Συνέχεια από Τρίτη, 29 Νοεμβρίου 2022
HANS JONAS - TECHNIK, MEDIZIN UND ETHIK - ZUR PRAXIS DES PRINZIPS VERANTWORTUNG8. ΑΣ ΚΛΩΝΟΠΟΙΗΣΟΥΜΝΕ ΛΟΙΠΟΝ ΕΝΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟ: Απ’ την ευγονική στη γονιδιακή τεχνολογία.
3. Προκύπτει τώρα και το σημαντικό εδώ ερώτημα της «πρόβλεψης». Στην κανονική κατασκευή από σταθερά και ομογενή υλικά, οι άγνωστες παράμετροι είναι πρακτικά μηδενικές, και ο μηχανικός μπορεί να προβλέψη με ακρίβεια τις ιδιότητες του «προϊόντος» του (δεν θα εμπιστευόμασταν διαφορετικά, τις γέφυρες π.χ. που κατασκευάζει). Και γι’ αυτόν και μόνον τον λόγο είναι δυνατόν να υπολογισθή και «αντίστροφα», ανάλογα με τις επιθυμητές ιδιότητες, μια συγκεκριμένη κατασκευή. Για τον βιολογικό ωστόσο «μηχανικό», που πρέπει να αναλάβη «ανεξέταστα» τρόπον τινά την «ακατανίκητη» (και προς κατανίκησιν!) πολυπλοκότητα παρόντων και κεκρυμμένων εν μέρει προσδιοριστικών παραγόντων, με τη δική τους αυτόνομη δυναμική, ο αριθμός τών αγνώστων, στο γενικό «σχέδιο», παραγόντων είναι κάτι παραπάνω από τεράστιος. Το «σχέδιο» δεν είναι άρα κατά το μεγαλύτερό του μέρος καν δικό του, ενώ απροσδιορίστως πολλά στοιχεία του τού είναι παντελώς άγνωστα. Σ’ αυτόν τον άγνωστο Χ πρέπει μάλιστα να εμπιστευθή (( ! )) και τη δική του αναλογική συμβολή στην απολυτότητα των επενεργούντων αιτίων. Το να προβλεφθή άρα η «μοίρα του» μέσα σ’ αυτό το σύνολο, αυτό «περιορίζεται» στον χώρο τής μαντείας, ο δε σχεδιασμός κατά το μεγαλύτερό του μέρος στο στοίχημα! Ο επιδιωκόμενος μετασχηματισμός ή η μετατροπή ή η βελτίωση ενός οργανισμού δεν συνιστά στην πραγματικότητα παρά ένα πείραμα, το οποίο έχει τόσο μεγάλη μάλιστα διάρκεια – στο γενετικό τουλάχιστον πεδίο -, ώστε το τελικό του αποτέλεσμα να τίθεται φυσιολογικά (αν μπορή καν μονοσήμαντα να ταυτοποιηθή) πέρα (επέκεινα!) κι απ’ τις διαπιστώσεις τού ίδιου του πειραματιστή!
4. Κι αυτό αλλάζει πάλι εντελώς την παραδοσιακή σχέση ανάμεσα στην απλήν «απόπειρα» (το «πείραμα») και την πραγματική δράση. Τα πειράματα είναι στην παραδοσιακή τεχνολογία δυνητικά, διεξαγόμενα με αντιπροσωπευτικά πρότυπα ή μοντέλλα, που μπορούν να αλλάζουν ή να καταργούνται, να δοκιμάζονται και να ξαναδοκιμάζονται κατά βούλησιν, πριν ένα εγκεκριμένο μοντέλλο φτάσει τελικά στη διαδικασία παραγωγής· και μόνον τότε υφίσταται πια «υποχρεωτικότητα». Καμμιά όμως παρόμοια υποκατάσταση του πραγματικού με το «ίσως και πιθανώς» δεν παρέχεται στον βιολογικό χειρισμό, ιδιατέρως τού ανθρώπου. Για να ισχύση το πείραμα, πρέπει να επιτελείται στο ίδιο το πρωτότυπο, το απολύτως πραγματικό και αυθεντικό αντικείμενο. Κι αυτό που «υφίσταται» μεταξύ αρχής και τελικού συμπεράσματος του πειράματος είναι η πραγματική ζωή ατόμων ή και ολόκληρων πληθυσμών, κάτι που εξαφανίζει προφανώς κάθε διάκριση μεταξύ απλής απόπειρας και οριστικής πράξης. Ως μόνος άρα «ανακουφιστικός» διαχωρισμός ανάμεσα στα δυό απομένει η (ενδεχόμενη) «αθωότητα» του συγκεκριμένου πειράματος. Εφ’ όσον το ίδιο το πείραμα είναι η πραγματική πράξη – και η πραγματική πράξη το πείραμα![ΕΔΩ ΕΜΠΙΠΤΕΙ ΚΑΙ Η ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΗ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ]
5. Μπορούμε εδώ να προσθέσουμε και τη «μη αναστρεψιμότητα» ως χαρακτηριστικό που διακρίνει την οργανική απ’ τη μηχανική διαδικασία. Όλα είναι αντιστρέψιμα στη μηχανική κατασκευή, οι δομικές όμως αλλαγές δεν αντιστρέφονται στους (ζωντανούς) οργανισμούς. Το οποίο σημαίνει πρακτικά, ότι η παραδοσιακή μηχανική τέχνη μπορεί να διορθώνη κάθε στιγμή, τόσο στα στάδια του σχεδιασμού και των δοκιμών, αλλά και μετά απ’ αυτά, τα λάθη της· ακόμα και έτοιμα και διατεθέντα ήδη στο εμπόριο προϊόντα, όπως π.χ. τα αυτοκίνητα, μπορούν να επιστραφούν, αν παρουσιαστούν ελαττώματα, στο εργοστάσιο. Χωρίς να συμβαίνη όμως το ίδιο στη βιολογική τεχνική, όπου οι πράξεις της δεν ανακαλούνται σε κανένα της βήμα, κι όταν γίνονται ορατά τα αποτελέσματά της, είναι πια πολύ αργά για διορθώσεις· ό,τι έγινε, έγινε, δεν μπορούμε να επαναφέρουμε κανέναν στην προηγούμενή του κατάσταση, ούτε να πετάξουμε ολόκληρους πληθυσμούς «στα σκουπίδια». Το τί οφείλουμε να κάνουμε με τις αναπόφευκτες αποτυχίες («ολισθήματα») στη γενετική παρέμβαση, με τις «κοπτο-ραπτικές», τις εκτρώσεις – αν πρέπη βέβαια να εισάγουμε την έννοια της «απόρριψης» στην ανθρώπινη εξίσωση, προς το οποίο μάς εξαναγκάζουν ορισμένες απ’ τις «κατακτημένες» μορφές τής γενετικής παρέμβασης -, όλα αυτά είναι στην πραγματικότητα ηθικά ερωτήματα, που πρέπει να τα δούμε και να τα απαντήσουμε, πριν ακόμα επιτραπή ακόμα και το πρώτο μόνο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση.
6. Το δεδομένο ότι ο βιολογικός χειρισμός θα «κινηθή» στο γενετικό, από ’δώ και πέρα, προπαντός πεδίο, προκαθορίζει και μιαν ακόμα διαφορά απ’ την «κανονική» τεχνολογία: Δεν υπάρχει δηλ. τίποτα που να συγκρίνεται με την (ανθρώπινη) αναπαραγωγή και την κληρονομικότητα στις μηχανές, το οποίο και δηλώνει τη διαφορά μεταξύ άμεσης και έμμεσης σχέσης τής αιτίας προς το τελικό αποτέλεσμα. Στη βιογενετική τεχνική, ο δρόμος προς τον (τελικό) σκοπό είναι έμμεσος, μέσα από την επιβολή ενός νέου αιτιώδους παράγοντα στην κληρονομική σειρά, που θα φανερώση την επίδρασή του στη φυλετική κατ’ αρχάς διαδοχή. «Παραγωγή» σημαίνει εδώ την «παράδοσή» μας στο ρεύμα τού γίγνεσθαι, μέσα στο οποίο «πορεύεται» («προελαύνει») εξάλλου και ο «παραγωγός».
7. Εδώ τίθεται τώρα και το ερώτημα της «ισχύος», της «δυνάμεως», που είναι τόσο βαθειά συνδεδεμένο με την τεχνική. Η επιστήμη και η τεχνική «ανυψώνουν» τη δύναμη του ανθρώπου πάνω απ’ τη φύση, κατά τη διατύπωση του Βάκωνα. «Ανυψώνουν» όμως φυσικά – κάτι που δεν προβλέπεται δυστυχώς στην εν λόγω διατύπωση – και τη δύναμη των ανθρώπων πάνω σε άλλους ανθρώπους, χωρίς να παραβλέψουμε βέβαια και την κοινή υποταγή όλων τών ανθρώπων στις κατασκευασμένες απ’ την ίδια την τεχνική ανάγκες και εξαρτήσεις. Η φράση αυτή είναι ωστόσο «συνολικά» σωστή, ότι δηλ. η συλλογική δύναμη της ανθρωπότητας αναπτύσσεται διαρκώς χάρις στην τεχνική, στη σχέση της προπαντός και αναμφισβήτητα προς την υπόλοιπη, πέρα («έξω») από τον άνθρωπο φύση. Ο δε προκείμενος έλεγχος του ανθρώπου πάνω στην ίδια του τη φύση εμφανίζεται ως ο κορυφαίος θρίαμβος αυτής τής δύναμης! Και η τεχνικά κυριαρχημένη φύση περιλαμβάνει τώρα ξαφνικά εκ νέου τον άνθρωπο, που αντιπαρατάχθηκε με την τεχνική ως «κύριος» απέναντί της. Σε ποιον ανήκει όμως αυτή η δύναμη, και πάνω σε ποιον και σε τί εξασκείται; Είναι προφανώς η δύναμη των σημερινών πάνω στους μελλοντικούς ανθρώπους, που δεν θα αποτελούν παρά τα απροστάτευτα αντικείμενα προϋπαρχουσών αποφάσεων των σημερινών «σχεδιαστών». Η άλλη όψη τής σημερινής ισχύος θα είναι η μετέπειτα υποδούλωση ζωντανών ανθρώπων απέναντι στους νεκρούς. Και η επενεργούσα εδώ (και τώρα) δύναμη καθίσταται απολύτως μονόπλευρη, χωρίς την απάντηση μιας αντενεργούσης δυνάμεως εκ μέρους τών εκτεθειμένων σ’ αυτήν (μελλοντικών) υποκειμένων, καθώς τα υποκείμενα αυτά αποτελούν τα (πιθανά) δημιουργήματά της, και ό, τι κι αν πρόκειται να κάνουν (ή ακόμα και να επιθυμούν), δεν θα εκπληρώνη παρά τον νόμο εκείνον που θα έχη επιβάλει η δύναμη που θα έχη εξουσιάσει τη γένεσή τους. Αυτό θα έχη τουλάχιστον θελήσει (να επιτύχη) η κατ’ εξοχήν θέση τής γενετικής «δημιουργικής» τέχνης. Η «δύναμη» ξεφεύγει στην πραγματικότητα, εξασκούμενη άπαξ, απ’ τα χέρια του κατόχου της, προχωρώντας στους δικούς της, όπως το επισημάναμε προηγουμένως, ανυπολόγιστους «δρόμους» μέσα στον λαβύρινθο της υπερβάλλουσας πολυπλοκότητας των ζωντανών οργανισμών, η οποία και αντιτίθεται σε οποιαδήποτε πλήρη ανάλυση και πρόγνωση. Η «δύναμη» είναι δηλαδή, σκόπιμη ή «μοιραία», ουσιαστικά τυφλή. Προκαλώντας όμως, είτε «βλέπει» είτε δεν «βλέπει», είτε είναι «επιτήδεια» είτε αυτοσχεδιάζει, το ερώτημα (το οποίο δεν τίθεται στην τεχνική που χρησιμοποιεί την αδρανή ύλη), με ποιο «δικαίωμα» μπορεί να προκαθορίζη ο οποιοσδήποτε την ζωή και την ύπαρξη των μελλοντικών γενεών. Ακόμα δε κι αν γίνη δεκτό κατ’ αρχήν ένα τέτοιο δικαίωμα, ποια «σοφία» καθιστά τον οποιοδήποτε ικανό προς εξάσκησή του. Πρόκειται λοιπόν για δύο εδώ είδη δικαιώματος, απ’ τα οποία το δεύτερο – το δικαίωμα να εξασκηθή ένα αφηρημένα ίσως ισχύον δίκαιο – συνδέεται με την κατοχή σοφίας ως απαραίτητη προϋπόθεσή του. Η οποία όμως «κατοχή» σοφίας θα μπορούσε ακριβώς να οδηγήση στην απόρριψη (της αποδοχής) του πρώτου δικαιώματος, μαζί με όλους τούς σκοπούς που το συνακολουθούν. Η αλαζονεία, με την οποίαν αντιμετωπίζεται ήδη ωστόσο μια τέτοια «σοφία», αποδεικνύει, με απόλυτη σχεδόν βεβαιότητα, και την πραγματική απουσία της.
8. Για να φτάσουμε στο τελευταίο έτσι σημείο αυτής τής σύγκρισης μεταξύ παραδοσιακής και βιολογικής τεχνικής –στο ερώτημα των «σκοπών» που τίθενται σε κάθε μία, μια αξιολόγηση και μια «επιλογή» για τις οποίες χρειαζόμαστε προπαντός μια σοφία. Ο σκοπός στην παραδοσιακή τεχνική καθορίζεται πάντοτε – ακόμα και ο πιο αμφίβολος κατά τα άλλα σκοπός – από μια οποιαδήποτε χρησιμότητα, και καμμιά τεχνική κατασκευή δεν αποτελεί αυτοσκοπό. Κι αυτό παραμένει και ισχύει και στη βιολογική τεχνική, εφ’ όσον αυτή αναφέρεται σε φυτά και ζώα: καθώς είναι κι αυτά, παραλειπομένης τής ιδιότητας ότι έχουν κι αυτά ζωή, πράγματα απ’ αυτήν την άποψη, που η ύπαρξή τους υποτάσσεται στη χρησιμότητά τους και η χρηστική αξία τους μπορεί και επιτρέπεται, ακόμα και σε βάρος τής ύπαρξής τους, να αυξηθή (( ; )) . «Χρησιμότητα» όμως σημαίνει «κάτι που ωφελεί τον άνθρωπο» και αρνείται, εκτός αν θεωρηθή πως οι ίδιοι οι άνθρωποι υπάρχουν για ανθρώπινη και μόνο χρήση, τον ωφελιμιστικό εννοιολογικό προσδιορισμό κάθε μέχρι τούδε τεχνικής που αποπειράται μια τεχνολογική παρέμβαση στη βιολογική ανθρώπινη ύλη, όπως είναι η γενετική π.χ. ανακατασκευή της. Πού θα σκόπευε άραγες μια τέτοια παρέμβαση; Yπάρχει στην πραγματικότητα μια ασκούμενη, από πολύ παλαιά, «επιδεξιότητα» πάνω στη φύση και τα φυσικά χαρακτηριστικά τού ανθρώπου, που θα μπορούσε να μας απαντήση, ότι ναι, είναι η ιατρική η ιδιαίτερη εκείνη περίπτωση μιας «τεχνικής», που απέβλεψε πάντοτε στο Είναι και όχι στη χρησιμότητα του αντικειμένου της. Η οποία όμως συντηρεί και αποκαθιστά, δεν αλλάζει ούτε καινοτομεί. Και σκοπός της είναι ο δεδομένος κανόνας τής φύσεως. Ποιος μπορεί να είναι όμως τότε ο σκοπός μιας «απελευθερωμένης» απ’ αυτόν τον κανόνα και εφευρετικής «αρχιτεκτονικής» στο ανθρώπινο «υπόστρωμα»; Όχι να δημιουργήση βέβαια τον άνθρωπο, ο οποίος είναι ήδη δημιουργημένος. Μήπως να κατασκευάση έναν καλύτερον (από οργανικής πλευράς) άνθρωπο; Ποιο θα ήταν όμως τότε το μέτρο γι’ αυτή τη «βελτίωση»; Μήπως μια καλύτερη προσαρμογή; Σε τί να προσαρμοστή όμως καλύτερα; Σκοντάφτουμε πράγματι σε εντελώς ανοιχτά και εντελώς μετα-τεχνικά ερωτήματα, μόλις αποτολμήσουμε να αγγίξουμε «δημιουργικά» τη φυσική συγκρότηση του ίδιου του ανθρώπου. Ερωτήματα τα οποία κορυφώνονται όλα στο ένα και μοναδικό ερώτημα: σύμφωνα με ποιο πρότυπο;
( συνεχίζεται )
4. Κι αυτό αλλάζει πάλι εντελώς την παραδοσιακή σχέση ανάμεσα στην απλήν «απόπειρα» (το «πείραμα») και την πραγματική δράση. Τα πειράματα είναι στην παραδοσιακή τεχνολογία δυνητικά, διεξαγόμενα με αντιπροσωπευτικά πρότυπα ή μοντέλλα, που μπορούν να αλλάζουν ή να καταργούνται, να δοκιμάζονται και να ξαναδοκιμάζονται κατά βούλησιν, πριν ένα εγκεκριμένο μοντέλλο φτάσει τελικά στη διαδικασία παραγωγής· και μόνον τότε υφίσταται πια «υποχρεωτικότητα». Καμμιά όμως παρόμοια υποκατάσταση του πραγματικού με το «ίσως και πιθανώς» δεν παρέχεται στον βιολογικό χειρισμό, ιδιατέρως τού ανθρώπου. Για να ισχύση το πείραμα, πρέπει να επιτελείται στο ίδιο το πρωτότυπο, το απολύτως πραγματικό και αυθεντικό αντικείμενο. Κι αυτό που «υφίσταται» μεταξύ αρχής και τελικού συμπεράσματος του πειράματος είναι η πραγματική ζωή ατόμων ή και ολόκληρων πληθυσμών, κάτι που εξαφανίζει προφανώς κάθε διάκριση μεταξύ απλής απόπειρας και οριστικής πράξης. Ως μόνος άρα «ανακουφιστικός» διαχωρισμός ανάμεσα στα δυό απομένει η (ενδεχόμενη) «αθωότητα» του συγκεκριμένου πειράματος. Εφ’ όσον το ίδιο το πείραμα είναι η πραγματική πράξη – και η πραγματική πράξη το πείραμα![ΕΔΩ ΕΜΠΙΠΤΕΙ ΚΑΙ Η ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΗ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ]
5. Μπορούμε εδώ να προσθέσουμε και τη «μη αναστρεψιμότητα» ως χαρακτηριστικό που διακρίνει την οργανική απ’ τη μηχανική διαδικασία. Όλα είναι αντιστρέψιμα στη μηχανική κατασκευή, οι δομικές όμως αλλαγές δεν αντιστρέφονται στους (ζωντανούς) οργανισμούς. Το οποίο σημαίνει πρακτικά, ότι η παραδοσιακή μηχανική τέχνη μπορεί να διορθώνη κάθε στιγμή, τόσο στα στάδια του σχεδιασμού και των δοκιμών, αλλά και μετά απ’ αυτά, τα λάθη της· ακόμα και έτοιμα και διατεθέντα ήδη στο εμπόριο προϊόντα, όπως π.χ. τα αυτοκίνητα, μπορούν να επιστραφούν, αν παρουσιαστούν ελαττώματα, στο εργοστάσιο. Χωρίς να συμβαίνη όμως το ίδιο στη βιολογική τεχνική, όπου οι πράξεις της δεν ανακαλούνται σε κανένα της βήμα, κι όταν γίνονται ορατά τα αποτελέσματά της, είναι πια πολύ αργά για διορθώσεις· ό,τι έγινε, έγινε, δεν μπορούμε να επαναφέρουμε κανέναν στην προηγούμενή του κατάσταση, ούτε να πετάξουμε ολόκληρους πληθυσμούς «στα σκουπίδια». Το τί οφείλουμε να κάνουμε με τις αναπόφευκτες αποτυχίες («ολισθήματα») στη γενετική παρέμβαση, με τις «κοπτο-ραπτικές», τις εκτρώσεις – αν πρέπη βέβαια να εισάγουμε την έννοια της «απόρριψης» στην ανθρώπινη εξίσωση, προς το οποίο μάς εξαναγκάζουν ορισμένες απ’ τις «κατακτημένες» μορφές τής γενετικής παρέμβασης -, όλα αυτά είναι στην πραγματικότητα ηθικά ερωτήματα, που πρέπει να τα δούμε και να τα απαντήσουμε, πριν ακόμα επιτραπή ακόμα και το πρώτο μόνο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση.
6. Το δεδομένο ότι ο βιολογικός χειρισμός θα «κινηθή» στο γενετικό, από ’δώ και πέρα, προπαντός πεδίο, προκαθορίζει και μιαν ακόμα διαφορά απ’ την «κανονική» τεχνολογία: Δεν υπάρχει δηλ. τίποτα που να συγκρίνεται με την (ανθρώπινη) αναπαραγωγή και την κληρονομικότητα στις μηχανές, το οποίο και δηλώνει τη διαφορά μεταξύ άμεσης και έμμεσης σχέσης τής αιτίας προς το τελικό αποτέλεσμα. Στη βιογενετική τεχνική, ο δρόμος προς τον (τελικό) σκοπό είναι έμμεσος, μέσα από την επιβολή ενός νέου αιτιώδους παράγοντα στην κληρονομική σειρά, που θα φανερώση την επίδρασή του στη φυλετική κατ’ αρχάς διαδοχή. «Παραγωγή» σημαίνει εδώ την «παράδοσή» μας στο ρεύμα τού γίγνεσθαι, μέσα στο οποίο «πορεύεται» («προελαύνει») εξάλλου και ο «παραγωγός».
7. Εδώ τίθεται τώρα και το ερώτημα της «ισχύος», της «δυνάμεως», που είναι τόσο βαθειά συνδεδεμένο με την τεχνική. Η επιστήμη και η τεχνική «ανυψώνουν» τη δύναμη του ανθρώπου πάνω απ’ τη φύση, κατά τη διατύπωση του Βάκωνα. «Ανυψώνουν» όμως φυσικά – κάτι που δεν προβλέπεται δυστυχώς στην εν λόγω διατύπωση – και τη δύναμη των ανθρώπων πάνω σε άλλους ανθρώπους, χωρίς να παραβλέψουμε βέβαια και την κοινή υποταγή όλων τών ανθρώπων στις κατασκευασμένες απ’ την ίδια την τεχνική ανάγκες και εξαρτήσεις. Η φράση αυτή είναι ωστόσο «συνολικά» σωστή, ότι δηλ. η συλλογική δύναμη της ανθρωπότητας αναπτύσσεται διαρκώς χάρις στην τεχνική, στη σχέση της προπαντός και αναμφισβήτητα προς την υπόλοιπη, πέρα («έξω») από τον άνθρωπο φύση. Ο δε προκείμενος έλεγχος του ανθρώπου πάνω στην ίδια του τη φύση εμφανίζεται ως ο κορυφαίος θρίαμβος αυτής τής δύναμης! Και η τεχνικά κυριαρχημένη φύση περιλαμβάνει τώρα ξαφνικά εκ νέου τον άνθρωπο, που αντιπαρατάχθηκε με την τεχνική ως «κύριος» απέναντί της. Σε ποιον ανήκει όμως αυτή η δύναμη, και πάνω σε ποιον και σε τί εξασκείται; Είναι προφανώς η δύναμη των σημερινών πάνω στους μελλοντικούς ανθρώπους, που δεν θα αποτελούν παρά τα απροστάτευτα αντικείμενα προϋπαρχουσών αποφάσεων των σημερινών «σχεδιαστών». Η άλλη όψη τής σημερινής ισχύος θα είναι η μετέπειτα υποδούλωση ζωντανών ανθρώπων απέναντι στους νεκρούς. Και η επενεργούσα εδώ (και τώρα) δύναμη καθίσταται απολύτως μονόπλευρη, χωρίς την απάντηση μιας αντενεργούσης δυνάμεως εκ μέρους τών εκτεθειμένων σ’ αυτήν (μελλοντικών) υποκειμένων, καθώς τα υποκείμενα αυτά αποτελούν τα (πιθανά) δημιουργήματά της, και ό, τι κι αν πρόκειται να κάνουν (ή ακόμα και να επιθυμούν), δεν θα εκπληρώνη παρά τον νόμο εκείνον που θα έχη επιβάλει η δύναμη που θα έχη εξουσιάσει τη γένεσή τους. Αυτό θα έχη τουλάχιστον θελήσει (να επιτύχη) η κατ’ εξοχήν θέση τής γενετικής «δημιουργικής» τέχνης. Η «δύναμη» ξεφεύγει στην πραγματικότητα, εξασκούμενη άπαξ, απ’ τα χέρια του κατόχου της, προχωρώντας στους δικούς της, όπως το επισημάναμε προηγουμένως, ανυπολόγιστους «δρόμους» μέσα στον λαβύρινθο της υπερβάλλουσας πολυπλοκότητας των ζωντανών οργανισμών, η οποία και αντιτίθεται σε οποιαδήποτε πλήρη ανάλυση και πρόγνωση. Η «δύναμη» είναι δηλαδή, σκόπιμη ή «μοιραία», ουσιαστικά τυφλή. Προκαλώντας όμως, είτε «βλέπει» είτε δεν «βλέπει», είτε είναι «επιτήδεια» είτε αυτοσχεδιάζει, το ερώτημα (το οποίο δεν τίθεται στην τεχνική που χρησιμοποιεί την αδρανή ύλη), με ποιο «δικαίωμα» μπορεί να προκαθορίζη ο οποιοσδήποτε την ζωή και την ύπαρξη των μελλοντικών γενεών. Ακόμα δε κι αν γίνη δεκτό κατ’ αρχήν ένα τέτοιο δικαίωμα, ποια «σοφία» καθιστά τον οποιοδήποτε ικανό προς εξάσκησή του. Πρόκειται λοιπόν για δύο εδώ είδη δικαιώματος, απ’ τα οποία το δεύτερο – το δικαίωμα να εξασκηθή ένα αφηρημένα ίσως ισχύον δίκαιο – συνδέεται με την κατοχή σοφίας ως απαραίτητη προϋπόθεσή του. Η οποία όμως «κατοχή» σοφίας θα μπορούσε ακριβώς να οδηγήση στην απόρριψη (της αποδοχής) του πρώτου δικαιώματος, μαζί με όλους τούς σκοπούς που το συνακολουθούν. Η αλαζονεία, με την οποίαν αντιμετωπίζεται ήδη ωστόσο μια τέτοια «σοφία», αποδεικνύει, με απόλυτη σχεδόν βεβαιότητα, και την πραγματική απουσία της.
8. Για να φτάσουμε στο τελευταίο έτσι σημείο αυτής τής σύγκρισης μεταξύ παραδοσιακής και βιολογικής τεχνικής –στο ερώτημα των «σκοπών» που τίθενται σε κάθε μία, μια αξιολόγηση και μια «επιλογή» για τις οποίες χρειαζόμαστε προπαντός μια σοφία. Ο σκοπός στην παραδοσιακή τεχνική καθορίζεται πάντοτε – ακόμα και ο πιο αμφίβολος κατά τα άλλα σκοπός – από μια οποιαδήποτε χρησιμότητα, και καμμιά τεχνική κατασκευή δεν αποτελεί αυτοσκοπό. Κι αυτό παραμένει και ισχύει και στη βιολογική τεχνική, εφ’ όσον αυτή αναφέρεται σε φυτά και ζώα: καθώς είναι κι αυτά, παραλειπομένης τής ιδιότητας ότι έχουν κι αυτά ζωή, πράγματα απ’ αυτήν την άποψη, που η ύπαρξή τους υποτάσσεται στη χρησιμότητά τους και η χρηστική αξία τους μπορεί και επιτρέπεται, ακόμα και σε βάρος τής ύπαρξής τους, να αυξηθή (( ; )) . «Χρησιμότητα» όμως σημαίνει «κάτι που ωφελεί τον άνθρωπο» και αρνείται, εκτός αν θεωρηθή πως οι ίδιοι οι άνθρωποι υπάρχουν για ανθρώπινη και μόνο χρήση, τον ωφελιμιστικό εννοιολογικό προσδιορισμό κάθε μέχρι τούδε τεχνικής που αποπειράται μια τεχνολογική παρέμβαση στη βιολογική ανθρώπινη ύλη, όπως είναι η γενετική π.χ. ανακατασκευή της. Πού θα σκόπευε άραγες μια τέτοια παρέμβαση; Yπάρχει στην πραγματικότητα μια ασκούμενη, από πολύ παλαιά, «επιδεξιότητα» πάνω στη φύση και τα φυσικά χαρακτηριστικά τού ανθρώπου, που θα μπορούσε να μας απαντήση, ότι ναι, είναι η ιατρική η ιδιαίτερη εκείνη περίπτωση μιας «τεχνικής», που απέβλεψε πάντοτε στο Είναι και όχι στη χρησιμότητα του αντικειμένου της. Η οποία όμως συντηρεί και αποκαθιστά, δεν αλλάζει ούτε καινοτομεί. Και σκοπός της είναι ο δεδομένος κανόνας τής φύσεως. Ποιος μπορεί να είναι όμως τότε ο σκοπός μιας «απελευθερωμένης» απ’ αυτόν τον κανόνα και εφευρετικής «αρχιτεκτονικής» στο ανθρώπινο «υπόστρωμα»; Όχι να δημιουργήση βέβαια τον άνθρωπο, ο οποίος είναι ήδη δημιουργημένος. Μήπως να κατασκευάση έναν καλύτερον (από οργανικής πλευράς) άνθρωπο; Ποιο θα ήταν όμως τότε το μέτρο γι’ αυτή τη «βελτίωση»; Μήπως μια καλύτερη προσαρμογή; Σε τί να προσαρμοστή όμως καλύτερα; Σκοντάφτουμε πράγματι σε εντελώς ανοιχτά και εντελώς μετα-τεχνικά ερωτήματα, μόλις αποτολμήσουμε να αγγίξουμε «δημιουργικά» τη φυσική συγκρότηση του ίδιου του ανθρώπου. Ερωτήματα τα οποία κορυφώνονται όλα στο ένα και μοναδικό ερώτημα: σύμφωνα με ποιο πρότυπο;
( συνεχίζεται )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου