Συνέχεια από Πέμπτη, 15 Οκτωβρίου 2020
Κεφάλαιο 19: Συνοδικὴ προπαρασκευή: ἡ ἀνασυγκρότηση τοῦ γλωσσικοῦ μας κώδικα
Ἀποβλέποντας στὴν ἐκκλησιαστικὴ προπαρασκευὴ γιὰ μιὰ συνοδικὴ διασάφηση τοῦ αἰνίγματος τοῦ κακοῦ, μοιάζει γόνιμο νὰ τολμήσουμε τὴ συγκριτικὴ ἀντιπαραβολή: Πόσα ἀπὸ τὰ τεθειμένα, συναφὴ μὲ τὸ αἴνιγμα τοῦ κακοῦ, προβλήματα φωτίζονται καὶ λύνονται, ὅταν βλέπουμε τὸ κακὸ σὰν συνέπεια ἑνὸς ἱστορικοῦ γεγονότος «πτώσης» (ἀπείθειας, παρακοῆς, ἀνταρσίας) τοῦ ἀνθρώπου, καὶ πόσα ὅταν τὸ δοῦμε μόνο σὰν συνέπεια τῆς διαφορᾶς τοῦ κτιστοῦ ἀπὸ τὸ ἄκτιστο.
Νὰ ὑπογραμμίσουμε, πρὶν ἀπὸ κάθε τι ἄλλο, ὅτι ἡ διαφορὰ τοῦ κτιστοῦ ἀπὸ τὸ ἄκτιστο, προφανέστατα γιὰ τὴ λογικὴ τῆς γλώσσας μας (λογικὴ τῆς ἀντιληπτικότητάς μας), δὲν ἀναφέρεται σὲ συμπεριφορὲς οὔτε σὲ ποσοτικὴ διαβάθμιση ὑπαρκτικῶν δυνατοτήτων (σοφίας, δύναμης, ἀγαθότητας). Εἶναι διαφορὰ τρόπου τῆς ὕπαρξης καὶ μάλιστα τόσο μεγάλη διαφορὰ ποὺ καθιστᾶ ἀδύνατη ἔστω καὶ τὴν εἰκονολογικὴ σύγκριση, τὴν παρομοίωση, τὸν ὁποιονδήποτε συσχετισμό.
Ἐμεῖς σκεφτόμαστε μὲ τὸ «ὑλικὸ» τῆς γλωσσικῆς ἐκφραστικῆς μας: ἔννοιες-ἰδέες, εἰκόνες-παραστάσεις, «φαντάσματα» τοῦ νοῦ.
Τὰ ὅρια τῆς γλωσσικῆς ἐκφραστικῆς μας εἶναι τὰ ὅρια τῶν αἰσθητῶν παραστάσεων μέσα στὸν δεδομένο κόσμο μας καὶ οἱ ἀπεριόριστες δυνατότητες νοητικῶν καὶ φανταστικῶν παραγώγων ποὺ μποροῦν νὰ προκύψουν ἀπὸ τὶς αἰσθητὲς παραστάσεις. Ὅ,τι ὀνομάζουμε κόσμο μας εἶναι ἡ σύνολη αἰσθητὴ καὶ νοητὴ κτιστὴ πραγματικότητα.[H γνώμη]
Ἀποδίδουμε τὸν χαρακτηρισμὸ κτιστὴ (κτιστότητας) στὴν πραγματικότητα, ἐπειδὴ πιστοποιοῦμε ἐμπειρικὰ νὰ δεσπόζει σὲ αὐτὴν ὡς καθολικὴ ἀναγκαιότητα τὸ δίπολο αἰτίας καὶ ἀποτελέσματος (αἰτιατοῦ). Ἡ ἔννοια τοῦ ὑπαρκτοῦ ἀλλὰ ἀναίτιου προκύπτει μόνο νοητικά: ἐξ ἀντιθέτου.
Ἡ ἔννοια τοῦ ἀναίτιου προκύπτει ὑποχρεωτικὰ (ἀπὸ τὸν δεδομένο τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο νοοῦμε καὶ κρίνουμε), ὅταν διερωτηθοῦμε γιὰ τὴν ἐκκίνηση (τὴν πρώτη ἀρχὴ) τῆς κυρίαρχης στὸν κόσμο μας διαδοχῆς αἰτίας καὶ ἀποτελέσματος. Ἡ ἔννοια τῆς ἀρχῆς-ἔναρξης προϋποθέτει μιὰ πρώτη αἰτία τοῦ ὑπάρχειν. Καὶ γιὰ νὰ εἶναι πρώτη (ἐναρκτήρια) αὐτὴ ἡ ἀρχὴ πρέπει νὰ εἶναι αὐτοαιτία.
Ἡ νοητικὴ (ἐξ ἀντιθέτου) σύλληψη μιᾶς ἀναίτιας ὕπαρξης, δηλαδὴ αὐτοαιτίας, εἶναι μὲν προσιτὴ στὴν κοινὴ κατανόηση, ἀλλὰ μόνη ἡ κατανόηση, δίχως ἐμπειρικὴ μετοχὴ στὸν ὑπαρκτικὸ τρόπο τοῦ νοουμένου, δὲν συνιστᾶ γνώση. Προκειμένου γιὰ τὴν ἀναίτια Αἰτιώδη Ἀρχὴ τοῦ ὑπάρχειν, ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία βεβαιώνει ὅτι «ἰσχύουν καὶ οἱ δυὸ (ἀλληλοαναιρούμενοι) προσδιορισμοί: καὶ τὸ εἶναι καὶ τὸ μὴ-εἶναι»(ΜΑΞΙΜΟΥ Ὁμολογητοῦ, Σχόλια εἰς τὸ Περὶ θείων ὀνομάτων, Migne P.G. 4, 200C, 212Α, 216D.), ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει ἡ Αἰτιώδης Ἀρχή, ὅπως ἐμεῖς ξέρουμε τὸ ὑπάρχειν, οὔτε εἶναι ἀνύπαρκτη, ὅπως ἐμεῖς κατανοοῦμε τὴν ἀνυπαρξία.
Μὲ τὸν ὅρο ἀναίτιος συλλαμβάνουμε νοητικὰ κάτι ποὺ ὑπάρχει χωρὶς νὰ ἔχει δημιουργηθεῖ, δὲν προῆλθε ἀπὸ μιὰν ἄλλη ὕπαρξη, εἶναι μιὰ αὐθύπαρκτη ὕπαρξη, ἡ ἴδια εἶναι καὶ ἡ αἰτία τῆς ὕπαρξής της. Καὶ ἐπειδὴ (πάντοτε μέσα στὰ ὅρια τῆς λογικῆς μας ἀντιληπτικότητας) ἡ μία πραγματικότητα τοῦ ὑπάρχειν δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει περισσότερες ἀπὸ μία αἰτίες, γι’ αὐτὸ καὶ τὴν αὐτοαιτία τὴν κατανοοῦμε ὡς γενεσιουργὸ τοῦ ὑπάρχειν, δημιουργὸ τῶν ὑπαρκτῶν.
Ἑπόμενο ἐρώτημα ποὺ θέτει ἡ λογική μας: Τὸ ὑπάρχειν καὶ ἡ αὐτοαιτία τῆς ὕπαρξης ἔχουν καταγωγικὴ ἀφετηρία τὴν ἀναγκαιότητα (τυχαιότητα) ἢ τὴν ἐλευθερία;
Ἂς ὑπενθυμίσουμε ἐδῶ παρενθετικὰ τί καταλαβαίνουμε μὲ τὴ λέξη λογική: Λογικὴ εἶναι ἕνας κοινὸς τρόπος ἄρθρωσης καὶ χρήσης τῶν φυσικῶν δυνατοτήτων τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ (σκέψης, κρίσης, φαντασίας) μὲ στόχο τὸν ἔμμεσο συντονισμὸ γνωστοποίησης καὶ κοινωνίας τῆς κάθε ἀτομικῆς ἐμπειρίας.
Γιὰ τὴ λογική μας, λοιπόν, ἡ ἔννοια τῆς ὑπαρκτικῆς αὐτοαιτίας καὶ ἡ ἔννοια μιᾶς καταγωγικῆς ἀναγκαιότητας τοῦ ὑπάρχειν εἶναι ἀντιφατικές (ἀλληλοαναιροῦνται).
Αὐτοαιτία δὲν μπορεῖ νὰ σημαίνει παρὰ μόνο ἐπιλογή, ἀφοῦ, ἂν ὑπάρχει μιὰ προγενέστερη τῆς Αὐτοαιτίας αἰτία ποὺ τὴν κάνει νὰ ὑπάρχει, παύει νὰ εἶναι Αὐτοαιτία. Ὑπάρχει ἡ Αὐτοαιτία, ὄχι ἐπειδὴ τῆς ἐπιβάλλεται ἀπὸ κάποια προγενέστερη ἀνάγκη (καὶ ὅ,τι ὀνομάζουμε τυχαιότητα εἶναι ἐπίσης μιὰ τυφλὴ-ἄλογη ἀναγκαιότητα) — κάθε ἐνδεχόμενο ὑπαρκτικῆς ἀναγκαιότητας πρὶν ἀπὸ τὴν αὐτοαιτία τοῦ ὑπάρχειν καταλύει τὴν ἀνθρώπινη λογική. Γιὰ τὴν Αὐτοαιτία τοῦ ὑπάρχειν ἡ ὕπαρξη εἶναι μόνο ἐπιλογή. Ὑπαρκτικὴ Αὐτοαιτία σημαίνει, γιὰ τὴ λογική μας καὶ τὸν γλωσσικό της κώδικα, ἐλευθερία.
Ὁ γλωσσικός μας κώδικας συνοψίζοντας τὴν κοινὴ-κοινωνούμενη ἐμπειρία, φορτίζει τὴν ἔννοια τῆς ὕπαρξης μὲ μιὰ «ποιότητα» θετικὴ καὶ τὴν ἔννοια τῆς ἀνυπαρξίας μὲ «ποιότητα» ἀρνητική. Σὲ αὐτὴ τὴν προ-λογική, βιωματικοῦ χαρακτήρα ἀξιολόγηση σίγουρα ἀπηχοῦνται ἀσυνείδητες ἐνορμήσεις ἀποστροφῆς ἢ καὶ φόβου γιὰ τὸ ἄγνωστο καὶ αἰνιγματικὸ τοῦ θανάτου.
Λογικὰ ἡ θετικὴ ἀποτίμηση τοῦ ὑπάρχειν μεταφέρεται καὶ στὴν Πρώτη Αἰτία τοῦ ὑπάρχειν, στὴν ὑπαρκτικὴ Αὐτοαιτία. Καὶ ἡ καταξίωση ἐνισχύεται ἀπὸ τὴ λογικὴ σύνδεση τῆς Αὐτοαιτίας μὲ τὴν ἀπόλυτη ἐλευθερία, τὴν ὑπαρκτικὴ ὑπέρβαση κάθε ἀναγκαιότητας. Ἡ μοναδική, μᾶλλον, στὴν ἀνθρώπινη Ἱστορία πρόταση προσδιορισμοῦ ὑπαρκτικῆς ποιότητας ποὺ αἰτιολογεῖ (καὶ καταξιώνει) τὸ ὑπάρχειν τῆς Αὐτοαιτίας ὡς ἐλευθερία, εἶναι τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας ἡ πρόταση ὅτι ὁ Θεὸς (ὑπαρκτικὴ Αὐτοαιτία) ἀγάπη ἐστί (1 Ἰωάν. 4, 16).[ Εφόσον έχουμε ήδη συλλάβει τήν σημασία τού εστί]
Ἡ φράση ὁρίζει τὴν Αὐτοαιτία ὄχι ὡς ἕνα τὶ νοητικὰ κατεχόμενο, ἀλλὰ ὡς ἕνα πῶς γιγνόμενο καὶ γνωριζόμενο διὰ μετοχῆς (μετέχοντας γνωρίζουμε τὸ πῶς, τὸν τρόπο). Ὄχι ὅτι ὑπάρχει πρῶτα καὶ στὴ συνέχεια ἀγαπάει ἡ Αὐτοαιτία, ἀλλὰ ὅτι ἡ ὕπαρξή της (αὐτὸ ποὺ εἶναι) εἶναι ἐλευθερία ἀγάπης.[Χρόνος στήν αυτοαιτία;Τό Είναι τρόπος;] Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστὶ σημαίνει, νὰ μὴν ἐκλάβουμε τὴν ἀγάπη σὰν ἠθικὸ ἰδίωμα (τρόπο συμπεριφορᾶς), νὰ τὴν κατανοήσουμε ὡς τρόπο ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ. Ἡ αὐτοαιτία τοῦ ὑπάρχειν (ὁ Θεὸς) ὑπάρχει, ἐπειδὴ ἐλεύθερα θέλει νὰ ὑπάρχει, καὶ θέλει νὰ ὑπάρχει ἐπειδὴ ἀγαπάει.
Οὔτε ἠθικὸ ἀλλὰ οὔτε καὶ ὑπαρκτικὸ (ὁριστικὰ / a priori δεδομένο) ἰδίωμα τῆς Αὐτοαιτίας εἶναι ἡ ἀγάπη, διότι κάθε δεδομένο ὑπαρκτικὸ ἰδίωμα προκαθορίζει τὴν ὕπαρξη, τὴ δεσμεύει σὲ ἀνερμήνευτα δεδομένη ἀναγκαιότητα, ἀναιρετικὴ τῆς ὑπαρκτικῆς ἐλευθερίας. Ὁ Θεὸς εἶναι ἐλεύθερος, ἀπροκαθόριστος, μὴ ὑποκείμενος σὲ νομοτέλεια, ἐπειδὴ εἶναι ἀγάπη, καὶ εἶναι ἀγάπη, ἐπειδὴ ὁ τρόπος τῆς ὕπαρξής του εἶναι τριαδικός.
Μὲ ποιά σημαντικὴ νὰ σημάνουμε τὸν φορέα τῆς ἀπροκαθόριστης ὑπαρκτικῆς ἐλευθερίας, χωρὶς νὰ διολισθήσουμε σὲ ἐκδοχὴ ἀτομικῆς ὀντότητας; Πῶς νὰ συντηρήσουμε ἀνθρωποπαθὴ σημαίνοντα (ὅπως λογικότητα, αὐτοσυνειδησία, ἑτερότητα-μοναδικότητα-ἀνομοιότητα ἐνεργούμενης ὕπαρξης), χωρὶς νὰ ἐγκλωβιστοῦμε σὲ ὀντικὴ ἐκδοχὴ τῆς Αὐτοαιτίας;
Ὅπως ἡ πρόοδος στὴ μετανευτώνεια φυσικὴ περιλαμβάνει ὅλο καὶ πλουσιότερες μαθηματικὲς δομές (ἀπαιτεῖ σὲ κάθε μεγάλο βῆμα «ἄλλα μαθηματικὰ» — δὲν ἀρκοῦν, λ.χ., οἱ λεγόμενες ἄλγεβρες Lie, ἡ θεωρία ἐπιφανειῶν τοῦ Riemann κ.ἄ.ἀ.), κάτι παρόμοιο ἰσχύει καὶ στὸ πεδίο τῆς ὀντολογίας. Δὲν ἀφιστάμεθα ἀπὸ τὰ ἐμπειρικὰ δεδομένα, χρειαζόμαστε ὅμως μιὰ γλωσσικὴ σημαντικὴ ἀνοιχτὴ στὴ συνεχὴ ἀρτίωσή της, ἀλλὰ πάντοτε συνεπὴ στὸν ρεαλισμὸ τῆς ἐμπειρίας, προκειμένου νὰ μὴν παρασυρθοῦμε στὴν αὐτονόμηση τῆς κατανόησης ἀπὸ τὴ γνωστικὴ ἐμπειρία τῆς σχέσης.
Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἐκφραστικὴ ἀναφέρει στὴν Αὐτοαιτία τὴν αἰτιώδη τῶν πάντων Ἀρχή, γνωρίσματα ποὺ ἡ ἐμπειρία μας τὰ ἀναγνωρίζει μόνο στὴν προσωπικὴ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, στὸν ἄνθρωπο ὡς πρόσωπο. Ἀντικειμενοποιοῦμε καὶ στὴν περίπτωση τοῦ ἀνθρώπου τὰ ἰδιάζοντα (ἀποκλειστικῶς ἀνθρώπινα) ὑπαρκτικά του γνωρίσματα (σκέψη, κρίση, φαντασία, βούληση, ἐπιθυμία κ.τ.ὅ.), ἀλλὰ ξέρουμε, μὲ ἄμεση ἐμπειρικὴ γνώση, ὅτι κάθε ἄνθρωπος σκέφτεται, κρίνει, φαντάζεται, θέλει, ἐπιθυμεῖ κ.τ.ὅ. μὲ τρόπο μοναδικό, ἀνόμοιο, ἀνεπανάληπτο. Ἑπομένως, γιὰ νὰ γνωρίσουμε ἕναν συγκεκριμένο ἄνθρωπο προϋποτίθεται ἡ ἄμεση σχέση μαζί του, ἡ ἐμπειρικὴ κοινωνία-μέθεξη στὸν λόγο τῶν ἐνεργημάτων του — δὲν συνιστοῦν πληρωματικὴ γνώση οἱ πληροφορίες-περιγραφὲς τῆς παρουσίας καὶ τῶν ἐνεργημάτων του.
Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ: Τοῦ ἀναφέρουμε ἀνθρωποπαθὴ γνωρίσματα, ἀλλὰ ξέρουμε ὅτι ἡ σημαντικὴ αὐτῶν τῶν ἀναφορῶν μας μπορεῖ νὰ μᾶς ἐξασφαλίσει τὴν κατανόηση, ὄχι ὅμως καὶ τὴ γνώση. Ἡ γνώση κερδίζεται μόνο μέσα ἀπὸ τὸ ἄθλημα τῆς μετοχῆς στὸν τρόπο τῆς θείας ὕπαρξης καὶ ζωῆς, στὴν ἀγάπη.
Ξαναγυρνᾶμε στὴ σημαντικὴ τοῦ θείου τρόπου τῆς ὕπαρξης. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία δὲν ἐκφράζεται (μαρτυρεῖται) μὲ τὴ διατύπωση: ὁ Θεὸς ἔχει ἀγάπη, ἀλλὰ μόνο μὲ τὴ διατύπωση: ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστὶ — εἶναι ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη συνιστᾶ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὄχι μόνο ἐνεργεῖ, ἀλλὰ καὶ ὑπάρχει ὁ Θεός: ὁρίζει-αὐτοκαθορίζει καὶ πραγματοποιεῖ τὸ ὑπάρχειν ὡς ἐλεύθερη ἀγαπητικὴ κοινωνία τῆς ὕπαρξης. Μέσα στὰ ὅρια τῆς κτιστῆς ὑπαρκτικῆς πραγματικότητας γνωρίζουμε τὴν ὕπαρξη ὡς ὀντικὴ ἀτομικότητα — ἡ ἀτομικὴ πραγμάτωση καὶ μορφὴ (εἶδος-εἰδητικὴ μοναδικότητα) καθορίζει τὴν ὕπαρξη. Ἡ διαφορὰ τοῦ ἀκτίστου (τῆς ὑπαρκτικῆς Αὐτοαιτίας) ἀπὸ τὴν κτιστὴ ὀντότητα εἶναι ὅτι τὸ ἄκτιστο ὑπάρχει καὶ γνωρίζεται ὡς γεγονός: γιγνόμενη ὑπαρκτικὴ ἀγαπητικὴ ἀναφορά, ἔκ-σταση / ἐλευθερία ἀπὸ κάθε ὁριστικὸ περιορισμὸ ἀτομικότητας — ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ εἶναι ὑποστατικὸ γεγονός, ὑποστασιάζει (κάνει πραγματικότητα) τὸ εἶναι, μόνο ὡς ἐρωτικὴ ἀναφορικότητα /αὐτοπροσφορά.
Αὐτὴ ἡ αἰτιώδης τῶν πάντων ὑποστατικὴ (πραγματικῆς ὕπαρξης) πραγμάτωση τῆς ἀγάπης σημάνθηκε στὴ σημαντικὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας μὲ τὶς λέξεις: Πατήρ, Υἱός, Πνεῦμα. Καθεμιὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς λέξεις δηλώνει τὴν ὕπαρξη ὄχι ὡς ὀντικὴ ἀτομικότητα, ἀλλὰ ὡς γεγονὸς (γίγνεσθαι) σχέσης, ἐνεργούμενης (ἐλεύθερης) ἀναφορᾶς. Χρησιμοποιοῦμε τὰ ρήματα «γεννᾶν» καὶ «ἐκπορεύεσθαι», γιὰ νὰ σημάνουμε τὴν ἀγαπητικὴ σχέση (τὴν ἐλευθερία) ὡς καταγωγικὸ γεγονὸς (γιγνόμενο) τῆς Αὐτοαιτίας: Ὁ Θεὸς-Πατὴρ «γεννᾶ», ἀχρόνως καὶ ἀγαπητικῶς, τὸν Υἱὸ καὶ «ἐκπορεύει» τὸ Πνεῦμα. Ὁ Θεὸς-Υἱὸς «γεννᾶται» ἐκ τοῦ Πατρός, καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Πατρὸς «ἐκπορεύεται» ἐκ τοῦ Πατρός.
Λέμε: γεννᾶται ὁ Υἱός (δὲν ἐκπορεύεται), ἐκπορεύεται τὸ Πνεῦμα (δὲν γεννᾶται), προκειμένου ἡ γλωσσική μας σημαντικὴ νὰ διασώσει τὴν προσωπικὴ ὑπόσταση κάθε ἔκφανσης τῆς Τριαδικῆς Αὐτοαιτίας, τὴν ἀπόλυτη ὑπαρκτικὴ ἐλευθερία-ἑτερότητα ποὺ καθιστᾶ κατορθούμενο τρόπο (ὄχι «φυσικὴ» ἀναγκαιότητα) τὴν ἑνοείδεια τῆς θείας ἀγάπης. Χαρακτηρίζουμε γλωσσικὰ τὴν ἀγαπητικὴ ἐλευθερία ὡς ὑπαρκτικὴ «ἀλληλοπεριχώρηση». Κάθε πρόσωπο τῆς Θεαρχικῆς Τριάδας ὑποστασιάζει ἑτερότητα, δηλαδὴ ἐλευθερία πραγμάτωσης τῆς ὕπαρξης ὡς ἀγάπης: ὑπάρχει, ἐπειδὴ ἐλεύθερα θέλει νὰ ὑπάρχει, καὶ θέλει νὰ ὑπάρχει, ἐπειδὴ ἀγαπάει — ἡ ἑνικότητα τοῦ Θεοῦ (τῆς Τριαδικῆς Θεαρχίας) εἶναι ἡ ἀγαπητικὴ ἀλληλοπεριχώρηση τοῦ ὑπάρχειν.
Ὀνόματα «θεῶν» στὴν ἀρχαιοελληνικὴ παράδοση, ὅπως Ζεύς, Οὐρανός, Κρόνος, Ποσειδῶν, παραπέμπουν σὲ ἀτομικὲς ὑπάρξεις (ὀντικὲς ἀτομικότητες) ποὺ ἡ καθεμιὰ ὑπάρχει καθεαυτὴν καὶ μὲ διακεκριμένο λειτουργικὸ ἐνέργημα. Εἶναι οἱ ἀρχαιοελληνικοὶ «θεοὶ» ὅπως προαπαιτεῖ (καὶ ὁρίζει) τὸ νομοτελειακὰ δεδομένο ἐνέργημά τους, μαζὶ μὲ τὶς χαρακτηρολογικὲς διαφορὲς ποὺ προϋποτίθενται γιὰ νὰ κάνουν διακριτὴ τὴν ὑπαρκτική τους ἀτομικότητα.
Παρόμοια ἀντικειμενοποιητική, ἑνικὴ ὀντικότητα ἐκφράζουν καὶ οἱ ἐπιθετικοὶ προσδιορισμοὶ ποὺ ἀπέδωσαν οἱ Ἑβραῖοι στὸν Θεὸ δημιουργὸ τῶν πάντων, ἀλλὰ καὶ Θεὸ γνωριζόμενο μέσῳ προσωπικῆς σχέσης μὲ τοὺς πατέρες-γενάρχες τοῦ λαοῦ τῶν Ἑβραίων: Ὁ Θεὸς τῶν Ἑβραίων εἶναι «ὁ Θεὸς τῶν πατέρων» τους, ὁ Θεὸς ποὺ τὸν βεβαίωσε «ἀληθή», δηλαδὴ «πιστὸν στὶς ἐπαγγελίες του», ἡ ἐμπειρία τῆς σχέσης ποὺ εἶχαν μαζί Του ὁ Ἀβραάμ, ὁ Ἰσαάκ, ὁ Ἰακώβ. Τὸν γνώριζαν μὲ ἐμπειρία ἄμεσης σχέσης, «συναναστροφῆς», καὶ ἀναφέρονταν σὲ αὐτὸν χωρὶς ὄνομα, χρησιμοποιώντας μόνο ἐπιθετικοὺς προσδιορισμούς, ὅπως Γιαχβέ (ὁ ὑπαρκτὸς), Ἐλοχίμ (ὁ θεῖος), Ἀντονάι (ὁ κύριός μου), Σαβαώθ (ὁ πολεμιστὴς). Ἡ ἀνωνυμία τοῦ Θεοῦ σώζει τὸ ἄρρητο τῆς ὑπαρκτικῆς του πραγματικότητας, τὴ βεβαιότητα ὅτι ὁ Θεὸς γνωρίζεται μόνο ὡς ἐμπειρία ἄμεσης σχέσης μαζί του. Ὡστόσο ὑπόνοια ὀντολογικὴ γιὰ «τριαδικότητα» τοῦ Θεοῦ δὲν ὑπάρχει στὴν ἑβραϊκὴ παράδοση.
Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΑΚΤΙΣΤΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΗΣ ΘΕΑΡΧΙΑΣ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΕΚ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΜΟΝΑΔΙΚΗ. Η ΑΓΑΠΗ ΑΝΑΒΛΥΖΕΙ.
4 σχόλια:
'' Πόσα ἀπὸ τὰ τεθειμένα, συναφὴ μὲ τὸ αἴνιγμα τοῦ κακοῦ, προβλήματα φωτίζονται καὶ λύνονται, ὅταν βλέπουμε τὸ κακὸ σὰν συνέπεια ἑνὸς ἱστορικοῦ γεγονότος «πτώσης» (ἀπείθειας, παρακοῆς, ἀνταρσίας) τοῦ ἀνθρώπου, καὶ πόσα ὅταν τὸ δοῦμε μόνο σὰν συνέπεια τῆς διαφορᾶς τοῦ κτιστοῦ ἀπὸ τὸ ἄκτιστο.''
Δηλαδή, η δημιουργία φταίει για την ύπαρξη του κακού; αν δηλαδή είχαμε 'προέλθει ακτίστως' απο τον θεό τότε το κακό δεν θα υπήρχε; αν κατάλαβα σωστά, τότε το γνωστικό στοιχείο είναι εμφανές...
Απολύτως. Ο Γνωστικισμός είναι λογικός καί κυριαρχεί στή Δύση. Αλλά δέν μπορεί νά ξεφύγει από τά όρια τής γνώμης.Από τόν Παρμενίδη ακόμη η σοφία υπερέβη τήν γνώμη, αλλά δέν τήν κατήργησε. Χωρίς τά αισθητήρια ο άνθρωπος μετεωρίζεται σάν τούς δαίμονες αλλά καί μέ μόνη τήν γνώμη παραμένει ζώον δίποδον.
Το πρόβλημα με τον κύριο Γιανναρά είναι για μένα απλό και συνοψίζεται πως μπορεί να θεολογεί φιλοσοφώντας ναρκισσευόμενος επ' άπειρο με μια μοναδική ικανότητα που θέλει το όνομα ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ να είναι ΕΞΑΦΑΝΙΣΜΕΝΟ από τα γραπτά του.........
Όντως μοναδικός........ Άλλωστε τι ήταν ο Κύριος;;;;;;......απλά το ιστορικό γεγονός της Αγάπης.
Πέρασε.......μας αγάπησε........και μας χαιρέτησε. Και μπράβο του......
!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!1111
Δημοσίευση σχολίου