Heidegger και Αριστοτέλης 3
Του Franco Volpi
ΙΙ. Η παρουσία του Αριστοτέλη
στις απαρχές της χαιντεγκεριανής σύλληψης του Είναι
Η δεκαετής σιωπή που προηγείται της δημοσίευσης του Είναι και Χρόνος διαχωρίζει καθαρά τη νεανική παραγωγή του Χάιντεγκερ, δηλαδή τα γραπτά που δημοσιεύτηκαν μεταξύ 1912 και 1917, από το opus magnum και την παραγωγή μετά το 1927. Στον χρονικό αυτόν διαχωρισμό προστέθηκαν τουλάχιστον άλλοι τρεις λόγοι που ουσιαστικά απομόνωσαν την πρώτη παραγωγή του Χάιντεγκερ από το υπόλοιπο έργο του και την απέσπασαν, θα λέγαμε, από το ενδιαφέρον που αποδεδειγμένα απολαμβάνει η χαιντεγκεριανή σκέψη στη φιλοσοφική ιστοριογραφία.
Η πρώτη και πιο προφανής από αυτές τις αιτίες είναι η διαπίστωση ότι η αληθινή και κυρίως δική του σκέψη του Χάιντεγκερ βρίσκεται στο Είναι και Χρόνος, ενώ στο πεδίο των πρώτων του γραπτών βρίσκουν κυρίως χώρο οι επιρροές του νεοκαντιανισμού και της πρώιμης χουσσερλιανής φαινομενολογίας —ιδίως η κριτική στον ψυχολογισμό που περιέχεται στο πρώτο βιβλίο των Λογικών Ερευνών.
Ένας δεύτερος λόγος είναι το γεγονός ότι, ενώ φαίνεται αγεφύρωτο το ποιοτικό χάσμα ανάμεσα στην πρώτη νεανική παραγωγή και το Είναι και Χρόνος, έως τώρα έχει λείψει μια επαρκής κειμενική βάση για να εντοπιστεί και να παρακολουθηθεί η γενετική σύνδεση ανάμεσα στις δύο στιγμές. Εξαιτίας αυτού του εμποδίου —και αυτή είναι η τρίτη αιτία της έλλειψης ενδιαφέροντος— η συζήτηση για τα προβλήματα που σχετίζονται με την εξέλιξη της χαιντεγκεριανής σκέψης απορροφήθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά από το ταραχώδες ζήτημα της «στροφής».
Μόνο σε πιο πρόσφατους καιρούς γεννήθηκε ένα ενδιαφέρον για την πρώτη παραγωγή του Χάιντεγκερ, ιδίως μετά τη δημοσίευση κάποιων αυτοβιογραφικών ενδείξεων που παρείχε ο ίδιος ο Χάιντεγκερ² και με την ευκαιρία της επανέκδοσης σε έναν τόμο των τριών σημαντικότερων νεανικών έργων του, δηλαδή: της διδακτορικής διατριβής Η διδασκαλία της κρίσης στον ψυχολογισμό (1913), της διατριβής ελευθέρας διδασκαλίας Η διδασκαλία των κατηγοριών και της σημασίας στον Δουνς Σκώτο (1915) και του μαθήματος για την απόκτηση της venia legendi Η έννοια του χρόνου στην επιστήμη της ιστορίας (1916)³. Κατά συνέπεια, επιχειρήθηκε να συλληφθεί το νόημα αυτής της πρώτης φάσης της σκέψης, αναζητώντας τις κρυμμένες συνδέσεις με την οντολογία του Είναι και Χρόνος, ή ακόμη και με τη χαιντεγκεριανή σκέψη στο σύνολό της.
Διάφορα είναι τα αποτελέσματα στα οποία έχουν καταλήξει μέχρι στιγμής οι μελετητές που ασχολήθηκαν με αυτό το πρόβλημα. Αυτή η ποικιλία οφείλεται τόσο στις διαφορετικές αρχικές προθέσεις και στις διαφορετικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις, όσο και στο γεγονός ότι η ερμηνεία του νοήματος των νεανικών γραπτών προϋποθέτει μια ερμηνευτική τοποθέτηση απέναντι στην ώριμη σκέψη του Χάιντεγκερ· και είναι γνωστό ότι η πολλαπλότητα των ερμηνευτικών προσεγγίσεων προς αυτήν κατακερματίζει ακόμη περισσότερο τους ορίζοντες και τις αναγνωστικές προοπτικές σύμφωνα με τις οποίες προσεγγίζεται η πρώτη παραγωγή του Χάιντεγκερ⁴.
Είναι λογικό να σκεφτεί κανείς, ωστόσο, ότι παρά την ποικιλία των προσεγγίσεων και των αποτελεσμάτων αυτών των ερευνών, αυτές έχουν κοινή μια άρρητη πεποίθηση· και συγκεκριμένα την πεποίθηση ότι, αν και είναι αναμφισβήτητο το μεγάλο χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στη γλώσσα και τη σκέψη του Είναι και Χρόνος και στο ακόμη ακατέργαστο ύφος των νεανικών γραπτών, είναι εξίσου αληθές ότι μια ανάλυση αυτών των γραπτών επιτρέπει την πιο εύκολη αναγνώριση ενδεχόμενων επιρροών που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση και την ωρίμανση της γνήσιας χαιντεγκεριανής σκέψης· και αυτό ακριβώς επειδή είναι προϊόν και έκφραση μιας περιόδου ακόμη υπό διαμόρφωση.
Αυτή η παρατήρηση υποδηλώνει επίσης ότι στη βάση του ενδιαφέροντος για τον νεαρό Χάιντεγκερ δεν βρίσκεται μόνο η λόγια πρόθεση μιας φιλολογικής ανασυγκρότησης της γένεσης της σκέψης του, αλλά ότι σε αυτό συνενώνεται και η ανάγκη να κατανοηθούν καλύτερα, μέσα από την παρατήρησή τους στην απαρχή τους, ορισμένοι κόμβοι και θεμελιώδη προβλήματα της χαιντεγκεριανής σκέψης — πρώτα απ’ όλα, το πρόβλημα του Είναι.
Στο πνεύμα αυτών των παρατηρήσεων ταιριάζει, εξάλλου, και η ανασύνθεση της δικής του διανοητικής βιογραφίας που μας έχει προσφέρει ο ίδιος ο Χάιντεγκερ. Συσχετίζοντας τη σημασία των πρώτων του γραπτών με τη μεταγενέστερη σκέψη του, ο Χάιντεγκερ δήλωσε ότι «κατά την εποχή της συγγραφής αυτών των νεανικών δοκιμίων, και με την κυριολεκτική έννοια του όρου, αφοπλισμένος», δεν γνώριζε ακόμη τίποτα από όσα στη συνέχεια θα έδιναν μορφή στη σκέψη του· ωστόσο, παρά τον δοκιμαστικό χαρακτήρα τους, αυτά ήδη υποδεικνύουν την κατεύθυνση της μελλοντικής πορείας, και συγκεκριμένα: «με τη μορφή του προβλήματος των κατηγοριών τίθεται το ζήτημα του Είναι, με τη μορφή της θεωρίας της σημασίας τίθεται το ζήτημα της γλώσσας»⁵.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, υποδεικνύοντας την παρουσία in nuce (εν σπέρματι) στα νεανικά γραπτά των δύο θεμελιωδών προβλημάτων της ώριμης του στοχαστικής σκέψης, ο Χάιντεγκερ περιορίζει σε αυτή την πτυχή τα σημεία ενδιαφέροντος που παρουσιάζουν τα πρώτα του γραπτά και, υποθηκεύοντας την ανάγνωσή τους, προσφέρει ο ίδιος κατευθυντήριες ενδείξεις για την ερμηνεία της δικής του στοχαστικής πορείας. Η δημοσίευση που βρίσκεται σήμερα σε εξέλιξη της Gesamtausgabe (ολοκληρωμένης έκδοσης των έργων του) θα διαθέσει ασφαλώς σημαντικό υλικό για να κατανοηθεί καλύτερα αυτή η αυτοερμηνεία και για να επαληθευθεί, βήμα προς βήμα, η μετάβαση από τα προβληματικά ζητήματα των νεανικών γραπτών σε εκείνα του Είναι και Χρόνος.
Αυτό γίνεται ήδη φανερό με βάση τα Μαρβούργεια μαθήματα που έχουν δημοσιευτεί μέχρι σήμερα, αλλά ιδιαίτερη σημασία από αυτή την άποψη θα έχει η έκδοση των πρώτων μαθημάτων στο Freiburg⁶.
Προς το παρόν, πάντως, μπορεί κανείς ήδη να κάνει χρήση μιας σειράς αυτοβιογραφικών πληροφοριών που έχει δώσει ο Χάιντεγκερ και που μπορεί να είναι πολύτιμες, άμεσα ή έμμεσα, για την ανασύνθεση των συνθηκών της πνευματικής και φιλοσοφικής του διαμόρφωσης. Σχεδόν κάθε μία από τις κατευθύνσεις που αυτές υποδεικνύουν θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο περαιτέρω εμβάθυνσης και έρευνας: η ανάγνωση της διατριβής του Μπρεντάνο Για τις πολλαπλές σημασίες του όντος σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η μελέτη της πραγματείας Vom Sein του θεολόγου Καρλ Μπράιγκ, η διδασκαλία του ιστορικού της τέχνης Βίλχελμ Φέγκε, η ανάγνωση του Χέλντερλιν (1908), η επανειλημμένη ανάγνωση των Λογικών Ερευνών· επιπλέον, η εγγύτητα και η αντιπαραβολή με τον Χάινριχ Ρίκερτ και τον Εμίλ Λασκ, το ενδιαφέρον για τη γερμανική προτεσταντική μυστική θεολογία του Μάιστερ Έκχαρτ και ειδικότερα της γερμανικής εκδοχής της⁷· τέλος, μια ολόκληρη σειρά ζυμώσεων που εκδηλώνονται στην πολιτισμική ζωή της Γερμανίας μεταξύ 1910 και 1914, όπως η δεύτερη διευρυμένη έκδοση της Βούλησης για δύναμη του Νίτσε, οι μεταφράσεις του Κίρκεγκααρντ και του Ντοστογιέφσκι, η αναβίωση του ενδιαφέροντος για τον Χέγκελ και τον Σέλλινγκ, η έκδοση των Gesammelte Schriften του Ντίλταϋ, η ποίηση του Ρίλκε και του Τρακλ.
Ανάμεσα σε όλες αυτές τις ενδείξεις, αποκτούν προφανώς ιδιαίτερη σημασία εκείνες που σχετίζονται με τη γέννηση στον Χάιντεγκερ της ανάγκης για μια επαναδιατύπωση του προβλήματος του Είναι, καθώς αυτό παραμένει σταθερά παρόν καθ’ όλο το εύρος της χαιντεγκεριανής σκέψης και διεκδικείται από τον ίδιο τον Χάιντεγκερ ως ο θεματικός ορίζοντας ενότητας που αγκαλιάζει τις διάφορες προοπτικές μέσα από τις οποίες περνά η στοχαστική του εξέλιξη.
Με αυτή την έννοια, λοιπόν, έχουν ιδιαίτερη σημασία εκείνες οι αυτοβιογραφικές πληροφορίες στις οποίες ο Χάιντεγκερ θυμάται την ανάγνωση, στα νεανικά του χρόνια, της διατριβής του Μπρεντάνο Για τις πολλαπλές σημασίες του όντος σύμφωνα με τον Αριστοτέλη και της πραγματείας Vom Sein του Καρλ Μπράιγκ. Πρόκειται, λοιπόν, να υποβληθούν αυτές οι δύο αναφορές σε μια πιο προσεκτική εξέταση, ώστε να διαπιστωθεί αν στις απαρχές της χαιντεγκεριανής σύλληψης του Είναι αναδύεται η παρουσία του Αριστοτέλη, φιλτραρισμένη μέσα από τη σχολαστική ερμηνεία του Μπρεντάνο και του Μπράιγκ.
Η ανάγνωση του έργου του Brentano
Όπως δηλώνει ο ίδιος ο Χάιντεγκερ, η ανάγνωση της διατριβής του Φραντς Μπρεντάνο αντιπροσωπεύει για τον ίδιο το πρώτο κίνητρο για να ασχοληθεί με την αριστοτελική οντολογία και να θέσει, αντλώντας από τη θέση του Μπρεντάνο την αφορμή για περαιτέρω ερωτήματα, το πρόβλημα της ενότητας των πολλαπλών σημασιών του Είναι. Το ερώτημα που θέτει ο Χάιντεγκερ είναι το εξής: εάν, όπως αναδεικνύει η έρευνα του Μπρεντάνο, το ον λέγεται με πολλούς τρόπους, ποιο είναι τότε το έσχατο θεμέλιο πάνω στο οποίο στηρίζεται αυτή η πολυσημία; Ποιο είναι το ενιαίο νόημα του Είναι;⁸
Για τη σημασία αυτής της νεανικής ανάγνωσης και για την επιρροή που είχε η μπρεντανιανή ερμηνεία του Αριστοτέλη στον Χάιντεγκερ, έχω ήδη εστιάσει σε προηγούμενη μελέτη, αναδεικνύοντας την τάση που υπάρχει στον νεαρό Χάιντεγκερ να θέτει το πρόβλημα της εν(ομοιο)φωνίας του Είναι και δείχνοντας πώς αυτή ανταποκρίνεται σε μια ανάλογη τάση που υπάρχει στην Μπρεντανιανή ερμηνεία του Αριστοτέλη⁹.
Παραπέμποντας στην ανάλυση της φιλοσοφικής διαμόρφωσης του Χάιντεγκερ και των νεανικών του γραπτών που αναπτύσσεται εκεί, ας μου επιτραπεί εδώ να υπενθυμίσω μόνο τα βασικά χαρακτηριστικά και τις κύριες κατευθύνσεις αυτής της πρώτης αντιπαράθεσης με την αριστοτελική προβληματική του Είναι.
Όπως είναι γνωστό, η διατριβή του Μπρεντάνο για την πολλαπλότητα των σημασιών του είναι στον Αριστοτέλη (δημοσιευμένη το 1862)¹⁰ κατέχει σημαντική θέση στην ιστορία των αριστοτελικών μελετών, τόσο για τις πρωτότυπες λύσεις που προτείνει όσο και για τη φιλοσοφική εμβέλεια που απέκτησε αργότερα ο συγγραφέας της. Αποτελεί έναν από τους πιο διαρκείς καρπούς της αριστοτελικής ιστοριογραφίας του δεύτερου μισού του προηγούμενου αιώνα, η οποία μπορεί να ειπωθεί ότι ξεκινά ακριβώς με τον δάσκαλο του Μπρεντάνο, δηλαδή τον Άντριας Τρεντελεμπούργκ.
Από την άποψη της φιλοσοφικής διείσδυσης στα προβλήματα —και συγκεκριμένα για την επίλυση των αποριών της αριστοτελικής οντολογίας (η οποία ερμηνεύεται ρητά ως διδασκαλία της ουσίας)— το έργο του διατηρεί ακόμη και σήμερα μεγάλο μέρος της αξίας του, ιδιαίτερα μεταξύ μελετητών σχολαστικής κατεύθυνσης¹¹.
Ο Μπρεντάνο προσεγγίζει τη διδασκαλία του Αριστοτέλη για την πολυσημία του όντος ξεκινώντας από τέσσερις βασικές σημασίες του τελευταίου:
Η πρώτη σημασία είναι εκείνη του όντος καθ’ εαυτό (on kath’hauto) και του όντος κατά συμβεβηκός (on kata symbebekos), με την ανάλυση —και ιδιαίτερη έμφαση στο ον κατά συμβεβηκός— να απασχολεί το δεύτερο κεφάλαιο.
Η δεύτερη σημασία είναι εκείνη του όντος ως αληθούς (on hōs alēthes), η οποία εξετάζεται στο τρίτο κεφάλαιο.
Η τρίτη σημασία είναι εκείνη του όντος κατά δύναμιν και κατ’ ἐνέργειαν (on dynamei kai energeiai), που αποτελεί το θέμα του τέταρτου κεφαλαίου.
Τέλος, η τέταρτη και τελευταία θεμελιώδης σημασία είναι εκείνη σύμφωνα με τα σχήματα των κατηγοριών (on kata ta schemata tōn katēgoriōn), η οποία αναλύεται στο πέμπτο κεφάλαιο.
Για τον Μπρεντάνο —ο οποίος, όπως ειπώθηκε, ερμηνεύει την αριστοτελική οντολογία ως διδασκαλία της ουσίας (της πρώτης από τις κατηγορίες)— αυτή η τελευταία σημασία του Είναι είναι η σημαντικότερη από τις τέσσερις που παρατίθενται.
Το θεμελιώδες μέρος της διατριβής του Μπρεντάνο είναι ακριβώς εκείνο στο οποίο εξετάζει τις διάφορες σημασίες του όντος σύμφωνα με τα σχήματα των κατηγοριών. Εκεί αντιμετωπίζει το πρόβλημα της αναλογικής ομωνυμίας του Είναι, το οποίο βρίσκεται σε ενδιάμεση θέση ανάμεσα στην καθαρή συνωνυμία και την ομωνυμία ἀπὸ τύχης, προτείνοντας μια λύση που διακρίνεται για δύο σημεία.
Πρώτον, για την προσχώρηση του Μπρεντάνο στη σχολαστική θεωρία της αναλογίας της αναλογίας του λόγου (analogia proportionis) και της αναλογίας ως προς το ίδιο όνομα (analogia entis secundum idem nomen), υπό το φως της οποίας ερμηνεύει την αναλογική ενότητα του είναι στον Αριστοτέλη με έντονη (ισχυρή) έννοια.
Δεύτερον, επειδή ο Μπρεντάνο, έχοντας ερμηνεύσει την ενότητα της αναλογίας σε ισχυρή έννοια, θεωρεί δυνατή μια «παραγωγή» ή διαίρεση των κατηγοριών, που να λειτουργεί ως συστηματικό κριτήριο για την ταξινόμησή τους. Έτσι, αυτές δεν θα βρίσκονταν καθόλου σε εκείνη τη ραψωδική παράθεση την οποία ο Καντ και κατόπιν ο Χέγκελ επέκριναν, αλλά θα προέκυπταν από μια αληθινή και αυθεντική διαίρεση (dihaíresis) του Είναι.
Όσον αφορά το πρώτο από τα δύο αυτά σημεία, ο Μπρεντάνο ασκεί κριτική σε τρεις ερμηνείες της αριστοτελικής διδασκαλίας περί κατηγοριών (κεφ. V, § 1).
Η πρώτη ερμηνεία, που υποστηρίζεται με κάποιες παραλλαγές από τους Ch. A. Brandis, L. Strümpell και E. Zeller, βλέπει στις κατηγορίες όχι αυθεντικές έννοιες, αλλά απλώς την προτασιακή δομή μέσα στην οποία πρέπει να ενταχθούν όλες οι πραγματικές έννοιες.
Η δεύτερη και η τρίτη ερμηνεία, παρατηρώντας ότι οι κατηγορίες δεν είναι μορφές προτασιακής κατηγοριοποίησης των εννοιών, υποστηρίζουν ότι πρόκειται μάλλον για καθολικές έννοιες. Οι δύο αυτές τελευταίες ερμηνείες διακρίνονται μεταξύ τους στο ότι τονίζουν διαφορετικές πτυχές. Η δεύτερη ερμηνεία θεωρεί τις κατηγορίες ως έννοιες όχι με την έννοια των εννοιολογικών παραστάσεων ή των εννοιών που λαμβάνονται χωριστά, αλλά με τη λογική έννοια των εννοιών της κρίσης, δηλαδή ως μέρη της κρίσης και, επομένως, ως κατηγορούμενα — και μάλιστα ως καθολικά κατηγορούμενα. Κύριοι υποστηρικτές αυτής της ερμηνείας στον 19ο αιώνα θα ήταν, κατά τον Μπρεντάνο, οι A. Trendelenburg, F. Biese και T. Waitz. Αλλά με την ίδια ερμηνεία φαίνεται να συμφωνούν, κατά τον Μπρεντάνο, και οι μεταφραστές που αποδίδουν τις kategoriai ως praedicamenta (και, σύμφωνα με τον Trendelenburg, και οι αρχαίοι σχολιαστές όπως ο Αλέξανδρος ο Αφροδισιεύς, ο Αλέξανδρος ο Αιγαίος και ο Πορφύριος).
Η τρίτη ερμηνεία, που υποστηρίζεται από τους H. Bonitz και C. Ritter, αλλά επίσης γίνεται αποδεκτή και από τον Χέγκελ, συμφωνεί με τη δεύτερη στο ότι, αντίθετα με την πρώτη, οι κατηγορίες δεν είναι η δομή των εννοιών, αλλά οι ίδιες οι έννοιες. Όμως, σε αντίθεση με τη δεύτερη, δεν κατανοεί τις έννοιες ως αναφερόμενες στην κρίση, αλλά ως καθολικές, ως υπέρτατα γένη του είναι και όχι τόσο της κατηγορηματικής πρότασης. Αυτή η ερμηνεία, δηλαδή, αρνείται ότι οι κατηγορίες είναι απλώς κατηγορούμενα και ότι ο πίνακάς τους μπορεί να συναχθεί αποκλειστικά από λογικο-γραμματική θεώρηση.
Λαμβάνοντας τη δική του θέση, ο Μπρεντάνο δείχνει συμπάθεια προς την οντολογική ισχύ της τρίτης θέσης, αν και δεν την ασπάζεται πλήρως, και την ενισχύει με πολλά στοιχεία αντλημένα από τη δεύτερη. Δηλώνει ότι οι κατηγορίες είναι:
στις απαρχές της χαιντεγκεριανής σύλληψης του Είναι
Η δεκαετής σιωπή που προηγείται της δημοσίευσης του Είναι και Χρόνος διαχωρίζει καθαρά τη νεανική παραγωγή του Χάιντεγκερ, δηλαδή τα γραπτά που δημοσιεύτηκαν μεταξύ 1912 και 1917, από το opus magnum και την παραγωγή μετά το 1927. Στον χρονικό αυτόν διαχωρισμό προστέθηκαν τουλάχιστον άλλοι τρεις λόγοι που ουσιαστικά απομόνωσαν την πρώτη παραγωγή του Χάιντεγκερ από το υπόλοιπο έργο του και την απέσπασαν, θα λέγαμε, από το ενδιαφέρον που αποδεδειγμένα απολαμβάνει η χαιντεγκεριανή σκέψη στη φιλοσοφική ιστοριογραφία.
Η πρώτη και πιο προφανής από αυτές τις αιτίες είναι η διαπίστωση ότι η αληθινή και κυρίως δική του σκέψη του Χάιντεγκερ βρίσκεται στο Είναι και Χρόνος, ενώ στο πεδίο των πρώτων του γραπτών βρίσκουν κυρίως χώρο οι επιρροές του νεοκαντιανισμού και της πρώιμης χουσσερλιανής φαινομενολογίας —ιδίως η κριτική στον ψυχολογισμό που περιέχεται στο πρώτο βιβλίο των Λογικών Ερευνών.
Ένας δεύτερος λόγος είναι το γεγονός ότι, ενώ φαίνεται αγεφύρωτο το ποιοτικό χάσμα ανάμεσα στην πρώτη νεανική παραγωγή και το Είναι και Χρόνος, έως τώρα έχει λείψει μια επαρκής κειμενική βάση για να εντοπιστεί και να παρακολουθηθεί η γενετική σύνδεση ανάμεσα στις δύο στιγμές. Εξαιτίας αυτού του εμποδίου —και αυτή είναι η τρίτη αιτία της έλλειψης ενδιαφέροντος— η συζήτηση για τα προβλήματα που σχετίζονται με την εξέλιξη της χαιντεγκεριανής σκέψης απορροφήθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά από το ταραχώδες ζήτημα της «στροφής».
Μόνο σε πιο πρόσφατους καιρούς γεννήθηκε ένα ενδιαφέρον για την πρώτη παραγωγή του Χάιντεγκερ, ιδίως μετά τη δημοσίευση κάποιων αυτοβιογραφικών ενδείξεων που παρείχε ο ίδιος ο Χάιντεγκερ² και με την ευκαιρία της επανέκδοσης σε έναν τόμο των τριών σημαντικότερων νεανικών έργων του, δηλαδή: της διδακτορικής διατριβής Η διδασκαλία της κρίσης στον ψυχολογισμό (1913), της διατριβής ελευθέρας διδασκαλίας Η διδασκαλία των κατηγοριών και της σημασίας στον Δουνς Σκώτο (1915) και του μαθήματος για την απόκτηση της venia legendi Η έννοια του χρόνου στην επιστήμη της ιστορίας (1916)³. Κατά συνέπεια, επιχειρήθηκε να συλληφθεί το νόημα αυτής της πρώτης φάσης της σκέψης, αναζητώντας τις κρυμμένες συνδέσεις με την οντολογία του Είναι και Χρόνος, ή ακόμη και με τη χαιντεγκεριανή σκέψη στο σύνολό της.
Διάφορα είναι τα αποτελέσματα στα οποία έχουν καταλήξει μέχρι στιγμής οι μελετητές που ασχολήθηκαν με αυτό το πρόβλημα. Αυτή η ποικιλία οφείλεται τόσο στις διαφορετικές αρχικές προθέσεις και στις διαφορετικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις, όσο και στο γεγονός ότι η ερμηνεία του νοήματος των νεανικών γραπτών προϋποθέτει μια ερμηνευτική τοποθέτηση απέναντι στην ώριμη σκέψη του Χάιντεγκερ· και είναι γνωστό ότι η πολλαπλότητα των ερμηνευτικών προσεγγίσεων προς αυτήν κατακερματίζει ακόμη περισσότερο τους ορίζοντες και τις αναγνωστικές προοπτικές σύμφωνα με τις οποίες προσεγγίζεται η πρώτη παραγωγή του Χάιντεγκερ⁴.
Είναι λογικό να σκεφτεί κανείς, ωστόσο, ότι παρά την ποικιλία των προσεγγίσεων και των αποτελεσμάτων αυτών των ερευνών, αυτές έχουν κοινή μια άρρητη πεποίθηση· και συγκεκριμένα την πεποίθηση ότι, αν και είναι αναμφισβήτητο το μεγάλο χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στη γλώσσα και τη σκέψη του Είναι και Χρόνος και στο ακόμη ακατέργαστο ύφος των νεανικών γραπτών, είναι εξίσου αληθές ότι μια ανάλυση αυτών των γραπτών επιτρέπει την πιο εύκολη αναγνώριση ενδεχόμενων επιρροών που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση και την ωρίμανση της γνήσιας χαιντεγκεριανής σκέψης· και αυτό ακριβώς επειδή είναι προϊόν και έκφραση μιας περιόδου ακόμη υπό διαμόρφωση.
Αυτή η παρατήρηση υποδηλώνει επίσης ότι στη βάση του ενδιαφέροντος για τον νεαρό Χάιντεγκερ δεν βρίσκεται μόνο η λόγια πρόθεση μιας φιλολογικής ανασυγκρότησης της γένεσης της σκέψης του, αλλά ότι σε αυτό συνενώνεται και η ανάγκη να κατανοηθούν καλύτερα, μέσα από την παρατήρησή τους στην απαρχή τους, ορισμένοι κόμβοι και θεμελιώδη προβλήματα της χαιντεγκεριανής σκέψης — πρώτα απ’ όλα, το πρόβλημα του Είναι.
Στο πνεύμα αυτών των παρατηρήσεων ταιριάζει, εξάλλου, και η ανασύνθεση της δικής του διανοητικής βιογραφίας που μας έχει προσφέρει ο ίδιος ο Χάιντεγκερ. Συσχετίζοντας τη σημασία των πρώτων του γραπτών με τη μεταγενέστερη σκέψη του, ο Χάιντεγκερ δήλωσε ότι «κατά την εποχή της συγγραφής αυτών των νεανικών δοκιμίων, και με την κυριολεκτική έννοια του όρου, αφοπλισμένος», δεν γνώριζε ακόμη τίποτα από όσα στη συνέχεια θα έδιναν μορφή στη σκέψη του· ωστόσο, παρά τον δοκιμαστικό χαρακτήρα τους, αυτά ήδη υποδεικνύουν την κατεύθυνση της μελλοντικής πορείας, και συγκεκριμένα: «με τη μορφή του προβλήματος των κατηγοριών τίθεται το ζήτημα του Είναι, με τη μορφή της θεωρίας της σημασίας τίθεται το ζήτημα της γλώσσας»⁵.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, υποδεικνύοντας την παρουσία in nuce (εν σπέρματι) στα νεανικά γραπτά των δύο θεμελιωδών προβλημάτων της ώριμης του στοχαστικής σκέψης, ο Χάιντεγκερ περιορίζει σε αυτή την πτυχή τα σημεία ενδιαφέροντος που παρουσιάζουν τα πρώτα του γραπτά και, υποθηκεύοντας την ανάγνωσή τους, προσφέρει ο ίδιος κατευθυντήριες ενδείξεις για την ερμηνεία της δικής του στοχαστικής πορείας. Η δημοσίευση που βρίσκεται σήμερα σε εξέλιξη της Gesamtausgabe (ολοκληρωμένης έκδοσης των έργων του) θα διαθέσει ασφαλώς σημαντικό υλικό για να κατανοηθεί καλύτερα αυτή η αυτοερμηνεία και για να επαληθευθεί, βήμα προς βήμα, η μετάβαση από τα προβληματικά ζητήματα των νεανικών γραπτών σε εκείνα του Είναι και Χρόνος.
Αυτό γίνεται ήδη φανερό με βάση τα Μαρβούργεια μαθήματα που έχουν δημοσιευτεί μέχρι σήμερα, αλλά ιδιαίτερη σημασία από αυτή την άποψη θα έχει η έκδοση των πρώτων μαθημάτων στο Freiburg⁶.
Προς το παρόν, πάντως, μπορεί κανείς ήδη να κάνει χρήση μιας σειράς αυτοβιογραφικών πληροφοριών που έχει δώσει ο Χάιντεγκερ και που μπορεί να είναι πολύτιμες, άμεσα ή έμμεσα, για την ανασύνθεση των συνθηκών της πνευματικής και φιλοσοφικής του διαμόρφωσης. Σχεδόν κάθε μία από τις κατευθύνσεις που αυτές υποδεικνύουν θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο περαιτέρω εμβάθυνσης και έρευνας: η ανάγνωση της διατριβής του Μπρεντάνο Για τις πολλαπλές σημασίες του όντος σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η μελέτη της πραγματείας Vom Sein του θεολόγου Καρλ Μπράιγκ, η διδασκαλία του ιστορικού της τέχνης Βίλχελμ Φέγκε, η ανάγνωση του Χέλντερλιν (1908), η επανειλημμένη ανάγνωση των Λογικών Ερευνών· επιπλέον, η εγγύτητα και η αντιπαραβολή με τον Χάινριχ Ρίκερτ και τον Εμίλ Λασκ, το ενδιαφέρον για τη γερμανική προτεσταντική μυστική θεολογία του Μάιστερ Έκχαρτ και ειδικότερα της γερμανικής εκδοχής της⁷· τέλος, μια ολόκληρη σειρά ζυμώσεων που εκδηλώνονται στην πολιτισμική ζωή της Γερμανίας μεταξύ 1910 και 1914, όπως η δεύτερη διευρυμένη έκδοση της Βούλησης για δύναμη του Νίτσε, οι μεταφράσεις του Κίρκεγκααρντ και του Ντοστογιέφσκι, η αναβίωση του ενδιαφέροντος για τον Χέγκελ και τον Σέλλινγκ, η έκδοση των Gesammelte Schriften του Ντίλταϋ, η ποίηση του Ρίλκε και του Τρακλ.
Ανάμεσα σε όλες αυτές τις ενδείξεις, αποκτούν προφανώς ιδιαίτερη σημασία εκείνες που σχετίζονται με τη γέννηση στον Χάιντεγκερ της ανάγκης για μια επαναδιατύπωση του προβλήματος του Είναι, καθώς αυτό παραμένει σταθερά παρόν καθ’ όλο το εύρος της χαιντεγκεριανής σκέψης και διεκδικείται από τον ίδιο τον Χάιντεγκερ ως ο θεματικός ορίζοντας ενότητας που αγκαλιάζει τις διάφορες προοπτικές μέσα από τις οποίες περνά η στοχαστική του εξέλιξη.
Με αυτή την έννοια, λοιπόν, έχουν ιδιαίτερη σημασία εκείνες οι αυτοβιογραφικές πληροφορίες στις οποίες ο Χάιντεγκερ θυμάται την ανάγνωση, στα νεανικά του χρόνια, της διατριβής του Μπρεντάνο Για τις πολλαπλές σημασίες του όντος σύμφωνα με τον Αριστοτέλη και της πραγματείας Vom Sein του Καρλ Μπράιγκ. Πρόκειται, λοιπόν, να υποβληθούν αυτές οι δύο αναφορές σε μια πιο προσεκτική εξέταση, ώστε να διαπιστωθεί αν στις απαρχές της χαιντεγκεριανής σύλληψης του Είναι αναδύεται η παρουσία του Αριστοτέλη, φιλτραρισμένη μέσα από τη σχολαστική ερμηνεία του Μπρεντάνο και του Μπράιγκ.
Η ανάγνωση του έργου του Brentano
Όπως δηλώνει ο ίδιος ο Χάιντεγκερ, η ανάγνωση της διατριβής του Φραντς Μπρεντάνο αντιπροσωπεύει για τον ίδιο το πρώτο κίνητρο για να ασχοληθεί με την αριστοτελική οντολογία και να θέσει, αντλώντας από τη θέση του Μπρεντάνο την αφορμή για περαιτέρω ερωτήματα, το πρόβλημα της ενότητας των πολλαπλών σημασιών του Είναι. Το ερώτημα που θέτει ο Χάιντεγκερ είναι το εξής: εάν, όπως αναδεικνύει η έρευνα του Μπρεντάνο, το ον λέγεται με πολλούς τρόπους, ποιο είναι τότε το έσχατο θεμέλιο πάνω στο οποίο στηρίζεται αυτή η πολυσημία; Ποιο είναι το ενιαίο νόημα του Είναι;⁸
Για τη σημασία αυτής της νεανικής ανάγνωσης και για την επιρροή που είχε η μπρεντανιανή ερμηνεία του Αριστοτέλη στον Χάιντεγκερ, έχω ήδη εστιάσει σε προηγούμενη μελέτη, αναδεικνύοντας την τάση που υπάρχει στον νεαρό Χάιντεγκερ να θέτει το πρόβλημα της εν(ομοιο)φωνίας του Είναι και δείχνοντας πώς αυτή ανταποκρίνεται σε μια ανάλογη τάση που υπάρχει στην Μπρεντανιανή ερμηνεία του Αριστοτέλη⁹.
Παραπέμποντας στην ανάλυση της φιλοσοφικής διαμόρφωσης του Χάιντεγκερ και των νεανικών του γραπτών που αναπτύσσεται εκεί, ας μου επιτραπεί εδώ να υπενθυμίσω μόνο τα βασικά χαρακτηριστικά και τις κύριες κατευθύνσεις αυτής της πρώτης αντιπαράθεσης με την αριστοτελική προβληματική του Είναι.
Όπως είναι γνωστό, η διατριβή του Μπρεντάνο για την πολλαπλότητα των σημασιών του είναι στον Αριστοτέλη (δημοσιευμένη το 1862)¹⁰ κατέχει σημαντική θέση στην ιστορία των αριστοτελικών μελετών, τόσο για τις πρωτότυπες λύσεις που προτείνει όσο και για τη φιλοσοφική εμβέλεια που απέκτησε αργότερα ο συγγραφέας της. Αποτελεί έναν από τους πιο διαρκείς καρπούς της αριστοτελικής ιστοριογραφίας του δεύτερου μισού του προηγούμενου αιώνα, η οποία μπορεί να ειπωθεί ότι ξεκινά ακριβώς με τον δάσκαλο του Μπρεντάνο, δηλαδή τον Άντριας Τρεντελεμπούργκ.
Από την άποψη της φιλοσοφικής διείσδυσης στα προβλήματα —και συγκεκριμένα για την επίλυση των αποριών της αριστοτελικής οντολογίας (η οποία ερμηνεύεται ρητά ως διδασκαλία της ουσίας)— το έργο του διατηρεί ακόμη και σήμερα μεγάλο μέρος της αξίας του, ιδιαίτερα μεταξύ μελετητών σχολαστικής κατεύθυνσης¹¹.
Ο Μπρεντάνο προσεγγίζει τη διδασκαλία του Αριστοτέλη για την πολυσημία του όντος ξεκινώντας από τέσσερις βασικές σημασίες του τελευταίου:
Η πρώτη σημασία είναι εκείνη του όντος καθ’ εαυτό (on kath’hauto) και του όντος κατά συμβεβηκός (on kata symbebekos), με την ανάλυση —και ιδιαίτερη έμφαση στο ον κατά συμβεβηκός— να απασχολεί το δεύτερο κεφάλαιο.
Η δεύτερη σημασία είναι εκείνη του όντος ως αληθούς (on hōs alēthes), η οποία εξετάζεται στο τρίτο κεφάλαιο.
Η τρίτη σημασία είναι εκείνη του όντος κατά δύναμιν και κατ’ ἐνέργειαν (on dynamei kai energeiai), που αποτελεί το θέμα του τέταρτου κεφαλαίου.
Τέλος, η τέταρτη και τελευταία θεμελιώδης σημασία είναι εκείνη σύμφωνα με τα σχήματα των κατηγοριών (on kata ta schemata tōn katēgoriōn), η οποία αναλύεται στο πέμπτο κεφάλαιο.
Για τον Μπρεντάνο —ο οποίος, όπως ειπώθηκε, ερμηνεύει την αριστοτελική οντολογία ως διδασκαλία της ουσίας (της πρώτης από τις κατηγορίες)— αυτή η τελευταία σημασία του Είναι είναι η σημαντικότερη από τις τέσσερις που παρατίθενται.
Το θεμελιώδες μέρος της διατριβής του Μπρεντάνο είναι ακριβώς εκείνο στο οποίο εξετάζει τις διάφορες σημασίες του όντος σύμφωνα με τα σχήματα των κατηγοριών. Εκεί αντιμετωπίζει το πρόβλημα της αναλογικής ομωνυμίας του Είναι, το οποίο βρίσκεται σε ενδιάμεση θέση ανάμεσα στην καθαρή συνωνυμία και την ομωνυμία ἀπὸ τύχης, προτείνοντας μια λύση που διακρίνεται για δύο σημεία.
Πρώτον, για την προσχώρηση του Μπρεντάνο στη σχολαστική θεωρία της αναλογίας της αναλογίας του λόγου (analogia proportionis) και της αναλογίας ως προς το ίδιο όνομα (analogia entis secundum idem nomen), υπό το φως της οποίας ερμηνεύει την αναλογική ενότητα του είναι στον Αριστοτέλη με έντονη (ισχυρή) έννοια.
Δεύτερον, επειδή ο Μπρεντάνο, έχοντας ερμηνεύσει την ενότητα της αναλογίας σε ισχυρή έννοια, θεωρεί δυνατή μια «παραγωγή» ή διαίρεση των κατηγοριών, που να λειτουργεί ως συστηματικό κριτήριο για την ταξινόμησή τους. Έτσι, αυτές δεν θα βρίσκονταν καθόλου σε εκείνη τη ραψωδική παράθεση την οποία ο Καντ και κατόπιν ο Χέγκελ επέκριναν, αλλά θα προέκυπταν από μια αληθινή και αυθεντική διαίρεση (dihaíresis) του Είναι.
Όσον αφορά το πρώτο από τα δύο αυτά σημεία, ο Μπρεντάνο ασκεί κριτική σε τρεις ερμηνείες της αριστοτελικής διδασκαλίας περί κατηγοριών (κεφ. V, § 1).
Η πρώτη ερμηνεία, που υποστηρίζεται με κάποιες παραλλαγές από τους Ch. A. Brandis, L. Strümpell και E. Zeller, βλέπει στις κατηγορίες όχι αυθεντικές έννοιες, αλλά απλώς την προτασιακή δομή μέσα στην οποία πρέπει να ενταχθούν όλες οι πραγματικές έννοιες.
Η δεύτερη και η τρίτη ερμηνεία, παρατηρώντας ότι οι κατηγορίες δεν είναι μορφές προτασιακής κατηγοριοποίησης των εννοιών, υποστηρίζουν ότι πρόκειται μάλλον για καθολικές έννοιες. Οι δύο αυτές τελευταίες ερμηνείες διακρίνονται μεταξύ τους στο ότι τονίζουν διαφορετικές πτυχές. Η δεύτερη ερμηνεία θεωρεί τις κατηγορίες ως έννοιες όχι με την έννοια των εννοιολογικών παραστάσεων ή των εννοιών που λαμβάνονται χωριστά, αλλά με τη λογική έννοια των εννοιών της κρίσης, δηλαδή ως μέρη της κρίσης και, επομένως, ως κατηγορούμενα — και μάλιστα ως καθολικά κατηγορούμενα. Κύριοι υποστηρικτές αυτής της ερμηνείας στον 19ο αιώνα θα ήταν, κατά τον Μπρεντάνο, οι A. Trendelenburg, F. Biese και T. Waitz. Αλλά με την ίδια ερμηνεία φαίνεται να συμφωνούν, κατά τον Μπρεντάνο, και οι μεταφραστές που αποδίδουν τις kategoriai ως praedicamenta (και, σύμφωνα με τον Trendelenburg, και οι αρχαίοι σχολιαστές όπως ο Αλέξανδρος ο Αφροδισιεύς, ο Αλέξανδρος ο Αιγαίος και ο Πορφύριος).
Η τρίτη ερμηνεία, που υποστηρίζεται από τους H. Bonitz και C. Ritter, αλλά επίσης γίνεται αποδεκτή και από τον Χέγκελ, συμφωνεί με τη δεύτερη στο ότι, αντίθετα με την πρώτη, οι κατηγορίες δεν είναι η δομή των εννοιών, αλλά οι ίδιες οι έννοιες. Όμως, σε αντίθεση με τη δεύτερη, δεν κατανοεί τις έννοιες ως αναφερόμενες στην κρίση, αλλά ως καθολικές, ως υπέρτατα γένη του είναι και όχι τόσο της κατηγορηματικής πρότασης. Αυτή η ερμηνεία, δηλαδή, αρνείται ότι οι κατηγορίες είναι απλώς κατηγορούμενα και ότι ο πίνακάς τους μπορεί να συναχθεί αποκλειστικά από λογικο-γραμματική θεώρηση.
Λαμβάνοντας τη δική του θέση, ο Μπρεντάνο δείχνει συμπάθεια προς την οντολογική ισχύ της τρίτης θέσης, αν και δεν την ασπάζεται πλήρως, και την ενισχύει με πολλά στοιχεία αντλημένα από τη δεύτερη. Δηλώνει ότι οι κατηγορίες είναι:
Πραγματικές έννοιες (onta kath’hauto exō tēs dianoias — όντα καθ’ εαυτό εκτός της νόησης),
Αναλογικές σημασίες του είναι, σύμφωνα με την αναλογία της αναλογίας του λόγου και την αναλογία ως προς το ίδιο όνομα,
Καθολικές έννοιες ως υπέρτατα γένη του είναι, διακριτά μεταξύ τους λόγω της διαφορετικής σχέσης τους με την ουσία και των διαφορετικών τρόπων με τους οποίους κατηγορούνται αυτής.
Όσον αφορά την ταξινόμησή τους, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο Μπρεντάνο θεωρεί δυνατό να καθοριστεί με αυστηρότητα το κριτήριό της, δηλαδή να δοθεί μια «αποδεικτική απόδειξη» της ταξινόμησης, βασισμένη σε μια διαίρεση του Είναι. Αυτό αποτελεί το κρίσιμο σημείο και ταυτόχρονα το πιο πρωτότυπο χαρακτηριστικό της Μπρεντανιανής ερμηνείας της αριστοτελικής διδασκαλίας περί κατηγοριών, στην οποία η έμφαση στην αναλογική ενότητα του Είναι και η προσπάθεια συστηματικής παραγωγής των κατηγοριών πηγαίνουν χέρι-χέρι.
Ο Μπρεντάνο αποδίδει στον ίδιο τον Αριστοτέλη τόσο την ισχυρή ερμηνεία της αναλογίας όσο και την ίδια την ταξινόμηση των κατηγοριών μέσω διαίρεσης, ξεκινώντας από την κοινή έννοια του Είναι — παρόλο που παραδέχεται ότι ο Αριστοτέλης δεν αναφέρει πουθενά ρητά κάτι τέτοιο. Εντούτοις, σύμφωνα με τον Μπρεντάνο, είναι πιθανό ο ίδιος ο Αριστοτέλης να προχώρησε σε μια τέτοια συστηματική παραγωγή, για δύο λόγους:
Πρώτον, διότι είναι αδιανόητο να αρκέστηκε σε μια πίστη διὰ τῆς ἐπαγωγῆς (πειθώ μέσω επαγωγής), ενώ είχε τη δυνατότητα μιας πίστεως διὰ συλλογισμοῦ (λογικής πειθούς μέσω συλλογιστικής).
Δεύτερον, διότι η έκφραση αἱ διηρημέναι κατηγορίαι (διαιρεμένες κατηγορίες), που εμφανίζεται επανειλημμένα (Αnalytica priora I, 37· Topica IV, 1· Περί Ψυχῆς I, 1, 401a 24· και 5, 410a 14), παραπέμπει πράγματι σε πράξη διαίρεσης, και συγκεκριμένα στη διαίρεση του είναι (διαίρεσις τοῦ ὄντος), από την οποία προκύπτουν οι κατηγορίες.
Όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιείται αυτή η διαίρεση, αυτή ξεκινά από την κοινή έννοια του είναι, διαιρώντας την στους δύο θεμελιώδεις τρόπους της: το είναι της ουσίας (οὐσία) και το είναι του συμβεβηκότος (συμβεβηκός).
Ο πρώτος τρόπος, δηλαδή της ουσίας, δεν επιδέχεται περαιτέρω διαίρεση (αν και μπορούν να διακριθούν διαφορετικά είδη ουσίας).
Ο δεύτερος τρόπος, δηλαδή του συμβεβηκότος, είναι αναλογικός και μπορεί να διαιρεθεί σε δύο επιπλέον τάξεις, ανάλογα με το αν πρόκειται για συμβεβηκότα που ανήκουν στην ουσία απολύτως ή μόνο σε σχέση με κάτι άλλο: προκύπτει έτσι η τάξη των απολύτων συμβεβηκότων ή παθημάτων (πάθη) και η τάξη των σχέσεων (πρός τι).
Τέλος, τα απόλυτα συμβεβηκότα μπορούν να διαιρεθούν, ανάλογα με τον τρόπο που σχετίζονται με την ουσία, με τρεις τρόπους:
Τα απόλυτα συμβεβηκότα που ενυπάρχουν στην ουσία ως ἐνυπάρχοντα (δηλαδή το ποσόν και το ποιόν),
Τα απόλυτα συμβεβηκότα που είναι πρός τὸ ὑποκείμενον αλλά δεν είναι ἐν τῷ ὑποκειμένῳ και γενικά είναι κινήσεις (το ποιεῖν και το πάσχειν),
Τέλος, τα απόλυτα συμβεβηκότα που έχουν τον χαρακτήρα του ἐν τίνι (το ποῦ και το πότε).
Με τον τρόπο αυτό, ο Μπρεντάνο συνθέτει τον πλήρη πίνακα των κατηγοριών (ο αριθμός των οποίων, για τον ίδιο, είναι οκτώ και όχι δέκα):
οὐσία, ποσόν, ποιόν, ποιεῖν, πάσχειν, ποῦ, πότε, πρός τι.
Αυτή η λύση, που αποσκοπεί στο να συλλάβει τη συνολική δομή του Είναι και το θεμέλιό του, αφήνει να διαφανεί εμφανείς σχολαστικές επιρροές. Αυτές αναδεικνύονται κυρίως στην τάση να νοηθεί το Είναι —παρά την αριστοτελική απαγόρευση, την οποία αποδέχεται και ο Μπρεντάνο, να τοποθετηθεί το Είναι ως γένος— ως εκείνο το κοινό στοιχείο από το οποίο μπορούν να παραχθούν με διαίρεση οι κατηγορίες.
Εξάλλου, στην προσπάθειά του να δώσει μια συστηματική παραγωγή των κατηγοριών, ο Μπρεντάνο παραπέμπει ρητά όχι μόνο στον Θωμά Ακινάτη (κεφ. V, § 14), στη σύλληψη του οποίου για το Είναι —όπως έχει ήδη καταδειχθεί¹²— υπάρχουν μονοσημαντικές επιδράσεις νεοπλατωνικής προέλευσης, αλλά και σε σχολιαστές νεοπλατωνικού προσανατολισμού όπως ο Αμμώνιος, ο Ψευδο-Αυγουστίνος και ο Ισίδωρος της Σεβίλλης (κεφ. V, § 14).
Αυτό είναι πιθανότατα το στοιχείο της Μπρεντανιανής πραγματείας για το πρόβλημα του είναι στον Αριστοτέλη που επηρέασε θεματικά περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο τη φιλοσοφική διαμόρφωση του Χάιντεγκερ. Η υπόθεση που ενισχύει αυτή την επίδραση Είναι η εξής: εάν η αντιπαράθεση με την αριστοτελική οντολογία, την οποία απαιτεί η ανάγνωση του Μπρεντάνο, βρίσκεται στις απαρχές της χαιντεγκεριανής σκέψης για το είναι, τότε αυτή η αντιπαράθεση πραγματοποιείται στο ορίζοντα της ανάγκης —ήδη παρούσας στον Μπρεντάνο— να συλληφθεί η ενότητα του Είναι, δηλαδή να αναχθεί η πολλαπλότητα των σημασιών του σε ένα ενιαίο θεμέλιο.
Αυτή η θεμελιώδης απαίτηση παραμένει κατ’ ουσίαν παρούσα και στις μετέπειτα εξελίξεις της χαιντεγκεριανής σκέψης. Ακόμη και αργότερα, δηλαδή, όταν ο Χάιντεγκερ θα αντιμετωπίσει το πρόβλημα του Είναι στον Αριστοτέλη ανεξάρτητα από την μπρεντανιανή ερμηνεία, οι στοχασμοί του θα παραμείνουν σταθερά συνδεδεμένοι με το νήμα της αναζήτησης του θεμελιώδους ενιαίου νοήματος του Είναι.
Ιδιαίτερα, αν ακολουθήσουμε την πορεία που ακολουθεί ο Χάιντεγκερ στην επεξεργασία αυτού του ζητήματος κατά τη δεκαετία του 1920 και στις αρχές της δεκαετίας του 1930, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι κατά την περίοδο αυτή ελέγχει εναλλακτικά καθεμιά από τις τέσσερις θεμελιώδεις σημασίες του Είναι, διερευνώντας την ικανότητά τους να λειτουργήσουν ως ενοποιητικό θεμέλιο των υπολοίπων.
Και μπορούμε να δούμε πώς η ιδέα ότι αυτό το θεμελιώδες νόημα είναι εκείνο της ουσίας, δηλαδή το Είναι με την έννοια των κατηγοριών —όπως υποστήριζε ο Μπρεντάνο— εγκαταλείπεται γρήγορα από τον Χάιντεγκερ.
Αντιθέτως, ωριμάζει σε αυτόν η πεποίθηση ότι το θεμελιώδες αυτό νόημα είναι εκείνο του Είναι ως αληθούς· και λόγω αυτής της πεποίθησης καταβάλλει προσπάθεια να δείξει ότι ήδη στον Αριστοτέλη υπάρχει μια οντολογική κατανόηση του φαινομένου της αλήθειας (που στην ίδια του τη σκέψη θα επανεμφανιστεί και θα ριζοσπαστικοποιηθεί στη μορφή της εξίσωσης «είναι = ἀλήθεια»).
Τέλος, πιθανόν ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’30 (όπως φαίνεται και από το μάθημα του εαρινού εξαμήνου του 1931, αφιερωμένο στην ερμηνεία των τριών πρώτων κεφαλαίων του Θ΄ βιβλίου της Μεταφυσικής), στο Είναι ως αληθές έρχεται να υποκατασταθεί, ως θεμελιώδες νόημα, το Είναι ως ἐνέργεια, αφού σε αυτό ο Χάιντεγκερ διαβλέπει την αντανάκλαση της αρχέγονης κατανόησης του Είναι ως Φύσις —μια διάσταση που, όπως είναι γνωστό, μετά τη «στροφή» (Kehre) ο Χάιντεγκερ επιδιώκει να θεματοποιήσει ως κάτι προγενέστερο και άλλο σε σχέση με τη μεταφυσική.
Συνεχίζεται με την ανάγνωση του έργου του Braig
Αναλογικές σημασίες του είναι, σύμφωνα με την αναλογία της αναλογίας του λόγου και την αναλογία ως προς το ίδιο όνομα,
Καθολικές έννοιες ως υπέρτατα γένη του είναι, διακριτά μεταξύ τους λόγω της διαφορετικής σχέσης τους με την ουσία και των διαφορετικών τρόπων με τους οποίους κατηγορούνται αυτής.
Όσον αφορά την ταξινόμησή τους, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο Μπρεντάνο θεωρεί δυνατό να καθοριστεί με αυστηρότητα το κριτήριό της, δηλαδή να δοθεί μια «αποδεικτική απόδειξη» της ταξινόμησης, βασισμένη σε μια διαίρεση του Είναι. Αυτό αποτελεί το κρίσιμο σημείο και ταυτόχρονα το πιο πρωτότυπο χαρακτηριστικό της Μπρεντανιανής ερμηνείας της αριστοτελικής διδασκαλίας περί κατηγοριών, στην οποία η έμφαση στην αναλογική ενότητα του Είναι και η προσπάθεια συστηματικής παραγωγής των κατηγοριών πηγαίνουν χέρι-χέρι.
Ο Μπρεντάνο αποδίδει στον ίδιο τον Αριστοτέλη τόσο την ισχυρή ερμηνεία της αναλογίας όσο και την ίδια την ταξινόμηση των κατηγοριών μέσω διαίρεσης, ξεκινώντας από την κοινή έννοια του Είναι — παρόλο που παραδέχεται ότι ο Αριστοτέλης δεν αναφέρει πουθενά ρητά κάτι τέτοιο. Εντούτοις, σύμφωνα με τον Μπρεντάνο, είναι πιθανό ο ίδιος ο Αριστοτέλης να προχώρησε σε μια τέτοια συστηματική παραγωγή, για δύο λόγους:
Πρώτον, διότι είναι αδιανόητο να αρκέστηκε σε μια πίστη διὰ τῆς ἐπαγωγῆς (πειθώ μέσω επαγωγής), ενώ είχε τη δυνατότητα μιας πίστεως διὰ συλλογισμοῦ (λογικής πειθούς μέσω συλλογιστικής).
Δεύτερον, διότι η έκφραση αἱ διηρημέναι κατηγορίαι (διαιρεμένες κατηγορίες), που εμφανίζεται επανειλημμένα (Αnalytica priora I, 37· Topica IV, 1· Περί Ψυχῆς I, 1, 401a 24· και 5, 410a 14), παραπέμπει πράγματι σε πράξη διαίρεσης, και συγκεκριμένα στη διαίρεση του είναι (διαίρεσις τοῦ ὄντος), από την οποία προκύπτουν οι κατηγορίες.
Όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιείται αυτή η διαίρεση, αυτή ξεκινά από την κοινή έννοια του είναι, διαιρώντας την στους δύο θεμελιώδεις τρόπους της: το είναι της ουσίας (οὐσία) και το είναι του συμβεβηκότος (συμβεβηκός).
Ο πρώτος τρόπος, δηλαδή της ουσίας, δεν επιδέχεται περαιτέρω διαίρεση (αν και μπορούν να διακριθούν διαφορετικά είδη ουσίας).
Ο δεύτερος τρόπος, δηλαδή του συμβεβηκότος, είναι αναλογικός και μπορεί να διαιρεθεί σε δύο επιπλέον τάξεις, ανάλογα με το αν πρόκειται για συμβεβηκότα που ανήκουν στην ουσία απολύτως ή μόνο σε σχέση με κάτι άλλο: προκύπτει έτσι η τάξη των απολύτων συμβεβηκότων ή παθημάτων (πάθη) και η τάξη των σχέσεων (πρός τι).
Τέλος, τα απόλυτα συμβεβηκότα μπορούν να διαιρεθούν, ανάλογα με τον τρόπο που σχετίζονται με την ουσία, με τρεις τρόπους:
Τα απόλυτα συμβεβηκότα που ενυπάρχουν στην ουσία ως ἐνυπάρχοντα (δηλαδή το ποσόν και το ποιόν),
Τα απόλυτα συμβεβηκότα που είναι πρός τὸ ὑποκείμενον αλλά δεν είναι ἐν τῷ ὑποκειμένῳ και γενικά είναι κινήσεις (το ποιεῖν και το πάσχειν),
Τέλος, τα απόλυτα συμβεβηκότα που έχουν τον χαρακτήρα του ἐν τίνι (το ποῦ και το πότε).
Με τον τρόπο αυτό, ο Μπρεντάνο συνθέτει τον πλήρη πίνακα των κατηγοριών (ο αριθμός των οποίων, για τον ίδιο, είναι οκτώ και όχι δέκα):
οὐσία, ποσόν, ποιόν, ποιεῖν, πάσχειν, ποῦ, πότε, πρός τι.
Αυτή η λύση, που αποσκοπεί στο να συλλάβει τη συνολική δομή του Είναι και το θεμέλιό του, αφήνει να διαφανεί εμφανείς σχολαστικές επιρροές. Αυτές αναδεικνύονται κυρίως στην τάση να νοηθεί το Είναι —παρά την αριστοτελική απαγόρευση, την οποία αποδέχεται και ο Μπρεντάνο, να τοποθετηθεί το Είναι ως γένος— ως εκείνο το κοινό στοιχείο από το οποίο μπορούν να παραχθούν με διαίρεση οι κατηγορίες.
Εξάλλου, στην προσπάθειά του να δώσει μια συστηματική παραγωγή των κατηγοριών, ο Μπρεντάνο παραπέμπει ρητά όχι μόνο στον Θωμά Ακινάτη (κεφ. V, § 14), στη σύλληψη του οποίου για το Είναι —όπως έχει ήδη καταδειχθεί¹²— υπάρχουν μονοσημαντικές επιδράσεις νεοπλατωνικής προέλευσης, αλλά και σε σχολιαστές νεοπλατωνικού προσανατολισμού όπως ο Αμμώνιος, ο Ψευδο-Αυγουστίνος και ο Ισίδωρος της Σεβίλλης (κεφ. V, § 14).
Αυτό είναι πιθανότατα το στοιχείο της Μπρεντανιανής πραγματείας για το πρόβλημα του είναι στον Αριστοτέλη που επηρέασε θεματικά περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο τη φιλοσοφική διαμόρφωση του Χάιντεγκερ. Η υπόθεση που ενισχύει αυτή την επίδραση Είναι η εξής: εάν η αντιπαράθεση με την αριστοτελική οντολογία, την οποία απαιτεί η ανάγνωση του Μπρεντάνο, βρίσκεται στις απαρχές της χαιντεγκεριανής σκέψης για το είναι, τότε αυτή η αντιπαράθεση πραγματοποιείται στο ορίζοντα της ανάγκης —ήδη παρούσας στον Μπρεντάνο— να συλληφθεί η ενότητα του Είναι, δηλαδή να αναχθεί η πολλαπλότητα των σημασιών του σε ένα ενιαίο θεμέλιο.
Αυτή η θεμελιώδης απαίτηση παραμένει κατ’ ουσίαν παρούσα και στις μετέπειτα εξελίξεις της χαιντεγκεριανής σκέψης. Ακόμη και αργότερα, δηλαδή, όταν ο Χάιντεγκερ θα αντιμετωπίσει το πρόβλημα του Είναι στον Αριστοτέλη ανεξάρτητα από την μπρεντανιανή ερμηνεία, οι στοχασμοί του θα παραμείνουν σταθερά συνδεδεμένοι με το νήμα της αναζήτησης του θεμελιώδους ενιαίου νοήματος του Είναι.
Ιδιαίτερα, αν ακολουθήσουμε την πορεία που ακολουθεί ο Χάιντεγκερ στην επεξεργασία αυτού του ζητήματος κατά τη δεκαετία του 1920 και στις αρχές της δεκαετίας του 1930, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι κατά την περίοδο αυτή ελέγχει εναλλακτικά καθεμιά από τις τέσσερις θεμελιώδεις σημασίες του Είναι, διερευνώντας την ικανότητά τους να λειτουργήσουν ως ενοποιητικό θεμέλιο των υπολοίπων.
Και μπορούμε να δούμε πώς η ιδέα ότι αυτό το θεμελιώδες νόημα είναι εκείνο της ουσίας, δηλαδή το Είναι με την έννοια των κατηγοριών —όπως υποστήριζε ο Μπρεντάνο— εγκαταλείπεται γρήγορα από τον Χάιντεγκερ.
Αντιθέτως, ωριμάζει σε αυτόν η πεποίθηση ότι το θεμελιώδες αυτό νόημα είναι εκείνο του Είναι ως αληθούς· και λόγω αυτής της πεποίθησης καταβάλλει προσπάθεια να δείξει ότι ήδη στον Αριστοτέλη υπάρχει μια οντολογική κατανόηση του φαινομένου της αλήθειας (που στην ίδια του τη σκέψη θα επανεμφανιστεί και θα ριζοσπαστικοποιηθεί στη μορφή της εξίσωσης «είναι = ἀλήθεια»).
Τέλος, πιθανόν ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’30 (όπως φαίνεται και από το μάθημα του εαρινού εξαμήνου του 1931, αφιερωμένο στην ερμηνεία των τριών πρώτων κεφαλαίων του Θ΄ βιβλίου της Μεταφυσικής), στο Είναι ως αληθές έρχεται να υποκατασταθεί, ως θεμελιώδες νόημα, το Είναι ως ἐνέργεια, αφού σε αυτό ο Χάιντεγκερ διαβλέπει την αντανάκλαση της αρχέγονης κατανόησης του Είναι ως Φύσις —μια διάσταση που, όπως είναι γνωστό, μετά τη «στροφή» (Kehre) ο Χάιντεγκερ επιδιώκει να θεματοποιήσει ως κάτι προγενέστερο και άλλο σε σχέση με τη μεταφυσική.
Συνεχίζεται με την ανάγνωση του έργου του Braig
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου