ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Συνέχεια από Τετάρτη, 7 Φεβρουαρίου 2024
ΤΟΜΟΣ 3ος
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ: Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, ΟΙ ΕΠΙΣΤHΜΕΣ ΚΑΙ Η ΕΥΦΡAΔΕΙΑ
IΙΙ. Η Ε Υ Φ Ρ Α Δ Ε Ι Α - 6
Ο Ισοκράτης (436 -338) ακολούθησε τη διδασκαλία του Γοργία και του Τεισία, και σχετίστηκε με τον Σωκράτη. Η σωματική του διάπλαση και η αδύναμη φωνή του, αλλά κυρίως η έλλειψη τόλμης, τον απομάκρυναν από τον άμβωνα της Πνύκας, και τον οδήγησαν στη διδακτική συγγραφή, απευθυνόμενη σε μελετητές. Θεωρούσε τον εαυτό του εμφανώς ικανότερο από τους δικανικούς λογογράφους, παρότι διασώζονται και κάποιοι δικανικοί λόγοι του· ο ίδιος παρενέβαλε αυτό το είδος λόγων με το έργο ενός παιχνιδοποιού, απέναντι σε έναν Φειδία. Υπήρξε όμως αντ’ αυτού ένας έμπειρος διδάσκαλος ρητορικής, και η σχολή του που απέκτησε την μεγαλύτερη φήμη σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο, αριθμούσε δεκάδες μαθητές, οι οποίοι επιβαρύνονταν με δίδακτρα της τάξεως των χιλίων δραχμών έκαστος. Ως προς την προφορική του τέχνη, – διότι υπήρξε στην αρχαιότητα και μια δική του γραπτή Ρητορική – ανήκει στην κατηγορία των σοφιστών· η μόνη βασική διαφοροποίηση αφορά τον κατ’ εξοχήν πολιτικό προσανατολισμό του· υποστήριζε ότι η πολιτική συνιστά την μοναδική σημαντική ενασχόληση, την οποία θα όφειλαν να διδαχθούν οι μαθητές του, μαζί με την ευφράδεια, προβάλλοντας τον εαυτό του ως πρότυπο του ενεργού πολίτη. Το έργο του διαδόθηκε μέσω του γραπτού λόγου και της προφορικής διδασκαλίας· αλληλογραφούσε επίσης με ξένους πολιτικούς ηγέτες, τον Ευαγόρα και τον Νικοκλή της Κύπρου, τον βασιλέα των Μακεδόνων Φίλλιπο. Ο Ισοκράτης συμβούλευε τους Έλληνες να διάγουν έντιμο βίο, να απέχουν από τη βία εναντίον των αδελφών Ελλήνων, και να προτιμήσουν τους πολέμους εναντίον των Βαρβάρων. Στον Παναθηναϊκό του, που συνέγραψε σε ηλικία εικοσιτεσσάρων ετών, ομολογεί με έμφαση ότι παραιτήθηκε από όλα τα άλλα είδη της ευφράδειας, περιοριζόμενος σε λόγους που προορίζονταν για την σωτηρία των Αθηναίων και ολόκληρης της Ελλάδας. Με όλη αυτή τήν πατριωτική φιλολογία, στην οποία είχε προηγουμένως διαπρέψει ο Γοργίας, «ψήλωσε ο νους του», – όπως θα λέγαμε στη γλώσσα μας –· δεν διέθετε όμως τις απαιτούμενες ικανότητες για να πείσει τον κόσμο να ακολουθήσει τις συμβουλές του, και ο προαναφερθείς λόγος του, ο οποίος δεν εκφωνήθηκε ποτέ, και στον οποίο εμφανίζεται ως ένθερμος πατριώτης, δεν υπήρξε πάρα ένα πυροτέχνημα, ενώ ο ίδιος επεδίωκε κυρίως να κερδίσει τον θαυμασμό των μαθητών του και να διακριθεί μεταξύ των ανταγωνιστών του. Όσο κι αν φανεί παράδοξο όμως, όλοι αυτοί οι δημόσιοι λόγοι έχουν ξεχωριστή ιστορική και πολιτισμική σημασία, εξ αιτίας των κοινών χαρακτηριστικών τους. Στην αναζήτηση πληροφόρησης από το παρελθόν, αυτό πους μας ενδιαφέρει κυρίως είναι να σχηματίσουμε γνώμη για τον αντιπροσωπευτικό μέσο όρο, και οι συγγραφείς που μας φέρνουν σε επαφή με τις γενικές και επικρατούσες απόψεις, βοηθούν σημαντικά αυτή την αναζήτηση.
Ακούγοντας τον Ισοκράτη θα παρατηρήσουμε ότι εκτός από ρήτορας υπήρξε και φιλόσοφος, προσεταιριζόμενος και τις δύο αυτές ιδιότητες από διαφορετικές σχολές· δεν γνωρίζουμε σε ποιο βαθμό προσέγγισε τον Πλάτωνα· μακροπρόθεσμα απομακρύνθηκε όμως αισθητά από τις φιλοσοφικές τάσεις αυτής της εποχής. Ως ρήτορας απέκτησε ασφαλώς μεγάλη φήμη. Ακριβώς όπως συνέβη και με τους συγχρόνους του, οι μεταγενέστερες εποχές θαύμασαν την εξαιρετική του ευφράδεια, «κυριευμένη από μια δύναμη, με την οποία κανένας άλλος δημόσιος λόγος δεν κατόρθωσε να απευθυνθεί στα ώτα και το πνεύμα· χωρίς την δική του αναμόρφωση του αττικού ύφους δεν θα είχε υπάρξει ούτε Δημοσθένης ούτε Κικέρων» (O. Müller ). Στους πρώιμους λόγους του αναδεικνύεται ένα είδος παραλληλισμού και συμμετρίας με τη δομή του λόγου των αρχαίων σοφιστών, καθώς αποφεύγει την διακριτή εμφάνιση των αντιθέσεων αλλά τις συνταιριάζει σε μια μακρά αλληλουχία ενιαίας διαδρομής. Η ηχητικές εντυπώσεις δεν περιορίζονται αποκλειστικά στην ηχητική των λέξεων, αλλά τις αναζητεί στην αρμονία ολόκληρων προτάσεων, είτε παρεμβάλλοντας ελεύθερα τα αντίστοιχα μέλη τους, είτε με την βαθμιαία άνοδο της ηχητικής έντασης προς το τέλος. Ο αποκαλούμενος κύκλος μιας ομιλίας, δηλαδή η εσωτερική δομή με την οποία οι περίοδοι αναμορφώνονται προκειμένου να συστήσουν ένα ενιαίο σύνολο, του οποίου οι προτάσεις ταλαντεύονται ωθούμενες έμπροσθεν ή όπισθεν, επιτρέπει στην ασθενή απήχηση της μιας να αντισταθμίζεται από την ισχυρότερη εμμονή μιας άλλης, τη χρήση ρητορικών σχημάτων κ.τ.λ. και πολλά άλλα κρυφά μέσα που συντείνουν σ’ αυτή την αρμονία, και θα μπορούσαν ακόμη και σήμερα να εμπνεύσουν ένα καθαρό πνεύμα, ικανό να διεισδύσει σ’ αυτή την αρχιτεκτονική των προτάσεων. Ο Ισοκράτης δεν διαθέτει την ορμητικότητα του Δημοσθένη, και ούτε την επιδιώκει, διαθέτει όμως την γοητευτικότερη εκφορά του ελληνικού λόγου που είναι δυνατόν να υπάρξει.
Ο Ισαίος (420 ή 415 έως περ. το 348) δίδαξε την ευφράδεια, και έγραψε δικανικούς λόγους από τους οποίους διασώζονται έντεκα, αναφερόμενοι σε υποθέσεις κληρονομιών, ενώ η Ρητορική του έχει απολεσθεί. Δεν μπορεί να συγκριθεί με τους διδασκάλους του, τον Λυσία και τον Ισοκράτη, παρότι ο Πλούταρχος υποστηρίζει ότι οι λόγοι του θα μπορούσαν να αντιπαρατεθούν με του Λυσία· αλλά τα θέματα που πραγματεύονται δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την σύγχρονη εποχή· εντούτοις θα πρέπει να του αναγνωρίσουμε το γεγονός ότι ενίοτε αναδεικνύει τον αθηναϊκό βίο με τρόπο εξαιρετικά ανάγλυφο.
Στον Αισχίνη (389 – 315), τον μέγα αντίπαλο του Δημοσθένη, ανήκει μια εξέχουσα θέση στη χορεία των αττικών ρητόρων. Αθλητής και ηθοποιός στη νεότητά του, προσχώρησε αργότερα στην παράταξη του Εύβουλου και στην πολιτική. Ήταν αυτοδίδακτος ρήτωρ, αλλά μεγάλο ταλέντο, ευνοούμενος από το παρουσιαστικό του και το χάρισμα του λόγου. Λέγεται ότι υπήρξε ο εμπνευστή του αυτοσχέδιου λόγου. Στο ενεργητικό του ανήκουν τρείς δημόσιες ομιλίες οι οποίες και διασώζονται: η Κατά Τιμάρχου (ο οποίος λέγεται ότι αυτοκτόνησε δια απαγχονισμού, ή τουλάχιστον φυλακίστηκε και του αφαιρέθηκαν τα πολιτικά δικαιώματα), η Περί της Παραπρεσβείας, που αποτελεί ανασκευή της κατηγορίας του Δημοσθένη, και η Κατά Κτησιφώντος, την οποία ο Δημοσθένης ανέτρεψε αποτελεσματικά με τον περίφημο λόγο του Περί Στεφάνου. Η ανάμειξη των τριών αυτών προσώπων στη ζωή και την σταδιοδρομία του Δημοσθένη συνέδεσε τους δύο ρήτορες με ένα είδος παράλληλης φήμης, οπωσδήποτε όμως ο Αισχίνης διατήρησε στην αντίληψη των μεταγενέστερων το μέγα πλεονέκτημα οι λόγοι του να αποτελούν ιστορικές μαρτυρίες μεγάλης αξίας, μιας βαθειάς κρίσης της αθηναϊκής κοινωνίας. Θεωρείται αριστοτέχνης της ακριβούς και εμπνευσμένης περιγραφής και της εντυπωσιακής εναρμόνισης του λόγου. Ο σχεδιασμός των Κατά Τιμάρχου και Κατά Κτησιφώντος λόγων του τοποθετείται αρχικά σε μια στέρεη βάση· επικαλούμενος στον μεν πρώτο τη νομοθεσία περί των παρά φύσιν έξεων, στον δε δεύτερο τις διαδικαστικές παρατυπίες ως προς τον απονεμηθέντα στέφανο στον Δημοσθένη, ισχυρισμούς τους οποίους στη συνέχεια μετατρέπει σε εξαιρετικά βίαιους κόλαφους, επιβεβαιώνει αφ’ ενός ότι ο Τίμαρχος επιδόθηκε σε αυτές τις ανήθικες πράξεις, και αφ’ ετέρου ότι ο Δημοσθένης είναι τελικά ανάξιος πολίτης, και δεν δικαιούται στεφάνου αλλά ποινής. Ο Περί της Παραπρεσβείας λόγος συνιστά στην ουσία ένα ευτελές φυλλάδιο, και όπως ένας αρχαίος γραμματοδιδάσκαλος είχε πει γι αυτού του είδους τις ομιλίες, ένα κείμενο προοριζόμενο να καλύψει περιστασιακές δικαστικές υποθέσεις. Μετά την αποτυχία του στην υπόθεση κατά του Δημοσθένη, ο Αισχύνης αποσύρθηκε αρχικά στη Ρόδο. Όταν κοινοποίησε στους Ρόδιους το κείμενο του Κατά Κτησιφώντος λόγου του, δεν μπορούσαν να κατανοήσουν την ήττα του. Και εκείνος τους έδωσε μιαν αρκετά αντικειμενική απάντηση: «Δεν θα είχατε εκπλαγεί αν είχατε ακούσει και την απάντηση του Δημοσθένη». Το γεγονός ότι παρ’ όλα αυτά συνέχισε την διδασκαλία της τέχνης της ευφράδειας κατά την παραμονή του στη Ρόδο, αναδεικνύει την προτεραιότητα που ένα δημοκρατικό καθεστώς αποδίδει στην συνέχιση της καλλιέργειας της τέχνης του λόγου.
Και τώρα θα μιλήσουμε για τον ίδιο τον Δημοσθένη (384 – 322) του οποίου το μεγαλείο τον τοποθετεί στην κορυφή της αττικής ευφράδειας. Όπως γνωρίζουμε σε πολύ νεαρή ηλικία αναγκάσθηκε να αγωνισθεί εναντίον των καταχραστών κηδεμόνων του, γεγονός που τον ώθησε στην δικανική παιδεία και την καλλιέργεια της εκφραστικής δεινότητας. Έτσι κατέφυγε στη Σχολή του Ισαίου μειούμενος στη δικαστική γλώσσα, το ιδιωτικό δίκαιο, και την πρακτική της ευφράδειας. Τα προσωπικά μειονεκτήματά του που συνυπήρχαν με τα εξαιρετικά ταλέντα του, δηλαδή η αδυναμία να προφέρει το «ρ», το τράνταγμα των ώμων κ.τ.λ., τα υπερέβη με ακαταπόνητες προσπάθειες· οι αφηγήσεις που περιγράφουν αυτή την προσπάθεια είναι συνήθως μυθεύματα και συνοψίζουν τη συνήθεια συσσώρευσης σε ένα χαρισματικό πρόσωπο όλων εκείνων των πιθανών ιδιαιτεροτήτων που χαρακτήρισαν διαφορετικούς ρήτορες ανά τους αιώνες. Συμβολική σημασία όμως για όλες τις προσπάθειες του ρήτορα να αποκτήσει την πρέπουσα εκφραστική δεινότητα έχει η ακόλουθη δήλωση του ίδιου του Δημοσθένη: «το σημαντικότερο για έναν ρήτορα είναι πρώτον η υπόκρισις (ορθή εκφορά του λόγου), δεύτερον η υπόκρισις και τρίτον και πάλι η υπόκρισις».
Ο Δημοσθένης δεν υπήρξε μαθητής του Ισοκράτη, παρότι μελέτησε τα έργα του, αλλά ούτε και του Πλάτωνα, πιθανότατα επειδή οι σχολές των ρητόρων και των φιλοσόφων βρίσκονταν σε διαρκή ανταγωνισμό, και χαρακτηρίζονταν από εσωστρέφεια. Μεταξύ των αρχαίων αττικών συγγραφέων εντονότερα επηρεάστηκε από τον Θουκυδίδη, αποφεύγοντας πάντως στις ομιλίες του το πολύμοχθο και αρχαϊκό ύφος.
Ξεκίνησε κι αυτός την δραστηριότητά του ως δικαστικός λογογράφος, τομέας στον οποίο διακρίθηκε για την ακριβή περιγραφή της καθημερινότητας και τη σκιαγράφηση χαρακτήρων, περίπου σαν τον Λυσία, παρότι ο τελευταίος είχε ακόμη μεγαλύτερη επιρροή στους αναγνώστες του. Ο ισχυρισμός ότι υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το επάγγελμα του λογογράφου επειδή αποδείχθηκε ότι έγραφε ομιλίες και για τους δύο διαδίκους (π.χ. τον Απολλόδωρο και των Φορμίωνα), δεν είναι ασφαλής· διότι είχε εξαιρετικά πολλούς εχθρούς, και όσο συχνά προσπαθούσαν να τον κολακεύσουν, άλλο τόσο επεδίωκαν να τον μειώσουν, έτσι ώστε κάθε κριτική που τον αφορά θα πρέπει να συνοδεύεται από επιφυλακτικότητα· ασφαλώς όμως δεν θα πρέπει επίσης να διαγράψουμε όλα τα ελαττώματά του.
Εκείνο που προέχει να του αναγνωρίσουμε είναι η δύναμη του λόγου του, τόσο στις πολιτικές ομιλίες του στην Εκκλησία του Δήμου, όσο και κατά την εκδίκαση πολιτικών υποθέσεων. Ο καλά επεξεργασμένος λόγος δεν συνιστά γι’ αυτόν σκοπό, όπως για τον Ισοκράτη, αλλά μέσον, χαρακτηριστικό το οποίο καλύτερα απ’ όλους διέγνωσε ο βασιλέας Φίλιππος, όταν συνέκρινε με απόλυτη αντικειμενικότητα, μια ομιλία του απευθυνόμενη προς πολεμιστές, με αντικείμενο την ανδρεία, με τους λόγους που ο Ισοκράτης απευθύνει σε αθλητές, με μοναδικό αντικείμενο τον εντυπωσιασμό. Έχοντας εξαρχής αγωνιστεί σκληρά για κάθε του κατάκτηση, ο Δημοσθένης οπλίσθηκε με μοναδική δύναμη και σθένος σε μια εποχή έσχατης απειλής της αθηναϊκής δημοκρατίας, όταν ο Φίλιππος είχε πλέον αρχίσει τους ύποπτους ελιγμούς. Καθώς διέθετε εξαιρετικό πολιτικό κριτήριο και σε βάθος γνώση των υποθέσεων και των νόμων του κράτους, η τακτική του συνίστατο στην αποτελεσματική αντίσταση, με όπλο την άρτια γνώση των προβλημάτων. Αλλά το έντονο και μεστό ύφος του λόγου του αναδεικνύεται στους Φιλιππικούς και Ολυνθιακούς λόγους, και παρόλη τη σφοδρότητα της έκφρασής του παραμένει απόλυτα αντικειμενικός. Για να αναδειχθεί η τέχνη του λόγου του θα χρειαζόταν μια παράλληλη συγκριτική μελέτη· αποφεύγει την εμπάθεια που χαρακτηρίζει συχνά τον ρητορικό λόγο, και μόνο σε κάποιες σπάνιες περιστάσεις επαινεί τους θεούς για την εύνοιά τους. Το ιδιαίτερο ταλέντο του όμως αναδεικνύεται στην ικανότητα να χειρίζεται αποτελεσματικά το λόγο, και κυρίως όταν πρόκειται να παρακινήσει το ακροατήριό του, να το επικρίνει ή να το απαλλάξει από τους φόβους του, αναμειγνύοντας τη μομφή με την ειρωνεία, να χρησιμοποιήσει κάθε δυνατό μέσο προκειμένου να διεγείρει τα πλήθη και να τα παροτρύνει άμεσα, ή έμμεσα στη λήψη μιας σημαντικής απόφασης. Στο επίκεντρο των λόγων του δεσπόζει το ακόλουθο σκεπτικό: αν δεν κηρύξουμε εμείς τον πόλεμο, θα έρθει εκείνος σ’ εμάς. Παρουσιάζει συνεχώς καινούργιες εκδοχές του προβλήματος, και πάντοτε με θετικό και εμπεριστατωμένο περιεχόμενο. Το ύφος του δεν είναι ποτέ επιτηδευμένο καθότι αναδεικνύεται μέσα από επιχειρήματα της καθημερινότητας, διότι το μόνο που επιθυμεί είναι να γίνει πειστικός· και τέλος δεν εξωραΐζει ποτέ την πραγματικότητα, διότι διαθέτει εγγενώς την αίσθηση του κάλλους.
Για τις πολιτικές του πεποιθήσεις θα μιλήσουμε στο επόμενο κεφάλαιο. Ίσως να έσφαλε παρακινώντας τους Αθηναίους σε εξέγερση εναντίον του Φιλίππου δεδομένων των συνθηκών εκείνης της εποχής. Ο γηραιός Ισοκράτης, παρότι δεν συμμεριζόταν απόλυτα τις ανησυχίες του, έδωσε τέλος στη ζωή του μετά την ήττα στη Χαιρώνεια, ενώ ο Δημοσθένης, ο οποίος πολεμώντας τότε ως απλός στρατιώτης επέζησε, δεν είχε αργότερα καλύτερο τέλος.
Γεγονός παραμένει ότι αυτός ο Δημοσθένης αναγνωρίστηκε στη συνέχεια ως ο πρώτος μεταξύ των ρητόρων της ελληνικής αρχαιότητας, όπως ο Κικέρων της ρωμαϊκής. Ο Λουκιανός στο Δημοσθένους Εγκώμιον αναφέρει ότι τα έργα των αττικών ρητόρων μοιάζουν φαιδρά αν τα συγκρίνει κανείς με την εκκωφαντική αντήχηση, τους αρμονικούς κλυδωνισμούς των προτάσεων, την ευστροφία του συλλογισμού, τη συνέπεια των επιχειρημάτων, την επιδεξιότητα με την οποία τα συνδέει και τα καθιστά ακαταμάχητα στους λόγους του ο Δημοσθένης, και ο Διονύσιος της Αλικαρνασσού, στα σωζόμενα αποσπάσματα από το κείμενο Περί της ρητορικής δεινότητας του Δημοσθένη, κρίνοντας σφαιρικά καταλήγει στη διαπίστωση ότι ενώ συγκέντρωσε όλες τις αρετές, απέφυγε τα ελαττώματά τους.
(συνεχίζεται)
Ακούγοντας τον Ισοκράτη θα παρατηρήσουμε ότι εκτός από ρήτορας υπήρξε και φιλόσοφος, προσεταιριζόμενος και τις δύο αυτές ιδιότητες από διαφορετικές σχολές· δεν γνωρίζουμε σε ποιο βαθμό προσέγγισε τον Πλάτωνα· μακροπρόθεσμα απομακρύνθηκε όμως αισθητά από τις φιλοσοφικές τάσεις αυτής της εποχής. Ως ρήτορας απέκτησε ασφαλώς μεγάλη φήμη. Ακριβώς όπως συνέβη και με τους συγχρόνους του, οι μεταγενέστερες εποχές θαύμασαν την εξαιρετική του ευφράδεια, «κυριευμένη από μια δύναμη, με την οποία κανένας άλλος δημόσιος λόγος δεν κατόρθωσε να απευθυνθεί στα ώτα και το πνεύμα· χωρίς την δική του αναμόρφωση του αττικού ύφους δεν θα είχε υπάρξει ούτε Δημοσθένης ούτε Κικέρων» (O. Müller ). Στους πρώιμους λόγους του αναδεικνύεται ένα είδος παραλληλισμού και συμμετρίας με τη δομή του λόγου των αρχαίων σοφιστών, καθώς αποφεύγει την διακριτή εμφάνιση των αντιθέσεων αλλά τις συνταιριάζει σε μια μακρά αλληλουχία ενιαίας διαδρομής. Η ηχητικές εντυπώσεις δεν περιορίζονται αποκλειστικά στην ηχητική των λέξεων, αλλά τις αναζητεί στην αρμονία ολόκληρων προτάσεων, είτε παρεμβάλλοντας ελεύθερα τα αντίστοιχα μέλη τους, είτε με την βαθμιαία άνοδο της ηχητικής έντασης προς το τέλος. Ο αποκαλούμενος κύκλος μιας ομιλίας, δηλαδή η εσωτερική δομή με την οποία οι περίοδοι αναμορφώνονται προκειμένου να συστήσουν ένα ενιαίο σύνολο, του οποίου οι προτάσεις ταλαντεύονται ωθούμενες έμπροσθεν ή όπισθεν, επιτρέπει στην ασθενή απήχηση της μιας να αντισταθμίζεται από την ισχυρότερη εμμονή μιας άλλης, τη χρήση ρητορικών σχημάτων κ.τ.λ. και πολλά άλλα κρυφά μέσα που συντείνουν σ’ αυτή την αρμονία, και θα μπορούσαν ακόμη και σήμερα να εμπνεύσουν ένα καθαρό πνεύμα, ικανό να διεισδύσει σ’ αυτή την αρχιτεκτονική των προτάσεων. Ο Ισοκράτης δεν διαθέτει την ορμητικότητα του Δημοσθένη, και ούτε την επιδιώκει, διαθέτει όμως την γοητευτικότερη εκφορά του ελληνικού λόγου που είναι δυνατόν να υπάρξει.
Ο Ισαίος (420 ή 415 έως περ. το 348) δίδαξε την ευφράδεια, και έγραψε δικανικούς λόγους από τους οποίους διασώζονται έντεκα, αναφερόμενοι σε υποθέσεις κληρονομιών, ενώ η Ρητορική του έχει απολεσθεί. Δεν μπορεί να συγκριθεί με τους διδασκάλους του, τον Λυσία και τον Ισοκράτη, παρότι ο Πλούταρχος υποστηρίζει ότι οι λόγοι του θα μπορούσαν να αντιπαρατεθούν με του Λυσία· αλλά τα θέματα που πραγματεύονται δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την σύγχρονη εποχή· εντούτοις θα πρέπει να του αναγνωρίσουμε το γεγονός ότι ενίοτε αναδεικνύει τον αθηναϊκό βίο με τρόπο εξαιρετικά ανάγλυφο.
Στον Αισχίνη (389 – 315), τον μέγα αντίπαλο του Δημοσθένη, ανήκει μια εξέχουσα θέση στη χορεία των αττικών ρητόρων. Αθλητής και ηθοποιός στη νεότητά του, προσχώρησε αργότερα στην παράταξη του Εύβουλου και στην πολιτική. Ήταν αυτοδίδακτος ρήτωρ, αλλά μεγάλο ταλέντο, ευνοούμενος από το παρουσιαστικό του και το χάρισμα του λόγου. Λέγεται ότι υπήρξε ο εμπνευστή του αυτοσχέδιου λόγου. Στο ενεργητικό του ανήκουν τρείς δημόσιες ομιλίες οι οποίες και διασώζονται: η Κατά Τιμάρχου (ο οποίος λέγεται ότι αυτοκτόνησε δια απαγχονισμού, ή τουλάχιστον φυλακίστηκε και του αφαιρέθηκαν τα πολιτικά δικαιώματα), η Περί της Παραπρεσβείας, που αποτελεί ανασκευή της κατηγορίας του Δημοσθένη, και η Κατά Κτησιφώντος, την οποία ο Δημοσθένης ανέτρεψε αποτελεσματικά με τον περίφημο λόγο του Περί Στεφάνου. Η ανάμειξη των τριών αυτών προσώπων στη ζωή και την σταδιοδρομία του Δημοσθένη συνέδεσε τους δύο ρήτορες με ένα είδος παράλληλης φήμης, οπωσδήποτε όμως ο Αισχίνης διατήρησε στην αντίληψη των μεταγενέστερων το μέγα πλεονέκτημα οι λόγοι του να αποτελούν ιστορικές μαρτυρίες μεγάλης αξίας, μιας βαθειάς κρίσης της αθηναϊκής κοινωνίας. Θεωρείται αριστοτέχνης της ακριβούς και εμπνευσμένης περιγραφής και της εντυπωσιακής εναρμόνισης του λόγου. Ο σχεδιασμός των Κατά Τιμάρχου και Κατά Κτησιφώντος λόγων του τοποθετείται αρχικά σε μια στέρεη βάση· επικαλούμενος στον μεν πρώτο τη νομοθεσία περί των παρά φύσιν έξεων, στον δε δεύτερο τις διαδικαστικές παρατυπίες ως προς τον απονεμηθέντα στέφανο στον Δημοσθένη, ισχυρισμούς τους οποίους στη συνέχεια μετατρέπει σε εξαιρετικά βίαιους κόλαφους, επιβεβαιώνει αφ’ ενός ότι ο Τίμαρχος επιδόθηκε σε αυτές τις ανήθικες πράξεις, και αφ’ ετέρου ότι ο Δημοσθένης είναι τελικά ανάξιος πολίτης, και δεν δικαιούται στεφάνου αλλά ποινής. Ο Περί της Παραπρεσβείας λόγος συνιστά στην ουσία ένα ευτελές φυλλάδιο, και όπως ένας αρχαίος γραμματοδιδάσκαλος είχε πει γι αυτού του είδους τις ομιλίες, ένα κείμενο προοριζόμενο να καλύψει περιστασιακές δικαστικές υποθέσεις. Μετά την αποτυχία του στην υπόθεση κατά του Δημοσθένη, ο Αισχύνης αποσύρθηκε αρχικά στη Ρόδο. Όταν κοινοποίησε στους Ρόδιους το κείμενο του Κατά Κτησιφώντος λόγου του, δεν μπορούσαν να κατανοήσουν την ήττα του. Και εκείνος τους έδωσε μιαν αρκετά αντικειμενική απάντηση: «Δεν θα είχατε εκπλαγεί αν είχατε ακούσει και την απάντηση του Δημοσθένη». Το γεγονός ότι παρ’ όλα αυτά συνέχισε την διδασκαλία της τέχνης της ευφράδειας κατά την παραμονή του στη Ρόδο, αναδεικνύει την προτεραιότητα που ένα δημοκρατικό καθεστώς αποδίδει στην συνέχιση της καλλιέργειας της τέχνης του λόγου.
Και τώρα θα μιλήσουμε για τον ίδιο τον Δημοσθένη (384 – 322) του οποίου το μεγαλείο τον τοποθετεί στην κορυφή της αττικής ευφράδειας. Όπως γνωρίζουμε σε πολύ νεαρή ηλικία αναγκάσθηκε να αγωνισθεί εναντίον των καταχραστών κηδεμόνων του, γεγονός που τον ώθησε στην δικανική παιδεία και την καλλιέργεια της εκφραστικής δεινότητας. Έτσι κατέφυγε στη Σχολή του Ισαίου μειούμενος στη δικαστική γλώσσα, το ιδιωτικό δίκαιο, και την πρακτική της ευφράδειας. Τα προσωπικά μειονεκτήματά του που συνυπήρχαν με τα εξαιρετικά ταλέντα του, δηλαδή η αδυναμία να προφέρει το «ρ», το τράνταγμα των ώμων κ.τ.λ., τα υπερέβη με ακαταπόνητες προσπάθειες· οι αφηγήσεις που περιγράφουν αυτή την προσπάθεια είναι συνήθως μυθεύματα και συνοψίζουν τη συνήθεια συσσώρευσης σε ένα χαρισματικό πρόσωπο όλων εκείνων των πιθανών ιδιαιτεροτήτων που χαρακτήρισαν διαφορετικούς ρήτορες ανά τους αιώνες. Συμβολική σημασία όμως για όλες τις προσπάθειες του ρήτορα να αποκτήσει την πρέπουσα εκφραστική δεινότητα έχει η ακόλουθη δήλωση του ίδιου του Δημοσθένη: «το σημαντικότερο για έναν ρήτορα είναι πρώτον η υπόκρισις (ορθή εκφορά του λόγου), δεύτερον η υπόκρισις και τρίτον και πάλι η υπόκρισις».
Ο Δημοσθένης δεν υπήρξε μαθητής του Ισοκράτη, παρότι μελέτησε τα έργα του, αλλά ούτε και του Πλάτωνα, πιθανότατα επειδή οι σχολές των ρητόρων και των φιλοσόφων βρίσκονταν σε διαρκή ανταγωνισμό, και χαρακτηρίζονταν από εσωστρέφεια. Μεταξύ των αρχαίων αττικών συγγραφέων εντονότερα επηρεάστηκε από τον Θουκυδίδη, αποφεύγοντας πάντως στις ομιλίες του το πολύμοχθο και αρχαϊκό ύφος.
Ξεκίνησε κι αυτός την δραστηριότητά του ως δικαστικός λογογράφος, τομέας στον οποίο διακρίθηκε για την ακριβή περιγραφή της καθημερινότητας και τη σκιαγράφηση χαρακτήρων, περίπου σαν τον Λυσία, παρότι ο τελευταίος είχε ακόμη μεγαλύτερη επιρροή στους αναγνώστες του. Ο ισχυρισμός ότι υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το επάγγελμα του λογογράφου επειδή αποδείχθηκε ότι έγραφε ομιλίες και για τους δύο διαδίκους (π.χ. τον Απολλόδωρο και των Φορμίωνα), δεν είναι ασφαλής· διότι είχε εξαιρετικά πολλούς εχθρούς, και όσο συχνά προσπαθούσαν να τον κολακεύσουν, άλλο τόσο επεδίωκαν να τον μειώσουν, έτσι ώστε κάθε κριτική που τον αφορά θα πρέπει να συνοδεύεται από επιφυλακτικότητα· ασφαλώς όμως δεν θα πρέπει επίσης να διαγράψουμε όλα τα ελαττώματά του.
Εκείνο που προέχει να του αναγνωρίσουμε είναι η δύναμη του λόγου του, τόσο στις πολιτικές ομιλίες του στην Εκκλησία του Δήμου, όσο και κατά την εκδίκαση πολιτικών υποθέσεων. Ο καλά επεξεργασμένος λόγος δεν συνιστά γι’ αυτόν σκοπό, όπως για τον Ισοκράτη, αλλά μέσον, χαρακτηριστικό το οποίο καλύτερα απ’ όλους διέγνωσε ο βασιλέας Φίλιππος, όταν συνέκρινε με απόλυτη αντικειμενικότητα, μια ομιλία του απευθυνόμενη προς πολεμιστές, με αντικείμενο την ανδρεία, με τους λόγους που ο Ισοκράτης απευθύνει σε αθλητές, με μοναδικό αντικείμενο τον εντυπωσιασμό. Έχοντας εξαρχής αγωνιστεί σκληρά για κάθε του κατάκτηση, ο Δημοσθένης οπλίσθηκε με μοναδική δύναμη και σθένος σε μια εποχή έσχατης απειλής της αθηναϊκής δημοκρατίας, όταν ο Φίλιππος είχε πλέον αρχίσει τους ύποπτους ελιγμούς. Καθώς διέθετε εξαιρετικό πολιτικό κριτήριο και σε βάθος γνώση των υποθέσεων και των νόμων του κράτους, η τακτική του συνίστατο στην αποτελεσματική αντίσταση, με όπλο την άρτια γνώση των προβλημάτων. Αλλά το έντονο και μεστό ύφος του λόγου του αναδεικνύεται στους Φιλιππικούς και Ολυνθιακούς λόγους, και παρόλη τη σφοδρότητα της έκφρασής του παραμένει απόλυτα αντικειμενικός. Για να αναδειχθεί η τέχνη του λόγου του θα χρειαζόταν μια παράλληλη συγκριτική μελέτη· αποφεύγει την εμπάθεια που χαρακτηρίζει συχνά τον ρητορικό λόγο, και μόνο σε κάποιες σπάνιες περιστάσεις επαινεί τους θεούς για την εύνοιά τους. Το ιδιαίτερο ταλέντο του όμως αναδεικνύεται στην ικανότητα να χειρίζεται αποτελεσματικά το λόγο, και κυρίως όταν πρόκειται να παρακινήσει το ακροατήριό του, να το επικρίνει ή να το απαλλάξει από τους φόβους του, αναμειγνύοντας τη μομφή με την ειρωνεία, να χρησιμοποιήσει κάθε δυνατό μέσο προκειμένου να διεγείρει τα πλήθη και να τα παροτρύνει άμεσα, ή έμμεσα στη λήψη μιας σημαντικής απόφασης. Στο επίκεντρο των λόγων του δεσπόζει το ακόλουθο σκεπτικό: αν δεν κηρύξουμε εμείς τον πόλεμο, θα έρθει εκείνος σ’ εμάς. Παρουσιάζει συνεχώς καινούργιες εκδοχές του προβλήματος, και πάντοτε με θετικό και εμπεριστατωμένο περιεχόμενο. Το ύφος του δεν είναι ποτέ επιτηδευμένο καθότι αναδεικνύεται μέσα από επιχειρήματα της καθημερινότητας, διότι το μόνο που επιθυμεί είναι να γίνει πειστικός· και τέλος δεν εξωραΐζει ποτέ την πραγματικότητα, διότι διαθέτει εγγενώς την αίσθηση του κάλλους.
Για τις πολιτικές του πεποιθήσεις θα μιλήσουμε στο επόμενο κεφάλαιο. Ίσως να έσφαλε παρακινώντας τους Αθηναίους σε εξέγερση εναντίον του Φιλίππου δεδομένων των συνθηκών εκείνης της εποχής. Ο γηραιός Ισοκράτης, παρότι δεν συμμεριζόταν απόλυτα τις ανησυχίες του, έδωσε τέλος στη ζωή του μετά την ήττα στη Χαιρώνεια, ενώ ο Δημοσθένης, ο οποίος πολεμώντας τότε ως απλός στρατιώτης επέζησε, δεν είχε αργότερα καλύτερο τέλος.
Γεγονός παραμένει ότι αυτός ο Δημοσθένης αναγνωρίστηκε στη συνέχεια ως ο πρώτος μεταξύ των ρητόρων της ελληνικής αρχαιότητας, όπως ο Κικέρων της ρωμαϊκής. Ο Λουκιανός στο Δημοσθένους Εγκώμιον αναφέρει ότι τα έργα των αττικών ρητόρων μοιάζουν φαιδρά αν τα συγκρίνει κανείς με την εκκωφαντική αντήχηση, τους αρμονικούς κλυδωνισμούς των προτάσεων, την ευστροφία του συλλογισμού, τη συνέπεια των επιχειρημάτων, την επιδεξιότητα με την οποία τα συνδέει και τα καθιστά ακαταμάχητα στους λόγους του ο Δημοσθένης, και ο Διονύσιος της Αλικαρνασσού, στα σωζόμενα αποσπάσματα από το κείμενο Περί της ρητορικής δεινότητας του Δημοσθένη, κρίνοντας σφαιρικά καταλήγει στη διαπίστωση ότι ενώ συγκέντρωσε όλες τις αρετές, απέφυγε τα ελαττώματά τους.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου