Γιορτή της Παναγιάς του Δεκαπενταυγούστου –«καλή Παναγιά» εύχονται στα νησιά μας, το γλωσσικό ομόλογο του «καλή Ανάσταση» ή «καλά Χριστούγεννα».
Όσοι καταλαβαίνουν ασυμβίβαστη τη διαφορά της Εκκλησίας από τη θρησκεία (κατανόηση που όριζε κάποτε την πολιτισμική ιδιαιτερότητα του Έλληνα), βλέπουν στο πρόσωπο της Παναγιάς τη «Θεοτόκο»: τη γυναίκα που έδωσε σάρκα στην ελευθερία του Θεού από την ίδια τη θεότητά του, ελευθερία μανικού έρωτα για το πλάσμα του –να υπάρξει άνθρωπος ο Θεός χωρίς να καταλύεται το «όλως έτερον» της θεότητας. «Νενίκηνται της φύσεως οι όροι», ψέλνει η Εκκλησία γι’ αυτή τη γέννα του Θεού από άνθρωπο, πρώτη και μοναδική στην Ιστορία ταύτιση της ελευθερίας με την Αιτιώδη Αρχή του υπαρκτικού γεγονότος.
Όσοι δεν καταλαβαίνουν τη διαφορά της Εκκλησίας από τη θρησκεία, την αλλοτρίωση του εκκλησιαστικού γεγονότος όταν θρησκειοποιείται (αλλοτρίωση που όρισε την πολιτισμική ιδιαιτερότητα της μεταρωμαϊκής Δύσης), βλέπουν στο πρόσωπο της Παναγιάς κυρίως την «Παρθένο» (the Virgin, la Vierge). Θέλουν να ξορκίσουν τον πρωτόγονο ενοχικό φόβο για τη σεξουαλικότητα. Φόβο που ακόμα φυλακίζει τη γυναίκα στην «μπούργκα», να κρυφοβλέπει τον κόσμο αόρατη ως φύλο, τον ίδιο φόβο που στα θρησκευτικά περιβάλλοντα θέλει να κρύψει, να εξαφανίσει τη γυναικεία χάρη, ιδιαίτερα τα μαλλιά (γιατί άραγε τα μαλλιά;), ακόμα και να τα ξυρίσει, όπως οι φανατικοί Εβραίοι στις γυναίκες τους. Την ιεροποίηση της βιολογικής παρθενίας, περίπου λατρεία, τη γεννάει η φυσική θρησκεία, το τυφλό ένστικτο θωράκισης του εγώ απέναντι στον φόβο για το άγνωστο υπερβατικό.
Την Εκκλησία τη γεννάει μια κλήση (το λέει η λέξη) για μετοχή σε σχέσεις κοινωνίας, συνύπαρξης. «Κλήση» και «σχέση» είναι περίπου ο ορισμός της ελευθερίας. Αλλά την ελευθερία οι άνθρωποι σπάνια μέσα στην Ιστορία την άντεξαν ως αρχή κοινού τρόπου του βίου –είναι άθλημα επίπονο, απαιτεί να ξεπεράσεις το εγώ, να ρισκάρεις τη χρησιμότητα για χάρη της αλήθειας.
Έτσι και η Εκκλησία δεν αυτο-ορίστηκε ποτέ ως συντελεσμένο κατόρθωμα, αυτο-εικονίστηκε καταγωγικά σαν χωράφι με σιτάρι μεν, αλλά και με «ζιζάνια»: Συνυπάρχει με την Εκκλησία πάντοτε, σαν σύμπτωμα ή τάση, η θρησκειοποίησή της –όπως παραμονεύει πάντα και στη μητρική αγάπη ο εγωκεντρικός αυταρχισμός ή στον έρωτα η καμουφλαρισμένη ιδιοτέλεια της ηδονής.
Όταν θρησκειοποιείται ο εκκλησιαστικός βίος αλλοτριώνεται συνολικά: Η μαρτυρία της εκκλησιαστικής εμπειρίας, το ευ-αγγέλιο, εκλαμβάνεται σαν ιδεολογία, η πίστη σαν ατομική πεποίθηση, η ηθική σαν αξιόμισθο ατομικό κατόρθωμα. Τότε παίρνει τα πάνω του και ο πρωτόγονος ενοχικός φόβος για τη σεξουαλικότητα: Η Παναγία ενδιαφέρει (και τιμάται) όχι γιατί σάρκωσε τον Άσαρκο και χώρεσε τον Αχώρητο, αλλά γιατί παρέμεινε «και μετά τόκον παρθένος». Έσωσε τη βιολογική παρθενία, που ενδιαφέρει ασύγκριτα περισσότερο από τη μητρότητα.
Στον εκκλησιαστικό μοναχισμό το Αγιονόρος λογαριάζεται «Περιβόλι της Παναγιάς», η παρθενία άλμα απόλυτης ερωτικής αυτοπροσφοράς, κορύφωμα ελευθερίας της αγάπης. Στον θρησκειοποιημένο μοναχισμό το ερωτικό άθλημα της παρθενίας αλλοτριώνεται σε νομική υποχρέωση «αγαμίας»...
Καθόλου τυχαία η εμπειρία της Εκκλησίας θεσμοθέτησε τη μοναστική οδό ως προϋπόθεση της ασκητικής παρθενίας.
Ο ίδιος εκκλησιαστικός εμπειρισμός υμνεί την Παναγιά ως «ζωής μητέρα». Της ζωής που είναι ελευθερία από την αρρώστια, τη διαστροφή, το κάτσιασμα.
Και κορυφώνεται στη Γιορτή.
ΠΡΟΗΓΕΙΤΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ ΣΤΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ. ΩΣΤΕ ΝΑ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΤΑΙ Η ΥΒΡΙΣ ΤΗΣ ΥΠΟΥΛΗΣ ΨΕΥΔΟΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΗΣ ΝΕΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ Η ΟΠΟΙΑ ΣΥΣΤΗΝΕΤΑΙ ΜΕ ΕΝΑΝ ΠΑΡΟΞΥΣΜΟ ΛΕΞΙΛΑΓΝΕΙΑΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου