Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2018

PAUL FRIEDLȀNDER, ΠΛΑΤΩΝ (89)

Συνέχεια από Δευτέρα 23 Ιουλίου 2018 
                                         
                                       PAUL FRIEDLȀNDER
                                                  ΠΛΑΤΩΝ
                                            ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

                                   ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –
                              ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

                                 ΔΕΥΤΕΡΗ, ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

                                             21.  ΦΑΙΔΩΝ

     Ο «Φαίδων» τού Moses Mendelssohn (1764) και «Ο θάνατος του Σωκράτη» τού Lamartines (1823) είναι απομιμήσεις και παραλλαγές τού πλατωνικού «Φαίδωνα». Από εκεί ‘παραλαμβάνουν’ και τα δυό έργα τη ‘διαδικασία’, και ένα μέρος τουλάχιστον του φιλοσοφικού διαλόγου. Ο Mendelssohn ξεκινά και τελειώνει μάλιστα τον δικό του «Φαίδωνα» ως ακριβή μετάφραση, απομακρυνόμενος μόνον εκεί απ’ το πρωτότυπο, όπου και θεωρεί αναγκαίο «να διαμορφώση κατά το ‘γούστο’ τών καιρών μας τις μεταφυσικές ‘αποδείξεις’». Στο δε ποίημα του Λαμαρτίνου, όπου και «’αδελφώνονται’ ή είναι μάλλον ένα η μεταφυσική και η ποίηση», έχει εκχριστιανισθή το ελληνικό πρότυπο – τα συμβάντα, ο διάλογος και η μορφή –, κάτι που δεν θα μπορούσε άλλωστε να επιτευχθή σε κανένα άλλο έργο τού Πλάτωνα τόσο πολύ όπως εδώ.
      Η «Απολογία» ‘περιβάλλει’ μέσα σ’ έναν δικανικό λόγο αυτό που θέλει να καταστήση ορατό ο Πλάτων: την ύπαρξη του φιλοσόφου μπροστά στην τελευταία απόφαση. Ο «Γοργίας» αντιπαραθέτει στο δικαστήριο της Αθήνας το δικαστήριο του Επέκεινα, και ανυψώνει έτσι την αληθινή δικαιοσύνη πάνω από κάθε γήινη  και χρονική. Ο «Μένων» αναφέρει τη γνώση στο αιώνιο Είναι και αποδεικνύει – με την εικόνα τής «ορφικής» διδασκαλίας για τη μετεμψύχωση – την αφθαρσία (αθανασία…) τής ψυχής απ’ το ότι υπάρχει η αλήθεια του όντος σ’ αυτήν. Όλες αυτές οι ‘θεωρήσεις’ αναπτύσσονται τώρα όλες μαζί στην κορυφή τού πλατωνικού έργου, τον «Φαίδωνα». Μπορούμε άρα, ακόμα λιγότερο απ’ ό,τι αλλού, να διαχωρίσουμε σ’ αυτόν τον διάλογο «τα συμβάντα και τις συζητήσεις» (58 C 7) ή τα γεγονότα και τον φιλόσοφο ως πλαίσιο και εικόνα. Η αλήθεια του Είναι και η πραγματικότητα της ζωής, η Ιδέα και η ύπαρξη, αξιώνουν η μια την άλλη. Κι αν είχε πεισθή απ’ τη διαταγή τού αξιωματούχου που διαχειριζόταν το δηλητήριο και είχε σωπάσει την τελευταία του μέρα ο Σωκράτης, δεν θα είχε και πολλά να πη στους μεταγενέστερους. Κανένας μαθητής δεν θα μετέφερε τις διδασκαλίες του στα πέρατα, και δεν θα είχε ‘αφήσει’ να συζητούνται για μισόν αιώνα τα πιο σημαντικά που είχε να μεταδώση ή να καταπολεμήση απ’ τον ίδιον τον Σωκράτη ή υπό την παρουσία του ο Πλάτων. Για τί άλλο μπορεί ωστόσο να μιλήση ο φιλόσοφος μπροστά στον θάνατό του,  συγκεντρωμένος εντελώς στο αντικείμενο, εκφράζοντας όμως ταυτόχρονα και τον εαυτό του, παρά για τη φιλοσοφία, τον θάνατο και την αθανασία; Οι Λόγοι (Logoi) δεν επιτυγχάνουν απ’ την άλλη, μπροστά στο μέγεθος τής εργασίας και λόγω τής ανθρώπινης ασθένειας, εντελώς τον σκοπό τους (107 ΑΒ). Κάτι που ισχύει ήδη κι εκεί που πρόκειται για την ανδρεία ή για τη σωφροσύνη (Sophrosyne). Κανένας διάλογος δεν χρειάζεται άρα περισσότερο απ’ τον διάλογο για τον θάνατο και την αθανασία, την παρουσία εκείνου, που τον διεξάγει γενναία, και που τον βλέπουμε να τελειώνη τώρα δίχως φόβο και ευγενικά την (εδώ…) ζωή του.
      Μάς υποβάλλουν ήδη τα πρώτα λόγια, ότι παρίστατο «ο ίδιος» ο Φαίδων, ότι αφηγείται ως αυτόπτης μάρτυς, και διατρέχει μια αισθητή ένταση την ‘απόσταση’ ανάμεσα σ’ αυτήν τη μαρτυρία και τη σύντομη, και φαινομενικά τόσο αντικειμενική δήλωση, πως «ήταν, νομίζω, άρρωστος ο Πλάτων» (59 Β). Δεν ονομάζεται άσκοπα με το όνομα του ωραίου και νεαρού Φαίδωνα ο διάλογος περί θανάτου. Συνδέει μια ‘ηρακλείτια’ ‘ενταση τον έρωτα και τον θάνατο. Και μπορούμε να σκεφθούμε το κρίσιμο εκείνο σημείο τού διαλόγου, όπου δεν γνωρίζουμε αν θα ζήση ή θα πεθάνη, αν θα βρή δηλ. ή θα χάση το νόημα της ζωής και του θανάτου ο διάλογος. Αγγίζει τότε ο Σωκράτης στα ωραία του μαλλιά αυτόν που κάθεται στα πόδια του, και μοιάζει να ζωντανεύη ξανά αυτό το άγγιγμα του πλησιέστερου απ’ όλους – «το γήινο σώμα σου, αυτό το ‘στενό’ ιερό και άδυτο (της ψυχής σου…)» – τον λόγο (Logos) που κινδυνεύει. Για να μεταφέρη κατόπιν αυτός ο ίδιος έρως, που πλησίασε εκείνον που πεθαίνει, το μήνυμα του θανάτου προς την ζωή στα πέρατα: αφηγείται στη Φλεία (την «εύκαρπη γη»…) για τις τελευταίες ώρες τού Σωκράτη ο Φαίδων. Μεταθέτοντας έτσι αυτόν τον διάλογο-πλαίσιο έξω απ’ την Αθήνα ο Πλάτων, έχει τη δυνατότητα να ‘συγκρατήση’ πράγματα, που δεν θα μπορούσαν σχεδόν να ειπωθούν, ως γενικώς γνωστά, ανάμεσα στους Αθηναίους. Ενώ φανερώνεται ταυτόχρονα και η επίδραση του μεγάλου συμβάντος, που εξαπλώνεται, σε αναπτυσσόμενους κύκλους, πέρα απ’ την Αθήνα. Η Φλεία είναι ένα ‘σκαλοπάτι’ στον δρόμο ανάμεσα στην Αθήνα και τον πέρα κόσμο, ανάμεσα στην Αθήνα και την Έλιδα κατ’ αρχάς, την πατρίδα τού Φαίδωνα, όπου και θα μεταδώση στη δική του ‘Ελίδεια’ σχολή τη σωκρατική παράδοση. Και δεν είναι καθόλου συμπτωματικό επίσης το ότι είναι ένας πυθαγόρειος ο Εχεκράτης, που ‘υποδέχεται’ πρώτος την αναγγελία, και ότι είναι γνωστή επίσης ως έδρα μιας πυθαγόρειας κοινότητας η Φλεία. Έτσι θα είχε ‘φανταστή’ τον ‘κύκλο’ γύρω απ’ τον Εχεκράτη ένας σύγχρονός του αναγνώστης, παρ’ όλο που είναι επίσης αξιοσημείωτο το πόσο λίγο, ή και καθόλου, χαρακτηρίζει αυτήν την ανθρώπινη ομάδα ο Πλάτων. Συνιστά ωστόσο μια ‘βαθμίδα’ ανάμεσα στη συνήθη κατανόηση και τον Σωκράτη -Πλάτωνα ο Εχεκράτης, την ίδια εκείνη ‘βαθμίδα’ που αντιπροσωπεύεται απ’ το ζευγάρι Σιμμία και Κέβη στον κυρίως διάλογο: η πυθαγόρεια διδασκαλία περί ψυχής και τα μαθηματικά ως προπαίδευση (Propädeutik) για την πλατωνική γνώση. Και είναι μόνο θέμα ‘τάξης’, ότι ασκούν οξύτερην αντίσταση οι φιλοσοφικά προετοιμασμένοι στον διάλογο. Γιατί βοηθούν ακόμα κι έτσι στο να εκπληρώση το φιλοσοφικό του έργο ο Σωκράτης.
      Η δίκη, για την οποίαν έχουν ήδη ακούσει στη Φλεία (58 Α), μας φέρνει πάλι στον νου την «Απολογία», στην οποία και φανέρωσε ήδη, σ’ ένα πρωιμότερο στάδιο του έργου του, το ίδιο πράγμα ο Πλάτων: τον φιλόσοφο και την ύπαρξή του μπροστά στην τελευταία απόφαση. Η «Απολογία» κορυφώθηκε στην πεποίθηση, ότι είναι «καλός» ο θάνατος, όταν είναι κάποιος  ο ίδιος «καλός», θεμελιώνοντάς το, σαν να ‘γλιστρούσε’ τρόπον τινά πάνω απ’ τη σοβαρότητα της ερώτησης, στο ότι μάς περιμένει είτε ένας ύπνος δίχως όνειρα μετά τον θάνατο, είτε όμως η συνέχιση της φιλοσοφούσας, της μόνης άρα άξιας να ζήση κανείς ζωής, που δεν τελειώνει άρα με τον θάνατο, αλλά γίνεται ίσως και καλύτερη  (( ! )) . Αυτό ειπώθηκε για τη ‘δημοσιότητα’, για το μεγάλο ακροατήριο του δικαστηρίου. Θα διαμορφώση όμως τώρα σ’ ένα καινούργιο ‘μέσον’ αυτήν τη θεώρηση ο «Φαίδων». Αυτό που κρυβόταν ακόμα πίσω απ’ την απλή λέξη «καλός» στην «Απολογία», δηλώνεται εδώ κατηγορηματικά ως το βασίλειο των Ιδεών. Και η ‘άποψη’, ότι συνεχίζεται στον Άδη η ζωή τού φιλοσόφου, η αναζήτηση δηλ. του Καλού (και Αγαθού…), η ‘άποψη’ ότι δεν μπορεί να βλαφθή από έξω ο αγαθός, εμπεδώνεται τώρα στη γνώση, ότι ανήκει πράγματι κατά την ουσία της σε κείνον τον κόσμο τών αιωνίων μορφών, του αληθινού Είναι, του Αγαθού (Agathon) και της ‘μεταφυσικής’ η ψυχή. Όποιος βλέπει δογματικές ‘επιδείξεις’ προς υποστήριξη μιας παιδικής ελπίδας στις «αποδείξεις περί αθανασίας» τού «Φαίδωνα», πρέπει να δεχθή πως μιλά ένας άλλος, ο «ιστορικός» Σωκράτης, σε αντίθεση προς τον «πλατωνικό» τού «Φαίδωνα», στην «Απολογία». Κι απέναντι σ’ αυτό θα δείξουμε εδώ τουλάχιστον αυτό και μόνο, το πόσο λίγο παρακολουθούν τις υποδείξεις τού ίδιου του Πλάτωνα εκείνοι που αναζητούν ‘δόγματα’, ώστε να μη μας επιτρέπεται να ‘συμπεράνουμε’ τίποτα το ‘παγιωμένο’ και ‘ισοπεδωτικό’ απ’ αυτόν τον όψιμο διάλογο.
      Η σκέψη τής δίκης συνδέει λοιπόν τον «Φαίδωνα» με το προηγούμενο έργο τού Πλάτωνα. Ταυτόχρονα αντηχεί όμως ένας ήχος μέσα στον διάλογο, που τον διαπερνά απ’ άκρη σ’ άκρη. Οι φίλοι συγκεντρώνονται στην αυλή τού δικαστηρίου, δίπλα ακριβώς στη φυλακή (59 D). Και πρόκειται για ένα ιστορικό σίγουρα γεγονός. Θα άξιζε ωστόσο καν να αναφερθή, αν δεν ανακαλούσε ταυτόχρονα την ανάμνηση της δίκης, όπως και κατηγορηματικά συμβαίνει; «Εκεί όπου και έλαβε χώρα το δικαστήριο». Κι όταν αρχίση να μιλά κατόπιν ο Σωκράτης, ‘βλέπει’ με έναν σοβαρά αστείο τρόπο τούς δικαστές του σ’ αυτούς που τώρα τον παρακολουθούν, μπροστά στους οποίους και ελπίζει να απολογηθή με μεγαλύτερη επιτυχία απ’ ό,τι σε κείνους τούς πραγματικούς δικαστές (63 ΒΕ. 69 DE)! Για να διατηρηθή μάλιστα μέχρι τέλους αυτή η αντίθεση. Γιατί όταν αποφασίζουν στο τέλος τού μύθου τού επέκεινα για τον άδικο θάνατο, αλλά και για κείνον «που καθαρίστηκε επαρκώς με την αληθινή φιλοσοφία» οι δικαστές τού Άδη (113 Ε – 114 C), δεν χρειάζεται να σκεφτούμε καν την «Απολογία», που επικαλείται τούς γνήσιους μετά θάνατον δικαστές μπροστά στους προσωρινούς, για να αναγνωρίσουμε το πώς είναι συνεχώς παρούσα αυτή η αντίθεση στο πνεύμα τού Πλάτωνα.
     Μόνον έξω απ’ την Αθήνα μπορούσε να μιλήση κανείς τόσο διεξοδικά για τις συνθήκες, που καθυστερούσαν την εκτέλεση του Σωκράτη. Ήθελε άραγες να διασώση απλώς ως ιστορικός τα πραγματικά γεγονότα ο Πλάτων; Γιατί όμως να επιστρέφη στην προϊστορία τού εθίμου; Στο ότι «έσωσε» αλλά και «σώθηκε» ο Θησέας, και στο ότι ήταν ο Απόλλων ο «σωτήρας»; Όταν εισερχόμαστε μετά στη φυλακή, μαθαίνουμε για τον ύμνο (Hymnus) που συνέθεσε ο Σωκράτης στον Απόλλωνα. Ο ύμνος στον θεό και η φιλοσοφική ζωή αντικαθρεφτίζονται ειρωνικά ως η διπλή υπακοή, με την οποίαν και ανταποκρίθηκε στο ονειρικό κάλεσμα «να ασκή τη μουσική τέχνη» ο Σωκράτης. Δεν πρέπει να φανερωθή λοιπόν ως ο μεγάλος ύμνος στον Απόλλωνα η φιλοσοφική ζωή, τον οποίον Απόλλωνα και (θεωρούσε πως…) υπηρετούσε με την παιδαγωγική του δράση ο Σωκράτης; Κι αν θελήσουμε να δούμε την αφήγηση και μόνον ενός πραγματικού γεγονότος σ’ αυτήν την ιστορία τού ονείρου και του ύμνου, θα αρνηθούμε την απολλώνεια πνοή που διατρέχει ολόκληρο το επεισόδιο (Episode) ανάμεσα στο δεύτερο και το τρίτο επίπεδο του διαλόγου (84 Ε κ.ε.). Γιατί είναι ο Απόλλων τον οποίον και υπηρετεί μαζί με τους κύκνους που τραγουδούν ο Σωκράτης. Κι όπως τραγουδούν πιο ωραία από ποτέ πριν πεθάνουν αυτοί οι κύκνοι, επειδή θα ‘φτάσουν’ ακριβώς στον θεό, τον οποίον και υπηρετούν, έτσι ελπίζει και ο Σωκράτης για το δικό του μέλλον κοντά στον ίδιον ‘κύριο’, στον οποίον και έχει αφιερωθή (ιερός τού αυτού θεού). Γίνεται επίκληση έτσι ευθύς εξαρχής στον Απόλλωνα, θεό τής σωτηρίας, της προφητείας και της μουσικής, φύλακα δηλ. της πιο υψηλής τάξης και νομιμότητας, ώστε να τον θεωρούμε μέχρι τέλους παρόντα.
      Για τη μουσική ως αλληγορία ανθρώπινης και πολιτικής τάξης, και για τον Απόλλωνα ως προστάτη θεό και των δυό ‘περιοχών’ έχει ήδη μιλήσει, αλησμόνητα, ο Πίνδαρος. Και θυμόμαστε επίσης, πόσο συχνή είναι η αφήγηση για τον Απόλλωνα και τους κύκνους που τραγουδούν στη μυθική βιογραφία τού Πλάτωνα. Όπου και γεννά τον ίδιον τον Πλάτωνα ο Απόλλων· θυσιάζουν, στον Υμηττό, στον Πάνα, στις Νύμφες και στον Απόλλωνα οι γονείς τού Πλάτωνα, και γεμίζουν στο μεταξύ μέλισσες το στόμα τού παιδιού με μέλι. Ο δε Σωκράτης ονειρεύεται τη νύχτα, πριν γίνει ο Πλάτων μαθητής του, πώς καταφεύγει στα γόνατά του ένας άπτερος νεαρός κύκνος, και πώς πετά μετά με τα φτερά του και τραγουδώντας μακριά του. Ο ίδιος ο Πλάτων θα ονειρευτή πεθαίνοντας, ότι είναι ένας τραγουδιστής κύκνος που πετά από δέντρο σε δέντρο, και που κανένας κυνηγός δεν μπορεί να τον σκοτώση· και ο πυθαγόρειος Σιμμίας θα εξηγήση ως εξής αυτό το όνειρο: θα προσπαθήσουν όλοι οι άνθρωποι να αντιληφθούν τις σκέψεις τού Πλάτωνα, αλλά θα προσαρμόση ο καθένας στην ίδια τη δική του σκέψη την εξήγηση. (Κάτι που ισχύει μέχρι και σήμερα).

    ( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια: