ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Συνέχεια από Δευτέρα, 12 Φεβρουαρίου 2023
Jacob Burckhardt
ΤΟΜΟΣ 3ος
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ: Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, ΟΙ ΕΠΙΣΤHΜΕΣ ΚΑΙ Η ΕΥΦΡAΔΕΙΑ
IΙΙ. Η Ε Υ Φ Ρ Α Δ Ε Ι Α - 7
Θα αναφερθούμε τώρα εν συντομία στους τρείς τελευταίους αττικούς ρήτορες του Κανόνα. Ο Λυκούργος (απεβίωσε λίγο μετά το 326) από τη διακεκριμένη οικογένεια των Ετεοβουτάδων, διετέλεσε από το 338 οικονομικός διευθυντής και ψυχή της αθηναϊκής διοικητικής εξουσίας, αλλά επίσης, μαζί με τον Δημοσθένης και τον Υπερείδη, επικεφαλής του αντιμακεδονικού κινήματος: απεβίωσε πριν ξεσπάσει το σκάνδαλο του Αρπάλου. Ο μοναδικός λόγος του που διασώζεται είναι ο Κατά Λεοκράτους· δεν συγκαταλέγεται στους μεγάλους ρήτορες, στερείται της ευελιξίας του Ισοκράτη, και οι αναφορές σε μύθους και ποιητές επιβαρύνουν το κείμενό του· απέναντι όμως στους κατηγορούμενους εμφανίζεται ως αδέκαστος κριτής. Ο σύγχρονός του Υπερείδης, μετά τον Λαμιακό πόλεμο (322), καταδικάστηκε σε θάνατο από τον Αντίπατρο. Ορισμένα αποσπάσματα από τους λόγους του ανακαλύφθηκαν τον 19ο αιώνα σε αιγυπτιακούς τάφους. Οι αρχαίοι τον τοποθέτησαν δίπλα στον Δημοσθένη, αλλά το έργο του βασίστηκε σε έναν στιγμιαίο εντυπωσιασμό. Ο Δείναρχος (απεβίωσε μετά το 292), καταγόμενος από την Κόρινθο υπήρξε κυρίως λογογράφος, και μας παρέδωσε τρείς λόγους για την υπόθεση του Αρπάλου, στους οποίος καταγγέλλει τον Δημοσθένη.
Θα ολοκληρώσουμε αυτό το κεφάλαιο επισημαίνοντας μιαν ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στο τότε και το τώρα: υπάρχουν λόγοι οι οποίοι αποδόθηκαν καταχρηστικά σε αυτούς του ρήτορες· ποιος θα θεωρούσε συμφέρον να πράξει ανάλογα στην εποχή μας ;
Μετά από τους δέκα αττικούς ρήτορες αρχίζει η παρακμή της ευφράδειας γεγονός αναπόφευκτο εξ αιτίας της παρακμής τη δημοκρατίας των Αθηνών τον IIIο αιώνα. Ο πολιτικός λόγος δεν είχε πλέον σχεδόν καμιά αξία, και κανείς δεν ενδιαφερόταν να επιδείξει το ταλέντο του ενώπιον των δικαστών. Η δόξα του 4ου αιώνα εξέλειπε, μαζί με τον υποβιβασμό των λαϊκών συνελεύσεων, των δικαστηρίων, αλλά επίσης των κατηγόρων και των συκοφαντών, όλων δηλαδή των ενδιαφερομένων μερών, και μαζί με τον εκφυλισμό της δημαγωγίας, άρχισε να γίνεται αισθητή η ασιατική (ή ασιανική) επιρροή. Κατά τον Κικέρωνα, όταν η ευφράδεια αναχώρησε μέσω του Πειραιά, διασχίζοντας τις νήσους και τα ασιατικά εδάφη, αποσαθρώθηκε, και ερχόμενη σε επαφή με αλλότρια ήθη απώλεσε τα υγιή και αξιόπιστα στοιχεία της· η Καρία, η Φρυγία, η Μυσία, γέννησαν μια βαριά και ρυπαρή διάλεκτο που ανταποκρινόταν στα βάναυσα ώτα τους. Και με μια επιεικέστερη διάθεση προσθέτει πως οι ασιατικοί ρήτορες δεν θα πρέπει να απαξιωθούν σε ότι αφορά την δεξιοτεχνία και την αφθονία των λόγων τους, παρότι δεν ήταν αρκετά περιεκτικοί, ενώ και οι ίδιοι υπήρξαν εξαιρετικά εύποροι· αναφέρει επιπλέον την ύπαρξη ενός υγιέστερου ρητορικού ύφος, που άκμασε στο Ρόδο και είναι συγγενέστερο προς την αττική παράδοση. Δεν διαθέτουμε κανένα δείγμα αυτής της ασιατικής τέχνης, της οποίας εμπνευστής θεωρείται ο Ηγησίας ο Μάγνης, και αν επιμείνουμε στην αναζήτηση κάποιας σχετικής γνώσης είμαστε αναγκασμένοι να σταχυολογήσουμε από τα ευρήματα που διασώζονται στο πομπώδες έργο του Φιλόστρατου. Και ο εξ Αλικαρνασσού Διονύσιος παρομοιάζει την ασιατική ρητορική τέχνη με μιαν εταίρα που αντικατέστησε τη νόμιμη σύζυγο.
Το ασιανικό ύφος ακμάζει κυρίως τον πρώτο π.Χ. αιώνα. Την εποχή του Αυτοκράτορα Αύγουστου, ο Σικελός Καικίλιος Καλακτίνος, ρήτορας εβραϊκής καταγωγής, που έζησε στη Ρώμη, συνέγραψε συγκριτικές μελέτες των έργων του Αισχύνη και του Δημοσθένη, καθώς και των έργων Κικέρωνα και Δημοσθένη, και μια πραγματεία που αναδεικνύει τις διαφορές ανάμεσα στο αττικό και το ασιανικό ύφος· και ο σύγχρονος του Καικίλιου, Διονύσιος της Αλικαρνασσού ολοκληρώνει την κριτική του γι αυτόν λέγοντας: «Για να μιλήσουμε όπως ο Πίνδαρος, ο χρόνος είναι ο μεγαλύτερος σωτήρας, όχι μόνο των ορθοφρονούντων, αλλά και των ορθών γνώσεων και προθέσεων», επαινώντας στη συνέχεια την εποχή του, επειδή αναγνώρισε την «μεγάλη αλλοτινή εποχή», κατά την οποία «μουσική γάρ τις ἦν η των πολιτικών λόγων επιστήμη»· συναισθάνεται όμως ότι αυτός που μιμείται το αρχαίο ύφος του λόγου – είτε από συνηθείας, είτε οικειοποιούμενος τα γνωστά πρότυπα – δεν κατακτά αυτό το ιδανικό, διότι το πρωτότυπο διαθέτει γοητεία και ένα αυθεντικό κάλλος, ενώ οτιδήποτε ακολουθεί, όσο πιστά και αν το μιμηθεί, έχει τα σημάδια μιας προσποίησης, στερείται δηλαδή φυσικότητας. Η τέχνη που ακολούθησε ήταν στην καλύτερη περίπτωση ένας καθαρός αττικισμός σαν αυτόν που συναντάμε στον Δίωνα τον Χρυσόστομο και στον Κικέρωνα.
Πράγματι, κατά την εποχή που μεσολάβησε, τόσο στην Ελλάδα όσο και στα βασίλεια των διαδόχων, χάρη σε αυτό το προηγούμενο που είχε θεμελιώσει επί ένα ολόκληρο αιώνα η Αθήνα, χάρη στην επιθυμία να διατηρηθεί ζωντανή η ελληνική γλώσσα στους κόλπους της ελληνιστικής αυτοκρατορίας, και χάρη στη διατήρηση του συσχετισμού της ρητορικής με τη φιλοσοφία στην καθημερινή ζωή, η ευφράδεια συνέχισε να αποτελεί σημαντικό παράγοντα του βίου. Όπως και το αρχαίο θέατρο, συνέστησε ένα ορόσημο και ένα σημείο αναφοράς για οτιδήποτε το ελληνικό, και κατά συνέπεια αναπόσπαστο στοιχείο της παιδείας, σε όλες τις απέραντες εδαφικές εκτάσεις αυτών των αυτοκρατοριών· οι ίδιοι οι Ρωμαίοι, των οποίων ο εξελληνισμός υπήρξε ένα αξιοθαύμαστο απρόοπτο στην παγκόσμια ιστορία, την υιοθέτησαν, σαν ένα κώδικα πρόσβασης σε όλες τις εκφάνσεις του πολιτισμού, και σε πείσμα των καταγγελιών του Κάτωνα του Πρεσβύτερου και άλλων, έμελλε να αναβιώσει με θαυμαστό τρόπο, να αναμορφώσει την λατινική γλώσσα, και να προετοιμάσει την επεξεργασία της νομολογίας.
Αυτή τη συγκεκριμένη ύστερη περίοδο παρατηρείται ένας ακραίος εξευγενισμός του ύφους, ακόμη μεγαλύτερος από του Αριστοτέλη. Στο Διονύσιο της Αλικαρνασσού, ακόμη και ο ελάχιστος τονισμός ή έμφαση στο λόγου, κάθε πιθανή ακολουθία ήχων και απόχρωση των λέξεων, αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Και γι αυτόν ακριβώς το λόγο φρόντισε να αποκτήσει ακριβή γνώση του συγγραφικού έργου του χρυσού αιώνα, και όχι μόνο του ποιητικού, αλλά και του ρητορικού και του πεζού λόγου. Ανέλυσε τα μέτρα που επέτρεπαν την ρυθμική εκφώνηση. Υποστήριξε ότι η επιλογή του κατάλληλου ρυθμού οδηγεί σε αρμονικούς λόγους, ότι πολλά από αυτά τα στοιχεία συναντώνται και στον Πλάτωνα, ο οποίος διακρίθηκε για την αρμονία και το ρυθμό του λόγου του. Στη συνέχεια ανέλυσε προτάσεις του Δημοσθένη από την ίδια σκοπιά της αναφοράς στη ρυθμική εκφορά του λόγου· ακολούθησαν αποσπάσματα και ολόκληρα τμήματα των έργων του Ομήρου και άλλων ποιητών, καθώς και ο Αρεοπαγιτικός του Ισοκράτη, με μοναδικό στόχο την ανάλυση των ειδών και της εναλλαγής του τονισμού, στην παραμικρή τους λεπτομέρεια, και με μιαν απόλυτη γνώση των ελάχιστων εκλεπτυσμών των αποχρώσεων. Και όλα αυτά σε αντιστοιχία με ένα έντεχνο λόγο, εξαιρετικά πλούσιο και εξευγενισμένο, του οποίου και μόνο οι επιθετικοί προσδιορισμοί είναι αδύνατον να αποδωθούν σε μετάφραση. Το σύνολο της σύγχρονης ευφράδειας από του άμβωνος, της πανεπιστημιακής έδρας ή του δικαστικού βήματος, ακόμη και στη Αγγλία ή τη Γαλλία, χρησιμοποιεί μόλις το ένα εκατοστό των ευρημάτων που συσσώρευσε η αρχαιότητα και περιλαμβάνεται στα έργα των συγγραφέων εκείνης της εποχής. Μια ανάλυση και μια κριτική του ύφους των αρχαίων συγγραφέων, όπως αυτές που παρακολουθούμε εδώ, θα ήταν αδιανόητη στις μέρες μας.
Στα ρητορικά και σοφιστικά κείμενα, από τον 2ο π. Χ. αιώνα και αργότερα, αναφέρονται ορισμένα από τα «εργαλεία» της ρητορικής, και κυρίως τα αποκαλούμενα προγυμνάσματα (ασκήσεις ευγλωττίας) του Θέωνος, του Ερμογένους του Αφθόνιου, κ.ο.κ. Και εδώ επίσης κάθε είδους ύφος κατονομάζεται· οι λεπτότερες αποχρώσεις απαιτούν την ανάδειξή τους, και η ονοματολογία θριαμβεύει στο έπακρον, δεδομένου ότι αργότερα θα γίνει ακόμη μεγαλύτερη προσπάθεια πολλαπλασιασμού των αποχρώσεων του λόγου.
Τα αποθέματα υλικού για την διδασκαλία της ευφράδειας είναι εξ αρχής τεράστια, και ο Κύριος Ζουρντάν του Μολιέρου, που απορούσε γιατί μπορεί να χρησιμοποιήσει μόνο τον πεζό λόγο, θα έμενε εμβρόντητος αν αντιλαμβανόταν το πλήθος των μορφών του λόγου που είχε καταναλώσει στη ζωή του, όπως αυτές είχαν αποτυπωθεί σε λεπτομερείς καταγραφές που μας παραδόθηκαν, συνοδευόμενες από παραδείγματα.
Αυτή η ενδελεχής μελέτη της ρητορικής τέχνης θα ήταν αδιανόητο να μην έχει συμπεριλάβει τη λογική, τη διαλεκτική, ακόμη και τη γραμματική· πρόκειται μάλιστα για την εκμάθηση ολόκληρου του εύρους του ύφους και της εκφοράς του λόγου· οι μεταγενέστεροι ερευνητές αναζήτησαν μάλιστα όλους τους πιθανούς ποιητές και συγγραφείς. Αλλά εκείνο στο οποίο επιδίδονται με μεγαλύτερο ζήλο είναι η καθαυτό ρητορική τέχνη, και επομένως η επιδεικτική ευφράδεια, η οποία ακριβώς προσφέρεται στην πρακτική εξάσκηση. Στη βάση των προγυμνασμάτων τοποθετείται ο μύθος, και ακολούθως μια γενική αναζήτηση οποιουδήποτε γεγονότος που συντελέστηκε στο απώτερο παρελθόν και δεν αξιοποιήθηκε, εξαιρώντας τα ιστορικά γεγονότα της αρχαίας Ελλάδας (ενώ συνήθως παρακάμπτεται η ρωμαϊκή ιστορία, αλλά και αυτή της εποχής των διαδόχων). Αν για παράδειγμα η παράδοση πρόσφερε τη δυνατότητα συγκόλλησης μιας ομιλίας του Θουκυδίδη και κάποιων άλλων, της οποίας είχε παραλειφθεί η εκφώνηση, οι ερευνητές αυτοί την χρησιμοποιούσαν ως ευκαιρία εκμάθησης και εξάσκησης σε κάθε δυνατή εκδοχή του δημόσιου λόγου. Ερευνήθηκαν λεπτομερώς όλα τα στοιχεία του λόγου, όλες οι διακοσμήσεις του, τα κίνητρα και οι διαφορετικές απόψεις, η υποστηρικτική και αναιρετική επιχειρηματολογία, οι επιλογές και ο χειρισμός των πειστικών παραδειγμάτων, οι μορφές των εγκωμίων και της μομφής, όλα τα πιθανά ηθοποιητικά και προσωποποιητικά χαρακτηριστικά, και τέλος η εκμάθηση της συμπεριφοράς, σε μια εποχή που το Κράτος και οι δικαστικές αρχές είχαν εξουδετερωθεί, που κυριαρχούσε η δύναμη της ισχύος, και που ο πολιτικός λόγος είχε απονοηματοδοτηθεί, παρότι εξακολουθούσαν να ενθαρρύνουν τους νέους στην παρακολούθηση μαθημάτων επιδεικτικής ρητορικής υψηλού επιπέδου, ακολουθούμενα από πρακτική εξάσκηση: παραδείγματα αποτελούν ο Δίων ο Χρυσόστομος, επί της δυναστείας των Φλαβίων και των πρώτων αποκαλούμενων «καλών» αυτοκρατόρων, ο Αριστείδης επί Αδριανού και Αντωνίνων, και πολυάριθμοί άλλοι των οποίων γνωρίζουμε την πολιτεία, τις σχέσεις και τις προθέσεις από το έργο του Φιλόστρατου, Σοφιστών Βίοι.
Η επίμονη απαίτηση μιας στιβαρής εκπαίδευσης των νέων αναδεικνύεται στην πραγματεία του Πλουτάρχου Περί των παίδων Αγωγής στην οποία ανατρέπεται η κυριαρχούσα κατά τα φαινόμενα τάση μιας ζημιογόνου αυτοσχέδιας παιδείας, και καθιερώνεται μια αρχή που απαιτεί τίποτε να μην λέγεται και να πράττεται απερίσκεπτα· διότι ο αυτοσχεδιασμός οδηγεί στην αστοχία, στην απώλεια της κόσμιας συμμετρίας, και εν τέλει σε καθαρό βερμπαλισμό, ο οποίος δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιείται παρά μόνο ως τέχνασμα, και τούτο κατά την ώριμη ηλικία, όταν έχει αποκτήσει κανείς σταθερές βάσεις στο λόγο.
Η εκπόνηση μεθόδων εκμάθησης του λόγου συνεχίστηκε και κατά τη βυζαντινή εποχή. Μια παρόμοια διατριβή αποδίδεται στον αυτοκράτορα Τιβέριο· ο φημισμένος Ερμογένης συνέταξε την δική του επί αυτοκράτορος Μάρκου Αυρηλίου, και ο Γαϊανός Αράβιος την εποχή του αυτοκράτορα Γορδιανού. Στην εποχή των αυτοκρατόρων Μαρκιανού και Λέοντος, όταν ο Αττίλας συντάραζε την οικουμένη, ο ρωμαίος ρήτορας Λαχάρης συνέταξε διατριβή για το κώλον, το κόμμα και τις περιόδους των προτάσεων, καθώς και μιαν ανθολογία των ρητόρων με αλφαβητική σειρά· φημισμένοι μαθητές του ήταν ο Ευστέφιος, ο Αστέριος και ο Νικόλαος, ο τελευταίος συγγραφέας ο ίδιος μιας πραγματείας περί ρητορικής τέχνης· οι ύστεροι αυτοί συγγραφείς επέδειξαν και τον μεγαλύτερο ζήλο ως προς τη διαμόρφωση του ρητορικού λόγου· και στο βαθμό που η λογοτεχνική δημιουργία της εποχής διευρυνόταν, πλήθαιναν και τα κείμενα περί ρητορικής και γλωσσικού ύφους.
Στους βυζαντινούς χρόνους η διδασκαλία αυτή συνέτεινε στην παρουσία αναρίθμητων ρητόρων σε όλες τις πόλεις, οι οποίοι συνέστησαν ένα είδος συντεχνίας, αποκατέστησαν τη φήμη των σοφιστών, δίδαξαν επίσης την γραμματική της ελληνικής γλώσσας, και ενστερνίσθηκαν τις φιλοσοφικές αξίες, προσφέροντας στους Έλληνες τον πλούτο μιας φιλοσοφικής παιδείας. Ορισμένοι πρόσφεραν με αυταπάρνηση τις γνώσεις και τις ικανότητές τους σε μικρότερες πόλεις, όπως ο Αριστόδημος από τη Νύσσα, που παρέδιδε καθημερινά μαθήματα ρητορικής το πρωί και γραμματικής το απόγευμα.
Σε αυτή την πλούσια απαρίθμηση των ελλήνων ρητόρων προστίθενται και οι Ρωμαίοι: ο Σενέκας ο Πρεσβύτερος,ο Κοϊντιλιανός, ο Ρουτίλιος Λούπος, ο Ακύλας, ο Ρουφινιάνος, ο Ρουφίνος, ο Φορτουνατιανός, κ.ο.κ. Στην Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έγιναν επίσης σημαντικές προσπάθειες για τη διάδοση αυτής της τέχνης. Δεν μπορούμε να επεκταθούμε περισσότερο σ’ αυτό το θέμα, ούτε δυστυχώς στην ιδιαίτερη σημασία που η ευφράδεια απέδιδε στην ικανότητα της προσοχής και της συγκέντρωσης, την οποία ο Πλούταρχος πραγματεύεται στο Περί του Ακούειν σύγγραμμά του. Θα αρκεστούμε επομένως σε όσα λέχθηκαν ως τώρα γι αυτή τη συντονισμένη προσπάθεια σε ένα τομέα στον οποίο η πρωτοκαθεδρία του λόγου θεωρείται δεδομένη. Ο χρόνος και ο μόχθος που αφιερώνεται σήμερα στο αντικείμενο της γνώσης ήταν αφιερωμένος κάποτε στη μελέτη της μορφής της, ακόμη και από τα πλέον διακεκριμένα πνεύματα της εποχής, και αυτό το πλήθος από επιλεγμένα αποσπάσματα, προοριζόμενα για πρακτική εξάσκηση, τα οποία μας διέσωσαν οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι, αποδεικνύουν αναντίρρητα, ότι η απόσταση ανάμεσα στον τρόπο του υπάρχειν της αρχαιότητας και τον σημερινό είναι χαοτική. Διότι ακόμη και αν υποθέσουμε ότι ο σημερινός κόσμος στερείται ευφράδειας επειδή επικεντρώνεται περισσότερο στα γεγονότα, είναι φανερό ότι δεν διαθέτει ποσώς τον ζήλο να την εξασκήσει που διακατείχε τους Έλληνες. Ας στρέψουμε την προσοχή μας μόνο στην ιστορική επίδραση αυτής της ρητορικής επί του χριστιανισμού. Τον 4ο αιώνα, αλλά και νωρίτερα, διείσδυσε στην Εκκλησία, και ο ρητορικός και διαλεκτικός ζήλος επισκίασε τη δογματική, και προσέδωσε στις σκληρές μάχες, τις τόσο σημαντικές σε συνέπειες για το πεπρωμένο ολόκληρων πληθυσμών, κυρίως αυτές που αφορούσαν στο δεύτερο πρόσωπο της Τριάδος, την απαραίτητη για την κατανόησή τους μορφή. Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι η διαλεκτική και η ρητορική, μαζί με το επίγραμμα είναι τα μοναδικά είδη της τέχνης που επέζησαν. Το Κράτος, η γυμναστική, οι πλαστικές τέχνες, ακόμη και τα υπολείμματα της φιλοσοφίας είχαν εισέλθει στην οδό της παρακμής, ή της οριστικής μεταμόρφωσης, ενώ η ελληνική γλώσσα εξακολουθούσε να μεγαλουργεί.
(συνεχίζεται)
Θα ολοκληρώσουμε αυτό το κεφάλαιο επισημαίνοντας μιαν ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στο τότε και το τώρα: υπάρχουν λόγοι οι οποίοι αποδόθηκαν καταχρηστικά σε αυτούς του ρήτορες· ποιος θα θεωρούσε συμφέρον να πράξει ανάλογα στην εποχή μας ;
Μετά από τους δέκα αττικούς ρήτορες αρχίζει η παρακμή της ευφράδειας γεγονός αναπόφευκτο εξ αιτίας της παρακμής τη δημοκρατίας των Αθηνών τον IIIο αιώνα. Ο πολιτικός λόγος δεν είχε πλέον σχεδόν καμιά αξία, και κανείς δεν ενδιαφερόταν να επιδείξει το ταλέντο του ενώπιον των δικαστών. Η δόξα του 4ου αιώνα εξέλειπε, μαζί με τον υποβιβασμό των λαϊκών συνελεύσεων, των δικαστηρίων, αλλά επίσης των κατηγόρων και των συκοφαντών, όλων δηλαδή των ενδιαφερομένων μερών, και μαζί με τον εκφυλισμό της δημαγωγίας, άρχισε να γίνεται αισθητή η ασιατική (ή ασιανική) επιρροή. Κατά τον Κικέρωνα, όταν η ευφράδεια αναχώρησε μέσω του Πειραιά, διασχίζοντας τις νήσους και τα ασιατικά εδάφη, αποσαθρώθηκε, και ερχόμενη σε επαφή με αλλότρια ήθη απώλεσε τα υγιή και αξιόπιστα στοιχεία της· η Καρία, η Φρυγία, η Μυσία, γέννησαν μια βαριά και ρυπαρή διάλεκτο που ανταποκρινόταν στα βάναυσα ώτα τους. Και με μια επιεικέστερη διάθεση προσθέτει πως οι ασιατικοί ρήτορες δεν θα πρέπει να απαξιωθούν σε ότι αφορά την δεξιοτεχνία και την αφθονία των λόγων τους, παρότι δεν ήταν αρκετά περιεκτικοί, ενώ και οι ίδιοι υπήρξαν εξαιρετικά εύποροι· αναφέρει επιπλέον την ύπαρξη ενός υγιέστερου ρητορικού ύφος, που άκμασε στο Ρόδο και είναι συγγενέστερο προς την αττική παράδοση. Δεν διαθέτουμε κανένα δείγμα αυτής της ασιατικής τέχνης, της οποίας εμπνευστής θεωρείται ο Ηγησίας ο Μάγνης, και αν επιμείνουμε στην αναζήτηση κάποιας σχετικής γνώσης είμαστε αναγκασμένοι να σταχυολογήσουμε από τα ευρήματα που διασώζονται στο πομπώδες έργο του Φιλόστρατου. Και ο εξ Αλικαρνασσού Διονύσιος παρομοιάζει την ασιατική ρητορική τέχνη με μιαν εταίρα που αντικατέστησε τη νόμιμη σύζυγο.
Το ασιανικό ύφος ακμάζει κυρίως τον πρώτο π.Χ. αιώνα. Την εποχή του Αυτοκράτορα Αύγουστου, ο Σικελός Καικίλιος Καλακτίνος, ρήτορας εβραϊκής καταγωγής, που έζησε στη Ρώμη, συνέγραψε συγκριτικές μελέτες των έργων του Αισχύνη και του Δημοσθένη, καθώς και των έργων Κικέρωνα και Δημοσθένη, και μια πραγματεία που αναδεικνύει τις διαφορές ανάμεσα στο αττικό και το ασιανικό ύφος· και ο σύγχρονος του Καικίλιου, Διονύσιος της Αλικαρνασσού ολοκληρώνει την κριτική του γι αυτόν λέγοντας: «Για να μιλήσουμε όπως ο Πίνδαρος, ο χρόνος είναι ο μεγαλύτερος σωτήρας, όχι μόνο των ορθοφρονούντων, αλλά και των ορθών γνώσεων και προθέσεων», επαινώντας στη συνέχεια την εποχή του, επειδή αναγνώρισε την «μεγάλη αλλοτινή εποχή», κατά την οποία «μουσική γάρ τις ἦν η των πολιτικών λόγων επιστήμη»· συναισθάνεται όμως ότι αυτός που μιμείται το αρχαίο ύφος του λόγου – είτε από συνηθείας, είτε οικειοποιούμενος τα γνωστά πρότυπα – δεν κατακτά αυτό το ιδανικό, διότι το πρωτότυπο διαθέτει γοητεία και ένα αυθεντικό κάλλος, ενώ οτιδήποτε ακολουθεί, όσο πιστά και αν το μιμηθεί, έχει τα σημάδια μιας προσποίησης, στερείται δηλαδή φυσικότητας. Η τέχνη που ακολούθησε ήταν στην καλύτερη περίπτωση ένας καθαρός αττικισμός σαν αυτόν που συναντάμε στον Δίωνα τον Χρυσόστομο και στον Κικέρωνα.
Πράγματι, κατά την εποχή που μεσολάβησε, τόσο στην Ελλάδα όσο και στα βασίλεια των διαδόχων, χάρη σε αυτό το προηγούμενο που είχε θεμελιώσει επί ένα ολόκληρο αιώνα η Αθήνα, χάρη στην επιθυμία να διατηρηθεί ζωντανή η ελληνική γλώσσα στους κόλπους της ελληνιστικής αυτοκρατορίας, και χάρη στη διατήρηση του συσχετισμού της ρητορικής με τη φιλοσοφία στην καθημερινή ζωή, η ευφράδεια συνέχισε να αποτελεί σημαντικό παράγοντα του βίου. Όπως και το αρχαίο θέατρο, συνέστησε ένα ορόσημο και ένα σημείο αναφοράς για οτιδήποτε το ελληνικό, και κατά συνέπεια αναπόσπαστο στοιχείο της παιδείας, σε όλες τις απέραντες εδαφικές εκτάσεις αυτών των αυτοκρατοριών· οι ίδιοι οι Ρωμαίοι, των οποίων ο εξελληνισμός υπήρξε ένα αξιοθαύμαστο απρόοπτο στην παγκόσμια ιστορία, την υιοθέτησαν, σαν ένα κώδικα πρόσβασης σε όλες τις εκφάνσεις του πολιτισμού, και σε πείσμα των καταγγελιών του Κάτωνα του Πρεσβύτερου και άλλων, έμελλε να αναβιώσει με θαυμαστό τρόπο, να αναμορφώσει την λατινική γλώσσα, και να προετοιμάσει την επεξεργασία της νομολογίας.
Αυτή τη συγκεκριμένη ύστερη περίοδο παρατηρείται ένας ακραίος εξευγενισμός του ύφους, ακόμη μεγαλύτερος από του Αριστοτέλη. Στο Διονύσιο της Αλικαρνασσού, ακόμη και ο ελάχιστος τονισμός ή έμφαση στο λόγου, κάθε πιθανή ακολουθία ήχων και απόχρωση των λέξεων, αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Και γι αυτόν ακριβώς το λόγο φρόντισε να αποκτήσει ακριβή γνώση του συγγραφικού έργου του χρυσού αιώνα, και όχι μόνο του ποιητικού, αλλά και του ρητορικού και του πεζού λόγου. Ανέλυσε τα μέτρα που επέτρεπαν την ρυθμική εκφώνηση. Υποστήριξε ότι η επιλογή του κατάλληλου ρυθμού οδηγεί σε αρμονικούς λόγους, ότι πολλά από αυτά τα στοιχεία συναντώνται και στον Πλάτωνα, ο οποίος διακρίθηκε για την αρμονία και το ρυθμό του λόγου του. Στη συνέχεια ανέλυσε προτάσεις του Δημοσθένη από την ίδια σκοπιά της αναφοράς στη ρυθμική εκφορά του λόγου· ακολούθησαν αποσπάσματα και ολόκληρα τμήματα των έργων του Ομήρου και άλλων ποιητών, καθώς και ο Αρεοπαγιτικός του Ισοκράτη, με μοναδικό στόχο την ανάλυση των ειδών και της εναλλαγής του τονισμού, στην παραμικρή τους λεπτομέρεια, και με μιαν απόλυτη γνώση των ελάχιστων εκλεπτυσμών των αποχρώσεων. Και όλα αυτά σε αντιστοιχία με ένα έντεχνο λόγο, εξαιρετικά πλούσιο και εξευγενισμένο, του οποίου και μόνο οι επιθετικοί προσδιορισμοί είναι αδύνατον να αποδωθούν σε μετάφραση. Το σύνολο της σύγχρονης ευφράδειας από του άμβωνος, της πανεπιστημιακής έδρας ή του δικαστικού βήματος, ακόμη και στη Αγγλία ή τη Γαλλία, χρησιμοποιεί μόλις το ένα εκατοστό των ευρημάτων που συσσώρευσε η αρχαιότητα και περιλαμβάνεται στα έργα των συγγραφέων εκείνης της εποχής. Μια ανάλυση και μια κριτική του ύφους των αρχαίων συγγραφέων, όπως αυτές που παρακολουθούμε εδώ, θα ήταν αδιανόητη στις μέρες μας.
Στα ρητορικά και σοφιστικά κείμενα, από τον 2ο π. Χ. αιώνα και αργότερα, αναφέρονται ορισμένα από τα «εργαλεία» της ρητορικής, και κυρίως τα αποκαλούμενα προγυμνάσματα (ασκήσεις ευγλωττίας) του Θέωνος, του Ερμογένους του Αφθόνιου, κ.ο.κ. Και εδώ επίσης κάθε είδους ύφος κατονομάζεται· οι λεπτότερες αποχρώσεις απαιτούν την ανάδειξή τους, και η ονοματολογία θριαμβεύει στο έπακρον, δεδομένου ότι αργότερα θα γίνει ακόμη μεγαλύτερη προσπάθεια πολλαπλασιασμού των αποχρώσεων του λόγου.
Τα αποθέματα υλικού για την διδασκαλία της ευφράδειας είναι εξ αρχής τεράστια, και ο Κύριος Ζουρντάν του Μολιέρου, που απορούσε γιατί μπορεί να χρησιμοποιήσει μόνο τον πεζό λόγο, θα έμενε εμβρόντητος αν αντιλαμβανόταν το πλήθος των μορφών του λόγου που είχε καταναλώσει στη ζωή του, όπως αυτές είχαν αποτυπωθεί σε λεπτομερείς καταγραφές που μας παραδόθηκαν, συνοδευόμενες από παραδείγματα.
Αυτή η ενδελεχής μελέτη της ρητορικής τέχνης θα ήταν αδιανόητο να μην έχει συμπεριλάβει τη λογική, τη διαλεκτική, ακόμη και τη γραμματική· πρόκειται μάλιστα για την εκμάθηση ολόκληρου του εύρους του ύφους και της εκφοράς του λόγου· οι μεταγενέστεροι ερευνητές αναζήτησαν μάλιστα όλους τους πιθανούς ποιητές και συγγραφείς. Αλλά εκείνο στο οποίο επιδίδονται με μεγαλύτερο ζήλο είναι η καθαυτό ρητορική τέχνη, και επομένως η επιδεικτική ευφράδεια, η οποία ακριβώς προσφέρεται στην πρακτική εξάσκηση. Στη βάση των προγυμνασμάτων τοποθετείται ο μύθος, και ακολούθως μια γενική αναζήτηση οποιουδήποτε γεγονότος που συντελέστηκε στο απώτερο παρελθόν και δεν αξιοποιήθηκε, εξαιρώντας τα ιστορικά γεγονότα της αρχαίας Ελλάδας (ενώ συνήθως παρακάμπτεται η ρωμαϊκή ιστορία, αλλά και αυτή της εποχής των διαδόχων). Αν για παράδειγμα η παράδοση πρόσφερε τη δυνατότητα συγκόλλησης μιας ομιλίας του Θουκυδίδη και κάποιων άλλων, της οποίας είχε παραλειφθεί η εκφώνηση, οι ερευνητές αυτοί την χρησιμοποιούσαν ως ευκαιρία εκμάθησης και εξάσκησης σε κάθε δυνατή εκδοχή του δημόσιου λόγου. Ερευνήθηκαν λεπτομερώς όλα τα στοιχεία του λόγου, όλες οι διακοσμήσεις του, τα κίνητρα και οι διαφορετικές απόψεις, η υποστηρικτική και αναιρετική επιχειρηματολογία, οι επιλογές και ο χειρισμός των πειστικών παραδειγμάτων, οι μορφές των εγκωμίων και της μομφής, όλα τα πιθανά ηθοποιητικά και προσωποποιητικά χαρακτηριστικά, και τέλος η εκμάθηση της συμπεριφοράς, σε μια εποχή που το Κράτος και οι δικαστικές αρχές είχαν εξουδετερωθεί, που κυριαρχούσε η δύναμη της ισχύος, και που ο πολιτικός λόγος είχε απονοηματοδοτηθεί, παρότι εξακολουθούσαν να ενθαρρύνουν τους νέους στην παρακολούθηση μαθημάτων επιδεικτικής ρητορικής υψηλού επιπέδου, ακολουθούμενα από πρακτική εξάσκηση: παραδείγματα αποτελούν ο Δίων ο Χρυσόστομος, επί της δυναστείας των Φλαβίων και των πρώτων αποκαλούμενων «καλών» αυτοκρατόρων, ο Αριστείδης επί Αδριανού και Αντωνίνων, και πολυάριθμοί άλλοι των οποίων γνωρίζουμε την πολιτεία, τις σχέσεις και τις προθέσεις από το έργο του Φιλόστρατου, Σοφιστών Βίοι.
Η επίμονη απαίτηση μιας στιβαρής εκπαίδευσης των νέων αναδεικνύεται στην πραγματεία του Πλουτάρχου Περί των παίδων Αγωγής στην οποία ανατρέπεται η κυριαρχούσα κατά τα φαινόμενα τάση μιας ζημιογόνου αυτοσχέδιας παιδείας, και καθιερώνεται μια αρχή που απαιτεί τίποτε να μην λέγεται και να πράττεται απερίσκεπτα· διότι ο αυτοσχεδιασμός οδηγεί στην αστοχία, στην απώλεια της κόσμιας συμμετρίας, και εν τέλει σε καθαρό βερμπαλισμό, ο οποίος δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιείται παρά μόνο ως τέχνασμα, και τούτο κατά την ώριμη ηλικία, όταν έχει αποκτήσει κανείς σταθερές βάσεις στο λόγο.
Η εκπόνηση μεθόδων εκμάθησης του λόγου συνεχίστηκε και κατά τη βυζαντινή εποχή. Μια παρόμοια διατριβή αποδίδεται στον αυτοκράτορα Τιβέριο· ο φημισμένος Ερμογένης συνέταξε την δική του επί αυτοκράτορος Μάρκου Αυρηλίου, και ο Γαϊανός Αράβιος την εποχή του αυτοκράτορα Γορδιανού. Στην εποχή των αυτοκρατόρων Μαρκιανού και Λέοντος, όταν ο Αττίλας συντάραζε την οικουμένη, ο ρωμαίος ρήτορας Λαχάρης συνέταξε διατριβή για το κώλον, το κόμμα και τις περιόδους των προτάσεων, καθώς και μιαν ανθολογία των ρητόρων με αλφαβητική σειρά· φημισμένοι μαθητές του ήταν ο Ευστέφιος, ο Αστέριος και ο Νικόλαος, ο τελευταίος συγγραφέας ο ίδιος μιας πραγματείας περί ρητορικής τέχνης· οι ύστεροι αυτοί συγγραφείς επέδειξαν και τον μεγαλύτερο ζήλο ως προς τη διαμόρφωση του ρητορικού λόγου· και στο βαθμό που η λογοτεχνική δημιουργία της εποχής διευρυνόταν, πλήθαιναν και τα κείμενα περί ρητορικής και γλωσσικού ύφους.
Στους βυζαντινούς χρόνους η διδασκαλία αυτή συνέτεινε στην παρουσία αναρίθμητων ρητόρων σε όλες τις πόλεις, οι οποίοι συνέστησαν ένα είδος συντεχνίας, αποκατέστησαν τη φήμη των σοφιστών, δίδαξαν επίσης την γραμματική της ελληνικής γλώσσας, και ενστερνίσθηκαν τις φιλοσοφικές αξίες, προσφέροντας στους Έλληνες τον πλούτο μιας φιλοσοφικής παιδείας. Ορισμένοι πρόσφεραν με αυταπάρνηση τις γνώσεις και τις ικανότητές τους σε μικρότερες πόλεις, όπως ο Αριστόδημος από τη Νύσσα, που παρέδιδε καθημερινά μαθήματα ρητορικής το πρωί και γραμματικής το απόγευμα.
Σε αυτή την πλούσια απαρίθμηση των ελλήνων ρητόρων προστίθενται και οι Ρωμαίοι: ο Σενέκας ο Πρεσβύτερος,ο Κοϊντιλιανός, ο Ρουτίλιος Λούπος, ο Ακύλας, ο Ρουφινιάνος, ο Ρουφίνος, ο Φορτουνατιανός, κ.ο.κ. Στην Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έγιναν επίσης σημαντικές προσπάθειες για τη διάδοση αυτής της τέχνης. Δεν μπορούμε να επεκταθούμε περισσότερο σ’ αυτό το θέμα, ούτε δυστυχώς στην ιδιαίτερη σημασία που η ευφράδεια απέδιδε στην ικανότητα της προσοχής και της συγκέντρωσης, την οποία ο Πλούταρχος πραγματεύεται στο Περί του Ακούειν σύγγραμμά του. Θα αρκεστούμε επομένως σε όσα λέχθηκαν ως τώρα γι αυτή τη συντονισμένη προσπάθεια σε ένα τομέα στον οποίο η πρωτοκαθεδρία του λόγου θεωρείται δεδομένη. Ο χρόνος και ο μόχθος που αφιερώνεται σήμερα στο αντικείμενο της γνώσης ήταν αφιερωμένος κάποτε στη μελέτη της μορφής της, ακόμη και από τα πλέον διακεκριμένα πνεύματα της εποχής, και αυτό το πλήθος από επιλεγμένα αποσπάσματα, προοριζόμενα για πρακτική εξάσκηση, τα οποία μας διέσωσαν οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι, αποδεικνύουν αναντίρρητα, ότι η απόσταση ανάμεσα στον τρόπο του υπάρχειν της αρχαιότητας και τον σημερινό είναι χαοτική. Διότι ακόμη και αν υποθέσουμε ότι ο σημερινός κόσμος στερείται ευφράδειας επειδή επικεντρώνεται περισσότερο στα γεγονότα, είναι φανερό ότι δεν διαθέτει ποσώς τον ζήλο να την εξασκήσει που διακατείχε τους Έλληνες. Ας στρέψουμε την προσοχή μας μόνο στην ιστορική επίδραση αυτής της ρητορικής επί του χριστιανισμού. Τον 4ο αιώνα, αλλά και νωρίτερα, διείσδυσε στην Εκκλησία, και ο ρητορικός και διαλεκτικός ζήλος επισκίασε τη δογματική, και προσέδωσε στις σκληρές μάχες, τις τόσο σημαντικές σε συνέπειες για το πεπρωμένο ολόκληρων πληθυσμών, κυρίως αυτές που αφορούσαν στο δεύτερο πρόσωπο της Τριάδος, την απαραίτητη για την κατανόησή τους μορφή. Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι η διαλεκτική και η ρητορική, μαζί με το επίγραμμα είναι τα μοναδικά είδη της τέχνης που επέζησαν. Το Κράτος, η γυμναστική, οι πλαστικές τέχνες, ακόμη και τα υπολείμματα της φιλοσοφίας είχαν εισέλθει στην οδό της παρακμής, ή της οριστικής μεταμόρφωσης, ενώ η ελληνική γλώσσα εξακολουθούσε να μεγαλουργεί.
(συνεχίζεται)
ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ, ΤΗΣ ΜΟΡΦΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ Η ΟΠΟΙΑ ΖΩΟΠΟΙΟΥΣΕ ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΕ ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΞΗ ΤΗΣ SOLA SCRIPTURA Η ΟΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΗ ΣΤΟ ΣΥΜΒΑΝ ΚΑΙ ΣΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΕΣ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΜΟΙΡΟΥ ΕΓΩ, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΑΝΤΙΚΑΤΕΣΤΗΣΕ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΜΟΡΦΗ, ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΜΕ ΤΗΝ ΒΟΥΛΗΣΗ ΤΟΥ ΤΡΟΠΟΥ ΥΠΑΡΞΕΩΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου