(προϋποθέσεις συν-εννόησης μὲ τὸν τρόπο τοῦ Wittgenstein)
Α
1 Τὰ ὅρια τῆς γλώσσας μου εἶναι τὰ ὅρια τοῦ κόσμου μου.
1.1 Τὰ ὅσα μπορῶ νὰ πῶ γιὰ τὴν πραγματικότητα ὁριοθετοῦν τὰ ὅσα ἀντιλαμβάνομαι ὡς πραγματικότητα.
1.2 Τὰ σημαινόμενα κάθε κοσμοαντίληψης εἶναι συνάρτηση τῶν γλωσσικῶν σημαινόντων τοῦ φορέα τῆς κοσμοαντίληψης.
1.3 Χωρὶς γλώσσα δὲν ὑπάρχει σκέψη. Σκέπτομαι μὲ τὶς λέξεις-ἔννοιες τῆς γλώσσας μου.
1.3.1 Ἡ σκέψη μου συγκροτεῖται ἀπὸ ἔννοιες: ἀποτυπώσεις ἐν-νῷ ἰδεῶν-εἰκόνων ποὺ μοῦ προσπορίζουν οἱ αἰσθήσεις μου.
2 Ἡ κατα-νόηση τῆς πραγματικότητας εἶναι εἰδολογικὴ-εἰκονολογική.
2.1 Τὴν εἰκονολογικὴ κατανόηση τῆς πραγματικότητας (τὸ «φανταστικὸν τῆς ψυχῆς») συνοδεύει ἡ ἱκανότητα τοῦ νοῦ νὰ πολυμερίζει τὶς ἐν-νῷ εἰκόνες (ἔννοιες) καὶ νὰ ἀνασυνθέτει τὰ κομμάτια κάθε εἰκόνας πλάθοντας πραγματικὲς ἢ ἀνύπαρκτες (φανταστικὲς) παραστάσεις, ἐνδεικτικὲς νοητικὰ ἐνδεχόμενων «πραγματικοτήτων».
2.1.1 Συμπλοκὴ νοημάτων ἐστί τὸ ἀληθὲς ἢ ψεῦδος, λέει ὁ Ἀριστοτέλης (Περὶ ψυχῆς Γ 432α 11-12). Τὰ συνδυαστικὰ παράγωγα τῶν ἐν νῷ σημαινόντων παραπέμπουν σὲ ἐνδεχομένως ὑπαρκτὰ σημαινόμενα ἢ σὲ ἐνδεχομένως ἀνύπαρκτα (γοργόνες, κενταύρους, τραγέλαφους).
2.1.2 Ἡ νοητικὴ ἱκανότητα νὰ πιθανολογοῦμε ὡς ὑπαρκτὸ τὸ ἀνύπαρκτο, συνιστᾶ δυνατότητα προϋποθετικὴ τόσο τῆς ἐρευνητικῆς ἐπιστημονικῆς «ὑπόθεσης» (suppositio) ὅσο καὶ τῆς καινοτομίας στὴν Τέχνη.
2.2 Ἡ ἱκανότητα νὰ πιθανολογοῦμε τὸ ὑπαρκτὸ παραπέμπει στὴν εὐρύτερη (καθολικότερη) δυνατότητα, νὰ εἶναι ἡ σκέψη τοῦ ἀνθρώπου θεωρητική: Νὰ παράγει θέα-θεωρία τοῦ (αἰσθητὰ ἀνύπαρκτου) γενικοῦ-καθολικοῦ ξεκινώντας ἀπὸ τὶς αἰσθητὲς εἰκόνες (εἴδη) τῶν ἐπιμέρους ὁμοειδῶν ὑπαρκτῶν. Ἀπὸ τὰ κοινὰ εἰδητικὰ γνωρίσματα περισσότερων ἐπιμέρους ὑπαρκτῶν συνάγει ὁ νοῦς τὸ κοινὸν εἶδος ὡς ἑνικὴ εἰκόνα, ὡς ἔννοια (ἐν νῷ μόνο) ὁμοείδειας.
2.2.1 Ὁμοείδεια εἶναι ἡ ἐν νῷ εἰκόνα (ἔννοια) τοῦ κοινοῦ λόγου-τρόπου (εἴδους) ὁμάδας ἐπιμέρους ὑπαρκτῶν, λόγου-τρόπου μετοχῆς τῶν συγκεκριμένων ὑπαρκτῶν στὴν ὕπαρξη. Ὀνομάζουμε (ἀπὸ τὸ θηλυκὸ τῆς μετοχῆς ἐνεστῶτος τοῦ ρήματος εἶναι) τὴν εἰκόνα-ἔννοια τοῦ τρόπου μετοχῆς στὸ εἶναι: τὴν ὁμοείδεια.
2.3 Ἡ θεωρητικὴ νοητικὴ ἱκανότητα (παραγωγὸς θέας συνθετικῆς) εἶναι ταυτόχρονα καὶ παραγωγὸς θέας ἀφαιρετικῆς: παράγει ἀφηρημένες ἔννοιες (ἐν νῷ εἰκόνες), προϊόντα ἀφαίρεσης (ἀποκλεισμοῦ) τῶν δευτερευόντων γνωρισμάτων, προκειμένου νὰ ἀναδείξει τὸ πρωτεῦον κοινὸ γνώρισμα μιᾶς ὁμοείδειας ὑπαρκτῶν. Συνάγει ἡ νόηση τὸ πρωτεῦον γνώρισμα ὡς ἐπιθετικὸ προσδιορισμὸ ταυτότητας τῶν ὁμοειδῶν ὑπαρκτῶν. Καὶ ἀπὸ τὸν κοινὸ ἐπιθετικὸ προσδιορισμὸ παράγει ἡ νόηση τὴν ἀφηρημένη ταυτότητα ὡς ὑπαρκτικὴ ποιότητα καθεαυτήν.
2.3.1 Παράδειγμα: Μέσῳ τῶν αἰσθήσεων (ὅρασης, ἁφῆς) γνωρίζουμε ἐμπειρικὰ τὸ ὑλικὸ χῶμα. Σὲ κάθε ἀντι-κείμενο συνιστάμενο ἢ κατασκευασμένο ἀπὸ χῶμα ἡ νόηση ἀναγνωρίζει ὡς πρωτεῦον συστατικὸ καὶ γνώρισμα τὸ χῶμα, καὶ γλωσσικὰ τοῦ ἀποδίδει τὸν ἐπιθετικὸ προσδιορισμό: χοϊκός. Αὐτονομημένη-ἀφηρημένη (μὲ ἀφαίρεση-διαστολὴ ἀπὸ τὰ συγκεκριμένα ἀντικείμενα) ἡ ἰδιότητα τοῦ χοϊκοῦ συνάγεται ὡς ὑπαρκτικὴ ποιότητα καθεαυτήν: ὡς χοϊκότητα.
2.3.2 Χοῦς (χῶμα), χοϊκός, χοϊκότητα: Μετάβαση ἀπὸ τὴ θέα καὶ σήμανση τοῦ αἰσθητοῦ ἀντικειμένου, στὴν ἔννοια-εἰκόνα τοῦ κοινοῦ εἴδους καὶ τελικὰ στὴν κατα-νόηση τῆς ὁμοείδειας ὡς ὑπαρκτικῆς ποιότητας.
3 Αὐτὸ ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ τὸ ποῦμε, ἀδυνατοῦμε καὶ νὰ τὸ σκεφτοῦμε.
3.1 Ὑπάρχει ὡστόσο καὶ αὐτὸ ποὺ «δὲν χωράει» στὴ γλώσσα, δὲν ἀντικειμενοποιεῖται μὲ γλωσσικὰ σημαίνοντα — ὑπάρχει τὸ ἄρρητο. Εἶναι αὐτὸ ποὺ μόνο βιώνεται ἐμπειρικὰ καὶ δείχνεται (εἰκονολογεῖται): Ὁ πόνος, ἡ ἡδονή, ἡ αἴσθηση τοῦ κάλλους, ἡ ἐρωτικὴ ἀμοιβαιότητα, ἡ βίωση τῆς τιμῆς ἢ τῆς ὑποτίμησης, τῆς ἀναγνώρισης ἢ τῆς περιφρόνησης, ἡ ἀποκάλυψη τῆς ἑτερότητας καὶ μοναδικότητας εἶναι τέτοια (ἄρρητα) δεδομένα τῆς πραγματικότητας.
3.1.1 Ἡ κατάδειξη τοῦ ἀρρήτου γίνεται (ἐνδεχομένως) δυνατὴ ὄχι μὲ τὴ σημαντικὴ τῶν ἐννοιῶν (τῶν ἐν-νῷ εἰκόνων), ὅσο μὲ τὴν ἐκφραστικὴ δυνατότητα (τὴ «γλώσσα») τῶν Τεχνῶν. Ἡ σημαντικὴ τῶν ἐννοιῶν ὑπηρετεῖ τὴ γνώση ὡς κοινωνούμενη κατα-νόηση τῆς πραγματικότητας. Ἡ σημαντικὴ τῶν Τεχνῶν καλεῖ στὴν ἐμπειρία κοινωνούμενης σχέσης μὲ τὴν πραγματικότητα.
3.1.2 Ἡ κατανόηση γνωστοποιεῖ τὸ τὶ τῆς πραγματικότητας. Ἡ ἐμπειρία τῆς σχέσης γνωστοποιεῖ τὸ πῶς τῆς πραγματικότητας.
3.1.3 Τὸ τὶ τῆς πραγματικότητας ὑπόκειται μὲ τὴν κατανόηση σὲ ἀτομικὴ κατοχὴ καὶ χρήση. Τὸ πῶς τῆς πραγματικότητας «ταῖς μετοχαῖς μόναις γινώσκεται»: γίνεται γνωστὸ-προσιτὸ μόνο μὲ τὴ θελητικὴ μετοχὴ-μέθεξη στὸν τρόπο ποὺ συνιστᾶ τὸ πῶς. Δηλαδὴ μόνο ὡς κατορθούμενη σχέση.
3.2 Ἡ σχέση προϋποθέτει ἔλλογες ὑπάρξεις. Τὰ ἄλογα ὑπαρκτὰ συναντῶνται ἢ καὶ συνυπάρχουν συμπτωματικὰ (κατὰ σύμπτωσιν) ἢ νομοτελειακά (κατ’ ἀναγκαιότητα), δὲν σχετίζονται. Ἡ σχέση προϋποθέτει ἔλλογη ἐπιθυμία, θέληση, ἀπόφαση. Εἶναι ἡ ἐνεργὸς (ἐν ἔργῳ) συνάντηση ἢ συνύπαρξη, ποὺ γεννάει τὴ γνώση ὡς ἀμοιβαιότητα μετοχῆςμέθεξης στὸ πῶς (τρόπο) τῆς ἔναντι ἐνεργούμενης ἑτερότητας.
3.2.1 Τὰ ἄλογα ἔμβια ὄντα πληροφοροῦνται τὴν ἔναντι πραγματικότητα μέσῳ τῶν αἰσθητηριακῶν τους ὀργάνων καὶ λειτουργιῶν, δὲν τὴν κατανοοῦν. Οἱ λειτουργίες πληροφόρησης εἶναι ἐνστικτώδεις, αὐτοματικές, μὲ χρηστικὴ ἀποκλειστικὰ λειτουργικότητα — ὑπηρετοῦν τὰ ἀντανακλαστικὰ τῆς αὐτοσυντήρησης-ἄμυνας, ἡδονῆς ἢ ὅποιας ἄλλης ἐνστικτώδους ἀναγκαιότητας.
4 Ὁ λογικὸς ἄνθρωπος προσλαμβάνει τὴν αἰσθητὴ εἰκόνα τῆς μορφικῆς ἑτερότητας παντὸς ἔναντι ὑπαρκτοῦ ὡς λόγο ὁριστικὸ αὐτῆς τῆς ἑτερότητας. Καὶ συγκρατεῖ ἐν νῷ τὸν λόγο (ὡς ἔννοια). Προσλαμβάνει ἐπίσης καὶ τὸν λόγο-τρόπο τῆς συνύπαρξης τῶν ὑπαρκτῶν, τὴ λογικότητα τῶν συσχετισμῶν συνύπαρξης καὶ συλλειτουργίας τῶν ὑπαρκτῶν. Ἔτσι συγκροτεῖ ἐν νῷ ὁ λογικὸς ἄνθρωπος μιὰ συν-λογικὴ εἰκόνα τοῦ ἀντι-κείμενου ὅλου, μιὰ λογικὴ συν-είδηση: καθολικὴ νοητικὴ ἐποπτεία τοῦ λογικοῦ τρόπου τῆς τοῦ παντὸς διοικήσεως (Ἡράκλειτος) — ἀνάγεται ὁ λογικὸς ἄνθρωπος στὸν ξυνὸν (κοινὸ-συμπαντικὸ) λόγοτρόπο συνύπαρξης τῶν ὑπαρκτῶν.
4.1 Ἡ ἀναγώριση-γνώση τῆς εἰδητικῆς ἑτερότητας τοῦ λόγου, τόσο τῆς ὕπαρξης ὅσο καὶ τῆς συν-ύπαρξης τῶν ἔναντι τοῦ ἀνθρώπου ὑπαρκτῶν, ἀναδύεται στὴν ἀνθρώπινη συν-είδηση ὡς λόγος κλητικὸς σὲ σχέση. Τὸ γεγονὸς τῆς σχέσης ἔχει μιὰ δυναμικὴ προοδευτικῶν «ἀναβαθμῶν»: Ἡ εἰδητικὴ ἑτερότητα λειτουργεῖ ὡς ἐναρκτήρια νεύση-κλήση.
4.1.1 Ἡ ἀναγνώριση τῆς εἰδητικῆς ἑτερότητας τοῦ λόγου τόσο τῆς ὕπαρξης ὅσο καὶ τῆς συν-ύπαρξης τῶν ἔναντι ὑπαρκτῶν ἀναδύεται στὴ συνείδηση ὡς λόγος κλητικὸς σὲ σχέση. Ἡ λογικὴ εἴδηση-γνώση ἔρχεται πρὶν ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς θεληματικῆς σχέσης, τῆς μετοχῆς στὴ γνώση. Ἡ πληροφορία (εἴδηση) γιὰ τήν παρουσία τοῦ ὑπαρκτοῦ προηγεῖται (ἢ ἁπλῶς διαφοροποιεῖται) ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς σχέσης μὲ τὸ ὑπαρκτό.
4.2 Ἡ λογικὴ εἴδηση-γνώση κατέχεται ἀπὸ τὸν νοῦ καὶ μεταβιβάζεται μὲ τὴ γλωσσικὴ σημαντικὴ τῶν ἐννοιῶν. Ἡ θελητικὴ σχέση μὲ τὰ γινωσκόμενα συνιστᾶ ἐμπειρικὴ γνώση, μετέχεται-κοινωνεῖται μὲ τὴ σημαντικὴ («γλώσσα») τῶν Τεχνῶν.
4.2.1 Ποίηση, μουσική, ζωγραφική, γλυπτική, ἀρχιτεκτονική, θέατρο, κινηματογράφος εἶναι «γλῶσσες» — ὅπως «γλώσσα» εἶναι καὶ τὰ μαθηματικά. «Λένε» αὐτὸ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ εἰπωθεῖ μὲ τὴ σημαντικὴ τῶν ἐννοιῶν (τὴ μονόδρομη, χρηστικὴ σύνδεση σημαίνοντος-σημαινομένου). Οἱ γλῶσσες τῶν Τεχνῶν ἀποβλέπουν νὰ γνωστοποιήσουν τὴν ἑτερότητα-μοναδικότητα τῆς προσωπικῆς σχέσης μὲ κάθε ἔναντι λόγο προσωπικοῦ ἐνεργήματος.
4.2.2 Κάθε ἔναντι λόγος προσωπικοῦ ἐνεργήματος δηλώνει (γνωστοποιεῖ) «νόημα» τοῦ ἐνεργήματος: Αἰτία, σκοπό, ἑτερότητα.
5 (Wittgenstein): «Τὸ νόημα τοῦ κόσμου πρέπει νὰ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὸν κόσμο. Στὸν κόσμο ὅλα εἶναι, ὅπως εἶναι καὶ ὅλα συμβαίνουν, ὅπως συμβαίνουν. Μέσα στὸν κόσμο δὲν ὑπάρχουν ἀξίες, καὶ ἂν ὑπῆρχαν δὲν θὰ εἶχαν καμιὰ ἀξία. Ἂν ὑπάρχει μιὰ ἀξία ποὺ νὰ ἔχει ἀξία, πρέπει νὰ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ ὅλα ὅσα συμβαίνουν καὶ ἔχουν-ἔτσι. Γιατὶ ὅλα ὅσα συμβαίνουν καὶ ἔχουν-ἔτσι εἶναι συμπτωματικά. Αὐτὸ ποὺ τὰ κάνει νὰ μὴν εἶναι συμπτωματικά, δὲν μπορεῖ νὰ βρίσκεται μέσα στὸν κόσμο, γιατὶ τότε θὰ ἦταν καὶ αὐτὸ συμπτωματικό. Πρέπει νὰ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὸν κόσμο» (Tractatus 6.41).
5.1 Ὀνομάζουμε «νόημα» τοῦ κόσμου, «νόημα» τῶν ὑπαρκτῶν καὶ τῆς ὕπαρξης, τὴν ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα γιὰ τὴν αἰτία τους καὶ τὸν σκοπό τους. Αἰτία καὶ σκοπὸς εἶναι ἔλλογα (ἀπόλυτης ἑτερότητας) δεδομένα, ἡ ἀλογία (τὸ τυχαῖο, τὸ ἄσκοπο) δὲν συγκροτεῖ νόημα τοῦ ὑπαρκτοῦ. Ἀποκλείει τὴν ἀλογία ἀπὸ τὸν κόσμο ἡ λογικὴ δομὴ τοῦ κόσμου.
5.1.1 Στὴν ὁποιαδήποτε λογικὴ γλώσσα «δὲν ἐκφράζουμε ἐμεῖς, μὲ τὴ βοήθεια τῶν σημείων» αὐτὸ ποὺ πιστοποιοῦμε. «Ἀποφαίνεται στὴ λογικὴ ἡ ἴδια ἡ φύση τῶν φυσικὰ ἀναγκαίων σημείων» (in der Logik sagt die Natur den naturnotwendigen Zeichen selbst aus – Tractatus 6.124).
5.1.2 «Ἡ λογικὴ δὲν εἶναι θεωρία (ἀφηρημένο νοητικὸ συναγόμενο ἀπὸ τὴν αἰσθητὴ παρατήρηση), ἀλλὰ ἕνας κατοπτρισμὸς τοῦ κόσμου (στὸν ἀνθρώπινο νοῦ). Ἡ λογικὴ εἶναι ὑπερβατική» (Tractatus 6.13). Τὸ ὑπερβατικὸ στοιχεῖο τῆς λογικῆς εἶναι ἡ ἑτερότητά της (ποὺ γνωρίζεται-γίνεται γνωστὴ μόνο ὡς ἐμπειρία προσωπικῆς σχέσης).
MΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΙΑΚΡΙΝΟΥΜΕ ΗΔΗ ΤΗΝ ΗΘΕΛΗΜΕΝΗ ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗ. ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΜΕ ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΣΤΟΧΕΥΕΙ ΣΤΟΝ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟ ΜΑΣ ΣΤΟ ΕΝΘΑΔΕ ΣΤΟΝ ΑΙΣΘΗΤΟ ΚΟΣΜΟ.
Η ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η ΟΠΟΙΑ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕ ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ ΤΟΝ ΝΟΥ ΔΕΝ ΤΟΝ ΑΧΡΗΣΤΕΥΣΕ ΜΕ ΤΟΝ ΟΡΟ ΕΝΝΟΙΑ (ΕΝ-ΝΩ-ΕΙΚΟΝΩΝ-ΙΔΕΩΝ). ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΑΝΘΡΩΠΟ ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ, ΤΟ ΕΓΩ, Η ΕΝΝΟΙΑ, Η ΑΠΟΔΟΧΗ ΤΟΥ ΑΡΝΗΤΙΚΟΥ ΔΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΤΗΣ ΜΗ-ΑΝΤΙΦΑΣΕΩΣ ΚΑΙ Η ΤΑΥΤΙΣΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΦΥΣΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ. ΑΠΛΩΣ ΓΝΩΡΙΖΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΓΝΩΜΗΣ. ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ Η ΛΟΓΙΚΗ ΕΦΤΑΝΕ ΣΤΗΝ ΣΚΕΨΗ, ΤΗΝ ΔΙΑ-ΝΟΙΑ ΚΑΙ Η ΣΚΕΨΗ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΑΝΟΙΓΕ ΤΟ ΕΠΕΚΕΙΝΑ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ, ΤΙΣ ΠΡΩΤΕΣ ΑΡΧΕΣ.
4 σχόλια:
''Χωρὶς γλώσσα δὲν ὑπάρχει σκέψη''. Και όμως υπάρχει. Η αναζήτηση του νου και της καρδιάς είναι πριν από τις λέξεις. Αυτές έρχονται μετά.
Καί όμως υπάρχει.Αυτή η οντολογία όλο καί περισσότερο μοιάζει μέ τό ευαγγέλιο τού συγγραφέα. Μέ τό σύμπαν τής sola scriptura.
Φίλε έπιασα τήν άκρη. Πραγματικά χωρίς γλώσσα δέν υπάρχει σκέψη. ΣΚΕΨΗ.Σκέφτομαι άρα υπάρχω,στόν κόσμο τών αισθήσεων. Μετά; Οταν δέν θά υπάρχω;Ο Γιανναράς σάν σύγχρονη Πυθία τό μάντεψε. Μέ τό όργανο μέ τό οποίο συλλαμβάνω στήν διάρκεια τής υπάρξεως τίς κτιστές ενέργειες, μέ τό ίδιο όργανο θά συλλαμάνω τίς άκτιστες!!
Ο Θεός υπάρχει και δεν μπορεί να νοηθεί παρά μόνο ως κάτι που υπάρχει. Αυτό μας οδηγεί στο «πιστεύω άρα γνωρίζω». Πιστεύω ότι υπάρχει και ο νους μου γνωρίζει ότι υπάρχει. Για τον Άνσελμο ισχύει επίσης το "σκέφτομαι κάτι άρα υπάρχει". Κατ’ αυτόν τον τρόπο, υποστήριζε ότι ο Θεός υπάρχει, γιατί ο ανθρώπινος νους έχει συλλάβει την παράστασή του. Έτσι συναντά το ελεατικό "ἔστιν εἶναι", σύμφωνα με το οποίο το είναι υπάρχει και δεν μπορεί να νοηθεί παρά μόνο ως κάτι που υπάρχει. Επομένως δεν είναι δυνατό να νοηθεί άλλη ανώτερη ουσία.
Δημοσίευση σχολίου