Συνέχεια από: Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου 2024
Α. Ο τύπος της Αναλογίας της ενέργειας/συνέργειας/διαλόγου
1. Το άτομο είναι ψυχοσωματικό.
2. Η ανθρώπινη φύση είναι εν τω γίγνεσθαι
3. Κοινωνία με το απόλυτο μέσω: μετοχής
4. Σχέση εαυτού-φύσης: μεταμόρφωση μέσω της Χάριτος
5. Τρόπος ενότητας: ομοούσιο
6. Εκπλήρωση της φύσης/ έκσταση της ίδιας της φύσης
7. Θέληση-για-ομοούσιο
8. Ιστορικότητα του εαυτού
9. Ενσώματη συνείδηση
10. Αναλογική έκσταση
11. Δια-γλωσσικότητα
12. Δι-εννοημάτωση
13. Δι-υποστατική συν-ενέργεια (δι-πολική κοινωνία)
14. Φυσικό θέλημα
Β. Ο τύπος της Εσωτερικότητας
1. Το άτομο είναι (κυρίως) η ψυχή.
2. Η ανθρώπινη φύση (ψυχή) είναι αμετάβλητη.
3. Κοινωνία με το απόλυτο μέσω: στοχασμού
4. Σχέση εαυτού-φύσης: κατοχή της φύσης μέσω της Χάριτος
1. Το άτομο είναι (κυρίως) η ψυχή.
2. Η ανθρώπινη φύση (ψυχή) είναι αμετάβλητη.
3. Κοινωνία με το απόλυτο μέσω: στοχασμού
4. Σχέση εαυτού-φύσης: κατοχή της φύσης μέσω της Χάριτος
5. Υπερβατική ενότητα στον εαυτό
6. Έκσταση από τη φύση
6. Έκσταση από τη φύση
7. Θέληση-για-δύναμη
8. Μυθ-οντολογία του εαυτού
9. Ρεύμα συνείδησης
10. Μονολογική έκσταση
11. Ιδιωτική γλώσσα
12.Υπαγορευμένο νόημα
10. Μονολογική έκσταση
11. Ιδιωτική γλώσσα
12.Υπαγορευμένο νόημα
13. Ένδο-υποστατική ενέργεια (κοινωνία μέσα στον εαυτό: το αυτοαναφορικό υποκείμενο)
14. Εκστατικό θέλημα
Από τη στιγμή που είναι προφανές πως αυτή η σύγκριση εκφράζει τάσεις, συνεπάγεται πως αυτό καθόλου δεν έχει να κάνει με μίαν απόλυτη διαλεκτική Ανατολής-Δύσης: η πνευματική ταυτότητα του Ελληνο-Δυτικού Χριστιανισμού είναι ακριβώς η τάση ανάμεσα στους δύο τύπους, η κινητικότητα, και, αισίως, ένας διάλογος μεταξύ τους. Για παράδειγμα, πολλοί Έλληνες και Λατίνοι συγγραφείς παλινδρομούν μεταξύ των δύο τύπων του πρώτου ζεύγους, όπως έχουμε ήδη δεί, και το ίδιο ισχύει και για άλλα ζεύγη. Ορισμένοι Έλληνες συγγραφείς τείνουν κατά καιρούς να υιοθετούν χαρακτηριστικά που ανήκουν στον δεύτερο τύπο και όχι στον πρώτο, ενώ Λατίνοι συγγραφείς κάνουν το αντίθετο. Και φυσικά όταν κάνουμε λόγο για την εσωτερικότητα, πρέπει να μην λησμονούμε ότι αυτό είναι ένα είδος (μη-συνεργητικού) διαλόγου, ενώ όταν αναφερόμαστε στην αναλογία της ενέργειας, ή στην συνέργεια, την ίδια στιγμή εννοούμε ένα είδος (συνεργητικής) εσωτερικότητας. Σχετικά με τους συγγραφείς που μελετήσαμε κυρίως σε αυτό το βιβλίο, ο Αυγουστίνος, μαζί με τον Ωριγένη, μετέχουν σχεδόν σε όλα τα χαρακτηριστικά του τύπου Β (ενώ αποτελούν το έναυσμα για την εμφάνιση κάποιων άλλων, σε μια μεταγενέστερη εποχή εκκοσμίκευσης), ενώ ο Ωριγένης συμμετέχει μάλλον στον τύπο Α του ζεύγους 12, από τη στιγμή που η υπαγορευμένη σημασία/νόημα εδώ υποδηλώνει τον απόλυτο προορισμό και την μη-συνέργεια. Ο Αυγουστίνος μετέχει ταυτόχρονα τουλάχιστον στον Α τύπο των ζευγών 3, 4, 5, 8, 10, 11. Αυτοί οι δύο συγγραφείς μετέχουν στα χαρακτηριστικά των ζευγών 7 και 8 του τύπου Β, μόνο υπό την έννοια ότι προετοιμάζουν ασυνείδητα αυτόν τον δρόμο, ο οποίος απαιτούσε μια διαδικασία εκκοσμίκευσης για να πραγματοποιηθεί. Ο Θωμάς Ακινάτης συμμετέχει στον τύπο Β των ζευγών 1, 2, 3, 4, 5, 10, 11, 12, 13, 14 ενώ συμμετέχει ταυτόχρονα στον τύπο Α των ζευγών 1, 2, 3, 4, 5, 6, 9. Τόσο ο Αυγουστίνος όσο και ο Θωμάς συμμετέχουν επίσης στον τύπο Β του ζεύγους 5, επειδή η έννοια του «ομοουσίου» στη σκέψη τους είναι πολύ διαφορετική, από εκείνη που υπάρχει στη σκέψη του Μαξίμου 269. Με τον όρο ιδιωτική γλώσσα στον τύπο Β του ζεύγους 11, έννοώ εδώ τη όντο-θεολογική 270, και έτσι ο Αυγουστίνος μετέχει κυρίως στον τύπο Α του ζεύγους 11. Ο όρος ένδο-υποστατική ενέργεια του τύπου Β, ζεύγος 13, εδώ σημαίνει την ταύτιση της φύσης και της ενέργειας στο είναι του Θεού - αν και η Ανατολή αποδέχτηκε αυτή την ταύτιση, πρότεινε ταυτόχρονα μια διάκριση-άνευ-χωρισμού μεταξύ των δύο, προκειμένου να εξηγήσει την πραγματική, δηλ. άκτιστη παρουσία του Θεού στη δημιουργία.
Όσον αφορά συγκεκριμένα την «εκστατική» / ορθολογική κατανόηση της θέλησης από τον Θωμά Ακινάτη, η οποία καθιστά την θέληση κατά κάποιο τρόπο έκστατική σε σχέση με τη φυσική επιθυμία / θέληση, συμφωνώ με τον Terence Irwin, ο οποίος γράφει: «Είναι λοιπόν [ο Θωμάς] ένας ορθολογιστής ως προς την θέληση και το πάθος, καθώς δεν θεωρεί ότι τα λογικά ιδιώματα μιάς δεδομένης ενέργειας καθορίζονται από μια προηγούμενη επιθυμία με κάποιο συγκεκριμένο περιεχόμενο. Πιστεύει ότι οι επιθυμίες μας κατευθύνονται προς δράση μέσω της αναγνώρισης των ορθολογικών πλεονεκτημάτων μιάς πορείας δράσης»271. Από την άλλη, ο Μάξιμος ο Ομολογητής, ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος και ο Γρηγόριος Παλαμάς, μετέχουν κυρίως στον τύπο Α όλων των ζευγαριών, μαζί με μια περιστασιακή μετοχή σε ορισμένα χαρακτηριστικά τύπου Β, όπως τα 2, 3, 4.
Παρότι αναμφίβολα είναι τα χαρακτηριστικά του τύπου Β αυτά που κυρίως διαμόρφωσαν ένα αξιοσημείωτο μέρος της Χριστιανικής ταυτότητας ανά τους αιώνες, θεωρώ πως έχει φθάσει η στιγμή να προσθέσουμε συνειδητά στις πηγές του Χριστιανικού εαυτού όλα αυτά από τα χαρακτηριστικά του Α τύπου που έχουν αγνοηθεί. Τα περισσότερα από αυτά μάλιστα ίσως είναι και περισσότερο θεολογικώς πειστικά, σε σχέση με τα αντίστοιχα τους του Β τύπου, παρά το ότι οι κοινές Βιβλικές τους ρίζες, καθώς επίσης και ο κοινός τους Ελληνικός τρόπος φιλοσοφικής εκφοράς, μέσα στον ίδιο τον κοινό, στο βάθος του, Ελληνο-Δυτικό πνευματικό κόσμο, δεν πρέπει να αγνοηθούν. Στην περίπτωση αυτή θα είναι δυνατόν να ομιλήσουμε για μίαν αναλογική ποίηση του εαυτού, ο πυρήνας του οποίου, δηλαδή η καρδιά του Ωκεανού του ανθρώπινου απείρου, που απεικονίζει το θείο άπειρο, όπως έχω υποστηρίξει παραπάνω, είναι η έννοια του φυσικού θελήματος ως η επιθυμία-για-ομοούσιο, υπό την προοπτική μιάς αναλογικής / διαλογικής συνέργειας / έκστασης, η οποία, ως δι-υπο-υποστατική συν-ενέργεια, ενοποιεί την ανθρώπινη επιθυμία και, στη συνέχεια, την κατακερματισμένη κτιστή φύση, αναλογικά προς το θείο ομοούσιο, οδηγώντας στην δι-εννοημάτωση της Βασιλείας του Θεού, η οποία ξεκινά, ήδη από τώρα, ως εκκλησιαστική δια-γλωσσικότητα. Αυτή η αναλογική πραγματοποίηση του εαυτού, ανοίγει μια νέα προοπτική για την ποίηση του Χριστιανικού εαυτού, και αντιπροσωπεύει, υπό αυτή την έννοια, ίσως την πιο ανεκτίμητη ανθρωπολογική ιδέα του Χριστιανικού Μεσαίωνα, η οποία, ωστόσο, δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί πλήρως με σύγχρονους όρους. Ο τύπος Β της ποίησης ενός Χριστιανικού εαυτού (με τις φιλοσοφικές, συνήθως Πλατωνικές, καταβολές του εντελώς προφανείς), είναι πλήρως ή μερικώς γνωστός και ακολουθείται τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση, αν και είναι στη Δύση που βρήκε, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, επίσης και τους εκκοσμικευμένους φιλοσοφικούς διαδόχους του – και, επίσης, αργότερα, και την φιλοσοφική κριτική του. Ο τύπος Α είναι επίσης γνωστός στη Δύση, αν και βρήκε τους πιο γνήσιους αντιπροσώπους του ίσως στην Ανατολή, παρά στη Δύση. Είναι πέραν κάθε αμφιβολίας ότι ο τύπος Β, το επαναλαμβάνω, ήταν ο κύριος τύπος της Χριστιανικής επίγνωσης εαυτού στον Ελληνο-Δυτικό κόσμο, ειδικά κατά τους τελευταίους πέντε ή έξι αιώνες και αυτό έχει την αναμφίβολη αξία του, καθώς είναι αδύνατο το να σκεφθούμε την Χριστιανική ταυτότητα χωρίς, για παράδειγμα, εσωστρέφεια, θεωρία ή έκσταση. Ωστόσο, οι ιστορικές κακοτυχίες του Ανατολικού τμήματος αυτού του κόσμου, και η αδύναμη πνευματική επικοινωνία μεταξύ των δύο μερών, καθώς και η σταδιακή διαφοροποίηση των πολιτισμών (μαζί με τους ακολουθούντες πολιτιστικούς πολέμους) καθώς και η ανυπαρξία μιάς κοινής γλώσσας (πολύ λίγοι μιλούσαν Λατινικά στην Ανατολή και πολύ λίγοι μιλούσαν Ελληνικά στη Δύση) εμπόδισαν κάθε βαθύ και μόνιμο πνευματικό διάλογο, που θα δημιουργούσε αμοιβαίο άνοιγμα, και θα επέτρεπε να γίνουν αποδεκτές μερικές από τις ανεκτίμητες έννοιες του τύπου Α από μερικούς από τους εκπροσώπους του τύπου Β, μαζί με μια βαθύτερη κατανόηση των προθέσεων και των επιτευγμάτων των τελευταίων από τους πρώτους. Όταν αυτή η επικοινωνία αποκαταστάθηκε βήμα προς βήμα, μετά τον 19ο αιώνα, αυτό συνέβη ως μετακένωσις, όπως έχει ονομαστεί το φαινόμενο από μερικούς Έλληνες μελετητές εκείνης της περιόδου, δηλαδή ως μετάδοση κυρίως, στοιχείων του τύπου Β προς την αδύναμη και απαίδευτη αναρρωνύουσα Ανατολή, δίχως κριτική και δίχως διάλογο – ως ένα είδος «εκσυγχρονισμού» χωρίς κριτική αφομοίωση. Αυτό δημιούργησε μίαν αναμενόμενη αντίδραση τυφλής αντι-Δυτικής παραδοσιοκρατίας· ένα σημαντικό μέρος του θεολογικού κόσμου στις Ορθόδοξες χώρες εξακολουθεί να είναι παγιδευμένο σε αυτή την στείρα αντιπαράθεση.
Πιστεύω όμως ότι, για παράδειγμα, αν είχαμε υποθετικά την ευκαιρία να εξηγήσουμε στους σύγχρονους μαθητές του Αυγουστίνου τι είναι η θέληση για ομοούσιο, θα συμφωνούσαν ίσως με τον Μάξιμο, και θα άρχιζαν να επανεξετάσουν την εκστατική κατανόησή τους για την θέληση· από την άλλη πλευρά, για να γίνει αυτό σωστά, θα χρειαζόταν μια ριζική αλλαγή ορισμένων από τα κύρια φιλοσοφικά εργαλεία τους. Πιστεύω ότι, υπό μια έννοια, σήμερα, βιώνουμε μια πιθανότητα σύγκλισης μέσα στον Ελληνο-Δυτικό Χριστιανικό κόσμο, χάρη σε μίαν αξιοσημείωτα βαθύτερη γνώση κάποιων από τις κοινές μας Πατερικές πηγές, και επίσης λόγω των αδιεξόδων που έχει συναντήσει η χριστιανική ανθρωπολογία, όπως περιγράφονται μερικώς από τη σύγχρονη Ψυχολογία και τη Φιλοσοφία – αν και η τελική λύση πρέπει να είναι, και μπορεί να είναι Θεολογική, από την οπτική, φυσικά, μιάς σύγχρονης ερμηνείας.
Σημειώσεις
269. Βλ. Loudovikos, N., 'Consubstantiality beyond Perichoresis: Personal Threeness, Intradivine Relations, and Personal Consubstantiality in Augustine's, Thomas Aquinas' and Maximus the Confessor's Trinitarian Theologies', Studia Patristica 89, 2017, 33-46, passim.
270. Loudovikos, N., 'Striving for Participation: Palamite Analogy as Dialogical Syn-energy and Thomist Analogy as Emanational Similitude', in C. Athanasopoulos, and C. Schneider (eds) Divine Essence and Divine Energies. Ecumenical Reflections on the Presence of God in Eastern Orthodoxy, Cambridge, 2013, 122-48.134 κ.έ.
271. Irwin, T., The Development of Ethics: A Historical and Critical Study, Vol. I, Oxford, Vol.1, 2007, 474.
269. Βλ. Loudovikos, N., 'Consubstantiality beyond Perichoresis: Personal Threeness, Intradivine Relations, and Personal Consubstantiality in Augustine's, Thomas Aquinas' and Maximus the Confessor's Trinitarian Theologies', Studia Patristica 89, 2017, 33-46, passim.
270. Loudovikos, N., 'Striving for Participation: Palamite Analogy as Dialogical Syn-energy and Thomist Analogy as Emanational Similitude', in C. Athanasopoulos, and C. Schneider (eds) Divine Essence and Divine Energies. Ecumenical Reflections on the Presence of God in Eastern Orthodoxy, Cambridge, 2013, 122-48.134 κ.έ.
271. Irwin, T., The Development of Ethics: A Historical and Critical Study, Vol. I, Oxford, Vol.1, 2007, 474.
ΚΑΙ ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΕΡΔΟΣ ΟΛΗΣ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΕΚΤΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΖΟΜΕΝΗΣ ΕΝΩΣΗΣ; Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΕΝΟΣ ΝΕΟΥ ΕΑΥΤΟΥ, ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟΥ, ΣΥΜΒΑΤΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΜΕΘΕΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ, ΟΧΙ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΑΣ.
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΤΙΜΟΤΕΡΗ Η ΟΔΟΣ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΔΕΝ ΠΕΤΥΧΑΝ ΤΗΝ ΜΕΘΕΞΗ ΑΛΛΑ ΤΗΝ ΥΙΟΘΕΣΙΑ ΔΕΔΟΜΕΝΟΥ ΟΤΙ Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΟΠΩΣ ΤΟ ΔΗΛΩΝΕΙ ΚΑΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙ ΜΕΘΕΞΕΩΣ;
1 σχόλιο:
"Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει."
Έρχεται σκάνδαλο.
Δημοσίευση σχολίου