Συνέχεια από:Tετάρτη 6 Αυγούστου 2025
Enrico Berti
https://www.youtube.com/watch?v=iCsqW9EkDao&list=PL9K0fytNF28OMDvMNXN4-stjFU07Twl6s&index=17
Όπως σας είπα, θα ήθελα να αφιερώσω αυτά τα δύο τελευταία μαθήματα της πρωινής ενότητας στον Θωμά Ακινάτη, που είναι, και δικαίως, ο πιο διάσημος από όλους τους φιλοσόφους που προσπάθησαν να αποδείξουν την ύπαρξη του Θεού. Ο Θωμάς ζει στην πιο ακμαία περίοδο της σχολαστικής φιλοσοφίας, δηλαδή τον 13ο αιώνα, και είναι, όπως όλοι γνωρίζετε, μια εξαιρετικά σημαντική μορφή, επειδή δίνει νέα κατεύθυνση στη σχολαστική φιλοσοφία, έχοντας το θάρρος να στραφεί ξανά στη φιλοσοφία του Αριστοτέλη.
Μέχρι τότε, ο Αριστοτέλης ήταν μεν γνωστός, αλλά ουσιαστικά απορριπτόταν, καθώς η φιλοσοφία του θεωρούνταν ασύμβατη με τον χριστιανισμό. Έτσι, στα μεσαιωνικά πανεπιστήμια της Ευρώπης, δηλαδή στα πρώτα πανεπιστήμια — Παρίσι, Οξφόρδη, Πάδοβα, Μπολόνια, Παβία — επιβλήθηκαν, στις αρχές του 13ου αιώνα, μια σειρά από απαγορεύσεις από την εκκλησιαστική εξουσία: απαγορευόταν η ανάγνωση και η διδασκαλία των έργων του Αριστοτέλη, επειδή ο Αριστοτέλης υποστήριζε την αιωνιότητα του κόσμου και δεν υποστήριζε ρητά την αθανασία της ψυχής, αλλά μόνο την αθανασία του λεγόμενου ενεργητικού νου, που δεν είναι σαφές τι ακριβώς είναι και φαίνεται να μην ταυτίζεται με την ψυχή κάθε ατόμου. Για αυτούς τους λόγους, η φιλοσοφία του Αριστοτέλη ήταν απαγορευμένη.
Παρόλα αυτά, όμως, επιβλήθηκε με δύναμη και κύρος στον μεσαιωνικό πολιτισμό, επειδή, αφενός, ο Αριστοτέλης έδινε την εντύπωση ότι ήταν η πιο προηγμένη και σύγχρονη έκφραση της επιστήμης — ήταν η επιστημονική κουλτούρα — και οι φιλόσοφοι, όπως και σήμερα και σε κάθε εποχή, δεν μπορούσαν να την αγνοήσουν, δεν μπορούσαν να προσποιηθούν πως δεν υπήρχε η επιστημονική γνώση· έπρεπε να την αντιμετωπίσουν, να έρθουν σε διάλογο μαζί της.
Επιπλέον, ο Αριστοτέλης είχε ήδη γίνει αντικείμενο πραγματικής οικειοποίησης από τον μουσουλμανικό πολιτισμό. Οι Άραβες είχαν αρχίσει ήδη από τον 9ο αιώνα — δηλαδή τέσσερις αιώνες νωρίτερα — να μεταφράζουν, να σχολιάζουν και να αφομοιώνουν τη φιλοσοφία του Αριστοτέλη και, από πολλές απόψεις, φαίνονταν ικανοί να δυσκολέψουν τους χριστιανούς, καθώς εκπροσωπούσαν έναν πολιτισμό εξαιρετικά πλούσιο, προοδευμένο και εκλεπτυσμένο σε πολλούς τομείς.
Γύρω στο 1200, ακόμα στον 12ο και στον 13ο αιώνα, οι Άραβες είχαν φτάσει σε μια σειρά από ανακαλύψεις και επιτεύγματα τόσο στις φυσικές επιστήμες όσο και στις ανθρωπιστικές επιστήμες, τα οποία ξεπερνούσαν κατά πολύ το επίπεδο στο οποίο είχε φτάσει ο χριστιανικός πολιτισμός. Η συνάντηση με τον αραβικό πολιτισμό συνέβη κυρίως σε δύο περιοχές της Ευρώπης, και συγκεκριμένα στην Ισπανία. Όταν οι καθολικοί βασιλείς ανακατέλαβαν περιοχές — ξέρετε ότι η Ισπανία είχε καταληφθεί πλήρως από τους Άραβες — και κατά τη διάρκεια των πρώτων αιώνων μετά το έτος 1000, έλαβε χώρα η λεγόμενη ανακατάκτηση (Reconquista), δηλαδή η ανακατάληψη της Ισπανίας από τους χριστιανούς, τότε συνέβη και η συνάντηση μεταξύ χριστιανικού και αραβικού πολιτισμού.
Πολλά έργα που οι Άραβες είχαν μεταφράσει από τα ελληνικά στα αραβικά, μεταφράστηκαν τότε από τα αραβικά στα λατινικά, και έτσι η Ευρώπη που μιλούσε λατινικά ήρθε σε επαφή με τα αριστουργήματα της ελληνικής επιστήμης και φιλοσοφίας μέσω της μεσολάβησης των Αράβων. Αυτό συνέβη κυρίως στην Ισπανία, για παράδειγμα στο Τολέδο, όταν οι καθολικοί βασιλείς ανακατέλαβαν το Τολέδο, που βρίσκεται στο κέντρο της Ιβηρικής Χερσονήσου. Το Τολέδο ήταν ένα από τα σημαντικότερα κέντρα αλληλεπίδρασης μεταξύ αραβικού (δηλαδή μουσουλμανικού) και λατινικού (δηλαδή χριστιανικού) πολιτισμού και είναι ενδιαφέρον ότι η μεσολάβηση έγινε από τους Εβραίους, επειδή οι Εβραίοι γνώριζαν αραβικά και λατινικά· οι Άραβες ήξεραν μόνο αραβικά, οι Λατίνοι μόνο λατινικά· οι Εβραίοι ήξεραν και τις δύο γλώσσες και έτσι μετέφραζαν από τα αραβικά στα λατινικά.
Ένα ακόμη κέντρο συνάντησης ήταν η Σικελία. Και η Σικελία είχε κατακτηθεί πλήρως από τους Άραβες τον 10ο αιώνα και στη συνέχεια ανακαταλήφθηκε σταδιακά από τους Χριστιανούς, δηλαδή από τους Νορμανδούς βασιλείς και κατόπιν από τους Χοενστάουφεν. Ήταν ο Φρειδερίκος Β΄ στο Παλέρμο που οργάνωσε ένα ολόκληρο έργο μετάφρασης των έργων του Αριστοτέλη από τα αραβικά στα λατινικά. Έτσι, η Ισπανία από τη μία πλευρά και η Σικελία από την άλλη ήταν τα μέρη όπου έλαβε χώρα αυτή η συνάντηση· και ανάμεσα στους χριστιανούς στοχαστές υπήρξε αρχικά μια αντίδραση απόρριψης, απόρριψης του Αριστοτέλη, αλλά αργότερα οι πιο φωτισμένοι — θα έλεγα και οι πιο ευφυείς — όπως ο Άλμπερτ φον Κολωνία (Αλβέρτος ο Μέγας), που ήταν δάσκαλος του Θωμά Ακινάτη, και ο ίδιος ο Θωμάς, κατάλαβαν ότι ο Αριστοτέλης ήταν φιλόσοφος τέτοιας μεγαλοσύνης που δεν μπορούσε να μείνει αποκλειστικά στα χέρια των Αράβων, αλλά έπρεπε να αξιοποιηθεί και από τους Χριστιανούς. Και έτσι έγινε η αξιοποίηση και η αφομοίωση του Αριστοτέλη.
Ακριβώς σε σχέση με τις αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού, βρισκόμαστε σε μια από τις στιγμές της φιλοσοφίας του Θωμά όπου χρησιμοποιεί περισσότερο τον Αριστοτέλη, ακριβώς επειδή θέλει να δείξει ότι είναι δυνατόν για τον ανθρώπινο λόγο να φτάσει στη γνώση της ύπαρξης του Θεού ακόμη και μόνο με τις δικές του δυνάμεις· και επομένως, η ύπαρξη του Θεού πρέπει να αναγνωριστεί, να γίνει αποδεκτή όχι μόνο από εκείνον που είχε την τύχη ή την ευλογία να γεννηθεί Χριστιανός, να λάβει χριστιανική ανατροφή και να πιστεύει, αλλά από κάθε άνθρωπο που είναι διατεθειμένος να συλλογιστεί με ορθό και αυστηρό τρόπο.
Οι αποδείξεις της ύπαρξης του Θεού στον Θωμά βρίσκονται παντού, σχεδόν σε όλα τα έργα του, αλλά οι πιο διάσημες είναι οι λεγόμενες πέντε οδοί, έτσι όπως τις ονομάζει ο ίδιος ο Θωμάς, δηλαδή πέντε επιχειρήματα μέσω των οποίων θεωρεί ότι μπορεί να αποδείξει την ύπαρξη του Θεού. Αυτές οι πέντε οδοί παρουσιάζονται αρχικά στη Summa contra Gentiles, δηλαδή στο έργο που έγραψε εναντίον των εθνικών.[ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ]
Ποιοι ήταν οι εθνικοί; Οι εθνικοί ήταν οι μη πιστοί, οι ειδωλολάτρες· και ακριβώς επειδή το έργο απευθυνόταν σε αυτούς, επειδή ήθελε να είναι εργαλείο... Ο Θωμάς, όπως ξέρετε, ήταν Δομινικανός μοναχός. Το Τάγμα των Δομινικανών έχει ως βασική του αποστολή το κήρυγμα· τόση είναι η σημασία του, που ονομάζεται Ordo Praedicatorum, Τάγμα των Κηρύκων, Ο.Ρ., και επομένως ένας Δομινικανός οφείλει κυρίως να κηρύττει.
Όμως φαίνεται ότι ο Θωμάς δεν ήταν καλός ρήτορας, δηλαδή δεν είχε φυσική κλίση στο να εκφωνεί ομιλίες, να γυρίζει τον κόσμο κηρύττοντας. Τότε σκέφτηκε να φανεί χρήσιμος με άλλον τρόπο και να ανταποκριθεί στην αποστολή του τάγματός του γράφοντας έργα τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιούν οι αδελφοί του στο κήρυγμά τους. Και επειδή το κήρυγμα αυτό απευθυνόταν όχι μόνο στους Χριστιανούς αλλά και στους εθνικούς, δηλαδή στους άπιστους, έγραψε τη Summa contra Gentiles ακριβώς ως έργο που περιείχε τα επιχειρήματα που μπορούσαν να χρησιμοποιούν οι Δομινικανοί κήρυκες όταν απευθύνονταν στους μη πιστούς. Γι’ αυτό και τα επιχειρήματα αυτά έπρεπε να είναι αμιγώς ορθολογικά, να μη βασίζονται στην πίστη.
Στη συνέχεια, φυσικά, ο Θωμάς έγραψε και τη Summa Theologica, που είναι το αριστούργημά του και απευθύνεται πλέον στους πιστούς, όχι στους άπιστους. Όμως και σε αυτήν, επανέλαβε τις πέντε αποδείξεις που είχε διατυπώσει στη Summa contra Gentiles και τις διατύπωσε με ακόμη πιο αυστηρό και τελειοποιημένο τρόπο.
Γι’ αυτό, στις μέρες μας, όποιος θέλει να γνωρίσει — έστω και με μια πρώτη προσέγγιση, όπως κάνουμε εμείς εδώ, αφού δεν παρακολουθούμε κάποιο πλήρες μάθημα για τον Άγιο Θωμά όπου θα ήμασταν υποχρεωμένοι να εμβαθύνουμε και να μελετήσουμε όλα όσα έχει γράψει για την απόδειξη της ύπαρξης του Θεού — αρκεί, κατά τη γνώμη μου, να διαβάσει την εκδοχή των πέντε οδών που παρουσιάζει στη Summa Theologica, η οποία είναι η τελευταία και πιο αυστηρή τους διατύπωση.
Αξιοσημείωτο είναι ότι στη Summa Theologica, πριν παρουσιάσει αυτές τις πέντε οδούς, ο Θωμάς συζητά κάποιες προκαταρκτικές ερωτήσεις που για εμάς έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όπως το αν είναι αυτονόητο από μόνο του ότι ο Θεός υπάρχει. Διότι, αν ήταν αυτονόητο — και αυτονόητο σημαίνει προφανές για τη λογική, άρα δεν σχετίζεται με την πίστη — τότε δεν θα υπήρχε ανάγκη να αποδειχθεί. Δηλαδή, οι αποδείξεις έχουν νόημα μόνο όταν δεν υπάρχει καθόλου αυτονόητο· διότι το αυτονόητο από μόνο του δεν έχει ανάγκη από αποδείξεις.
Και έτσι, να το λοιπόν, το πρώτο άρθρο του Θωμά: αν είναι αυτονόητο ότι ο Θεός υπάρχει. Και όπως θα δούμε, καταλήγει σε αρνητικό συμπέρασμα — δηλαδή ότι η ύπαρξη του Θεού δεν είναι αυτονόητη. Ακολουθεί έπειτα το δεύτερο άρθρο: αν είναι αποδείξιμο ότι ο Θεός υπάρχει, διότι εφόσον δεν είναι αυτονόητο, πρέπει να εξετάσουμε αν μπορεί να αποδειχθεί· διότι ελλείψει αυτονόητου, μπορεί να υπάρξει απόδειξη — αλλά δεν είναι δεδομένο ότι υπάρχει· είναι κάτι που πρέπει να εξεταστεί. Ο Θωμάς εδώ εμφανίζεται πολύ κριτικός, δεν ξεκινά από προϋποθέσεις, δεν θεωρεί τίποτα δεδομένο, αλλά θέτει τα πάντα υπό αμφισβήτηση.
Αυτό είναι το αυστηρό φιλοσοφικό εγχείρημα: να μην ξεκινάς από παραδοχές, να μην προϋποθέτεις τίποτα. Ο φιλόσοφος συζητά τα πάντα, θέτει τα πάντα υπό κρίση. Και εδώ ο Θωμάς, ακόμη και όταν γράφει τη Summa Theologica, μιλά ως καθαρός φιλόσοφος, χωρίς παραδοχές, και λέει τα εξής:
Ξέρετε ποια ήταν η μέθοδος των μεσαιωνικών διαλεκτικών συζητήσεων: παρουσιαζόταν ένα πρόβλημα, διατυπωνόταν μια ερώτηση, στη συνέχεια παραθέτονταν όλα τα επιχειρήματα υπέρ μιας συγκεκριμένης απάντησης, και έπειτα όλα τα επιχειρήματα υπέρ της αντίθετης απάντησης. Τα υπέρ και τα κατά· οι λόγοι υπέρ και οι λόγοι κατά. Αφού παρουσιάζονταν και οι δύο σειρές επιχειρημάτων — και αυτή ήταν μια εξαιρετική μέθοδος, διότι έτσι ο φιλόσοφος ερχόταν αντιμέτωπος με όλα τα δεδομένα και δεν ακολουθούσε εξαρχής μια συγκεκριμένη πορεία αγνοώντας τα αντίθετα επιχειρήματα. Όπως λέμε — όπως συμβαίνει και στα δικαστήρια:
Ο δικαστής, προτού εκδώσει απόφαση, οφείλει να ακούσει και τις δύο πλευρές: την κατηγορία και την υπεράσπιση. Και έπειτα αποφασίζει. Λοιπόν, ο Θωμάς ξεκινά έτσι. Πρώτα παραθέτει τα επιχειρήματα υπέρ της άποψης ότι η ύπαρξη του Θεού είναι αυτονόητη, και λέει:
Φαίνεται ότι από μόνη της είναι αυτονόητη η ύπαρξη του Θεού. Διότι, λέμε πως είναι αυτονόητα εκείνα τα πράγματα των οποίων έχουμε φυσική και έμφυτη γνώση, όπως συμβαίνει με τις πρώτες αρχές.
Τώρα, όπως διαβεβαιώνει ο Δαμασκηνός — δηλαδή ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Έλληνας φιλόσοφος που έζησε τον 7ο αιώνα στη Δαμασκό — η γνώση της ύπαρξης του Θεού είναι φυσικά ενσωματωμένη σε όλους, επομένως η ύπαρξη του Θεού είναι από μόνη της αυτονόητη[ΤΟ ΚΑΤ'ΕΙΚΟΝΑ]. Εδώ, λοιπόν, ο Θωμάς επικαλείται ως επιχείρημα υπέρ την άποψη του Ιωάννη του Δαμασκηνού, ενός φιλοσόφου με κύρος (πιθανώς και Πατέρα της Εκκλησίας), και ο Δαμασκηνός υποστήριζε πως η ύπαρξη του Θεού είναι αυτονόητη διότι είναι έμφυτη σε όλους τους ανθρώπους — πρόκειται, δηλαδή, για ένα είδος επιχειρήματος από τη γενική συναίνεση, την παγκόσμια αποδοχή.
Δεύτερο επιχείρημα: Αυτονόητο από μόνο του είναι εκείνο που γίνεται αμέσως κατανοητό μόλις αντιληφθούμε τους όρους του — και αυτό το αποδίδει ο Αριστοτέλης στις πρώτες αρχές των αποδείξεων.
Τώρα, μόλις κατανοήσουμε τι σημαίνει η λέξη "Θεός", αμέσως αντιλαμβανόμαστε ότι ο Θεός υπάρχει, διότι με αυτό το όνομα δηλώνουμε ένα ον του οποίου δεν μπορούμε να σκεφτούμε κάποιο ανώτερο. Εδώ ο Θωμάς δεν αναφέρει ονομαστικά τον Άνσελμο, αλλά αναπαράγει τον ορισμό του Άνσελμου. Άρα, ο συνομιλητής του είναι ο Άνσελμος· μεταξύ εκείνων που υποστηρίζουν ότι η ύπαρξη του Θεού είναι αυτονόητη, μπορούμε να συμπεριλάβουμε και τον Άνσελμο. Διότι, λένε, είναι αυτονόητα εκείνα των οποίων κατανοούμε το νόημα· και αφού κατανοούμε το νόημα της λέξης "Θεός" — και αυτό το νόημα είναι ακριβώς αυτό που έδωσε ο Άνσελμος, δηλαδή ο Θεός είναι αυτός του οποίου δεν μπορεί να συλληφθεί κάτι μεγαλύτερο — βάσει αυτής της θέσης, η ύπαρξη του Θεού θα ήταν αυτονόητη.
Και συνεχίζει, παραθέτοντας και άλλα επιχειρήματα υπέρ. Είμαστε ακόμη στο πρώτο στάδιο του ζητήματος, δηλαδή εκείνο στο οποίο εκτίθενται τα υπέρ και τα κατά. Έπειτα περνάει στα αντίθετα επιχειρήματα, και ξεκινά έτσι.
Ένα πράγμα μπορεί να είναι αυτονόητο από μόνο του με δύο τρόπους. Πρώτον, καθεαυτό, αλλά όχι για εμάς. Δεύτερον, καθεαυτό και επίσης για εμάς.
Αυτή είναι μια διάκριση που αντλείται από τον Αριστοτέλη. Ο Αριστοτέλης, σε πολλά σημεία των έργων του, λέει ότι υπάρχουν δύο είδη αυτονόητου. Υπάρχουν πράγματα αυτονόητα καθ’ εαυτά και πράγματα αυτονόητα για εμάς.
Τα αυτονόητα καθ’ εαυτά είναι οι πρώτες αρχές, τα αξιώματα, τα οποία όμως μπορεί να μην είναι αυτονόητα για εμάς. Διότι, για να κατανοήσει κανείς αυτήν την αυτονόητη φύση τους, πρέπει να έχει συλλογιστεί, να έχει σκεφτεί, να έχει μελετήσει, να έχει ακούσει διδασκαλίες. Από την άλλη, υπάρχουν πράγματα που είναι αυτονόητα για εμάς, αλλά δεν είναι απαραίτητα αυτονόητα καθαυτά.
Για παράδειγμα, αυτό που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις. Αυτό είναι αυτονόητο, το βλέπουμε, το αγγίζουμε, το αισθανόμαστε· αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι και αυτονόητο καθαυτό, δηλαδή αληθινό απόλυτα και εγγενώς. Άρα, όταν μιλάμε για "αυτονόητο", πρέπει πρώτα να συμφωνήσουμε τι εννοούμε: εννοούμε αυτονόητο καθαυτό ή αυτονόητο για εμάς; Και ας δούμε πώς συνεχίζει το συλλογισμό του.
Λέω, λοιπόν, ότι η πρόταση "ο Θεός υπάρχει", καθεαυτή είναι αυτονόητη, επειδή το κατηγόρημα ταυτίζεται με το υποκείμενο. Διότι ο Θεός, όπως θα δούμε στη συνέχεια, είναι το ίδιο το Είναι Του — το "είναι" Του ταυτίζεται με την ουσία Του. Θα το δούμε αργότερα. Ο Θωμάς θα πει ότι ο καταλληλότερος ορισμός που μπορούμε να δώσουμε για τον Θεό είναι ότι είναι το ίδιο το Είναι Του.
Λοιπόν, αν ο Θεός είναι το ίδιο το Είναι Του, τότε προφανώς υπάρχει, διότι το είναι δεν μπορεί να μην είναι. Όμως, αυτή είναι μια αυτονόητη αλήθεια καθαυτή, όχι για εμάς.
Στη συνέχεια λέει ο Θωμάς: Επειδή αγνοούμε την ουσία του Θεού, δεν είναι αυτονόητη για εμάς η ύπαρξή Του· και συνεπώς, πρέπει να αποδειχθεί μέσω εκείνων των πραγμάτων που είναι σε εμάς πιο γνωστά, αν και καθεαυτά είναι λιγότερο αυτονόητα, δηλαδή μέσω των αποτελεσμάτων.
Άρα, η ύπαρξη του Θεού είναι καθεαυτή αυτονόητη, λόγω της ουσίας Του. Διότι αν η ουσία του Θεού είναι το ίδιο το Είναι Του, τότε ο Θεός δεν μπορεί να μην είναι. Όμως, η ουσία του Θεού δεν είναι γνωστή σε εμάς. Αν μας ήταν γνωστή, τότε και η ύπαρξη Του θα ήταν αυτονόητη.
Αλλά εφόσον η ουσία του Θεού δεν είναι γνωστή σε εμάς, τότε ούτε η ύπαρξή Του είναι για εμάς αυτονόητη. Και να, εδώ βρίσκεται η λύση της δυσκολίας. Είναι αλήθεια ότι κατέχουμε εκ φύσεως μια γενική και συγκεχυμένη γνώση του Θεού, αλλά από αυτό δεν συνεπάγεται ότι το ον που υποδηλώνεται με αυτό το όνομα υφίσταται και στην πραγματικότητα, αλλά μόνο μέσα στη νόηση.
Ούτε μπορούμε να συναγάγουμε ότι υφίσταται στην πραγματικότητα, αν πρώτα δεν δεχτούμε ότι υπάρχει στην πραγματικότητα κάτι του οποίου δεν μπορεί να νοηθεί τίποτε μεγαλύτερο. Αυτό όμως δεν το παραδέχονται εκείνοι που αρνούνται την ύπαρξη του Θεού.
Εδώ ο Θωμάς απευθύνεται άμεσα στον Άνσελμο.
Δηλαδή, όταν ο Άνσελμος λέει «Ο Θεός είναι εκείνο του οποίου δεν μπορούμε να νοήσουμε τίποτε μεγαλύτερο» και άρα γνωρίζουμε τι είναι ο Θεός, για τον Θωμά αυτή είναι μια γενική και συγκεχυμένη γνώση. Δηλαδή, γνωρίζουμε το νόημα της λέξης, της ονομασίας, αλλά το να γνωρίζουμε το νόημα της λέξης δεν σημαίνει ότι γνωρίζουμε ποια είναι η ουσία. Καταλαβαίνετε — εδώ, το «γνωρίζω» σημαίνει ότι όταν κάτι είναι αυτονόητο, το «αυτονόητο» σημαίνει κάτι που «φαίνεται», που «βλέπεται», που είναι άμεσα αντιληπτό.
Μιλάμε, λοιπόν, φυσικά για νοητική θέαση, όχι για όραση με τα μάτια. Αλλά ακόμα και όταν μιλάμε για νοητική θέαση, δηλαδή για όραση με τον νου, όταν προφέρουμε τη λέξη Θεός, όπως κάνει ο άφρων, και αποδεχόμαστε ότι αυτή η λέξη σημαίνει "εκείνο από το οποίο δεν μπορεί να νοηθεί τίποτε μεγαλύτερο" — όπως, κατά τον Ανσέλμο, πρέπει να το αποδεχτεί και ο άφρων — αυτό δεν σημαίνει ότι έχουμε νοητική όραση της ουσίας του Θεού, δηλαδή ότι αντιλαμβανόμαστε πραγματικά ποιος είναι ο Θεός.
Αν όντως τον αντιλαμβανόμασταν πραγματικά, τότε θα μας ήταν αυτονόητο ότι δεν μπορεί να μην υπάρχει, διότι είναι το ίδιο το Είναι. Όμως εμείς δεν έχουμε αυτή την αυτονόητη γνώση, επομένως για εμάς εκείνη η ιδέα, ο ορισμός του Ανσέλμου («εκείνο από το οποίο δεν μπορεί να νοηθεί τίποτε μεγαλύτερο»), είναι μια συγκεχυμένη γνώση — ο Θωμάς τη χαρακτηρίζει γενική, δηλαδή συνοπτική, κατά προσέγγιση, «στο περίπου», όχι συγκεκριμένη, όχι ρητή.
Άρα, για τον Θωμά, η ύπαρξη του Θεού είναι αυτονόητη καθ’ εαυτήν, αλλά όχι για εμάς. Και εδώ εκδηλώνεται όλος ο αριστοτελισμός του Θωμά. Διότι και για τον Αριστοτέλη, κάθε γνώση ξεκινά από την εμπειρία· ξεκινάμε από την εμπειρία, μόνο ό,τι αποκαλύπτεται στην εμπειρία, δηλαδή στις αισθήσεις μας — στην όραση, στην ακοή, στην αφή — μόνο αυτό είναι αυτονόητο.
Από την εμπειρία ανεβαίνουμε, μέσα από τον συλλογισμό, προς αλήθειες που δεν ήταν αυτονόητες καθ’ εαυτές, αλλά μπορούν να γίνουν κατανοητές μέσω συλλογισμών ή αποδείξεων. Όμως το σημείο εκκίνησης είναι η εμπειρία, οι αισθήσεις. Και επομένως, μέσω των αισθήσεων ο Θεός δεν είναι αυτονόητος — κανείς δεν τον βλέπει, δεν τον ακούει, δεν τον αγγίζει — τουλάχιστον από φυσική άποψη, αφήνοντας στην άκρη το υπερφυσικό· από φυσική σκοπιά, κανείς δεν έχει εμπειρία του Θεού, άρα δεν είναι καθόλου αυτονόητος για εμάς.
Τότε τίθεται ένα άλλο ερώτημα: είναι αποδείξιμος;
Πριν ξεκινήσουμε να επιχειρήσουμε αποδείξεις, ας αναρωτηθούμε αν είναι αποδείξιμος· δηλαδή, αν αξίζει τον κόπο να προσπαθήσουμε, διότι αν αποδειχτεί ότι είναι εντελώς αναπόδεικτος, τότε δεν θα είχε νόημα να χάνουμε τον χρόνο μας προσπαθώντας να τον αποδείξουμε.
Και εδώ, επίσης, ο Θωμάς παραθέτει επιχειρήματα υπέρ και κατά. Πρώτα ξεκινά λέγοντας: φαίνεται πως δεν είναι αποδείξιμος, δηλαδή εξετάζει πρώτα τη θέση αντίθετη από αυτή που ο ίδιος τελικά υποστηρίζει. Γιατί, λοιπόν, φαίνεται ότι δεν είναι αποδείξιμος; Διότι το ότι ο Θεός υπάρχει είναι άρθρο πίστεως· τώρα, τα θέματα πίστης δεν αποδεικνύονται, επειδή η απόδειξη γεννά γνώση, ενώ η πίστη αφορά πράγματα μη αυτονόητα, όπως βεβαιώνει ο Απόστολος. Άρα, δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι ο Θεός υπάρχει.
Αν είναι αντικείμενο πίστης, αυτό σημαίνει ότι δεν αποδεικνύεται· διότι αν αποδεικνυόταν, δεν θα ήταν αντικείμενο πίστης. Δεν χρειάζομαι την πίστη για να αποδείξω ότι οι γωνίες ενός τριγώνου ισούνται με δύο ορθές· αυτό το αποδεικνύω με τη γεωμετρία, άρα δεν είναι θέμα πίστης. Αν, αντιθέτως, ήταν θέμα πίστης, τότε θα σήμαινε ότι η γεωμετρία δεν μπορεί να το αποδείξει.
Όμως — και εδώ είναι το κρίσιμο — ο Θωμάς απαντά σε όσους λένε ότι η ύπαρξη του Θεού είναι θέμα πίστης, με ένα επιχείρημα αντίθετο: Λέει ο Απόστολος — και ο Απόστολος είναι ο Παύλος — ότι οι αόρατες τελειότητες του Θεού, γίνονται ορατές μέσα από την κατανόηση των δημιουργημάτων.
Πρόκειται για το περίφημο χωρίο από την Προς Ρωμαίους επιστολή, 1:20, όπου ο Άγιος Παύλος γράφει ότι όλοι οι άνθρωποι, ακόμη και οι ειδωλολάτρες, είναι υποχρεωμένοι να αναγνωρίσουν ότι ο Θεός υπάρχει, διότι η ύπαρξή Του συμπεραίνεται από τα έργα Του, τα οποία βρίσκονται μπροστά στα μάτια όλων. Αλλά — και εδώ η επισήμανση — τα έργα του Θεού δεν είναι ο ίδιος ο Θεός.
Τα έργα είναι προφανή, όχι ο Θεός. Από τα έργα οδηγούμαστε στον δημιουργό και έτσι, από τα έργα που είναι φανερά για εμάς, αποδεικνύεται η ύπαρξη του Θεού, η οποία δεν είναι φανερή για εμάς. Επομένως, αν το λέει ο Απόστολος, που αναφερόταν στην πίστη, σημαίνει ότι, παρόλο που η ύπαρξη του Θεού είναι αντικείμενο πίστης, είναι και αντικείμενο του λόγου, διότι δεν είναι αντικείμενα πίστης μόνο τα μυστήρια.
Τα μυστήρια δεν αποδεικνύονται, όμως υπάρχουν πράγματα τα οποία μπορεί κανείς να πιστεύει δια της πίστεως, αλλά τα οποία μπορούν επίσης να αποδειχθούν με τη λογική – και ένα τέτοιο πράγμα είναι η ύπαρξη του Θεού. Και να ποια είναι η λύση στο πρόβλημα.
Η ύπαρξη του Θεού και άλλες αλήθειες σχετικά με τον Θεό, που μπορούν να γίνουν γνωστές μέσω του φυσικού λόγου — προσέξτε τη διατύπωση: "με το φυσικό λόγο", δηλαδή, τι σημαίνει "φυσικός";
Σημαίνει όχι υπερφυσικός, όχι μια ικανότητα που υπερβαίνει τα όρια της ανθρώπινης φύσης, αλλά εκείνος ο λόγος που όλοι οι άνθρωποι έχουν εκ φύσεως, δηλαδή ακριβώς επειδή είναι άνθρωποι, συμμέτοχοι της ανθρώπινης φύσης.
Αυτό το λένε και πολλοί φιλόσοφοι· μου έρχεται στο μυαλό ένα απόσπασμα του Χανς Γιόνας, του Γερμανού φιλοσόφου, που έγραψε το έργο Η αρχή της ευθύνης (Das Prinzip Verantwortung), όπου λέει: "Η πίστη δεν μπορεί να δοθεί κατά παραγγελία" — δηλαδή, αν δεν έχεις πίστη, δεν μπορείς να την παραγγείλεις όπως παραγγέλνεις ένα βιβλίο, να σου έρθει. Η πίστη δεν έρχεται κατά παραγγελία, αλλά ο λόγος υπάρχει σε όλους, και όλοι είναι υποχρεωμένοι να τον χρησιμοποιήσουν.
Η ύπαρξη του Θεού και άλλες θεολογικές αλήθειες που μπορούν να γίνουν γνωστές με τον φυσικό λόγο, δεν είναι, κατά τον Άγιο Παύλο, άρθρα πίστης, δηλαδή δεν είναι αλήθειες προσβάσιμες μόνο μέσω της πίστης, αλλά είναι προαπαιτούμενα της πίστης. Να, λοιπόν, τα λεγόμενα preambula fidei — τα προοίμια της πίστης, τα προκαταρκτικά.
Προκαταρκτικό είναι αυτό που βρίσκεται πριν από το όριο· limen στα λατινικά είναι το κατώφλι, το όριο — εκείνη η γραμμή που μόλις τη διαβείς μπαίνεις στο σπίτι. Άρα, το προκαταρκτικό είναι αυτό που βρίσκεται πριν από το κατώφλι· είναι το προοίμιο, ο πρόλογος, το προθάλαμο της πίστης.
Δηλαδή, κάτι το οποίο μπορεί κανείς να αποδεχτεί πριν ακόμη αποκτήσει πίστη, αλλά που είναι προκαταρκτικό — όχι με την έννοια ότι κάποιος δεν μπορεί να έχει πίστη αν δεν έχει μελετήσει τις πέντε οδούς του Αγίου Θωμά, τη Summa contra Gentiles, τον Αριστοτέλη, τον Άνσελμο, κ.λπ. — αλλά ακόμη και όποιος έχει πίστη χωρίς να έχει μελετήσει φιλοσοφία, τη στιγμή που πιστεύει, προϋποθέτει αυτά τα προκαταρκτικά.
Ο δάσκαλός μου συνήθιζε να δίνει ένα παράδειγμα, πολύ κοινό: λένε, "για να έχεις πίστη δεν χρειάζεται να έχεις μελετήσει τον Άγιο Θωμά, δεν χρειάζεται θεολογία, ούτε φιλοσοφία". Παλαιότερα έλεγαν: "Κοιτάξτε τη γιαγιά που πηγαίνει κάθε πρωί στις έξι στη λειτουργία".
Σήμερα δεν ξέρω αν υπάρχουν ακόμη τέτοιες γιαγιάδες. Παλιά υπήρχαν. Τι νομίζετε ότι ξέρει αυτή η γιαγιά από φιλοσοφία ή θεολογία; Δεν ξέρει τίποτα, κι όμως πιστεύει. Είναι αλήθεια. Αλλά ακριβώς επειδή πιστεύει, εκείνη γνωρίζει τέλεια τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στον Θεό στον οποίο πιστεύει όταν πηγαίνει το πρωί στη λειτουργία και σε οποιονδήποτε ισχυρό αυτού του κόσμου — είτε είναι υπουργός, είτε βουλευτής, είτε δήμαρχος, είτε κάποιος ικανός να προσφέρει χάρες.
Αλλά εκείνη η γιαγιά, μέσα στην άγνοιά της, έχει απολύτως ξεκάθαρη αυτή τη διαφορά.
Το να έχεις ξεκάθαρη αυτή τη διαφορά σημαίνει ότι έχεις έμμεσα μέσα σου όλα τα preambula fidei, όλη τη θεολογία και όλη τη μεταφυσική, διότι η θεολογία και η μεταφυσική δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ρητή διατύπωση αυτής της επίγνωσης, που είναι έμμεσα παρούσα σε όποιον έχει πίστη.
Επομένως, τα προκαταρκτικά είναι "προκαταρκτικά" με την έννοια ότι αποτελούν προϋποθέσεις — είτε ρητές, αν κάποιος γίνεται φιλόσοφος ή θεολόγος, είτε σιωπηρές, εσωτερικά παρούσες σε όποιον έχει απλώς πίστη και δεν είναι επαγγελματίας ούτε φιλόσοφος ούτε θεολόγος.
Και ο Θωμάς είναι κάπως... πικάντικος, θα λέγαμε, γιατί λέει:
"Η πίστη προϋποθέτει τη φυσική γνώση, όπως η χάρη προϋποθέτει τη φύση."
Η χάρη είναι κάτι επιπλέον, αλλά δεν αφαιρεί τη φύση, προστίθεται σε αυτήν· είναι σαν ένα δώρο. Η λέξη "χάρις" σημαίνει δωρεά, δωρεάν δοσμένο, και επομένως χαρισμένο· όμως το δώρο δεν αφαιρεί από κάποιον αυτό που ήδη κατέχει από τη φύση του, όπως γενικά η τελείωση προϋποθέτει αυτό που είναι δεκτικό της τελείωσης.
Ωστόσο, τίποτα δεν εμποδίζει ένα πράγμα που από τη φύση του είναι αντικείμενο απόδειξης και επιστήμης, να γίνεται αποδεκτό ως αντικείμενο πίστης από εκείνον που δεν φτάνει να κατανοήσει την απόδειξή του.
Έλεγα προηγουμένως ότι ο Θωμάς είναι λιγάκι καυστικός: αν κάποιος χρειάζεται την πίστη, ας πιστεύει μέσω της πίστης, γιατί προφανώς δεν είναι σε θέση να κατανοήσει την απόδειξη. Αν όμως κάποιος κατανοεί την απόδειξη, τότε καταλαβαίνει ότι η ύπαρξη του Θεού είναι αποδείξιμη με τη φυσική λογική.
Και έτσι, αφού καθιερώθηκε ότι η ύπαρξη του Θεού μπορεί να αποδειχθεί, ας δούμε πώς αποδεικνύεται.
Και αποδεικνύεται μέσω πέντε οδών, των περίφημων πέντε οδών του Θωμά. Τώρα θα προσπαθήσω να σας τις παρουσιάσω, ίσως και διαβάζοντάς τες. Έχω εδώ μια μετάφραση της Summa Theologica.
Όμως, θα ήθελα επίσης να τις συζητήσουμε, παραθέτοντάς σας τις ενστάσεις και τις κριτικές που έχουν διατυπωθεί για αυτές τις πέντε οδούς — όχι τόσο στην ιστορία της φιλοσοφίας, γιατί με αυτό θα ασχοληθούμε αύριο, όταν θα δούμε τον Καρτέσιο, τον Λάιμπνιτς, και κυρίως τον Καντ.
Ο πιο διάσημος κριτικός των αποδείξεων για την ύπαρξη του Θεού είναι ο Καντ. Και θα πρέπει να του αφιερώσουμε πολύ προσοχή. Έχω φέρει μαζί μου την Κριτική του Καθαρού Λόγου και θα σας διαβάσω τα αποσπάσματα όπου ο Καντ κριτικάρει τις αποδείξεις της ύπαρξης του Θεού.
Οι κριτικές του Καντ, όπως ίσως ξέρετε, είχαν καταλυτική επίδραση στη φιλοσοφία της Ευρώπης· τόσο που η πλειοψηφία των Ευρωπαίων φιλοσόφων λένε ότι μετά τον Καντ δεν μπορούμε πια να μιλάμε για απόδειξη της ύπαρξης του Θεού.
Αυτή η ιδέα — ότι μετά τον Καντ ορισμένα πράγματα δεν μπορούν πλέον να γίνονται — είναι χαρακτηριστική της ηπειρωτικής Ευρώπης, δηλαδή της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, ίσως και της Ελβετίας, όπου η επιρροή του Καντ υπήρξε τεράστια και όπου κυριάρχησε μια ιστορικιστική νοοτροπία στον τρόπο φιλοσοφικής σκέψης, κατά την οποία ό,τι ίσχυε σε μια ορισμένη ιστορική στιγμή παύει να ισχύει αργότερα, επειδή η ιστορία τα αλλάζει όλα και όποιος έρχεται μετά έχει περισσότερο δίκιο από όποιον προηγήθηκε.
Και έτσι, ο Καντ, επειδή ήρθε μετά τον Θωμά Ακινάτη και τον Αριστοτέλη, έχει περισσότερο δίκιο από τον Θωμά και τον Αριστοτέλη· και εμείς, που ερχόμαστε μετά τον Καντ, πρέπει να σταθούμε με τον Καντ και όχι με τον Θωμά ή τον Αριστοτέλη. Αυτός είναι ο τρόπος σκέψης που κυριαρχεί στην ηπειρωτική Ευρώπη.
Εγώ, που έρχομαι από την Ιταλία, σας λέω ότι ιδιαίτερα στην Ιταλία έτσι σκέφτονταν για δεκαετίες· διότι η ιταλική φιλοσοφία, οι Ιταλοί φιλόσοφοι, πάντα πίστευαν ότι η φιλοσοφία έρχεται από τη Γερμανία. Ότι η φιλοσοφία είναι κάτι που κάνουν οι Γερμανοί. Οι δύο μεγαλύτεροι Ιταλοί φιλόσοφοι του 20ού αιώνα, ο Μπενεντέττο Κρότσε και ο Τζοβάνι Τζεντίλε, ήταν της άποψης ότι η αληθινή φιλοσοφία είναι η γερμανική φιλοσοφία.
Την αποκαλούσαν "κλασική γερμανική φιλοσοφία": Καντ, Φίχτε, Σέλλινγκ, Χέγκελ — και όποιος θέλει να μελετήσει φιλοσοφία πρέπει να πάει στη Γερμανία, να μάθει γερμανικά, να διαβάσει αυτούς.
Υπάρχει όμως ένα τμήμα της Ευρώπης που δεν υπέστη τόσο έντονα αυτή την επιρροή — και αυτό είναι η Αγγλία.
Η μη ηπειρωτική Ευρώπη, όπου δεν ρίζωσε τόσο βαθιά αυτή η ιστορικιστική νοοτροπία, ότι δηλαδή όποιος έρχεται μετά έχει περισσότερο δίκιο από όποιον προηγήθηκε. Στην Αγγλία μελέτησαν φυσικά τον Καντ, αλλά συνέχισαν να σκέφτονται θεωρώντας τον Καντ ισότιμο με τους άλλους φιλοσόφους: τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Θωμά Ακινάτη — χωρίς να του αποδίδουν κάποιο ιδιαίτερο προβάδισμα μόνο και μόνο επειδή ήρθε μετά.
Και τότε συμβαίνει κάτι πολύ ενδιαφέρον: ενώ στην ηπειρωτική ευρωπαϊκή κουλτούρα οι πέντε οδοί του Θωμά έπαψαν σχεδόν να μελετώνται από τους φιλοσόφους, εκτός από τους τομιστές, δηλαδή όσους διδάσκουν φιλοσοφία σε εκκλησιαστικά σεμινάρια και παπικές πανεπιστημιακές σχολές — και αυτό γιατί, όπως γνωρίζετε, η Καθολική Εκκλησία, με την εγκύκλιο Aeterni Patris του Πάπα Λέοντα ΙΓ' το 1879, επανέφερε στο προσκήνιο τη σκέψη του Θωμά Ακινάτη· αυτό είχε ως αποτέλεσμα να συνεχιστεί η εκτίμηση προς τον Θωμά στους καθολικούς κύκλους· έξω όμως από αυτούς, σχεδόν κανένας μοντέρνος φιλόσοφος δεν ασχολήθηκε σοβαρά με τις πέντε οδούς μετά τον Καντ.
Δεν συνέβη το ίδιο στην Αγγλία. Στην Αγγλία συνέχισαν να συζητούν για τον Αριστοτέλη και τον Θωμά Ακινάτη ανεξάρτητα από την κριτική του Καντ.
Και οι πιο ενδιαφέρουσες, φιλοσοφικά εύστοχες ενστάσεις στις πέντε οδούς του Θωμά δεν προήλθαν από τον Καντ, και αυτό επειδή ο Καντ δεν αναφερόταν άμεσα στον Θωμά Ακινάτη. Πιστεύω μάλιστα ότι ο Καντ δεν είχε ποτέ διαβάσει τον Θωμά.
Ο Καντ αναφερόταν στη μεταμόρφωση που είχαν υποστεί οι αποδείξεις της ύπαρξης του Θεού στη νεότερη φιλοσοφία, με έργα του Καρτέσιου, του Λάιμπνιτς, του Βολφ — δηλαδή της λεγόμενης νεοτερικής μεταφυσικής — και αυτή δίδασκε στο πανεπιστήμιο.
Ο Καντ ήταν καθηγητής λογικής και μεταφυσικής, και δίδασκε τη μεταφυσική του Βολφ, τη μεταφυσική του Μπάουμγκαρτεν, όπου υπήρχε μια τροποποίηση των αποδείξεων του Θωμά: οι αποδείξεις είχαν μετατραπεί σε "αποδείξεις" τύπου οντολογική, κοσμολογική, φυσικο-θεολογική. Αυτές είναι οι αποδείξεις που ο Καντ κριτικάρει.
Αντιθέτως, στην Αγγλία υπάρχουν μελετητές που συνεχίζουν να μελετούν τον Άγιο Θωμά, να τον συζητούν, να τον αναλύουν, να τον κριτικάρουν όπου χρειάζεται, αλλά να κάνουν κριτική εύστοχη, που αναλύει τα κείμενα και τα λόγια του ίδιου του Θωμά, όχι τις παραμορφώσεις που υπέστησαν με το πέρασμα των αιώνων.
Γι’ αυτό και θεωρώ χρήσιμο να δούμε μαζί τις αποδείξεις του Θωμά, και τις κριτικές που τους έχουν ασκηθεί, ιδίως στη βρετανική φιλοσοφία του 20ού αιώνα, γιατί αυτές είναι οι πιο εύστοχες.
"ΙΣΩΣ ΚΑΤΟΡΘΩΣΟΥΜΕ ΝΑ ΖΥΓΙΣΟΥΜΕ ΜΕ ΑΚΡΙΒΕΙΑ ΤΗΝ ΒΑΡΕΙΑ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Η ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΥΠΑΡΚΤΟΥ, Η ΟΠΟΙΑ ΜΑΣ ΔΙΕΛΥΣΕ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου