει πως το βιβλίο της Αποκάλυψης « ὡς μή ὤφελε, ἐξακολουθεῖ, παρά τήν ρητήν παραγγελίαν του Κυρίου ( 22,10: Μή σφραγίσῃς τούς λόγους τῆς προφητείας τοῦ βιβλίου τούτου ), να θεωρῆται καί να παραμένῃ βιβλίον “ ἐσφραγισμένον σφραγῖσιν ἑπτά ”, ἀνοικτόν δέ μόνον εἰς τούς κατά καιρούς ἀναφαινομένους “ ἀποκαλυπτικούς ” ἑρμηνευτάς καί πρό παντός εἰς τούς χιλιαστάς καί τά ποικίλα θύματα αὐτῶν. Ἡ ἔναντι τοῦ θείου, ἀλλ΄ ὁμολογουμένως μυστηριώδους βιβλίου τούτου ἐπιφυλακτικότης καί διστακτικότης αὕτη ἐξηγεῖται μέν ἐκ τοῦ πατροπαραδότου ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησία φόβου προς τάς χιλιαστικάς παρεξηγήσεις, δεν συμβιβάζεται δ’ ὅμως οὔτε προς το παγχριστιανικόν κῦρος τοῦ βιβλίου τούτου οὔτε προς τήν πανθομολογουμένην σήμερον ἀναγνώρισιν τῆς μεγάλης θρησκευτικῆς καί τῆς ἄλλης πολλαπλῆς αὐτοῦ σπουδαιότητος καί ἥκιστα ἀνταποκρίνεται προς τάς σημερινάς ἀνάγκας τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, σκληρόν ἀγωνιζομένης ἀγῶνα ἐναντίον τῶν αἰρετικῶν παρερμηνειῶν αὐτοῦ ἀφ’ ενός καί τῶν ποικίλων αντιχριστιανικῶν καί ἀντιθέων ῥευμάτων καί δυνάμεων ἀφ’ ἑτέρου ». Βλ. Μπρατσιώτου Π., ο.π., σελ. Ζ΄. Βλ. σχετικά και Χαραλάμπους Βασιλοπούλου, Η Αποκάλυψις εξηγημένη ( το κατά δύναμιν ), τομ. 1ος. Έκδοσις 6η, σελ. 13-20.
142. Βλ. Μπρατσιώτου Παναγιώτου, Η Αποκάλυψις του Αποστόλου Ιωάννου, ο.π., σελ. 34-37 και Γιαννακοπούλου Ιωήλ, Ερμηνεία της Αποκαλύψεως, Έκδοσις Β΄, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 10
143. Βλ. Μπρατσιώτου Παναγιώτου, ο.π., σελ. 24-32.
144. Πάντως, αποσπάσματα απ’ την Αποκάλυψη διαβάζονταν κατά την περίοδο μεταξύ του Πάσχα και της Πεντηκοστής στις Εκκλησίες της Ρώμης και της Ισπανίας τους έβδομο και όγδοο αιώνα. Βλ. Chromatius of Aqueleia, Sermo de sancto Iohanne evangelista et apostolo. R. Etaix and J. Lemarie, CCSL 9A, σελ. 97-99. Ο Π. Μπρατσιώτης σημειώνει πως « ἐάν ποτέ ἤθελεν ἀναθεωρηθῇ ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τό σύστημα τῶν ἐπ’ Ἐκκλησίας ἀναγιγνωσκομένων περικοπῶν ἐκ τῆς Καινῆς Διαθήκης, εὐχῆς ἔργον θα ἦτο να εἰσήγετο ἡ ἀνάγνωσις τοὐλάχιστον τῶν τριῶν πρώτων καί τῶν δύο τελευταίων κεφαλαίων τῆς Ἀποκαλύψεως προς πληρεστέραν συμμόρφωσιν με τούς λόγους τοῦ Κυρίου ἐν αὐτῇ ( 1,3 καί 22,10 ) ».
145. Δεν πρέπει να παραθεωρείται το γεγονός πως το έργο των Πατέρων επηρεαζόταν και από ζητήματα πρακτικής φύσεως. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Αγίου Ιερωνύμου προς τον Ανατόλιο στην επιστολή του σχετικά με την εργασία που έχει κάνει στην ερμηνεία του Βικτωρίνου στην Αποκάλυψη: « Αν η ζωή μας παραταθεί και ο Κύριος δώσει υγεία, για σένα, η πιο ικανή διανοητική μας δύναμη θα κοπιάσει πάνω απ’ αυτό το βιβλίο, φίλτατε Ανατόλιε » ( Ιερωνύμου, Prologus, CSEL 49, σελ. 15 ).
146. Aναφέρουμε ενδεικτικά κάποια μόνο έργα Πατέρων της Εκκλησίας. Βλ. Μ. Βασιλείου, Ανατρεπτικός τοῦ ἀπολογητοῦ τοῦ δυσσεβοῦς Εὐνομίου, Λόγος Β΄, ΙΔ΄, P.G. 29, 600 και Ε.Π.Ε. 10, σελ. 160-161, « ἀλλ’ αὐτός ἡμῖν ὁ εὐαγγελιστής ἐν ἑτέρῳ λόγῳ τοῦ τοιούτου, “ Ἦν ” τό σημαινόμενον ἔδειξεν, εἰπών· “ Ὁ ὠν καί ὁ ἦν, καί ὁ παντοκράτωρ ” », Γρηγορίου Θεολόγου, Ομιλία ΜΒ΄, Συντακτήριος εις τήν τῶν ΡΝ΄, ἐπισκόπων παρουσίαν, Θ΄, Α΄, « Προς δέ τούς ἐφεστῶτας ἀγγέλους ( πείθομαι γάρ ἄλλους άλλης προστατεῖν Ἐκκλησίας, ὡς Ἰωάννης διδάσκει με διά τῆς Ἀποκαλύψεως ) », P.G. 36, 469 και Ε.Π.Ε. 2, σελ. 258-259, και Λόγος ΚΘ΄, Θεολογικός τρίτος, Περί Υἱοῦ, ΙΖ΄, P.G. 36, 96 και Ε.Π.Ε. 4, σελ. 138-139, Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος εις την εαυτοῦ χειροτονίαν, P.G. 46, 549 και Ε.Π.Ε. 10, σελ. 22 και Κατά Ευνομίου Γ΄, Θ΄ ( ΙΑ΄ Μigne ), B.E.Π.Ε.Σ. 68, σελ. 77 και Ε.Π.Ε. 3, σελ. 446, Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Περί τῆς ἐν πνεύματι καί ἀληθεία προσκυνήσεως, Λόγος ΣΤ΄, P.G. 68, 433, καί Ε.Π.Ε. σελ. 412-413, « Καίτοι τό τῆς Ἀποκαλύψεως βιβλίον ἡμῖν συντιθείς ὁ σοφός Ἰωάννης, ὅ καί ταῖς τῶν Πατέρων τετίμηται ψήφοις », Γρηγορίου Διαλόγου, Διάλογοι, Δ΄, 44, 2, στο Βίοι αγνώστων ασκητών, Αγίου Γρηγορίου του Μεγάλου Πάπα Ρώμης του επικαλουμένου Διαλόγου Διάλογοι, μετάφραση, πρόλογος, εισαγωγή σημειώσεις Ιωάννου μοναχού Αγιαννανίτου, Άγιον Όρος 1988, σελ. 371.
147. Για την επίδραση της Αποκάλυψης στην χριστιανική λατρεία βλ. Μπρατσιώτου Π., ο.π., σελ. 50-57 και Αναγνώστου Νικοδήμου, Αρχιμανδρίτου, Η Αποκάλυψις, Εισαγωγικά, κείμενον-παράλληλα χωρία-ερμηνευτικόν λεξικόν-λεξιλόγιον, Έκδοσις Β΄, Μυτιλήνη 1971, σελ. 69-79. Δεν είναι άσκοπο να αναφερθεί πως το βιβλίο της Αποκάλυψης ενέπνευσε και τον εθνικό μας ποιητή Διονύσιο Σολωμό ( Βλ. π.χ. Σολωμού Διονυσίου, Ύμνος εις την ελευθερίαν, 98, Εν Μεσολογγίω 1825, σελ. 34, « Αὑτός λέγει… ἀφουγκρασθῆτε· Ἐγώ εἶμ’ Ἄλφα, Ὠμέγα ἐγώ· Πέστε· ποῦ θ’ ἀποκρυφθῆτε ἐσεῖς ὅλοι, ἄν ὀργισθῶ; » ) και έχει μεταφερθεί στη Νεοελληνική και απ’ τους δύο νομπελίστες ποιητές μας. Βλ. Ελύτη Οδυσσέα, Ιωάννης, Αποκάλυψη, Μορφή στη νέα Ελληνική, Εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα 2005 και Σεφέρη Γεωργίου, Η Αποκάλυψη του Ιωάννου, Μεταγραφή, Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1995. Αξιολογώτατη είναι και η ποιητική απόδοση του κειμένου της Αποκάλυψης απ’ τον Αρχιμανδρίτη Νικόδημο Σκρέττα. Βλ. Σκρέττα Νικοδήμου, Αρχιμανδρίτου, Αποκάλυψις Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, Ποιητική απόδοση στη Νεοελληνική, Εκδόσεις Τέρτιος, Κατερίνη 1995. Για την επίδραση της Αποκάλυψης στην νεότερη ελληνική λογοτεχνία βλ. και Χατζηφώτη Ι., Η Αποκάλυψη του Ιωάννη, Οι επιδράσεις και οι επαληθεύσεις της, Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα 2001, σελ. 38-45. Για την επίδρασή της στον Χριστιανικό κόσμο γενικότερα βλ. Μπρατσιώτου Παναγιώτου, ο.π., σελ. 50-58.
148. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις τον Δανιήλ, Ομιλία Ζ΄, Ε΄, P.G. 56, 233 και Ε.Π.Ε. 8, σελ. 642. Βλ. και Μπούμη Παναγιώτου, Ο επίλογος μιας πορείας, Εκκλησιολογική ερμηνεία των επτά επιστολών της Αποκαλύψεως, Αθήνα 1993, σελ. 11-12.

Δεν υπάρχουν σχόλια: