Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2024

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (213)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Σάββατο, 17 Φεβρουαρίου 2024


Jacob Burckhardt
ΤΟΜΟΣ 3ος
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ
: Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, ΟΙ ΕΠΙΣΤHΜΕΣ ΚΑΙ Η ΕΥΦΡAΔΕΙΑ

IV. Ο Α Τ Ο Μ Ι Σ Μ Ο Σ


Η απάντηση που αρμόζει στο ερώτημα πώς συμπεριφέρθηκε το Κράτος απέναντι στην επιστήμη και την έρευνα κατά τον λεγόμενο χρυσό αιώνα είναι η ακόλουθη: τις αγνόησε, ή τις αντιμετώπισε με εχθρότητα. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, δεν υπήρξε ποτέ στην αρχαιότητα ιερατική τάξη μυημένων, αλλά και η πόλη απαιτούσε από τα μέλη της διαφορετικά πράγματα από τη γνώση· ανάμεσα στις περισσότερο ξένες προς την ελληνική αντίληψη ιδέες, την πρώτη θέση κατείχε το ενδεχόμενο δημιουργίας από το Κράτος θεσμών για την προώθηση της γνώσης. Το σύνολο της παιδείας των νέων είχε ανατεθεί εξ ολοκλήρου στον ιδιωτικό βίο· τα παιδιά αποκτούσαν τις πρώτες γνώσεις τους στο σπίτι και σε ιδιωτικά ιδρύματα· το Κράτος, ήδη εξαιρετικά ισχυρό, δεν θεωρούσε απαραίτητο να επιβάλει την εξουσία του στο σχολείο. Αντιθέτως η πόλη καταδίκαζε σε θάνατο, ή εξόριζε τους στοχαστές και τους ερευνητές, τους οποίους ένας πραγματικά προικισμένος λαός είχε αναδείξει, δίπλα στους ποιητές και του καλλιτέχνες, και όπως έχουμε προαναφέρει, η φυσική επιστήμη διέτρεχε σοβαρούς κινδύνους όταν επιχειρούσε να ερμηνεύσει το σύμπαν ως μια αλληλουχία δυνάμεων, και τα ουράνια σώματα ως αστρονομικές οντότητες. Οι καταγγελίες για ασέβεια ήταν συχνές, όπως και η επιβολή της θανατικής ποινής, διότι οι λαϊκές μάζες – παρότι στερούνταν φανατισμού – θεωρούσαν ότι η εκτέλεση ενός απίστου θα απέτρεπε την οργή των θεών· μια παρακινδυνευμένη καταγγελία στις Νεφέλες του Αριστοφάνη, άσκησε μετά από εικοσιπέντε χρόνια, την αρνητική της επίδραση πάνω στον Σωκράτη. Ο ερευνητής και ο φιλόσοφος διέτρεχαν και έναν ακόμη κίνδυνο, διότι αν αποποιούνταν την πόλη τους, εκείνη τον καταδίωκε, όπως συνέβη με τον Δημόκριτο που εκδιώχθηκε από τα Άβδηρα επειδή σπατάλησε την πατρική περιουσία. Ο Δημόκριτος απάντησε στους συμπολίτες του με την ανάγνωση του Μεγάλου Διάκοσμου και τη συγγραφή του Περί του Άδου.

Όταν ολοκληρώθηκε η ρήξη με το μύθο, και η φύση αναγκάσθηκε να απελευθερώσει τους θησαυρούς της, με τα γνωστά μεγάλα και θαυμαστά αποτελέσματα, τότε αναδείχθηκε η πολύτιμη συνεισφορά των στοχαστών που απέτρεψαν τον διαχωρισμό της επιστημονικής έρευνας από τη φιλοσοφία. Αναφέραμε ήδη τον έντονο ανταγωνισμό που αντιμετώπισαν και οι δύο, από την τέχνης της ευφράδειας. Θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε – το ερώτημα είναι ασφαλώς εύλογο για μια εποχή σαν τη δική μας, η οποία αποδίδει εξαιρετική σημασία στην ορθότητα και την ακρίβεια της επιστήμης – αν η θεωρία δεν ήταν ακριβώς αυτή που ανταγωνίστηκε την πρακτική έρευνα, αφαιρώντας της ουσιαστική εξουσία, με την υπαγόρευση των δικών της προϋποθέσεων. Αλλά και εδώ δεν χρειάζεται να εκφράσουμε προσωπική γνώμη, αρκεί να αναγνωρίσουμε το γεγονός ότι ο ελληνικός πολιτισμός τους πρόσφερε την δυνατότητα ενός ανταγωνισμού εν ελευθερία, διενεργούμενου είναι αλήθεια στην εσωτερική υπόσταση του ίδιου του ανθρώπου, με την έννοια ότι κατά την πρώτη περίοδο του προσανατολισμού προς τη φυσική επιστήμη κυριαρχούν οι ερευνητές, ενώ την περίοδο της ηθικής και της διαλεκτικής θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε εποχή της πρακτικής και θεωρητικής δημιουργίας. Η αλήθεια είναι ότι για μεγάλο διάστημα δεν υπήρξε σοφός, δεν υπήρξε ερανιστής που να μην ανήκει στους φιλοσόφους (εξ άλλου και οι σοφιστές διεκδικούσαν τον τίτλο του φιλοσόφου): ο Αριστοτέλης υπήρξε το μεγαλύτερο συστηματικό πνεύμα, ο μεγαλύτερος σοφός· οτιδήποτε είχε σχέση με την αλήθεια, ακόμη και στο υλικό επίπεδο, εδραζόταν στη φιλοσοφία.

Αλλά η καθαυτό φιλοσοφία πρόσφερε τις υπηρεσίες τις κατ εξοχήν στο χώρο του πνεύματος. Τα περιθώρια ελευθερίας με τα οποία προίκισε τη σκέψη, δεν ωφέλησαν μόνο όλες τις μορφές της έρευνας, αλλά ευνόησαν επίσης την χειραφέτηση της ατομικής προσωπικότητας, η οποία συνιστά τον θρίαμβο του ερευνητή.

Ποτέ έκτοτε η ελευθερία ενασχόλησης με τους τομείς που ανήκουν στο πνεύμα, χωρίς την υπαγωγή σε συγκεκριμένο λειτούργημα, χωρίς οποιαδήποτε υποχρεωτική σχέση με το Κράτος ή την θρησκεία, χωρίς δημόσια σχολική παιδεία, δεν απέκτησε παρόμοια ισχύ. Η ανάδειξη αυτής της ισχύος αποτελεί από μόνη της ένα ιστορικό γεγονός, του οποίου οι συνέπειες έγιναν άμεσα αισθητές, σε προσωπικό επίπεδο, στη διάρκειας της ζωής των ίδιων των φιλοσόφων, και με τη συμβολή συγγραφικών έργων. Ολόκληρο το έθνος έγινε μάρτυρας μιας χαρισματικής κλίσης προς τον στοχασμό, και μια νέα δυναμική αναδείχθηκε στους κόλπους του ελληνικού βίου.

Αλλά ο καθοριστικός παράγων για την γέννηση της ελληνικής φιλοσοφίας, είναι το γεγονός ότι μεμονωμένα άτομα είχαν τη δυνατότητα να αναδειχθούν με απόλυτη ελευθερία, εκπροσωπώντας μια θεωρία ή αποκαλύπτοντας μια νέα, ότι παρόλη την απειλή των διώξεων γιά ασέβεια, δεν δεσμεύτηκε από κανένα κανονιστικό δίκαιο, υπαγορευόμενο από τη θρησκεία ή το Κράτος, ότι δεν υπήρξε ιερατείο με τη μορφή των αιγύπτιων ιερέων, των μάγων και των Χαλδαϊκών, το οποίο θα μπορούσε να την υποδουλώσει σε μια και μοναδική υπερέχουσα δοξασία. Μετά τον Πυθαγόρα κανείς δεν χρησιμοποίησε πλέον το «Εκείνος το είπε», αλλά το υγιές φιλοσοφικό πνεύμα στηρίχθηκε αποκλειστικά στο προσωπικό ταλέντο, και εκφράστηκε με απόλυτη ζωντάνια· η πρωτοτυπία όφειλε και μπορούσε να αναδυθεί. Απαραίτητη ήταν επίσης η παρουσία ακροατών και μαθητών ικανών να αφυπνίσουν νέα ταλέντα· και ακόμη πιο σημαντική, όταν η προσωπικότητα του διδασκάλου το επέτρεπε, ήταν η συνέχιση της διδασκαλίας από έναν διάδοχο που θα αναλάμβανε και την καθοδήγηση της σχολής. Η συγκέντρωση μαθητών γύρω από έναν διδάσκαλο έγινε συνηθέστερη από την εποχή του Περικλή – κάτι που δεν συνήθιζαν οι Αθηναίοι τα προηγούμενα χρόνια – όπως μας αποδεικνύει η σχετική σάτιρα του «κάλαθου των στοχασμών» στις Νεφέλες του Αριστοφάνη. Θα πρέπει να προσθέσουμε εδώ την πληθώρα των πόλεων στις οποίες μπορούσαν να διδάξουν οι φιλόσοφοι. Η Σπάρτη ασφαλώς παραμέρισε τόσο τους φιλοσόφους όσο και του ρήτορες, αλλά πρόκειται για εξαίρεση. Εξ άλλου οι φιλόσοφοι που κατοχύρωσαν την πρωτοκαθεδρία των Αθηνών δεν ήταν συνήθως Αθηναίοι, ενώ οι σοφιστές προέρχονταν από διαφορετικά μέρη. Ο Αναξαγόρας από τις Κλαζομενές, ο Αριστοτέλης από τα Στάγιρα. Οι πόλεις διέθεταν επίσης συγκριμένες τοποθεσίες στις οποίες μπορούσε κανείς να μιλήσει σε ένα ευάριθμο κοινό: τις αγορές, τους περιβόλους των ναών, τις στοές, τα γυμναστήρια, τα άλση και τους κήπους με τις εξέδρες τους κ.τ.λ. Στην Ποικίλη Στοά, που απέκτησε παγκόσμια φήμη χάρη στις τοιχογραφίες του Πολύγνωτου, δίδασκε ο Ζήνων, του οποίου οι μαθητές αποκαλούνται Στωικοί. Σε καμιά περιοχή της Ανατολής δεν προσφέρθηκαν παρόμοιες ευκαιρίες. Ας προσθέσουμε εδώ, ως αρχαιότερα κίνητρα, τον ελεύθερο χρόνο που η πόλη εξασφάλιζε στους πολίτες της, την σχετική άνεση των μεσογειακών συνθηκών ζωής, καθώς και την ευχέρεια του ομιλείν και ακούειν, οι οποίες ήταν ήδη έντονα διαδεδομένες χάρη στην δικανική πρακτική. Η ευφράδεια ήταν ένα φυσικό φαινόμενο από την στιγμή που η γέννηση της ρητορικής συμπορεύτηκε με τη φιλοσοφία.

Αν αναλογιστούμε το πλήθος των φιλοσόφων και τον ανταγωνισμό που δημιούργησαν οι δοξασίες τους, τις συνεχείς αντιπαραθέσεις, των οποίων ζωντανό παράδειγμα συνιστά η μεγάλη αυλή της οικίας του Καλλία, όπως εμφανίζεται στην εισαγωγή του Πρωταγόρα του Πλάτωνα, θα αντιληφθούμε, προς δόξαν της χειραφέτησης της ατομικότητας, ότι οι φιλόσοφοι δεν μπορούσαν να επιβάλουν την άποψή τους, μπορούσαν όμως να συνυπάρξουν.

Κατ’ αυτόν ακριβώς τον τρόπο, ( εξαιρώντας την εκκεντρική στάση του Πυθαγόρα) η φιλοσοφία κατέστη συστατικό του πολιτικού βίου· εκ παραλλήλου με τη γνώση, με την οποία συναρτάται, και η οποία απέκτησε ταχύτατα ένα ευρύ κύρος – αρκεί να μνημονεύσουμε τον Δημοσθένη – η φιλοσοφία αναδείχθηκε σε ένα είδος δημόσιας παιδείας, και ένα σημαντικό ποσοστό του ελληνικού λαού στράφηκε προς αυτόν τον κόσμο της σκέψης και της έκφρασης, αναζητώντας έναν ακόμη πνευματικό δρόμο, εκτός από την θρησκεία και τον μύθο.

Αυτή η δεκτική κοινωνία καλείται να αφομοιώσει σταδιακά την αρχαία κοσμογονία, την ιωνική ερμηνεία του σύμπαντος με τις θεωρίες των αρχών και των στοιχείων, των δυνάμεων και των ατόμων· , επιπλέον, ο προσανατολισμός προς την ηθική και την πολιτική, η πυθαγόρεια αναγωγή της ύπαρξης στους αριθμούς, η ελεατική ταυτότητα του Θεού και του σύμπαντος, η ηρακλείτεια κριτική της αισθητηριακής αντίληψης, η θεωρία του όντος, το «πνεύμα» του Αναξαγόρα, η πλατωνική θεωρία των ιδεών, οι αρχές της διαλεκτικής, και όχι μόνο το απαύγασμα της σκέψης, αλλά και το σύνολο μιας αυτόνομης και εκλαϊκευμένης γνώσης σε όλη την πολλαπλότητα και το εύρος της, αντιπροσωπεύονται εδώ, σαν ζωντανές αναλαμπές, από τους φιλοσόφους. Και στο μέσον όλων αυτών, η σοφιστική, που αποδέχεται μόνο την υποκειμενική άποψη, που θεωρεί ότι δύναται να υποστηρίξει και την αντίθετη άποψη, και διεκδικεί τη διακριτική συμμετοχή της στο νόμο και την ηθική, διασταυρώνεται με τη φιλοσοφία. Όλα επαφίενται στην τέχνη της πειθούς, η ρητορική και η λογική (η τελευταία με τη χρήση του παραλογισμού) τελειοποιούνται· οι σοφιστές, ενδιαφέρονται κι αυτοί για τους διαφόρους κλάδους της επιστήμης, και εμφανίζονται ως διδάσκαλοι των διαφόρων τομέων της γνώσης· διακρίνονται για ευρυμάθεια και καλλιέργεια, αλλά χωρίς βάθος. Χαρακτηριστικό είναι, ότι σε όλες αυτές τις φιλοσοφικές σχολές, ακόμη και τις ύστερες, πρόκειται για άτομα που χρησιμοποιούν την προφορική διδασκαλία, και όχι για συγγραφείς, και είναι αξιοθαύμαστο πώς αυτοί οι άνθρωποι απέκτησαν υπόληψη και αυτοσυνείδηση μέσα από μια διαρκή και έντονη προσπάθεια να επιβληθούν δια μόνου του διαλόγου. Εδώ διακρίνεται το απόγειο της ελεύθερης σκέψης στον ελληνικό βίο, η οποία παρ’ όλες τις διασυνδέσεις της με το Κράτος και τη δημόσια βιωτή, αφίσταται συνεχώς της καθαυτό ρητορικής πρακτικής και διδακτικής εφαρμογής της, και στρέφεται στην ελεύθερη και ανεξάρτητη έρευνα όσων ανήκουν στη χορεία του πνεύματος.


(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: