Τετάρτη 10 Ιανουαρίου 2024

PAUL FRIEDLȀNDER, ΠΛΑΤΩΝ (151)

Συνέχεια από Πέμπτη, 30 Νοεμβρίου 2023

PAUL FRIEDLȀNDER
ΠΛΑΤΩΝ
ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ
ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –
ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

ΤΡΙΤΗ ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΤΟ ΟΨΙΜΟ ΕΡΓΟ
ΠΡΩΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ : Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ

26. ΣΟΦΙΣΤΗΣ (6η συνέχεια)

Οντολογική έρευνα.

Καθώς εμφανίζονται οι λέξεις «φαινόμενο, όψη» και «ομοίωμα», φτάνουμε και στην πιο μεγάλη δυσκολία. Πώς θα μπορούσε κάτι να φαίνεται ή να εμφανίζεται και ταυτόχρονα να μην είναι, να μην υπάρχη, ή όπως το εκφράζει ο ομιλητής: πώς θα μπορούσε να πη κανείς «κάτι», και ταυτόχρονα κάτι το «μη πραγματικό»· πρόκειται για ένα «πεδίο» χωρίς σαφή διέξοδο. Αυτό ισχύει τώρα, κι έτσι ίσχυε «ήδη πάντοτε». Ο «Ιππίας ελάσσων» είχε αγγίξει, μέσα στο πλατωνικό έργο, αυτό το παλιό και τόσο συχνά κακομεταχειρισμένο απ’ τους Εριστικούς πρόβλημα, και ο «Ευθύδημος» είχε συνεχίσει αυτό το επικίνδυνο «παιχνίδι». Ο «Κρατύλος» και ο «Θεαίτητος» είχαν προσπαθήσει να βρουν μια λύση. Τώρα όμως το «πράγμα» καθίσταται εντελώς βασικό. Ο «λόγος» είχε «τολμήσει» να προϋποθέση, μιλώντας για το «ψεύδος», ότι το Μη-Είναι υπάρχει, φτάνοντας έτσι σε μιαν αντίφαση προς τη βασική πρόταση του Παρμενίδη – τον οποίον και ακολουθεί εδώ ο ομιλητής – έτσι, ώστε να αντιπαρατίθεται «λόγος» απέναντι σε «λόγο». Κι αυτή η αντίφαση ακολουθείται εδώ στα σοβαρά και καθόλου εριστικά (237 Β 10), εντελώς αντίθετα από τον τρόπο που χρησιμοποίησαν ο Ευθύδημος και ο Διονυσιόδωρος.

Μπορούμε να επιτρέψουμε να «αντηχήση» (να ακουσθή -«φθέγγεσθαι») η λέξη (ο ήχος…) «Μη-Όν». Δεν μπορούμε όμως να τον αναφέρουμε σε κάτι το οποίο υπάρχει, να τον αναφέρουμε άρα σε κάτι τι («τι»), σε ένα άρα «Έν», ούτε άρα και σε μια πλειονότητα και σε έναν εν γένει αριθμό. Κι απ’ αυτό φαίνεται να προκύπτη, ότι όχι μόνο «δεν λέει» κανείς τότε «τίποτα», αλλά εν γένει δεν «λέει», εφ’ όσον διαφορετικά διακρίνεται το «λέγειν» μέσω (λόγω…) τής αναφοράς του σε ένα αντικείμενο απ’ το «ηχείν». Αυτό είχαν σχεδόν αποδείξει τόσο οι σοφιστές στον «Ευθύδημο» (284 C) όσο και ο Σωκράτης στον «Θεαίτητο» (189 Β). Και η «απόδειξη» αυτή επιτείνεται περαιτέρω εδώ. Καθώς σε κάτι που υπάρχει μπορεί (βέβαια…) να προστεθή κάτι άλλο που (επίσης…) υπάρχει, ενώ σε κάτι που δεν υπάρχει δεν μπορεί να προστεθή κάτι που υπάρχει, άρα και κανένας αριθμός, εφ’ όσον και ο αριθμός είναι κάτι που υπάρχει. Δεν μπορεί άρα ούτε να «αφήση» κανείς να αντηχήση ούτε να πη ούτε (καν…) να σκεφθή αυτό που δεν υπάρχει. Φτάνοντας έτσι στη διατύπωση του Παρμενίδη και προσκομίζοντας την απόδειξη για τη βασική του πρόταση, - μόνο που η προσθήκη: «το ίδιο και καθεαυτό το Μη-Όν» («τό μή όν αυτό καθ’ αυτό») συνεισάγει μιαν ιδιάζουσα οξύτητα.

Για να ξεκινήση ωστόσο εδώ, με τη φράση ότι θα έπρεπε τώρα να φανερωθή για πρώτη φορά «η μέγιστη απορία», η αντίθετη κίνηση. Αφαιρώντας δηλ. ο Ελεάτης όλα τα κατηγορούμενα απ’ το Μη-Όν, και ερμηνεύοντάς το μάλιστα ως «άρρητο», μίλησε γι’ αυτό ως «κάτι τι». «Μίλησε», και δεν το «ήχησε» απλώς. Για να περιπλακή έτσι σε μιαν αντίφαση προς τον ίδιο της τον εαυτό, στο στόμα τού μαθητή του απ’ την Ελέα, εκείνη η απόδειξη του Παρμενίδη. Και για να μη νομίσουμε ότι δεν πρόκειται παρά για ένα «λογοπαίγνιο», αναδύεται αμέσως ξανά το αρχικό θέμα τού διαλόγου: ο σοφιστής έχει κρυφτή σ’ έναν αδιάβατο («άπορον») τόπο. Όπου δεν μπορούμε (καν…) να τον αντιληφθούμε, καθώς η ύπαρξή του εξαρτάται για μας απ’ το ότι υπάρχει (τελικά…) κάτι που δεν είναι παρά (απλό…) «φαινόμενο» και άρα Μη-Είναι.

Μιλά ωστόσο τώρα, μέσα απ’ τον Ελεάτη, ο Εριστικός – όπως πήραν και ο Γοργίας, και ο Ευθύδημος, και ο αδελφός του, καθόλου τυχαία, απ’ το οπλοστάσιο του Παρμενίδη τα δικά τους όπλα –, και ρωτά προκλητικά, τί θα έπρεπε γενικώς να εννοήσουμε μιλώντας για εκείνο το «απατηλό φαινόμενο» («είδωλον»), του οποίου μάλιστα τον χαρακτηρίζουν ως κατασκευαστή («ειδωλοποιόν») οι συνομιλητές του. Ο σοφιστής θέλει να ξεφύγη στο ότι ένα (τέτοιο…) «είδωλο» δεν υπάρχει καν, για να μπορή να ψαρεύη σε θολά νερά. Ο Θεαίτητος δεν παραγνωρίζει ωστόσο, με το δίκιο του, την εμπειρία, ότι υπάρχουν (παρ’ όλ’ αυτά…) «είδωλα», κι έστω κι αν δεν απαριθμή κατ’ αρχάς, ως πρωτόπειρος, παρά διάφορες απ’ αυτές τις εικόνες, αντί να προσδιορίση (την ίδια…) τη φύση ή την ουσία τού ειδώλου, φτάνει ωστόσο σύντομα να εννοήση, καθοδηγούμενος απ’ τον «συνέταιρό» του (τον Σωκράτη…), το «Ένα που υπάρχει» σε όλα αυτά τα «είδωλα». «Είδωλο» είναι (λοιπόν…) κάτι το οποίο προσομοιάζει μεν σ’ αυτό που πραγματικά υπάρχει, όντας ωστόσο ένα (κάτι…) άλλο. Δεν υπάρχει «με πραγματικό τρόπο (στην πραγματικότητα…)» («ουκ όντως»), υπάρχοντας ωστόσο το ίδιο «με πραγματικό τρόπο (στην πραγματικότητα…)» («όντως»). Υπάρχοντας άρα «κατά έναν ορισμένο τρόπο» («πως»). Ας θυμηθούμε εδώ, πόσο δυσάρεστο ήταν για τον Ευθύδημο το ότι ο Κτήσιππος προσδιόριζε αυτόν που εξαπατά (τον εξαπατητή…) ως κάποιον, ο οποίος «δηλώνει με έναν ορισμένο τρόπο («τρόπον τινά»), όχι όμως όπως είναι («ως γ’ έχει»)» αυτό που υπάρχει (Ευθύδ. 284 C). Στον δε διάλογό μας καθίσταται σαφής η έννοια αυτού τού «καθ’ οιονδήποτε τρόπο» («τρόπον τινά») ως εκείνη η «συμπλοκή» τού αντιθέτου («όντως ουκ όντως»). Το τί σημαίνει βέβαια καθεαυτή αυτή η «συμπλοκή», μένει κατ’ αρχάς ασαφές, κι έτσι βρίσκονται στο τέλος αυτού τού (διαλογικού…) μέρους τα δυό εχθρικά στρατόπεδα το ένα απέναντι στο άλλο: απ’ τη μια ο σοφιστής, που στηριγμένος στον Παρμενίδη επιμένει, ότι δεν υπάρχει πλάνη και εξαπάτηση (( Άρα όλα είναι «αληθινά», σήμερα η κάθε «άποψη»… )) , κι απ’ την άλλη η κατανόηση, ότι υπάρχει (ωστόσο…) ο σοφιστής, κι ότι γι’ αυτό πρέπει να υπάρχη, να υφίσταται και (το…) ψέμμα και (η…) προσποίηση, κι ότι η «συμπλοκή» Είναι και Μη-Είναι είναι «κατά κάποιον, οποιονδήποτε τρόπο» δυνατή.

Η θεώρηση που ακολουθεί πρέπει λοιπόν να κατευθύνεται ενάντια στην πρόταση του Παρμενίδη. Δεν θα ανατρέψουμε (βέβαια…) την «ισχύ» τής προτάσεως, θα αρκεστούμε μάλλον στο να «μετακινήσουμε κάτι απ’ αυτήν προς τo δικό μας μέρος»· πρόκειται άρα για μια μετατροπή τής παρμενίδειας έννοιας του Είναι. Κι αυτόν τον αγώνα ενάντια στον «λόγο» τού «πατρός» μας τον διεξάγουμε όχι από έλλειψη σεβασμού, αλλά από ανάγκη, λέει ο Ελεάτης: η ελεατική διδασκαλία για το Είναι παρακινεί αφ’ εαυτού της, μιλώντας για το Μη-Είναι, τη μετατροπή της, κάτι που πρέπει να το κάνη, αν δεν θέλη να περιπέση σε μια κενή εριστική. Για να ξεκινήση έτσι τώρα η επί μακρόν ανασταλείσα διερεύνηση.

Η θεώρηση του Μη-Είναι οδηγεί αναγκαστικά πίσω στο Είναι. Γιατί έχει βέβαια τότε μόνο νόημα να μιλάμε για το Μη-Είναι, όταν μιλάμε για το Είναι (και αντίστροφα). Και ξεκινάμε έτσι τώρα (λαμβάνουμε «αρχήν», 242 Β 6) απ’ αυτό, το οποίο και κατανοείται φαινομενικά αφ’ εαυτού, για το οποίο επικρατεί ωστόσο στην πραγματικότητα μια σύγχυση στις προηγούμενες θεωρίες γι’ αυτό που υπάρχει, για τις μορφές τού Είναι («τά όντα»), τον αριθμό και την ποιότητά του. Όλοι εκείνοι οι φυσικοί φιλόσοφοι δεν έχουν στην πραγματικότητα παρά αφηγηθή μύθους περί αυτού (C 8). Εμείς πρέπει όμως να διερευνήσουμε, τί εννούσαν γενικώς μιλώντας γι’ αυτό που υπάρχει, για το Είναι («το όν», 243 D 3). Βρισκόμαστε έτσι εδώ στις απαρχές μιας «δοξογραφίας» ή ιστορίας τής φιλοσοφίας, την οποία και συνεχίζει κατόπιν ο Αριστοτέλης, κι ο ίδιος όμως όχι ως ιστορικός, αλλά για να διαχωρίση τις δικές του θεωρήσεις απ’ τις θεωρίες τών προγενεστέρων, συνάπτοντάς τες ταυτόχρονα σ’ αυτές.

Αναφερόμαστε (λοιπόν…) σε κείνους κατ’ αρχάς, που ορίζουν δυό πραγματικότητες, το θερμό π.χ. και το ψυχρό, όπως  λέει ο Ελεάτης, που σημαίνει πως κι εμείς αναμετρούμε, με την τεταμμένη (οξυμένη…) μέσω τού Παρμενίδη αντίληψή μας για το Είναι, μ’ αυτήν ακριβώς την αντίληψη, την παλαιότερη «αρχή» και θεωρία, που δεν έθετε ωστόσο ακόμα παντελώς αυτό το ερώτημα. Είναι το Είναι («τό είναι») κάτι εκτός τών δύο που υπάρχουν, με την έννοια ότι θα είχαμε τότε τρία αντί για δύο «υπάρχοντα»; Ή είναι μόνο το ένα απ’ αυτά τα δυό ή και τα δυό μαζί αυτό που (όντως…) υπάρχει, ώστε να έχουμε ένα μόνον «υπαρκτό»; Για να φανερωθή έτσι η γεμάτη αντιφάσεις θεώρηση εκείνων τών προηγουμένων φιλοσόφων, όταν τούς «ρωτάμε», πώς εννοούν ή αντιλαμβάνονται εκείνοι το Είναι. (Γιατί…) δεν μπορούμε προφανώς να συναριθμήσουμε ούτε με το θερμό και το ψυχρό, ως κάτι το ομοειδές, ούτε και να περιορίσουμε σε ένα από αυτά, ούτε και να χαρακτηρίσουμε το άθροισμά τους ως Είναι. Όταν σκέπτεται κανείς «αυτό που υπάρχει», κατευθύνεται προς μιαν εντελώς άλλη διάσταση. Προς ποιαν όμως; «Έχουμε περιέλθει σε μιαν αδιέξοδη δυσχέρεια», λέει (τότε…) ο Ελεάτης– στην οποία και προσαρτάται στην εποχή μας ο Χάιντεγγερ, «θέτοντας εκ νέου το ερώτημα για την έννοια του Είναι».

( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια: