Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2012

Η τελευταία ζαριά των μαζικών δολοφόνων


Η μαζική δολοφονία του Νιουτάουν (Κονέκτικατ), με δράστη έναν νεαρό ενήλικα και θύματα 26 ανθρώπους -εκ των οποίων 20 παιδιά, προκαλεί ανησυχία. Οι δολοφονικές επιθέσεις σε σχολεία εμφανίζονται σποραδικά την δεκαετία του 1970. Έχουμε π.χ. την επίθεση του 1979 στο Σαν Ντιέγκο, όπου μια έφηβη 16 ετών αρχίζει να πυροβολεί από το δωμάτιό της προς την αυλή ενός δημοτικού, δολοφονώντας δύο ενήλικες και τραυματίζοντας οκτώ παιδιά κι έναν αστυνομικό. Αλλά σε αυτήν την περίπτωση το σχολείο ήταν ένας στόχος τυχαίος, και η δολοφόνος ουδέποτε είχε φοιτήσει σε αυτό. Οι επιθέσεις σε σχολεία λαμβάνουν έκταση από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και από την δεκαετία του 1990 τροφοδοτούν ακατάπαυστα την επικαιρότητα.
Δράστες είναι έφηβοι -μερικές φορές πολύ νέοι- και νέοι ενήλικες. Πάντοτε αγόρια. Πρόκειται για επιθέσεις απρόβλεπτες, που καταπλήσσουν τους μάρτυρες και τα θύματά τους. Η βία είναι ακραία. Οι δράστες σκοπεύουν να δολοφονούν σχεδόν χωρίς να το σκέφτονται και θύματά τους είναι όσοι τυχαίνει να περνούν από δίπλα τους την στιγμή της επίθεσης. Οι σχολικές σφαγές έχουν πια επεκταθεί σε όλο τον κόσμο.
Ορισμένοι πρώτα επιτίθενται στα μέλη της οικογένειάς τους, για να εξαλείψουν θα 'λεγε κανείς κάθε ίχνος της καταγωγής τους, να θρυμματίσουν κάθε προσωπική ιστορία, να σβήσουν την ανεπιθύμητη εικόνα τους - και συνεχίζουν την διαδρομή τους τυχαία, σκοτώνοντας σε πλήρη αδιαφορία όποιον βρεθεί στο δρόμο τους, γνωρίζοντας πως στο τέλος θα σκοτωθούν κι αυτοί με την σειρά τους, είτε από την αστυνομία είτε από το ίδιο τους το χέρι.
Το περιβάλλον από μόνο του δεν εξηγεί τίποτα, παρά μόνο την συσχέτιση των γεγονότων που αλληλοδιαδέχονται με μια προσωπική ιστορία, με την μοναδικότητα μιας προσωπικής διαδρομής. Αλλά πάντοτε εξακολουθεί να υπάρχει ένα χάσμα μεταξύ της έκτασης του εγκλήματος και του νέου που το πραγματοποιεί, λες κι απομένει κάτι το ανεξήγητο. Όποια κοινά κι αν έχουν οι διάφορες προσωπικές ιστορίες των δραστών -την κακοποίηση, το αίσθημα της απόρριψης, την κενότητα- δεν αρκούν για να εξηγήσουν τόσο απεχθείς πράξεις.
Οι έφηβοι ή οι νέοι ενήλικες δράστες χαρακτηρίζονται από ένα βαθύ αίσθημα περιφρόνησης προς τους άλλους, από τους οποίους νιώθουν να έχουν απορριφθεί. Μηρυκάζουν ένα συναίσθημα πικρίας πως δεν αναγνωρίζεται η αξία τους, και δεν διστάζουν να προκαλέσουν αισθήματα απέχθειας προς το πρόσωπό τους. Σταδιακά εγκαθίστανται σε ένα είδος καθημερινής παράνοιας, θρηνώντας για τις ικανότητές τους που αγνοούνται από τους άλλους ή για όσα εκείνοι απεργάζονται κατά του προσώπου τους. Αδυνατούν να ταυτιστούν με τους άλλους, στερούνται κάθε εμπάθειας. Κάποια στιγμή, με αφορμή κάποιο αμελητέο γεγονός, η συσσωρευμένη λύσσα ξεχειλίζει, και εξαπολύεται ασταμάτητη.
Στις κοινωνίες μας η ωμότητα αποτελεί τον κανόνα του πολιτιστικού μας περιβάλλοντος κι όχι την εξαίρεση. Απεικονίσεις της πραγματικότητας ή φανταστικά αφηγήματα διαδίδουν των ωμότητα και την καθιστούν οικεία. Το μαρτύριο οποιουδήποτε τρίτο είναι ένα θέαμα ελκυστικό. Ούσα πανταχού παρούσα, η οδύνη γίνεται αόρατη. Κατά τα άλλα, το υπέρ-μοντέρνο υποκείμενο δεν νιώθει πια να ανήκει σε κανένα σύνολο: καμιά φορά «κολυμπάει» στο συναίσθημα πως αποτελεί έναν κόσμο από μόνο του. Στην περίπτωση των σχολικών δολοφόνων, αυτή η διαδικασία αποσύνδεσης καταλήγει στις ακραίες της συνέπειες.
Αν σε μια πρώτη φάση ο ατομισμός σήμαινε πως ο καθένας απλά ζει αυτόνομα, παραμένοντας όμως σε σχέση με τους άλλους, σήμερα πια σημαίνει την προσκόλληση στην πλήρη αυτοτέλεια. Οι απαιτήσεις του ναρκισσισμού επικρατούν της ανάγκης για συσχετισμό με άλλους ανθρώπους, μετατρέποντας το περιβάλλον σε ένα πρόβλημα που αναζητεί λύση.
Αυτοί οι νέοι δολοφόνοι νιώθουν υπαρξιακά παράταιροι. Ο κόσμος τους φαίνεται αδιάφορος και αμφισβητήσιμος - λόγω της αδιαφορίας με την οποία τους αντιμετωπίζει. Αλλά επιμένουν να παρασύρουν στον αυτοχειριασμό τους όσο το δυνατόν περισσότερους ομοίους τους, για να τους κάνουν να πληρώσουν για την αδιαφορία ή την περιφρόνησή που υπέστησαν. Επιθυμία τους είναι να συνεχίσουν να υπάρχουν μέσω των πράξεών τους, αλλά επίσης και μέσω της οδύνης των θυμάτων και των οικογενειών τους. Θέλουν να εκμαιεύσουν την αναγνώριση προς ό,τι είναι, όχι μέσω της συλλογικής αναγνώρισης, αλλά μέσω της φρίκης που σκοπεύουν να συνδέσουν με το όνομά τους.
Είναι επίσης πεπεισμένοι πως αποδίδουν δικαιοσύνη - που σημαίνει επίσης πως διαθέτουν την δύναμη να το κάνουν. Ο θάνατός τους στα μάτια τους δεν είναι ένα τραγικό και αμετάκλητο γεγονός, αλλά κάτι το υπερφυσικό, ένα είδος βάθρου όπου θα μπορούν να στέκουν και να απολαμβάνουν τα αποτελέσματα της δράσης τους. Τα μαγνητοσκοπημένα μηνύματά τους ή οι σελίδες των ημερολογίων τους μαρτυρούν για αυτήν την μετάβαση: φαντασιώνονται την υστεροφημία τους, πεπεισμένοι πως θα απολαμβάνουν εντυπωσιακής διασημότητας.
Υπνωτισμένοι από το αίσθημα της παντοδυναμίας τους, ο θάνατός τους μετατρέπεται σε κορύφωση των άθλων τους. Το μόνο που μένει είναι να τους σκηνοθετήσουν - λεπτομερώς. Καθώς η προσωπικότητάς τους διαλύεται μέσα στην υπερδραστηριότητα που συνοδεύει την προετοιμασία της ενέργειάς τους, ξεφεύγουν από την ρουτίνα της καθημερινότητάς τους και κυριαρχούνται από την αίσθηση πως η ώρα της διασημότητας και της αναγνώρισής τους βρίσκεται επί θύραις. Ακόμα κι αν κάποιες στιγμές δείχνει να συνέρχονται, γρήγορα ξανακυλάνε στην αίσθηση της παντοδυναμίας τους. Γνωρίζουν πως κανείς δεν επιστρέφει από τον θάνατο, αν και δεν είναι τόσο σίγουροι για τους ίδιους. «Σύντομα...», έγραφε στο ημερολόγιό του ο Ντίλαν Κλέμπολντ (Dylan Klebold), ένας εκ των δραστών της σφαγής του Κολουμπάιν τον Απρίλιο του 1999, «...θα εκδικηθούμε την κοινωνία, θα λευτερωθούμε, θα μας γίνει δυνατό να υπάρχουμε σε ένα μέρος εκτός χρόνου, γεμάτο χαρά κι ευτυχία».
Πραγματοποιώντας ένα τόσο αδιανόητο έργο, νιώθουν πως είναι ξεχωριστοί, πως στέκουν πέραν των καθιερωμένων κανόνων. Κάθε είδους παραβατικότητα είναι επίδειξη ισχύος. Στα βίντεο που μαγνητοσκοπούσαν στα υπόγεια των σπιτιών τους, ο Έρικ Χάρρις (Eric Harris), ο έτερος δολοφόνος του Κολουμπάιν, αναρωτιέται αν κάποια μέρα θα γυριστεί ταινία με θέμα τη ζωή του και τις περιπέτειές του με τον Ντίλαν. Ο Έρικ λέει πως επιθυμεί «να αφήσει ανεξίτηλο ίχνος στον κόσμο». Πολλοί από τους νεαρούς μαζικούς δολοφόνους σκοτώνουν για «να υπάρξουν», για να αφήσουν κάτι τι σε έναν κόσμο που μοιάζει απροσπέλαστος στις προσπάθειές τους. Αναζητούν μια ισχυρή γεύση πραγματικότητας, αποδεχόμενοι να χαθούν στην συνέχεια, αρκεί να νιώσουν ζωντανοί, έστω και για μια στιγμή. «Έχω μπουχτίσει, δεν αντέχω πια αυτή την χωρίς νόημα, επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα. Όλοι με κοροϊδεύουν και κανείς δεν αναγνωρίζει τις δυνατότητές μου», λέει Τιμ (Tim), ο δεκαπεντάχρονος δράστης της επίθεσης στο Βίνεντεν της Γερμανίας. «Θέλω να με ξέρουν όλοι, θέλω να γίνω διάσημος», είχε πει ο Ρόμπερτ (Robert) σε έναν συμμαθητή του, πριν περάσει στην δράση, τον Απρίλιο του 2002 σε ένα λύκειο της Ερφούρτης στη Γερμανία.
Ο ατομισμός καθιστά απαράδεκτη την ατομική αποτυχία. Μόνη διέξοδος η θυματοποίηση και η απόδοση δικαιοσύνης, καθώς το κράτος και οι εκπρόσωποί του θεωρούνται συνένοχοι της αποπομπής τους. Μην έχοντας καταφέρει να υπάρξουν ως προσωπικότητες, μόνη λύση τους μένει να υπάρξουν μέσω της απέχθειας.
[Άρθρο του David Le Breton, καθηγητή κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο του Στρασβούργου - Πηγή Le Monde, Αναδημοσίευση στο ppol.gr]
Τμήμα ειδήσεων defencenet.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: