Συνέχεια από Τετάρτη, 10 Ιανουαρίου 2023
PAUL FRIEDLȀNDERΠΛΑΤΩΝ
ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ
ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –
ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
ΤΡΙΤΗ ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΤΟ ΟΨΙΜΟ ΕΡΓΟ
ΠΡΩΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ : Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
26. ΣΟΦΙΣΤΗΣ (6η συνέχεια)
Οντολογική έρευνα.
Ο Ελεάτης καλεί όμως τώρα την ίδια τη διδασκαλία τού Είναι τού Παρμενίδη μπροστά στη «δικαστική του έδρα». Κι αυτό σημαίνει, πως θα αναδειχθούν τώρα οι υπάρχουσες στην ίδιαν αυτή διδασκαλία «απορίες». Το Ένα και το Όν είναι δυό διαφορετικά ονόματα για το ίδιο πράγμα; Γιατί έτσι το παρουσίασε ο Παρμενίδης. Ποιο είναι όμως το νόημα αυτής τής διπλής ονομασίας; Και ποιαν έννοια έχει γενικώς το «όνομα» για εκείνον που θέτει το Ένα; Γιατί περιπίπτουμε τότε, σε κάθε περίπτωση, σε μιαν ατοπία με το όνομα, όπως και με το Ένα. – Μέχρις εκεί φτάνει ο Ελεάτης, φανερώνοντας τις δυσκολίες που υφίστανται στο σύστημα του (ίδιου του…) δασκάλου του. Ο ίδιος άλλωστε ο Παρμενίδης είχε μιλήσει περιφρονητικά για τα «ονόματα», με τα οποία επικαλύπτουν οι άνθρωποι την – μη πραγματική και ανύπαρκτη – πολλαπλότητα, είχε όμως χρησιμοποιήσει ο ίδιος «όνομα» για το δικό του – και μόνο, κατ’ αυτόν, πραγματικό – Ένα. Έτσι ώστε η ίδια η (ανθρώπινη…) ομιλία να ανατινάζη στον αέρα, με το να αποτελή κατά πρώτον ένα πλήθος από «ονόματα», και να είναι κατά δεύτερον μια ομιλία «για κάτι», την αδιαφοροποίητη ενότητα του Είναι, που θέλει (κατά τα άλλα…) να αναγγείλη.
Όμως ο Παρμενίδης είχε αποφανθή επίσης για το Ένα Όν, ότι είναι ένα «όλον» («όλον, πάν»), παρομοιάζοντάς το με μια τέλεια σφαίρα. Μια σφαίρα διαθέτει ωστόσο ένα κέντρο και μια σφαιρική επιφάνεια, έχει δηλ. μέρη, κι η έννοια «όλον» έχει τότε μόνο νόημα, όταν το όλον είναι μια ολότητα από «κάτι», άρα από (διάφορα…) μέρη. Έτσι μπορεί μεν το μερισθέν ή μεριζόμενο να αποτελή ένα όλον και άρα ένα Έν, δεν μπορεί να είναι όμως το απόλυτο Ένα ή το ίδιο το Ένα, προς το οποίο και αποσκοπεί ο Παρμενίδης. Κι αν θέλη να το αποφύγη κανείς αυτό, τότε πρέπει, είτε να αφήση «το όλον» (την ολότητα) να υπάρχη εκτός τού Ενός όντος, με συνέπεια να χάση το Όν την τελειότητά του και να καταστή, ως ελαττωματικό, σε Μη-Όν, οπότε και η τοποθέτηση τού Όλου δίπλα στο Όν θα απέδιδε δύο τελικά Είναι· είτε να αμφισβητήση γενικώς ότι υπάρχει καν κάτι που μπορεί να αποκληθή «ολότητα». Καταστρέφοντας όμως τότε όχι μόνο το Είναι, αρνούμενος την τελειότητά του, αλλά καταστρέφοντας μαζί με το Είναι και το Γίγνεσθαι, εφ’ όσον κάθε τι που «γίνεται» θέλει και ζητά να αποβή ένα «όλον». Πρέπει να αναλογιστούμε εδώ τον «Θεαίτητο» (203 C κ.ε.) για να κατανοήσουμε, ότι πίσω απ’ όλο αυτό βρίσκεται ο προβληματισμός τού «συνολικού» ή «παντός» («πάν»), που αποτελείται από τα μέρη του, και του «όλου» («όλον»), που συνιστά μια κλειστή και αμέριστη μορφή («είδος»).
Η παρμενίδεια διδασκαλία τού Είναι οδηγεί, στοχαζόμενη περαιτέρω τον εαυτό της, σε τέτοιες «και αναρίθμητες άλλες» απορίες και απαιτεί αφ’ εαυτής μια βαθύτερη κατανόηση του Είναι. Δεν παρευρίσκεται όμως εδώ ως σιωπηλός ακροατής κι ο Σωκράτης; Που αντιπροσωπεύει στο έργο τού Πλάτωνα την οδό γνώσεως προς τον κόσμο τών αιωνίων μορφών, αντιπροσωπεύοντας ταυτόχρονα το συνεχές «ερωτάν», που κρατά ζωντανή την κάθε απάντηση, και ο οποίος εγγυάται για όλα αυτά με την ίδια του την ζωή; Μήπως οδηγούν οι απορίες ακριβώς προς τα εκεί, όπου βλέπει να υπάρχη μια λύση ο συγκεκριμένος Σωκράτης; Ο Παρμενίδης θέλησε, σχηματικά ειπωμένο, να «εξαλείψη» την «πολλαπλότητα», ολόκληρη την πολύχρωμη δηλ. πληρότητα της ύπαρξης, η οποία και φαίνεται μόνο μέσα απ’ τη γλώσσα, στη μόνη «πραγματική» ενότητα. Μπορεί όμως να το κάνη αυτό μόνο διαμέσου τής γλώσσας, που εγγυάται ακριβώς την πολλαπλότητα, την οποία βοηθά μάλιστα στην πραγματικότητα να «δημιουργηθή», κάτι το οποίο δεν μπορεί να αντικρουστή από τίποτα, καθώς μόνον η γλώσσα (και πάλι…) θα μπορούσε να το αντικρούση. Ακριβώς στην περιοχή τών λόγων («εν λόγοις») είχε όμως ανακαλύψει ο Σωκράτης – ρητά και αποφασιστικά στον «Φαίδωνα» (99 Ε) – τον δρόμο τής γνώσης προς το Υπάρχον. Το πώς η ενότητα και η πολλαπλότητα δεν αποκλείουν η μια την άλλην, αλλά την απαιτούν μάλιστα αναγκαίως, αυτό το κατέστησε σαφές η διαλεκτική τού διαλόγου «Παρμενίδης», έστω κι αν αυτό το βασικό γεγονός είναι ζωντανό και παρίσταται σε όλους τούς υπόλοιπους πλατωνικούς διαλόγους, απ’ την εποχή τού «Πρωταγόρα». Και το ότι το «Όλον» αποτελεί τελικά ένα απαραίτητο κατηγορούμενο κάθε «μορφής», αυτό το κατέστησε σαφές ο «Θεαίτητος» (204 Α κ.ε.). Για να οδηγήσουν έτσι στην πραγματικότητα όλες οι «γραμμές», που (απλώς…) διακόπτονται εδώ, προς το Είδος.
Η θεώρηση γίνεται ωστόσο πιο ριζοσπαστική. Αν εμφανίστηκαν σε μια πρώτη βαθμίδα οι απορίες για το Είναι στην αντιπαράθεση των πρώιμων «φυσικών» και του πρώτου οντολόγου, διεξάγεται τώρα σε δεύτερη βαθμίδα η «γιγαντομαχία» ανάμεσα σε κείνους που θεωρούν πως μόνο κάθε τι το σωματικό και απτό «υπάρχει», περιφρονώντας κάθε τι άλλο, και σε κείνους, για τους οποίους είναι οι νοητικές και ασώματες μορφές που «σημαίνουν» το αληθινό Είναι. Ο «Θεαίτητος» (155 Ε) αντιπαρέθεσε σε κείνους τούς «αμύητους», που θεωρούν πως μόνον «αυτό που μπορούν να πιάσουν με τα χέρια τους» υπάρχει, μια κοσμοθεωρία, την οποία πίστεψε εκεί ο Πλάτων πως έπρεπε να εξηγήση, τη θεωρία δηλ. της «κινήσεως του παντός» ή «παντοκινήσεως». Εκείνοι οι «αμύητοι» ήταν, όπως φαίνεται, μόνο γι’ αυτό τότε εκεί, για να αναδειχθή ως πρότυπο, στην πνευματικότητά της, αυτή η διδασκαλία περί «παντοκινήσεως»[ΠΑΣΑ ΨΥΧΗ ΑΘΑΝΑΤΟΣ, ΤΟ ΓΑΡ ΑΕΙΚΙΝΗΤΟ ΑΘΑΝΑΤΟ], που παρ’ όλ’ αυτά καταπολεμάται. Τώρα όμως επεκτείνεται, με μεγαλύτερη οξύτητα, η αντίθεση, κι απ’ τη μια πλευρά υπάρχει μια κοσμοθεωρία, η οποία και μοιάζει, το λιγότερο, και μπορεί να «μπερδευθή» με την πλατωνική «διδασκαλία τών Ιδεών» τών πρώιμων διαλόγων, ενώ απ’ την άλλη πλευρά δεν υπάρχει κατ’ αρχάς ή και καθόλου οποιαδήποτε φιλοσοφική θεωρία, αλλά μόνον εκείνη η απλοϊκή κατανόηση του Είναι, για την οποία κάθε πραγματικότητα υφίσταται στο απτό και αντιστεκόμενο στις αισθήσεις. Και είναι τόσο απλοϊκή αυτή η τοποθέτηση, ώστε οι προκατειλημμένοι σ’ αυτήν δεν θέλουν ν’ ακούσουν τίποτα άλλο και διαφορετικό. Κατά τούς άλλους αντίθετα, τους φίλους τών Ιδεών απ’ την άλλη πλευρά, ανάγονται (όλα…) τα «σώματα» σ’ ένα κινούμενο γίγνεσθαι («γένεσις φερομένη»). Το Ένα φαίνεται να «εξυπηρετή», κατά παράδοξον τρόπο, και τις δυό αυτές, αντίθετες απόψεις. Μήπως δεν πρόκειται δηλ. για την ίδιαν ακινησία, στην οποία και προσκρούει εδώ ένα σώμα απέναντι σε κάτι το σωματικό, κι εκεί το πνεύμα απέναντι σε πνευματικά αντικείμενα, ερμηνεύοντάς τα ως το μοναδικό Υπάρχον, με τέτοιον τρόπο ώστε να μην καθοράται παντελώς στη μια περίπτωση κάποιο πνευματικό Είναι, και να «σκορπίζεται» στην άλλη κάθε σωματικό Είναι («κατά μικρά διαθραύοντες» - 246 C 1); Ο Πλάτων θέλει να εξετάση λοιπόν τις δυό ακραίες, κι ωστόσο προσεγγίζουσες αναμεταξύ τους στην ακρότητά τους, απόψεις ως προς το πώς κατανοούν το Είναι. Πρόκειται για έναν τεράστιο «αγώνα» ανάμεσα σ’ αυτά τα δυό, που δεν είναι ένας αγώνας ανάμεσα σε δυό φιλοσοφικές θεωρίες, αλλά ένας αγώνας που «υπήρξε πάντα» (246 C 3).
Δεν είναι ασφαλώς το ίδιο εύκολο να «συνεννοηθής» και με τις δυό αυτές πλευρές. Με κείνους, οι οποίοι «τα αναφέρουν όλα στο σώμα» (246 C 9), δεν είναι κατά βάσιν καν δυνατόν. Δεν είναι καν «στοχαστές», δεν χρησιμοποιούν τον «λόγο», αλλιώς θα αναγνώριζαν πως υπάρχει και το μη σωματικό. Πρέπει να τους βοηθήσουμε λοιπόν, για να μπορούν να συνεννοηθούν μαζί μας. Θα ήταν δε το πιο σωστό, αν μπορούσαμε να τους «καλυτερεύσουμε» στην πραγματικότητα. Κι αν αυτό δεν είναι (κατ’ άλλον τρόπο…) δυνατόν, τότε θέλουμε να τους κάνουμε καλύτερους με τη βοήθεια του λόγου, να τους «δανείσουμε» δηλ. απ’ τα δικά μας λόγια (246 D, 247 C). Πρόκειται για κάτι το πολύ σημαντικό, γιατί φανερώνει πως πίσω απ’ αυτές τις οντολογικές αναζητήσεις υπάρχει μια πρακτική συμπεριφορά, ένα ηθικό αίτημα και η ίδια η ζωή.
Όμως ο Παρμενίδης είχε αποφανθή επίσης για το Ένα Όν, ότι είναι ένα «όλον» («όλον, πάν»), παρομοιάζοντάς το με μια τέλεια σφαίρα. Μια σφαίρα διαθέτει ωστόσο ένα κέντρο και μια σφαιρική επιφάνεια, έχει δηλ. μέρη, κι η έννοια «όλον» έχει τότε μόνο νόημα, όταν το όλον είναι μια ολότητα από «κάτι», άρα από (διάφορα…) μέρη. Έτσι μπορεί μεν το μερισθέν ή μεριζόμενο να αποτελή ένα όλον και άρα ένα Έν, δεν μπορεί να είναι όμως το απόλυτο Ένα ή το ίδιο το Ένα, προς το οποίο και αποσκοπεί ο Παρμενίδης. Κι αν θέλη να το αποφύγη κανείς αυτό, τότε πρέπει, είτε να αφήση «το όλον» (την ολότητα) να υπάρχη εκτός τού Ενός όντος, με συνέπεια να χάση το Όν την τελειότητά του και να καταστή, ως ελαττωματικό, σε Μη-Όν, οπότε και η τοποθέτηση τού Όλου δίπλα στο Όν θα απέδιδε δύο τελικά Είναι· είτε να αμφισβητήση γενικώς ότι υπάρχει καν κάτι που μπορεί να αποκληθή «ολότητα». Καταστρέφοντας όμως τότε όχι μόνο το Είναι, αρνούμενος την τελειότητά του, αλλά καταστρέφοντας μαζί με το Είναι και το Γίγνεσθαι, εφ’ όσον κάθε τι που «γίνεται» θέλει και ζητά να αποβή ένα «όλον». Πρέπει να αναλογιστούμε εδώ τον «Θεαίτητο» (203 C κ.ε.) για να κατανοήσουμε, ότι πίσω απ’ όλο αυτό βρίσκεται ο προβληματισμός τού «συνολικού» ή «παντός» («πάν»), που αποτελείται από τα μέρη του, και του «όλου» («όλον»), που συνιστά μια κλειστή και αμέριστη μορφή («είδος»).
Η παρμενίδεια διδασκαλία τού Είναι οδηγεί, στοχαζόμενη περαιτέρω τον εαυτό της, σε τέτοιες «και αναρίθμητες άλλες» απορίες και απαιτεί αφ’ εαυτής μια βαθύτερη κατανόηση του Είναι. Δεν παρευρίσκεται όμως εδώ ως σιωπηλός ακροατής κι ο Σωκράτης; Που αντιπροσωπεύει στο έργο τού Πλάτωνα την οδό γνώσεως προς τον κόσμο τών αιωνίων μορφών, αντιπροσωπεύοντας ταυτόχρονα το συνεχές «ερωτάν», που κρατά ζωντανή την κάθε απάντηση, και ο οποίος εγγυάται για όλα αυτά με την ίδια του την ζωή; Μήπως οδηγούν οι απορίες ακριβώς προς τα εκεί, όπου βλέπει να υπάρχη μια λύση ο συγκεκριμένος Σωκράτης; Ο Παρμενίδης θέλησε, σχηματικά ειπωμένο, να «εξαλείψη» την «πολλαπλότητα», ολόκληρη την πολύχρωμη δηλ. πληρότητα της ύπαρξης, η οποία και φαίνεται μόνο μέσα απ’ τη γλώσσα, στη μόνη «πραγματική» ενότητα. Μπορεί όμως να το κάνη αυτό μόνο διαμέσου τής γλώσσας, που εγγυάται ακριβώς την πολλαπλότητα, την οποία βοηθά μάλιστα στην πραγματικότητα να «δημιουργηθή», κάτι το οποίο δεν μπορεί να αντικρουστή από τίποτα, καθώς μόνον η γλώσσα (και πάλι…) θα μπορούσε να το αντικρούση. Ακριβώς στην περιοχή τών λόγων («εν λόγοις») είχε όμως ανακαλύψει ο Σωκράτης – ρητά και αποφασιστικά στον «Φαίδωνα» (99 Ε) – τον δρόμο τής γνώσης προς το Υπάρχον. Το πώς η ενότητα και η πολλαπλότητα δεν αποκλείουν η μια την άλλην, αλλά την απαιτούν μάλιστα αναγκαίως, αυτό το κατέστησε σαφές η διαλεκτική τού διαλόγου «Παρμενίδης», έστω κι αν αυτό το βασικό γεγονός είναι ζωντανό και παρίσταται σε όλους τούς υπόλοιπους πλατωνικούς διαλόγους, απ’ την εποχή τού «Πρωταγόρα». Και το ότι το «Όλον» αποτελεί τελικά ένα απαραίτητο κατηγορούμενο κάθε «μορφής», αυτό το κατέστησε σαφές ο «Θεαίτητος» (204 Α κ.ε.). Για να οδηγήσουν έτσι στην πραγματικότητα όλες οι «γραμμές», που (απλώς…) διακόπτονται εδώ, προς το Είδος.
Η θεώρηση γίνεται ωστόσο πιο ριζοσπαστική. Αν εμφανίστηκαν σε μια πρώτη βαθμίδα οι απορίες για το Είναι στην αντιπαράθεση των πρώιμων «φυσικών» και του πρώτου οντολόγου, διεξάγεται τώρα σε δεύτερη βαθμίδα η «γιγαντομαχία» ανάμεσα σε κείνους που θεωρούν πως μόνο κάθε τι το σωματικό και απτό «υπάρχει», περιφρονώντας κάθε τι άλλο, και σε κείνους, για τους οποίους είναι οι νοητικές και ασώματες μορφές που «σημαίνουν» το αληθινό Είναι. Ο «Θεαίτητος» (155 Ε) αντιπαρέθεσε σε κείνους τούς «αμύητους», που θεωρούν πως μόνον «αυτό που μπορούν να πιάσουν με τα χέρια τους» υπάρχει, μια κοσμοθεωρία, την οποία πίστεψε εκεί ο Πλάτων πως έπρεπε να εξηγήση, τη θεωρία δηλ. της «κινήσεως του παντός» ή «παντοκινήσεως». Εκείνοι οι «αμύητοι» ήταν, όπως φαίνεται, μόνο γι’ αυτό τότε εκεί, για να αναδειχθή ως πρότυπο, στην πνευματικότητά της, αυτή η διδασκαλία περί «παντοκινήσεως»[ΠΑΣΑ ΨΥΧΗ ΑΘΑΝΑΤΟΣ, ΤΟ ΓΑΡ ΑΕΙΚΙΝΗΤΟ ΑΘΑΝΑΤΟ], που παρ’ όλ’ αυτά καταπολεμάται. Τώρα όμως επεκτείνεται, με μεγαλύτερη οξύτητα, η αντίθεση, κι απ’ τη μια πλευρά υπάρχει μια κοσμοθεωρία, η οποία και μοιάζει, το λιγότερο, και μπορεί να «μπερδευθή» με την πλατωνική «διδασκαλία τών Ιδεών» τών πρώιμων διαλόγων, ενώ απ’ την άλλη πλευρά δεν υπάρχει κατ’ αρχάς ή και καθόλου οποιαδήποτε φιλοσοφική θεωρία, αλλά μόνον εκείνη η απλοϊκή κατανόηση του Είναι, για την οποία κάθε πραγματικότητα υφίσταται στο απτό και αντιστεκόμενο στις αισθήσεις. Και είναι τόσο απλοϊκή αυτή η τοποθέτηση, ώστε οι προκατειλημμένοι σ’ αυτήν δεν θέλουν ν’ ακούσουν τίποτα άλλο και διαφορετικό. Κατά τούς άλλους αντίθετα, τους φίλους τών Ιδεών απ’ την άλλη πλευρά, ανάγονται (όλα…) τα «σώματα» σ’ ένα κινούμενο γίγνεσθαι («γένεσις φερομένη»). Το Ένα φαίνεται να «εξυπηρετή», κατά παράδοξον τρόπο, και τις δυό αυτές, αντίθετες απόψεις. Μήπως δεν πρόκειται δηλ. για την ίδιαν ακινησία, στην οποία και προσκρούει εδώ ένα σώμα απέναντι σε κάτι το σωματικό, κι εκεί το πνεύμα απέναντι σε πνευματικά αντικείμενα, ερμηνεύοντάς τα ως το μοναδικό Υπάρχον, με τέτοιον τρόπο ώστε να μην καθοράται παντελώς στη μια περίπτωση κάποιο πνευματικό Είναι, και να «σκορπίζεται» στην άλλη κάθε σωματικό Είναι («κατά μικρά διαθραύοντες» - 246 C 1); Ο Πλάτων θέλει να εξετάση λοιπόν τις δυό ακραίες, κι ωστόσο προσεγγίζουσες αναμεταξύ τους στην ακρότητά τους, απόψεις ως προς το πώς κατανοούν το Είναι. Πρόκειται για έναν τεράστιο «αγώνα» ανάμεσα σ’ αυτά τα δυό, που δεν είναι ένας αγώνας ανάμεσα σε δυό φιλοσοφικές θεωρίες, αλλά ένας αγώνας που «υπήρξε πάντα» (246 C 3).
Δεν είναι ασφαλώς το ίδιο εύκολο να «συνεννοηθής» και με τις δυό αυτές πλευρές. Με κείνους, οι οποίοι «τα αναφέρουν όλα στο σώμα» (246 C 9), δεν είναι κατά βάσιν καν δυνατόν. Δεν είναι καν «στοχαστές», δεν χρησιμοποιούν τον «λόγο», αλλιώς θα αναγνώριζαν πως υπάρχει και το μη σωματικό. Πρέπει να τους βοηθήσουμε λοιπόν, για να μπορούν να συνεννοηθούν μαζί μας. Θα ήταν δε το πιο σωστό, αν μπορούσαμε να τους «καλυτερεύσουμε» στην πραγματικότητα. Κι αν αυτό δεν είναι (κατ’ άλλον τρόπο…) δυνατόν, τότε θέλουμε να τους κάνουμε καλύτερους με τη βοήθεια του λόγου, να τους «δανείσουμε» δηλ. απ’ τα δικά μας λόγια (246 D, 247 C). Πρόκειται για κάτι το πολύ σημαντικό, γιατί φανερώνει πως πίσω απ’ αυτές τις οντολογικές αναζητήσεις υπάρχει μια πρακτική συμπεριφορά, ένα ηθικό αίτημα και η ίδια η ζωή.
( συνεχίζεται )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου