Τι είναι η αλήθεια; Έχει μεγάλη σημασία να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, το οποίο ταλανίζει την φιλοσοφία από την αρχή της ίδρυσής της- εδώ απλώς θα θέσουμε ορισμένες διερωτήσεις, που, ως εκ του θέματός μας, ίσως φανούν περίεργες και παράξενες στον αναγνώστη. Πρέπει να του θυμίσουμε όμως ότι στην φιλοσοφία τα πάντα ξεκινούν από το παράξενο.
Η σχολαστική θεωρία για την αλήθεια, αυτή του Θωμά Ακινάτη, είναι ότι αλήθεια είναι «σύμπτωση νου και πράγματος». Πρόκειται για την λεγόμενη θεωρία της «αντιστοιχίας»: ο Γιάννης είναι μέσα στο δωμάτιο μόνο αν πράγματι ο Γιάννης βρίσκεται εντός αυτού. Ωστόσο, υπάρχουν λόγοι που καθιστούν τρωτή αυτή την θεωρία. Ας πάρουμε την πρόταση: «η μητέρα ποτίζει τον κήπο». Είναι αληθής; Για να απαντήσουμε, πρέπει πρώτα να ξεκαθαρίσουμε τι είναι «μητέρα». Μια πιθανή απάντηση είναι ότι μητέρα είναι αυτή που «γέννησε» κάποιον. Τι σημαίνει εδώ ο όρος «γέννησε»; Ότι είχαμε έναν παραδοσιακό τοκετό; Αν η γυναίκα δεν «γέννησε» το παιδί , αλλά της το πήραν με καισαρική τομή, τότε παύει να είναι μητέρα; Ασφαλώς όχι, θα απαντήσουμε όλοι. Αν όμως η γυναίκα κυοφόρησε το παιδί, αλλά με εμφύτευση γονιμοποιημένου ωαρίου, προκειμένου να το παραδώσει στην «βιολογική» μητέρα, είναι η μητέρα του ή όχι; Εδώ αρχίζουμε να μπερδευόμαστε. Θεωρούσαμε μέχρι πρότινος προϋποθέσεις εκ των ουκ άνευ την κυοφορία και την γέννηση, ωστόσο τώρα βλέπουμε ότι αυτές δεν είναι. Εν προκειμένω «μητέρα» θεωρείται αυτή που έδωσε το γενετικό υλικό για να κυοφορηθεί το έμβρυο. Αν τώρα κάποια γυναίκα δεν έχει ωάρια και θέλει να κάνει παιδί, μπορεί να κυοφορήσει ένα ξένο εμφυτευμένο γονιμοποιημένο ωάριο στην μήτρα της και να γεννήσει το παιδί. Τότε λέμε ότι αυτό είναι η «μητέρα» του. Ισχύει δηλαδή το αντίστροφο από την προηγούμενη περίπτωση. Τελικά, θα απαντούσε κάποιος μητέρα είναι αυτή που ανατρέφει το παιδί, ανεξαρτήτως του αν το γέννησε, και του συμπαραστέκεται σε όλα τα προβλήματά του και το αγαπά- δηλαδή μητέρα είναι ένας ρόλος. Αλλά δεν είμαστε έτοιμοι να δεχθούμε έναν τέτοιο ορισμό.
Το θέμα απασχόλησε τον Μέγα Βασίλειο, ο οποίος, υποστηρίζοντας σθεναρά το δόγμα ότι ο Θεός-Πατήρ είναι ο Πατέρας του Θεού-Υιού, ρωτήθηκε αν ο όρος «πατήρ» είναι εδώ μια μεταφορά. Και η απάντησή του, στο σύγγραμμα του «Περί Αγίου Πνεύματος», είναι ότι η ανθρώπινη πατρότητα είναι μια μεταφορά και η θεία πατρότητα του Θεού-Πατρός είναι η κυριολεξία. Άρα, και οι όροι πατέρας-μητέρα, όπως χρησιμοποιούνται στη γλώσσα μας, είναι τελικά μεταφορικοί, και η πρόταση «η μητέρα ποτίζει τον κήπο» χωλαίνει ως προς την αλήθεια της.
Ένα άλλο παράδειγμα αφορά τα αντικείμενα. Λέμε ότι υπάρχει ένα έπιπλο που το λέμε «κρεβάτι». Τι είναι αυτό; Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι ένα παραλληλόγραμμου σχήματος ξύλινο έπιπλο, εντός του οποίου τοποθετούμε ένα στρώμα για να κοιμηθούμε. Αλλά και η απάντηση αυτή δημιουργεί προβλήματα. Καταρχήν, το έπιπλο αυτό μπορεί να μην είναι ξύλινο, αλλά, ας πούμε, σιδερένιο. Έπειτα, μπορεί να μην είναι πάντα παραλληλόγραμμο. Ένας μοντέρνος σχεδιαστής μπορεί να το κάνει στρογγυλό. Έπειτα, μπορεί κάποιος να αρέσκεται, βλέποντας τηλεόραση, να τρώγει καθήμενος στο κρεβάτι του. Συνδεδεμένο με το φαγητό είναι το τραπέζι, αλλά εδώ βλέπουμε ότι αυτά είναι συμβάσεις.
Η απάντηση σε όλα αυτά είναι ίσως ο νομιναλισμός του Βιτγκενστάιν. Το νόημα μιας λέξης είναι η χρήση της στην γλώσσα. Ο όρος «παιγνίδι» είναι νομιναλιστικός: στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τίποτε το κοινό ανάμεσα σε όλα τα παιγνίδια. Η επιθυμία για γενικότητα είναι πολύ μεγάλη και για αυτό δημιουργούμε μια «μορφή ζωής» οπού την α ή β δραστηριότητα ονομάζουμε «παιχνίδι». Το ίδιο μπορεί για παράδειγμα να ισχύσει και για όλες τις περιστάσεις τις οποίες εξετάσαμε. Οι όροι «μητέρα» και «τραπέζι» είναι νομιναλιστικοί. Από αυτό έπεται ότι η θεωρία της αντιστοιχίας είναι προβληματική, γιατί οι όροι των προτάσεων δεν έχουν ξεκάθαρο, σαφώς ορισμένο νόημα.
Ας περάσουμε τώρα σε κάτι άλλο. Ας δούμε τι μπορεί να σημαίνει άραγε το ρήμα «δίνω». Θα απαντούσε κανείς ότι παίρνω στα χέρια μου ένα αντικείμενο και το μεταβιβάζω στα χέρια ενός άλλου ως δικό του. Αλλά είναι πράγματι αυτή η σημασία του «δίνω»; Καταρχήν, μπορώ να μην δώσω κάτι με τα χέρια μου, αλλά με τον λόγο. «Πάρε αυτό, στο χαρίζω». Ή ακόμη με ένα νεύμα. Κοιτώ κάτι και λέγω στον άλλον: «πάρε το, είναι δικό σου». Η μπορώ και να μην πω τίποτε. Να βάλω στο χέρι του άλλου το αντικείμενο που θέλω να του δώσω κάνοντας μια σχετική γκριμάτσα, την οποία θα καταλάβει ο άλλος. Αλλά αν υποθέσουμε ότι δίνω με το χέρι μου ένα ποτό στον άλλο το οποίο περιέχει ένα δηλητήριο, και αυτός το πιει, άραγε του το «έδωσα»; Η απάντηση εδώ είναι ότι διαστρεβλώνεται το νόημα του ρήματος «δίνω», που σημαίνει πάντα δίνω κάτι «καλό». Τι είναι όμως αυτό το καλό; Εδώ θα μπλεχτούμε στους δαιδάλους της φιλοσοφίας και στις θεωρίες της για το τι είναι πράγματι καλό. Υπάρχουν ποικίλες θεωρήσεις, από το να «προσφέρεις» (που δεν είναι όμως παρά συνώνυμο του «δίνω» λέξη) μέχρι να του λες να αυτοκτονήσει, όπως έκανε ο φιλόσοφος Σοπενχάουερ. Όπως και να το κάνουμε έτσι, το «δίνω» είναι συνδεδεμένο με κάτι «καλό».
Ιδιαίτερα συνδεδεμένο με την δυνατότητα εκφοράς της αλήθειας είναι και το γεγονός ότι ο άνθρωπος διαθέτει σώμα. Όσον αφορά το ρήμα «δίνω», που σχολιάσαμε παραπάνω, δεν θα μπορούσαμε να συλλάβουμε την έννοιά του, την συμβατικά λεγόμενη «κυριολεκτική», αν δεν υπήρχε το ανθρώπινο χέρι, για να «δώσει» κάτι. Και γενικά, το σώμα είναι αναμεμιγμένο στην γλώσσα πάρα πολύ, προκειμένου να εξαχθεί το νόημα. Λέμε «μου ήρθε μια ιδέα», «συνέλαβα μια σκέψη», «έπιασα το νόημα» κ.λπ. Το σώμα, αυτός ο μέγας τόπος της μεταφοράς, είναι που μας βοηθά να εκφραστούμε- δεν εμποδίζει την ψυχή να μεταδώσει την σημασία, αλλά την βοηθά να παραχθεί.
Υπάρχουν και άλλα προβλήματα της θεωρίας της αντιστοιχίας όσον αφορά την αλήθεια, όπως π.χ. σε τι αντιστοιχεί το γεωμετρικό σημείο, ο αριθμός π, η άπειρη ευθεία κ.ο.κ. Θα τα παρακάμψω όλα αυτά και θα ασχοληθώ με την δεύτερη μεγάλη θεωρία για την αλήθεια, που είναι αυτή της συνοχής. Όταν έχουμε ένα σύστημα προτάσεων με συνοχή και συνεκτικότητα, δίχως αντιφάσεις και ανακολουθίες, έχουμε να κάνουμε με αυτή την δεύτερη θεωρία. Αυτή φέρει κάποια αξία, γιατί φυσικά το αληθές παράγει προτάσεις που μεταξύ τους συνέχονται και αλληλοστηρίζονται, ωστόσο μπορεί να σκεφθεί κανείς ότι για την ίδια πρόταση μπορούν να σχηματιστούν δύο διαφορετικά συνεκτικά αθροίσματα και σύνολα προτάσεων που να την περιλαμβάνουν. Δεν είναι δυνατόν να αληθεύουν και τα δύο, γιατί μπορεί να είναι αντιφατικά. Την θεωρία της συνοχής για την αλήθεια υποστήριξε στις μέρες μας ο αμερικανός φιλόσοφος Quine, σε βιβλίο του που έχει δημοσιευτεί και στα ελληνικά («Ο ιστός της Πεποίθησης», Leader Books, Αθήνα 2002), όπου μεταξύ πολλών άλλων αναφέρονται ότι μερικές «αλήθειες» για ένα συνεκτικό σύστημα προτάσεων είναι κεντρικές και, αν καταρρεύσουν, καταρρέει και το όλο κοσμοείδωλο. Για παράδειγμα, για την Καθολική Εκκλησία αν καταρρεύσει το δόγμα «ο Πάπας είναι αλάθητος», καταρρέει σύνολη η καθολική θρησκεία, για τον Προτεσταντισμό, αν καταρρεύσει το δόγμα «sola scriptura» («μόνον η Βίβλος»), καταρρέει επίσης σύνολη η Μεταρρύθμιση, ενώ για την μαρξιστική θεωρία, αν καταρρεύσει η πρόταση «ο όλος πολιτισμός είναι ένα εποικοδόμημα της οικονομίας», καταρρέει σύνολο το «Κεφάλαιο» του Μαρξ κ.λπ.
Υπάρχουν και άλλες θεωρίες για την αλήθεια, όπως αυτή του ωφελιμισμού, ότι δηλαδή αληθινό είναι ό,τι είναι χρήσιμο κ.λπ., που χωλαίνει ως προς το ότι δεν υπάρχει συμφωνία μεταξύ όλων για το τι είναι χρήσιμο κ.λπ.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα απλώς να αναφέρω ότι στις μέρες μας ο φιλόσοφος Alain Badiou, διατύπωσε μια θεωρία για την αλήθεια ως «ρωγμής», την οποία στα πλαίσια αυτού του άρθρου δεν μπορώ να εξετάσω. [Η ΕΡΕΥΝΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΘΕΙ ΣΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ. ΑΦΟΡΑ ΤΟΝ ΛΟΓΟ]
*******************
Κατά την ορθόδοξη πατερική θεολογία, η αλήθεια είναι ένα Πρόσωπο, ο Ιησούς Χριστός. Ο ίδιος διακήρυξε ότι «εγώ ειμί η αλήθεια». Η αλήθεια, η ωραιότητα, η δικαιοσύνη, η δύναμη κ.λπ. είναι στο βάθος τους ενωμένα, άκτιστες θείες ενέργειες. Από τον Θεό εκπορεύεται το Είναι και η αλήθεια.[Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΚΠΟΡΕΥΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ] Όσο πλησιάζει κανείς τον Ιησού Χριστό, τόσο αρχίζει να «αληθεύει» και ο βίος του, η ζωή του. Ο Βιτγκενστάιν έλεγε ότι αληθεύει κάτι στα πλαίσια μιας «μορφής ζωής», αλλά δεν μπόρεσε να διακρίνει ότι οι μορφές ζωής αντιπαλεύουν και αντιμάχονται η μία την άλλη και επικρατεί εσχατολογικά αυτή που έχει με το μέρος της ακριβώς την αλήθεια. Μπορεί κανείς να πλησιάσει τον Χριστό διά της Εκκλησίας, που είναι η οδός η «απάγουσα εις την ζωήν». Στην Εκκλησία, το βάπτισμα και την ευχαριστιακή μυστηριακή ζωή, έρχεται κανείς αντιμέτωπος με μια «μορφή ζωής», όπως έλεγε ο Βιτγκενστάιν, που μεταμορφώνει τα πάντα. Ας πάρουμε ως παράδειγμα τη λέξη «δίνω», με την οποία ξεκινήσαμε την έρευνά μας. «Δίνω» για την Εκκλησία σημαίνει ότι ο Χριστός πρωτίστως «δίνεται» σε μας ως το Σώμα και το Αίμα Του, και καμία άλλη σημασία του όρου «δίνω» δεν έχει αυτήν την φοβερή κυριολεξία. Τι σημαίνει ο όρος «δίνω»; Αυτό που σημαίνει όταν χρησιμοποιούμε την έκφραση «ο Θεός στην Ευχαριστία μας δίνει το σώμα και το αίμα Του». Εδώ δεν έχει νόημα καμία θεωρία αντιστοιχίας ή συνοχής ή ωφελιμιστική κ.λπ. Γιατί ο Χριστός μπορεί να δίδει τον ίδιο τον εαυτό του, να ανακιρνάται και να συμφύρεται με το σώμα των πιστών Του, και κανείς άλλος δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Ο όρος «δίνω» εμφανίζεται εδώ να καινουργείται. Η γλώσσα φθάνει στο έσχατο σημείο της, μάλλον το εσχατολογικό και καινουργείται και αυτή. Οποιαδήποτε άλλη σημασία του όρου «δίνω» είναι εκπτωτική σε σχέση με αυτήν, την κύρια[ΛΑΒΕΤΕ ΕΙΝΑΙ Η ΚΥΡΙΑ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ ΟΧΙ ΤΟ ΔΙΝΩ]. Όταν «χαρίζω» σε κάποιον ένα τετράδιο, ένα μολύβι, κάτι φαγώσιμο κ.λπ., δεν «δίνομαι» ολόκληρος μέσα στη δωρεά μου. Και ο φιλόσοφος Ζαν-Λυκ Μαριόν επέμεινε πολύ στη σημασία της δωρεάς. Το να «δοθώ» ολόκληρος μέσα στη δωρεά μου είναι κάτι που ανακαινίζει και την ύπαρξη, το «Dasein», το «Ενθάδε-είναι». Γιατί, για να έχει νόημα η αναλυτική υπαρκτική του Χάιντεγκερ, ο άνθρωπος πρέπει να είναι ένα «είναι-προς-θανατον»[ΣΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΔΙΝΕΤΑΙ ΟΛΟΚΛΗΡΟΣ]. Ο άνθρωπος στον Χάιντεγκερ είναι η περατότητά του. Αλλά ο Θεός, καινουργωντας την δωρεά, μας δίνει το φάρμακο της αθανασίας, που είναι το Άχραντο Σώμα και Αίμα Του. Ο,τι και να δώσει κανείς, όσο και να προσπαθήσει να ορίσει θετικά το «δίνω», πάντα θα υστερεί σε σχέση με αυτήν την πραγματικότητα.[ΑΜΑ ΘΕΛΟΥΜΕ]
Στην ευχαριστιακή λειτουργία είναι που παίρνει και την έννοιά της η λέξη «μετέχω». Γιατί στην φιλοσοφία σήμερα ο όρος αυτός έχει καταντήσει μεταφυσικός και απαράδεκτος. Οι προτάσεις «τα ζώα μετέχουν στην ζωή» και «ο άνθρωπος μετέχει στην λογικότητα» ηχούν σαν μεταφυσικές. Δεν είναι δυνατόν, κατά τους φιλοσόφους, μια πραγματικότητα να «μετέχει» σε κάποια άλλη, γιατί τότε απλά είναι αυτή η άλλη πραγματικότητα συνάμα. Αντιθέτως, στην Ευχαριστία είναι που παίρνει ζωή και ο όρος «μετοχή». Μετέχουμε στο σώμα και το αίμα του Κυρίου και αυτό αποτελεί μια πραγματικότητα. Μαζί με μας εκατομμύρια άλλοι άνθρωποι έχουν μετάσχει ή μετέχουν στα Τίμια Δώρα και παίρνουν ζωή από αυτά. Έτσι καταλαβαίνουμε ότι ο άνθρωπος μετέχει στην θεία ωραιότητα και σοφία και δύναμη, γιατί τα όντα μετέχουν του Θεού.[ΑΜΑ ΘΕΛΕΙ] Στην θεωρία του ακτίστου φωτός ο άνθρωπος μετέχει στις άκτιστες θείες ενέργειες και θεώνεται[ΣΤΗΝ ΔΟΞΑ], ωστόσο στο σύμπαν υπάρχει ομορφιά, σοφία, δύναμη κ.λπ. που αντανακλούν κατ’ εικόνα τις αντίστοιχες θείες ιδιότητες. Ο κόσμος είναι κάτι διαφορετικό από τον Θεό, κτιστό, και δεν μπορεί να έχει καμία απολύτως ομοιότητα με το Άκτιστο, ωστόσο τα επιμέρους όντα μετέχουν του Θεού. Στην θεία Ευχαριστία, κοινωνώντας αξίως σώμα και αίμα Χριστού, ο άνθρωπος θεώνεται. Και ο όρος αυτός της «μετοχής» με όλα τα συμφραζόμενά του εμπλουτίζει και ζωοποιεί την γλώσσα. Έτσι, ακόμη μια φορά, ευρύνεται και παίρνει την αληθή σημασία του το ρήμα «δίνω». Στην Ευχαριστία γινόμαστε «θείας φύσεως κοινωνοί».[ΙΣΩΣ] Μας δίνεται η ίδια η θεία φύση[Η ΧΑΡΙΣ]. Και βέβαια, μπορεί να ρωτήσει κανείς πώς είναι δυνατόν το φθαρτό και μικρό και αδύναμο να γίνει άφθαρτο και μεγαλοπρεπές και παντοδύναμο, αλλά «όπου Θεός βούλεται νικάται φύσεως τάξις».
Ένα άλλο συναφές πρόβλημα είναι αυτό που αφορά τον όρο «ζωή». Στην βιολογία δεν μπορεί κανείς να ορίσει αυτήν την λέξη, αν και γύρω μας η ζωή σφύζει και θριαμβεύει και νικά, παρά την ανθρώπινη προσπάθεια καταστροφής του περιβάλλοντος. Ο Κύριος είπε «εγώ ειμί η ζωή». Καταλαβαίνουμε, όταν διαβάζουμε ένα βιβλίο και λέμε «μου έδωσε ζωή», ότι αυτό δεν είναι απλά μια επιπόλαια έκφραση. Το ότι η ζωή είναι κάποιος και όχι κάτι, αλλοιώνει, μεταβάλλει το νόημά της. Η βιολογία δεν θα φθάσει ποτέ να ορίσει τι είναι ζωή, γιατί στην πραγματικότητα η «ζωή» η ίδια, ως ο Ζων Κύριος, την υπερβαίνει. Μπορεί κανείς να ρωτήσει πώς είναι δυνατόν αλήθεια και ωραιότητα και ζωή να είναι ένα Πρόσωπο, και όχι μια αφηρημένη πραγματικότητα. Αλλά εδώ ακριβώς έγκειται το μυστήριο.
Ας επιστρέψουμε στον όρο «αλήθεια». Είδαμε τις προσπάθειες που έγιναν για να την ορίσουν, οι οποίες απέτυχαν όλες.[ΠΡΟΣΠΑΘΩΝΤΑΣ ΜΕ ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ]. Γιατί άραγε; Όπως λέγει ο Άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ, η πραγματικότητα είναι στο βάθος της αντιφατική. Ακόμη και η κτιστή πραγματικότητα. Όταν ο ανθρώπινος νους, με τις δικές του δυνάμεις, φθάσει να μελετά και να ερμηνεύει το σύμπαν, έρχεται μια στιγμή που καταλαβαίνει ότι η πραγματικότητα είναι αντιφατική στην εσώτατη φύση της. Και εδώ σταματά ο ανθρώπινος νους. Καταλαβαίνει κανείς ότι δεν μπορεί να εισέλθει παραπέρα, με τις δικές του καθαρά διανοητικές δυνάμεις, σε αυτόν τον γνόφο της αντιφατικότητας [ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΦΥΣΙΚΟ. ΕΙΝΑΙ Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΑΦΥΣΙΚΗ; ΕΙΝΑΙ ΜΑΛΛΟΝ ΚΡΥΜΜΕΝΗ.ΑΛΛΑ ΚΑΛΕΙ]. Ο μόνος ο οποίος μπορεί να φωτίσει τότε το ανθρώπινο πνεύμα να προχωρήσει παραπέρα και να εισέλθει σε αυτό τον γνόφο της ακαταληψίας είναι ο Θεός. Και εδώ υπάρχει ένα παράδοξο για την φιλοσοφία. Πώς είναι δυνατόν κάτι άκτιστο και άφθαρτο και παντοδύναμο να ανακιρνάται με το κτιστό και φθαρτό και αδύναμο. Η Καθολική Εκκλησία, διά του Θωμά Ακινάτη, αδυνατώντας, λίαν ευλόγως, να εννοήσει το μυστήριο, όρισε ότι η χάρη που παρέχεται στον άνθρωπο και τον αγιάζει είναι κτιστή. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ενωθεί με την θεία φύση, γιατί τότε θα γίνει και αυτός Θεός, ωστόσο, κατά το καθολικό δόγμα, ο άνθρωπος μπορεί να έχει μία ευδαίμονα θέαση της θείας ουσίας, κάτι που για το ορθόδοξο δόγμα είναι απαράδεκτο. Η θεία ουσία δεν οράται, αλλά ο άνθρωπος μετέχει στον Θεό κυριολεκτικά διά των ακτίστων ενεργειών, που είναι και αυτές ο όλος Θεός.[Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΟΙ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΟΥΣΙΩΝΟΥΝ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΑΘΑΝΑΤΙΖΟΥΝ]
Στην πραγματικότητα, αυτό που θα λέγαμε ότι γεφυρώνει κατ’ εικόνα το χάσμα μεταξύ κτιστού και ακτίστου, είναι η Ποίηση. Η Ποίηση βρίσκεται σε τρομερή αντιδιαστολή με την επιστήμη- με εξαίρεση κάποιες ποιητικές ενοράσεις της επιστήμης, όπως η κβαντική φυσική. Η Ποίηση έχει συναίσθηση αυτής της της ιδιότητας, για τούτο και οι ποιητές αισθάνονται ως μοναχικοί άνθρωποι, ξεκομμένοι από τους χαϊντεγκεριανούς «πολλούς», ασκητικοί στην σκέψη και το μυαλό, ιδιότροποι και αλλόκοτοι. Η γλώσσα της Ποίησης φθάνει πολύ μακριά και μπορεί να συλλάβει πραγματικότητες που η ίδια η επιστήμη αδυνατεί ακόμη να ανιχνεύσει. Η ίδια η Ποίηση έχει μια αποστολή.[ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΑΠΟ ΠΟΥ ΕΡΧΕΤΑΙ ΚΑΙ ΠΟΥ ΠΗΓΑΙΝΕΙ] Δεν είναι απλά ότι κομίζει κάτι «ωραίο», είναι ότι αιχμαλωτίζει τον όλο άνθρωπο και τον «μαγεύει», τον ανυψώνει στο «υπερβατικό», τον εξοικειώνει με την αντιφατικότητα και την αντινομία του κόσμου.[ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΘΑΡΗΣ ΝΟΗΣΕΩΣ] Για αυτό ακόμη και η γλώσσα της θεολογίας είναι ποιητική. Για παράδειγμα, όταν θέλουμε να ορίσουμε την θεία φύση;;; του Χριστού,[ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΓΙΟΣ] λέμε «φως εκ φωτός». Και αυτό στην καρδιά του χριστιανικού δόγματος, μέσα στο ίδιο το Σύμβολο της Πίστεως.
Ο Ιησούς Παντοκράτωρ. Εικόνα στην Ιερά Μονή Χιλανδαρίου (Άγιον Όρος).
Η σχολαστική θεωρία για την αλήθεια, αυτή του Θωμά Ακινάτη, είναι ότι αλήθεια είναι «σύμπτωση νου και πράγματος». Πρόκειται για την λεγόμενη θεωρία της «αντιστοιχίας»: ο Γιάννης είναι μέσα στο δωμάτιο μόνο αν πράγματι ο Γιάννης βρίσκεται εντός αυτού. Ωστόσο, υπάρχουν λόγοι που καθιστούν τρωτή αυτή την θεωρία. Ας πάρουμε την πρόταση: «η μητέρα ποτίζει τον κήπο». Είναι αληθής; Για να απαντήσουμε, πρέπει πρώτα να ξεκαθαρίσουμε τι είναι «μητέρα». Μια πιθανή απάντηση είναι ότι μητέρα είναι αυτή που «γέννησε» κάποιον. Τι σημαίνει εδώ ο όρος «γέννησε»; Ότι είχαμε έναν παραδοσιακό τοκετό; Αν η γυναίκα δεν «γέννησε» το παιδί , αλλά της το πήραν με καισαρική τομή, τότε παύει να είναι μητέρα; Ασφαλώς όχι, θα απαντήσουμε όλοι. Αν όμως η γυναίκα κυοφόρησε το παιδί, αλλά με εμφύτευση γονιμοποιημένου ωαρίου, προκειμένου να το παραδώσει στην «βιολογική» μητέρα, είναι η μητέρα του ή όχι; Εδώ αρχίζουμε να μπερδευόμαστε. Θεωρούσαμε μέχρι πρότινος προϋποθέσεις εκ των ουκ άνευ την κυοφορία και την γέννηση, ωστόσο τώρα βλέπουμε ότι αυτές δεν είναι. Εν προκειμένω «μητέρα» θεωρείται αυτή που έδωσε το γενετικό υλικό για να κυοφορηθεί το έμβρυο. Αν τώρα κάποια γυναίκα δεν έχει ωάρια και θέλει να κάνει παιδί, μπορεί να κυοφορήσει ένα ξένο εμφυτευμένο γονιμοποιημένο ωάριο στην μήτρα της και να γεννήσει το παιδί. Τότε λέμε ότι αυτό είναι η «μητέρα» του. Ισχύει δηλαδή το αντίστροφο από την προηγούμενη περίπτωση. Τελικά, θα απαντούσε κάποιος μητέρα είναι αυτή που ανατρέφει το παιδί, ανεξαρτήτως του αν το γέννησε, και του συμπαραστέκεται σε όλα τα προβλήματά του και το αγαπά- δηλαδή μητέρα είναι ένας ρόλος. Αλλά δεν είμαστε έτοιμοι να δεχθούμε έναν τέτοιο ορισμό.
Το θέμα απασχόλησε τον Μέγα Βασίλειο, ο οποίος, υποστηρίζοντας σθεναρά το δόγμα ότι ο Θεός-Πατήρ είναι ο Πατέρας του Θεού-Υιού, ρωτήθηκε αν ο όρος «πατήρ» είναι εδώ μια μεταφορά. Και η απάντησή του, στο σύγγραμμα του «Περί Αγίου Πνεύματος», είναι ότι η ανθρώπινη πατρότητα είναι μια μεταφορά και η θεία πατρότητα του Θεού-Πατρός είναι η κυριολεξία. Άρα, και οι όροι πατέρας-μητέρα, όπως χρησιμοποιούνται στη γλώσσα μας, είναι τελικά μεταφορικοί, και η πρόταση «η μητέρα ποτίζει τον κήπο» χωλαίνει ως προς την αλήθεια της.
Ένα άλλο παράδειγμα αφορά τα αντικείμενα. Λέμε ότι υπάρχει ένα έπιπλο που το λέμε «κρεβάτι». Τι είναι αυτό; Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι ένα παραλληλόγραμμου σχήματος ξύλινο έπιπλο, εντός του οποίου τοποθετούμε ένα στρώμα για να κοιμηθούμε. Αλλά και η απάντηση αυτή δημιουργεί προβλήματα. Καταρχήν, το έπιπλο αυτό μπορεί να μην είναι ξύλινο, αλλά, ας πούμε, σιδερένιο. Έπειτα, μπορεί να μην είναι πάντα παραλληλόγραμμο. Ένας μοντέρνος σχεδιαστής μπορεί να το κάνει στρογγυλό. Έπειτα, μπορεί κάποιος να αρέσκεται, βλέποντας τηλεόραση, να τρώγει καθήμενος στο κρεβάτι του. Συνδεδεμένο με το φαγητό είναι το τραπέζι, αλλά εδώ βλέπουμε ότι αυτά είναι συμβάσεις.
Η απάντηση σε όλα αυτά είναι ίσως ο νομιναλισμός του Βιτγκενστάιν. Το νόημα μιας λέξης είναι η χρήση της στην γλώσσα. Ο όρος «παιγνίδι» είναι νομιναλιστικός: στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τίποτε το κοινό ανάμεσα σε όλα τα παιγνίδια. Η επιθυμία για γενικότητα είναι πολύ μεγάλη και για αυτό δημιουργούμε μια «μορφή ζωής» οπού την α ή β δραστηριότητα ονομάζουμε «παιχνίδι». Το ίδιο μπορεί για παράδειγμα να ισχύσει και για όλες τις περιστάσεις τις οποίες εξετάσαμε. Οι όροι «μητέρα» και «τραπέζι» είναι νομιναλιστικοί. Από αυτό έπεται ότι η θεωρία της αντιστοιχίας είναι προβληματική, γιατί οι όροι των προτάσεων δεν έχουν ξεκάθαρο, σαφώς ορισμένο νόημα.
Ας περάσουμε τώρα σε κάτι άλλο. Ας δούμε τι μπορεί να σημαίνει άραγε το ρήμα «δίνω». Θα απαντούσε κανείς ότι παίρνω στα χέρια μου ένα αντικείμενο και το μεταβιβάζω στα χέρια ενός άλλου ως δικό του. Αλλά είναι πράγματι αυτή η σημασία του «δίνω»; Καταρχήν, μπορώ να μην δώσω κάτι με τα χέρια μου, αλλά με τον λόγο. «Πάρε αυτό, στο χαρίζω». Ή ακόμη με ένα νεύμα. Κοιτώ κάτι και λέγω στον άλλον: «πάρε το, είναι δικό σου». Η μπορώ και να μην πω τίποτε. Να βάλω στο χέρι του άλλου το αντικείμενο που θέλω να του δώσω κάνοντας μια σχετική γκριμάτσα, την οποία θα καταλάβει ο άλλος. Αλλά αν υποθέσουμε ότι δίνω με το χέρι μου ένα ποτό στον άλλο το οποίο περιέχει ένα δηλητήριο, και αυτός το πιει, άραγε του το «έδωσα»; Η απάντηση εδώ είναι ότι διαστρεβλώνεται το νόημα του ρήματος «δίνω», που σημαίνει πάντα δίνω κάτι «καλό». Τι είναι όμως αυτό το καλό; Εδώ θα μπλεχτούμε στους δαιδάλους της φιλοσοφίας και στις θεωρίες της για το τι είναι πράγματι καλό. Υπάρχουν ποικίλες θεωρήσεις, από το να «προσφέρεις» (που δεν είναι όμως παρά συνώνυμο του «δίνω» λέξη) μέχρι να του λες να αυτοκτονήσει, όπως έκανε ο φιλόσοφος Σοπενχάουερ. Όπως και να το κάνουμε έτσι, το «δίνω» είναι συνδεδεμένο με κάτι «καλό».
Ιδιαίτερα συνδεδεμένο με την δυνατότητα εκφοράς της αλήθειας είναι και το γεγονός ότι ο άνθρωπος διαθέτει σώμα. Όσον αφορά το ρήμα «δίνω», που σχολιάσαμε παραπάνω, δεν θα μπορούσαμε να συλλάβουμε την έννοιά του, την συμβατικά λεγόμενη «κυριολεκτική», αν δεν υπήρχε το ανθρώπινο χέρι, για να «δώσει» κάτι. Και γενικά, το σώμα είναι αναμεμιγμένο στην γλώσσα πάρα πολύ, προκειμένου να εξαχθεί το νόημα. Λέμε «μου ήρθε μια ιδέα», «συνέλαβα μια σκέψη», «έπιασα το νόημα» κ.λπ. Το σώμα, αυτός ο μέγας τόπος της μεταφοράς, είναι που μας βοηθά να εκφραστούμε- δεν εμποδίζει την ψυχή να μεταδώσει την σημασία, αλλά την βοηθά να παραχθεί.
Υπάρχουν και άλλα προβλήματα της θεωρίας της αντιστοιχίας όσον αφορά την αλήθεια, όπως π.χ. σε τι αντιστοιχεί το γεωμετρικό σημείο, ο αριθμός π, η άπειρη ευθεία κ.ο.κ. Θα τα παρακάμψω όλα αυτά και θα ασχοληθώ με την δεύτερη μεγάλη θεωρία για την αλήθεια, που είναι αυτή της συνοχής. Όταν έχουμε ένα σύστημα προτάσεων με συνοχή και συνεκτικότητα, δίχως αντιφάσεις και ανακολουθίες, έχουμε να κάνουμε με αυτή την δεύτερη θεωρία. Αυτή φέρει κάποια αξία, γιατί φυσικά το αληθές παράγει προτάσεις που μεταξύ τους συνέχονται και αλληλοστηρίζονται, ωστόσο μπορεί να σκεφθεί κανείς ότι για την ίδια πρόταση μπορούν να σχηματιστούν δύο διαφορετικά συνεκτικά αθροίσματα και σύνολα προτάσεων που να την περιλαμβάνουν. Δεν είναι δυνατόν να αληθεύουν και τα δύο, γιατί μπορεί να είναι αντιφατικά. Την θεωρία της συνοχής για την αλήθεια υποστήριξε στις μέρες μας ο αμερικανός φιλόσοφος Quine, σε βιβλίο του που έχει δημοσιευτεί και στα ελληνικά («Ο ιστός της Πεποίθησης», Leader Books, Αθήνα 2002), όπου μεταξύ πολλών άλλων αναφέρονται ότι μερικές «αλήθειες» για ένα συνεκτικό σύστημα προτάσεων είναι κεντρικές και, αν καταρρεύσουν, καταρρέει και το όλο κοσμοείδωλο. Για παράδειγμα, για την Καθολική Εκκλησία αν καταρρεύσει το δόγμα «ο Πάπας είναι αλάθητος», καταρρέει σύνολη η καθολική θρησκεία, για τον Προτεσταντισμό, αν καταρρεύσει το δόγμα «sola scriptura» («μόνον η Βίβλος»), καταρρέει επίσης σύνολη η Μεταρρύθμιση, ενώ για την μαρξιστική θεωρία, αν καταρρεύσει η πρόταση «ο όλος πολιτισμός είναι ένα εποικοδόμημα της οικονομίας», καταρρέει σύνολο το «Κεφάλαιο» του Μαρξ κ.λπ.
Υπάρχουν και άλλες θεωρίες για την αλήθεια, όπως αυτή του ωφελιμισμού, ότι δηλαδή αληθινό είναι ό,τι είναι χρήσιμο κ.λπ., που χωλαίνει ως προς το ότι δεν υπάρχει συμφωνία μεταξύ όλων για το τι είναι χρήσιμο κ.λπ.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα απλώς να αναφέρω ότι στις μέρες μας ο φιλόσοφος Alain Badiou, διατύπωσε μια θεωρία για την αλήθεια ως «ρωγμής», την οποία στα πλαίσια αυτού του άρθρου δεν μπορώ να εξετάσω. [Η ΕΡΕΥΝΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΘΕΙ ΣΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ. ΑΦΟΡΑ ΤΟΝ ΛΟΓΟ]
*******************
Κατά την ορθόδοξη πατερική θεολογία, η αλήθεια είναι ένα Πρόσωπο, ο Ιησούς Χριστός. Ο ίδιος διακήρυξε ότι «εγώ ειμί η αλήθεια». Η αλήθεια, η ωραιότητα, η δικαιοσύνη, η δύναμη κ.λπ. είναι στο βάθος τους ενωμένα, άκτιστες θείες ενέργειες. Από τον Θεό εκπορεύεται το Είναι και η αλήθεια.[Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΚΠΟΡΕΥΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ] Όσο πλησιάζει κανείς τον Ιησού Χριστό, τόσο αρχίζει να «αληθεύει» και ο βίος του, η ζωή του. Ο Βιτγκενστάιν έλεγε ότι αληθεύει κάτι στα πλαίσια μιας «μορφής ζωής», αλλά δεν μπόρεσε να διακρίνει ότι οι μορφές ζωής αντιπαλεύουν και αντιμάχονται η μία την άλλη και επικρατεί εσχατολογικά αυτή που έχει με το μέρος της ακριβώς την αλήθεια. Μπορεί κανείς να πλησιάσει τον Χριστό διά της Εκκλησίας, που είναι η οδός η «απάγουσα εις την ζωήν». Στην Εκκλησία, το βάπτισμα και την ευχαριστιακή μυστηριακή ζωή, έρχεται κανείς αντιμέτωπος με μια «μορφή ζωής», όπως έλεγε ο Βιτγκενστάιν, που μεταμορφώνει τα πάντα. Ας πάρουμε ως παράδειγμα τη λέξη «δίνω», με την οποία ξεκινήσαμε την έρευνά μας. «Δίνω» για την Εκκλησία σημαίνει ότι ο Χριστός πρωτίστως «δίνεται» σε μας ως το Σώμα και το Αίμα Του, και καμία άλλη σημασία του όρου «δίνω» δεν έχει αυτήν την φοβερή κυριολεξία. Τι σημαίνει ο όρος «δίνω»; Αυτό που σημαίνει όταν χρησιμοποιούμε την έκφραση «ο Θεός στην Ευχαριστία μας δίνει το σώμα και το αίμα Του». Εδώ δεν έχει νόημα καμία θεωρία αντιστοιχίας ή συνοχής ή ωφελιμιστική κ.λπ. Γιατί ο Χριστός μπορεί να δίδει τον ίδιο τον εαυτό του, να ανακιρνάται και να συμφύρεται με το σώμα των πιστών Του, και κανείς άλλος δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Ο όρος «δίνω» εμφανίζεται εδώ να καινουργείται. Η γλώσσα φθάνει στο έσχατο σημείο της, μάλλον το εσχατολογικό και καινουργείται και αυτή. Οποιαδήποτε άλλη σημασία του όρου «δίνω» είναι εκπτωτική σε σχέση με αυτήν, την κύρια[ΛΑΒΕΤΕ ΕΙΝΑΙ Η ΚΥΡΙΑ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ ΟΧΙ ΤΟ ΔΙΝΩ]. Όταν «χαρίζω» σε κάποιον ένα τετράδιο, ένα μολύβι, κάτι φαγώσιμο κ.λπ., δεν «δίνομαι» ολόκληρος μέσα στη δωρεά μου. Και ο φιλόσοφος Ζαν-Λυκ Μαριόν επέμεινε πολύ στη σημασία της δωρεάς. Το να «δοθώ» ολόκληρος μέσα στη δωρεά μου είναι κάτι που ανακαινίζει και την ύπαρξη, το «Dasein», το «Ενθάδε-είναι». Γιατί, για να έχει νόημα η αναλυτική υπαρκτική του Χάιντεγκερ, ο άνθρωπος πρέπει να είναι ένα «είναι-προς-θανατον»[ΣΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΔΙΝΕΤΑΙ ΟΛΟΚΛΗΡΟΣ]. Ο άνθρωπος στον Χάιντεγκερ είναι η περατότητά του. Αλλά ο Θεός, καινουργωντας την δωρεά, μας δίνει το φάρμακο της αθανασίας, που είναι το Άχραντο Σώμα και Αίμα Του. Ο,τι και να δώσει κανείς, όσο και να προσπαθήσει να ορίσει θετικά το «δίνω», πάντα θα υστερεί σε σχέση με αυτήν την πραγματικότητα.[ΑΜΑ ΘΕΛΟΥΜΕ]
Στην ευχαριστιακή λειτουργία είναι που παίρνει και την έννοιά της η λέξη «μετέχω». Γιατί στην φιλοσοφία σήμερα ο όρος αυτός έχει καταντήσει μεταφυσικός και απαράδεκτος. Οι προτάσεις «τα ζώα μετέχουν στην ζωή» και «ο άνθρωπος μετέχει στην λογικότητα» ηχούν σαν μεταφυσικές. Δεν είναι δυνατόν, κατά τους φιλοσόφους, μια πραγματικότητα να «μετέχει» σε κάποια άλλη, γιατί τότε απλά είναι αυτή η άλλη πραγματικότητα συνάμα. Αντιθέτως, στην Ευχαριστία είναι που παίρνει ζωή και ο όρος «μετοχή». Μετέχουμε στο σώμα και το αίμα του Κυρίου και αυτό αποτελεί μια πραγματικότητα. Μαζί με μας εκατομμύρια άλλοι άνθρωποι έχουν μετάσχει ή μετέχουν στα Τίμια Δώρα και παίρνουν ζωή από αυτά. Έτσι καταλαβαίνουμε ότι ο άνθρωπος μετέχει στην θεία ωραιότητα και σοφία και δύναμη, γιατί τα όντα μετέχουν του Θεού.[ΑΜΑ ΘΕΛΕΙ] Στην θεωρία του ακτίστου φωτός ο άνθρωπος μετέχει στις άκτιστες θείες ενέργειες και θεώνεται[ΣΤΗΝ ΔΟΞΑ], ωστόσο στο σύμπαν υπάρχει ομορφιά, σοφία, δύναμη κ.λπ. που αντανακλούν κατ’ εικόνα τις αντίστοιχες θείες ιδιότητες. Ο κόσμος είναι κάτι διαφορετικό από τον Θεό, κτιστό, και δεν μπορεί να έχει καμία απολύτως ομοιότητα με το Άκτιστο, ωστόσο τα επιμέρους όντα μετέχουν του Θεού. Στην θεία Ευχαριστία, κοινωνώντας αξίως σώμα και αίμα Χριστού, ο άνθρωπος θεώνεται. Και ο όρος αυτός της «μετοχής» με όλα τα συμφραζόμενά του εμπλουτίζει και ζωοποιεί την γλώσσα. Έτσι, ακόμη μια φορά, ευρύνεται και παίρνει την αληθή σημασία του το ρήμα «δίνω». Στην Ευχαριστία γινόμαστε «θείας φύσεως κοινωνοί».[ΙΣΩΣ] Μας δίνεται η ίδια η θεία φύση[Η ΧΑΡΙΣ]. Και βέβαια, μπορεί να ρωτήσει κανείς πώς είναι δυνατόν το φθαρτό και μικρό και αδύναμο να γίνει άφθαρτο και μεγαλοπρεπές και παντοδύναμο, αλλά «όπου Θεός βούλεται νικάται φύσεως τάξις».
Ένα άλλο συναφές πρόβλημα είναι αυτό που αφορά τον όρο «ζωή». Στην βιολογία δεν μπορεί κανείς να ορίσει αυτήν την λέξη, αν και γύρω μας η ζωή σφύζει και θριαμβεύει και νικά, παρά την ανθρώπινη προσπάθεια καταστροφής του περιβάλλοντος. Ο Κύριος είπε «εγώ ειμί η ζωή». Καταλαβαίνουμε, όταν διαβάζουμε ένα βιβλίο και λέμε «μου έδωσε ζωή», ότι αυτό δεν είναι απλά μια επιπόλαια έκφραση. Το ότι η ζωή είναι κάποιος και όχι κάτι, αλλοιώνει, μεταβάλλει το νόημά της. Η βιολογία δεν θα φθάσει ποτέ να ορίσει τι είναι ζωή, γιατί στην πραγματικότητα η «ζωή» η ίδια, ως ο Ζων Κύριος, την υπερβαίνει. Μπορεί κανείς να ρωτήσει πώς είναι δυνατόν αλήθεια και ωραιότητα και ζωή να είναι ένα Πρόσωπο, και όχι μια αφηρημένη πραγματικότητα. Αλλά εδώ ακριβώς έγκειται το μυστήριο.
Ας επιστρέψουμε στον όρο «αλήθεια». Είδαμε τις προσπάθειες που έγιναν για να την ορίσουν, οι οποίες απέτυχαν όλες.[ΠΡΟΣΠΑΘΩΝΤΑΣ ΜΕ ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ]. Γιατί άραγε; Όπως λέγει ο Άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ, η πραγματικότητα είναι στο βάθος της αντιφατική. Ακόμη και η κτιστή πραγματικότητα. Όταν ο ανθρώπινος νους, με τις δικές του δυνάμεις, φθάσει να μελετά και να ερμηνεύει το σύμπαν, έρχεται μια στιγμή που καταλαβαίνει ότι η πραγματικότητα είναι αντιφατική στην εσώτατη φύση της. Και εδώ σταματά ο ανθρώπινος νους. Καταλαβαίνει κανείς ότι δεν μπορεί να εισέλθει παραπέρα, με τις δικές του καθαρά διανοητικές δυνάμεις, σε αυτόν τον γνόφο της αντιφατικότητας [ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΦΥΣΙΚΟ. ΕΙΝΑΙ Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΑΦΥΣΙΚΗ; ΕΙΝΑΙ ΜΑΛΛΟΝ ΚΡΥΜΜΕΝΗ.ΑΛΛΑ ΚΑΛΕΙ]. Ο μόνος ο οποίος μπορεί να φωτίσει τότε το ανθρώπινο πνεύμα να προχωρήσει παραπέρα και να εισέλθει σε αυτό τον γνόφο της ακαταληψίας είναι ο Θεός. Και εδώ υπάρχει ένα παράδοξο για την φιλοσοφία. Πώς είναι δυνατόν κάτι άκτιστο και άφθαρτο και παντοδύναμο να ανακιρνάται με το κτιστό και φθαρτό και αδύναμο. Η Καθολική Εκκλησία, διά του Θωμά Ακινάτη, αδυνατώντας, λίαν ευλόγως, να εννοήσει το μυστήριο, όρισε ότι η χάρη που παρέχεται στον άνθρωπο και τον αγιάζει είναι κτιστή. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ενωθεί με την θεία φύση, γιατί τότε θα γίνει και αυτός Θεός, ωστόσο, κατά το καθολικό δόγμα, ο άνθρωπος μπορεί να έχει μία ευδαίμονα θέαση της θείας ουσίας, κάτι που για το ορθόδοξο δόγμα είναι απαράδεκτο. Η θεία ουσία δεν οράται, αλλά ο άνθρωπος μετέχει στον Θεό κυριολεκτικά διά των ακτίστων ενεργειών, που είναι και αυτές ο όλος Θεός.[Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΟΙ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΟΥΣΙΩΝΟΥΝ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΑΘΑΝΑΤΙΖΟΥΝ]
Στην πραγματικότητα, αυτό που θα λέγαμε ότι γεφυρώνει κατ’ εικόνα το χάσμα μεταξύ κτιστού και ακτίστου, είναι η Ποίηση. Η Ποίηση βρίσκεται σε τρομερή αντιδιαστολή με την επιστήμη- με εξαίρεση κάποιες ποιητικές ενοράσεις της επιστήμης, όπως η κβαντική φυσική. Η Ποίηση έχει συναίσθηση αυτής της της ιδιότητας, για τούτο και οι ποιητές αισθάνονται ως μοναχικοί άνθρωποι, ξεκομμένοι από τους χαϊντεγκεριανούς «πολλούς», ασκητικοί στην σκέψη και το μυαλό, ιδιότροποι και αλλόκοτοι. Η γλώσσα της Ποίησης φθάνει πολύ μακριά και μπορεί να συλλάβει πραγματικότητες που η ίδια η επιστήμη αδυνατεί ακόμη να ανιχνεύσει. Η ίδια η Ποίηση έχει μια αποστολή.[ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΑΠΟ ΠΟΥ ΕΡΧΕΤΑΙ ΚΑΙ ΠΟΥ ΠΗΓΑΙΝΕΙ] Δεν είναι απλά ότι κομίζει κάτι «ωραίο», είναι ότι αιχμαλωτίζει τον όλο άνθρωπο και τον «μαγεύει», τον ανυψώνει στο «υπερβατικό», τον εξοικειώνει με την αντιφατικότητα και την αντινομία του κόσμου.[ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΘΑΡΗΣ ΝΟΗΣΕΩΣ] Για αυτό ακόμη και η γλώσσα της θεολογίας είναι ποιητική. Για παράδειγμα, όταν θέλουμε να ορίσουμε την θεία φύση;;; του Χριστού,[ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΓΙΟΣ] λέμε «φως εκ φωτός». Και αυτό στην καρδιά του χριστιανικού δόγματος, μέσα στο ίδιο το Σύμβολο της Πίστεως.
***************
Θα σταματήσουμε εδώ. Τι είναι η αλήθεια; [Ο ΠΟΝΤΙΟΣ ΠΙΛΑΤΟΣ]. Δεν πρόκειται ποτέ η φιλοσοφία να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα, γιατί ξεκινά με λάθος προϋποθέσεις. Η αλήθεια είναι κάποιος, όχι κάτι. Για αυτό και εσαεί η Ποίηση θα είναι πάντα ένα βήμα πιο μπροστά από την επιστήμη. [ΑΝΑΓΕΝΝΑ ΤΟΝ ΜΥΘΟ ΑΛΛΑ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΠΑΛΙ ΜΑΚΡΥΑ].Ο Ιησούς Παντοκράτωρ. Εικόνα στην Ιερά Μονή Χιλανδαρίου (Άγιον Όρος).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου