ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Συνέχεια από Δευτέρα, 11 Μαρτίου 2023
Jacob Burckhardt
ΤΟΜΟΣ 3ος
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ: Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, ΟΙ ΕΠΙΣΤHΜΕΣ ΚΑΙ Η ΕΥΦΡAΔΕΙΑ
IV. Ο Α Τ Ο Μ Ι Σ Μ Ο Σ - 5
Ο ασκητισμός των κυνικών δεν αποβλέπει στην κακοποίηση του σώματος, και στην βλάβη της υγείας. Δεν σχετίζεται επίσης με τη διδασκαλία της μετεμψύχωσης, και οπωσδήποτε δεν υπακούει – κάτι το εντελώς αδιανόητο σε άλλες παραδόσεις – σε κανένα θρησκευτικό δόγμα, δεν πρεσβεύει την πλήρη ισοπέδωση της θελήσεως, και δεν επιδιώκει, προς το συμφέρον του, την αναγνώρισή του ως αξιέπαινο έργο, αλλά μόνο την απαλλαγή του ανθρώπου από τη μοίρα του, συνιστώντας κατ’ αυτό τον τρόπο ένα παράγωγο του ελληνικού πεσιμισμού. Η επιλογή αυτού του τρόπου ζωής απαιτούσε μια ακλόνητη θέληση και μια ενεργή φύση· δεν ήταν ασφαλώς εύκολο να διάγει κανείς τον βίο του Μητροκλή, αλλά για πολλούς ανθρώπους αυτή η επιλογή μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο σαρκασμού: ζώντας σε μια χώρα με σχετικά ήπιο κλίμα, οι κυνικοί μπορούσαν να αρκούνται σε ένα πρόχειρο ενδιαίτημα, και στην ελεημοσύνη, έχοντας έτσι τη δυνατότητα να κατακρίνουν τους Έλληνες χωρίς αντίποινα και να μην εργάζονται. Δεν χρειάζεται να αναρωτηθούμε ποια θα ήταν η συμπεριφορά της σημερινής αστυνομίας απέναντι στους γνήσιους κυνικούς εκείνης της εποχής.
Εντύπωση μας προκαλεί ο παράδοξος εκφυλισμός που αντικρίζουμε, όταν ένας Μένιππος, παρότι ο λόγος και η πέννα του αποκαλύπτουν την κυνική τους προέλευση, συμπεριφέρεται σαν ένας αδίστακτος τοκογλύφος, ένας ενεχυροδανειστής, ο οποίος λεηλατεί τον κόσμο που περιφρονεί, ή όταν ένας Μενέδημος περιδιαβαίνει με την περιβολή της Ερινύας, ισχυριζόμενος ότι έχει έρθει από τον Άδη για να ελέγξει όλους όσους αδικοπραγούν, για να επιστρέψει κατόπιν στον Κάτω Κόσμο και να δώσει αναφορά στις θεότητες. Στον Λουκιανό υπάρχουν πολλές περιγραφές για ανάξιους κυνικούς, όπως κάποιος Περεγρίνος Πρωτέας. Από τον ίδιο ρωμαίο συγγραφέα σκιαγραφείται ο φιλόσοφος Δημώναξ, άνθρωπος εκλεκτικός είναι αλήθεια, που έζησε όμως ως κυνικός, σαν το μόνο πρόσωπο που τιμούσε, και συμπεριέλαβε στο φιλικό περιβάλλον του. Ο Δημώναξ γεννήθηκε στην Κύπρο περί το 90 μ. Χ., αλλά έγινε γνωστός στην Αθήνα, όχι μόνο ως φιλόσοφος, αλλά και ως ευγενής συνομιλητής, συμφιλιωτής, μεσολαβητής και υποστηρικτικός. Έζησε με άνεση και καλή υγεία, χωρίς έγνοιες και υποχρεώσεις, εκτός από μια μετριοπαθή επαιτεία, εκτιμώμενος από τους φίλους του και χωρίς εχθρούς. Στην παρουσία του οι άρχοντες ορθώνονταν, και όλος ο κόσμους σιωπούσε. Στα γεράματά του απέκτησε τη συνήθεια να εισβάλει απρόσκλητος στα σπίτια, αιτούμενος φιλοξενία και φαγητό, αλλά όλοι οι κάτοικοι τον δεχόντουσαν όπως ένα καλό πνεύμα. Όταν διάβαινε στο δρόμο οι γυναίκες αρτοποιοί συναγωνίζονταν ποια θα προλάβει να τον κεράσει, ακόμα και τα παιδιά του πρόσφεραν φρούτα και τον αποκαλούσαν πατέρα (όπως ένα μοναχό). Κάποτε που ξέσπασε στάση στην Αθήνα, εμφανίστηκε στη Συνέλευση, όπου οι πάντες σίγησαν· εκτιμώντας ότι οι πολίτες αναγνώρισαν έτσι την πλάνη τους, αποχώρησε χωρίς να προφέρει ούτε μια λέξη. Όταν, σχεδόν εκατοντούτης, αισθάνθηκε ότι δεν ήταν πλέον σε θέση να καλύψει τις ανάγκες του, σταμάτησε να τρέφεται, και απαγγέλλοντας όμορφους στίχους αναχώρησε από τη ζωή με την ίδια ευθυμία που τον χαρακτήριζε όσο ζούσε· αλλά και οι Αθηναίοι τον κήδεψαν με μεγαλοπρέπεια, δημοσία δαπάνη, και θρήνησαν την απώλειά του για μεγάλο διάστημα· συνέλεξαν τον λίθο πάνω στον οποίο συνήθιζε να αναπαύεται και τον κόσμησαν με άνθη. Σε όποιον αναζητεί ένα χαρακτήρα αυτού του είδους, ένα πρόσωπο εξίσου χαριτωμένο, θα του συστήναμε τον Δον Σεζάρ, στον Ρουί Μπλας του Βίκτωρα Ουγκώ.
Το γεγονός ότι η κυνική θεωρία παρέμεινε ζωντανή ως τη ρωμαϊκή εποχή αποδεικνύει ότι εξυπηρετούσε μιαν εσωτερική αναγκαιότητα· η διάδωσή της οφείλεται στο ότι αντανακλούσε κατά κάποιο τρόπο τον διανοητικό και πνευματικό κόσμο των Ελλήνων. Οι Κυνικοί αποδείχθηκαν κατά μια γενικότερη έννοια ωφέλιμοι για την ελληνική φιλοσοφία, εκ του γεγονότος ότι σε μια εποχή που κυριαρχούσε η αναζήτηση του κέρδους και της ευμάρειας, η φιλοσοφία υιοθετήθηκε από έντιμα και χαρισματικά άτομα, που έζησαν ασκητικά.
Η ασκητική εκδοχή του ελληνικού φιλοσοφικού βίου είναι επίσης παρούσα στους ύστερους Πυθαγόρειους. Ο ασκητισμός τους είναι όμως αυθεντικότερος από των Κυνικών, στο βαθμό που συνδέεται με θρησκευτικές παραδόσεις· η ψυχή ζει εξόριστη στο σώμα, σαν σε σκοτεινό κελί, μακριά από κάθε είδους ανέσεις. Επιπλέον εμφορούνται από πολιτικές προθέσεις: επιδιώκουν να επηρεάσουν τις υποθέσεις του Κράτους εκπροσωπώντας τον πεπαιδευμένο και ενάρετο υπερ-έλληνα, του είδους του Επαμεινώνδα. Δεν χαρακτηρίζονται από την δηκτικότητα του κυνικού, αλλά οι επιλογές του βίου τους δεν απέχουν σημαντικά. Και ενώ αρχικά οι Πυθαγόρειοι περιφέρονταν με λευκά ενδύματα, λουσμένοι, αρωματισμένοι και με κοντή κόμη, λέγεται ότι ο αποκαλούμενος Διόδωρος ο Ασπένδιος είχε κόμη μακριά, κυκλοφορούσε ακάθαρτος και ανυπόδητος. Αλλά και οι Στωικοί υπήρξαν μερικώς ασκητικοί. Στον Ζήνωνα, ο οποίος απείχε πολύ από την τραχύτητα των Κυνικών, διακρίνουμε αρκετά χαρακτηριστικά ασκητισμού, και ένας κωμικός ποιητής έλεγε γι αυτόν : «Διδάσκει την λιτότητα, αλλά τούτο δεν τον εμποδίζει να έχει μαθητές». Ο Κλεάνθης επίσης, ο οποίος υποχρεώθηκε αρχικά (από τον Ζήνωνα) να ζήσει σε ένδεια, φαίνεται ότι υιοθέτησε αργότερα τον ίδιο τρόπο ζωής.
Στον αντίποδα του κυνικού ασκητισμού τοποθετείται ο ηδονισμός του Αριστίππου· ύψιστο αγαθό γι αυτόν ήταν πράγματι η απόλαυση, και μάλιστα η απόλαυση της στιγμής. Ο ηδονιστής όμως αποστρεφόταν το Κράτος, ακριβώς όπως και ο κυνικός. Και όπως δήλωνε ο Σωκράτης, ο Αρίστιππος, δεν σκόπευε να ενταχθεί ποτέ σε κάποια κοινότητα, αλλά προτιμούσε να είναι παντού ξένος. Ο Σωκράτης τον προειδοποιούσε, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, ότι η περιπλάνηση ενέχει κινδύνους,. Η αλήθεια είναι ότι δεν απέφυγε τελείως τα πλούσια γεύματα και τις αυλές των τυράννων, αλλά η τέρψη χωρίς απολαβές είναι ανέφικτη.
Ακολούθως οι φιλόσοφοι απομακρύνθηκαν εντελώς από τις υποθέσεις της πόλης, και ο Πλάτων διακρίνεται τόσο ως άπολις όσο και για την ουτοπία του. Το σημαντικότερο απόσπασμα σχετικά με την πλήρη απαγκίστρωση του, όχι μόνο από το Κράτος, αλλά και από όλες τις υποθέσεις που έλκονται απ’ αυτό, βρίσκεται στον Θεαίτητο, που συνέγραψε στο μέσον του βίου του. Εδώ (173 c, κ. ε.) δια στόματος του Σωκράτη, λέει για τους φιλοσόφους: «Αυτοί λοιπόν, από νέοι κι’ όλας δεν ξέρανε το δρόμο για την αγορά, ούτε ξέρανε πού είναι το δικαστήριο, ή το βουλευτήριο, ή κάποιο άλλο δημόσιο κατάστημα της πόλεως. Και τους νόμους, και τα ψηφίσματα τα προφορικά ή τα γραπτά, ούτε τα βλέπουν, ούτε τα ακούνε. Και η σπουδή που έχουν οι πολιτικές συντροφιές για την εξουσία, και οι συνεδριάσεις, και τα τραπέζια, και τα νυχτερινά χαροκόπια με τις αυλητρίδες, ούτε στον ύπνο τους δεν τους έρχονται στο νου… στην πραγματικότητα ο φιλόσοφος μόνο με το σώμα του βρίσκεται στην πόλη, ο ίδιος βρίσκεται αλλού· ο νους του όμως, που όλα αυτά τα θεωρεί μικρά και μηδαμινά, τα περιφρονεί, και πετάει προς όλες τις κατευθύνσεις, και όπως λέει ο Πίνδαρος, παντού «πάνω από τη γη», και με τα επίπεδά της κάνει γεωμετρία, και πετάει «πέρα από τον ουρανό» και κάνει αστρονομία, και ερευνά τη φύση του καθενός από τα όντα, και δεν καταπιάνεται με κανένα απ’ όσα είναι κοντά του». Πόσες μεταλλάξεις συνέβησαν στο πνεύμα του Πλάτωνα για να καταλήξει σε μια παρόμοια διακήρυξη αρχών, δεδομένης της εξέχουσας αυτοσυνειδησίας των φιλοσόφων, η οποία τον είχε οδηγήσει στο συμπέρασμα πως στο ιδανικό Κράτος θα πρέπει να βασιλεύσουν οι φιλόσοφοι, επιβάλλοντας την απόλυτη εξουσία τους στους πολίτες, και να θεωρήσει ότι το δικό του σύνταγμα ήταν εφαρμόσιμο ; Ίσως όμως αυτή η ανατροπή να είναι ερμηνεύσιμη, αν δεχτούμε ότι το «…είτε να αγνοήσουμε το Κράτος», μπορεί να το διαδεχτεί το «…είτε να το αναμορφώσουμε». Και αν όντως έτσι έχουν τα πράγματα, πρόκειται για μια αισιόδοξη αντιμετώπιση, και επομένως η ουτοπία του Πλάτωνα συνδέεται επίσης με την αισιοδοξία του· και θα πρέπει να υπήρξε πραγματικά αισιόδοξος για να ξεκινήσει τη φιλοσοφική του μελέτη από τις δύο αρχές, περί του Θεού και του υλικού κόσμου. Εδώ έχουμε πάντως την ιδιομορφία ενός φιλοσόφου ο οποίος ως προς την πόλη του, την Αθήνα, διαχώρισε τη θέση του από το Κράτος, και ως προς την Ελλάδα υπήρξε ένας ουτοπιστής· όπως όμως διαπιστώσαμε προηγουμένως, η ξαφνική επιθυμία του να παρέμβει τον απέσπασε από την αρχική του επιλογή, τον κατέστησε έναν φορτικό «θεραπευτή» για τη Σικελία, ενώ κάποιοι μαθητές του απέβησαν τυραννικοί ηγέτες. Θα πρέπει όμως να θυμίσουμε ότι ο τελευταίος φιλόσοφος που τίμησε τον δελφικό χρησμό ήταν αυτός ο ίδιος ο Πλάτων, στο έργο του Περί των Νόμων, στο οποίο γίνεται συχνή αναφορά στα δελφικά αποφθέγματα, σε μια εποχή που η Πυθία σχεδόν έκλινε ήδη προς το μέρος της Μακεδονίας.
Η Στοά δίδαξε επίσης την απαλλαγή από τις βιοτικές ανάγκες και την απαγκίστρωση από το Κράτος. Όπως είδαμε ο Ζήνων και ο Κλεάνθης υιοθέτησαν σε ένα βαθμό τον ασκητικό βίο. Για τον Ζήνωνα, που καταγόταν από μια ελληνο-φοινικική πόλη, το Κίτιο, γνωρίζουμε ότι πριν γίνει φιλόσοφος ήταν έμπορος, και ότι έχασε την περιουσία του σε ένα ναυάγιο· βλέποντας τα αγαθά του να καταποντίζονται αισθάνθηκε ανακούφιση «διότι η μοίρα του τον οδηγούσε πλέον να ενδυθεί τον τρίβωνα, τον φιλοσοφικό μανδύα». Υπήρξε μαθητής του κυνικού Κράτη, θήτευσε στη Μεγαρική Σχολή και κοντά σε πλατωνικούς φιλοσόφους, και αφού επεξεργάστηκε επί είκοσι έτη, με το φοινικικό εμπορικό πνεύμα του, τις γνώσεις που σταχυολόγησε, ίδρυσε τη δική του Σχολή. Έζησε βίο λιτό και φειδωλό, και το ότι δέχθηκε απολαβές ερμηνεύεται από το γεγονός ότι επιθυμούσε να έχει περιορισμένο ακροατήριο.
(συνεχίζεται)
Εντύπωση μας προκαλεί ο παράδοξος εκφυλισμός που αντικρίζουμε, όταν ένας Μένιππος, παρότι ο λόγος και η πέννα του αποκαλύπτουν την κυνική τους προέλευση, συμπεριφέρεται σαν ένας αδίστακτος τοκογλύφος, ένας ενεχυροδανειστής, ο οποίος λεηλατεί τον κόσμο που περιφρονεί, ή όταν ένας Μενέδημος περιδιαβαίνει με την περιβολή της Ερινύας, ισχυριζόμενος ότι έχει έρθει από τον Άδη για να ελέγξει όλους όσους αδικοπραγούν, για να επιστρέψει κατόπιν στον Κάτω Κόσμο και να δώσει αναφορά στις θεότητες. Στον Λουκιανό υπάρχουν πολλές περιγραφές για ανάξιους κυνικούς, όπως κάποιος Περεγρίνος Πρωτέας. Από τον ίδιο ρωμαίο συγγραφέα σκιαγραφείται ο φιλόσοφος Δημώναξ, άνθρωπος εκλεκτικός είναι αλήθεια, που έζησε όμως ως κυνικός, σαν το μόνο πρόσωπο που τιμούσε, και συμπεριέλαβε στο φιλικό περιβάλλον του. Ο Δημώναξ γεννήθηκε στην Κύπρο περί το 90 μ. Χ., αλλά έγινε γνωστός στην Αθήνα, όχι μόνο ως φιλόσοφος, αλλά και ως ευγενής συνομιλητής, συμφιλιωτής, μεσολαβητής και υποστηρικτικός. Έζησε με άνεση και καλή υγεία, χωρίς έγνοιες και υποχρεώσεις, εκτός από μια μετριοπαθή επαιτεία, εκτιμώμενος από τους φίλους του και χωρίς εχθρούς. Στην παρουσία του οι άρχοντες ορθώνονταν, και όλος ο κόσμους σιωπούσε. Στα γεράματά του απέκτησε τη συνήθεια να εισβάλει απρόσκλητος στα σπίτια, αιτούμενος φιλοξενία και φαγητό, αλλά όλοι οι κάτοικοι τον δεχόντουσαν όπως ένα καλό πνεύμα. Όταν διάβαινε στο δρόμο οι γυναίκες αρτοποιοί συναγωνίζονταν ποια θα προλάβει να τον κεράσει, ακόμα και τα παιδιά του πρόσφεραν φρούτα και τον αποκαλούσαν πατέρα (όπως ένα μοναχό). Κάποτε που ξέσπασε στάση στην Αθήνα, εμφανίστηκε στη Συνέλευση, όπου οι πάντες σίγησαν· εκτιμώντας ότι οι πολίτες αναγνώρισαν έτσι την πλάνη τους, αποχώρησε χωρίς να προφέρει ούτε μια λέξη. Όταν, σχεδόν εκατοντούτης, αισθάνθηκε ότι δεν ήταν πλέον σε θέση να καλύψει τις ανάγκες του, σταμάτησε να τρέφεται, και απαγγέλλοντας όμορφους στίχους αναχώρησε από τη ζωή με την ίδια ευθυμία που τον χαρακτήριζε όσο ζούσε· αλλά και οι Αθηναίοι τον κήδεψαν με μεγαλοπρέπεια, δημοσία δαπάνη, και θρήνησαν την απώλειά του για μεγάλο διάστημα· συνέλεξαν τον λίθο πάνω στον οποίο συνήθιζε να αναπαύεται και τον κόσμησαν με άνθη. Σε όποιον αναζητεί ένα χαρακτήρα αυτού του είδους, ένα πρόσωπο εξίσου χαριτωμένο, θα του συστήναμε τον Δον Σεζάρ, στον Ρουί Μπλας του Βίκτωρα Ουγκώ.
Το γεγονός ότι η κυνική θεωρία παρέμεινε ζωντανή ως τη ρωμαϊκή εποχή αποδεικνύει ότι εξυπηρετούσε μιαν εσωτερική αναγκαιότητα· η διάδωσή της οφείλεται στο ότι αντανακλούσε κατά κάποιο τρόπο τον διανοητικό και πνευματικό κόσμο των Ελλήνων. Οι Κυνικοί αποδείχθηκαν κατά μια γενικότερη έννοια ωφέλιμοι για την ελληνική φιλοσοφία, εκ του γεγονότος ότι σε μια εποχή που κυριαρχούσε η αναζήτηση του κέρδους και της ευμάρειας, η φιλοσοφία υιοθετήθηκε από έντιμα και χαρισματικά άτομα, που έζησαν ασκητικά.
Η ασκητική εκδοχή του ελληνικού φιλοσοφικού βίου είναι επίσης παρούσα στους ύστερους Πυθαγόρειους. Ο ασκητισμός τους είναι όμως αυθεντικότερος από των Κυνικών, στο βαθμό που συνδέεται με θρησκευτικές παραδόσεις· η ψυχή ζει εξόριστη στο σώμα, σαν σε σκοτεινό κελί, μακριά από κάθε είδους ανέσεις. Επιπλέον εμφορούνται από πολιτικές προθέσεις: επιδιώκουν να επηρεάσουν τις υποθέσεις του Κράτους εκπροσωπώντας τον πεπαιδευμένο και ενάρετο υπερ-έλληνα, του είδους του Επαμεινώνδα. Δεν χαρακτηρίζονται από την δηκτικότητα του κυνικού, αλλά οι επιλογές του βίου τους δεν απέχουν σημαντικά. Και ενώ αρχικά οι Πυθαγόρειοι περιφέρονταν με λευκά ενδύματα, λουσμένοι, αρωματισμένοι και με κοντή κόμη, λέγεται ότι ο αποκαλούμενος Διόδωρος ο Ασπένδιος είχε κόμη μακριά, κυκλοφορούσε ακάθαρτος και ανυπόδητος. Αλλά και οι Στωικοί υπήρξαν μερικώς ασκητικοί. Στον Ζήνωνα, ο οποίος απείχε πολύ από την τραχύτητα των Κυνικών, διακρίνουμε αρκετά χαρακτηριστικά ασκητισμού, και ένας κωμικός ποιητής έλεγε γι αυτόν : «Διδάσκει την λιτότητα, αλλά τούτο δεν τον εμποδίζει να έχει μαθητές». Ο Κλεάνθης επίσης, ο οποίος υποχρεώθηκε αρχικά (από τον Ζήνωνα) να ζήσει σε ένδεια, φαίνεται ότι υιοθέτησε αργότερα τον ίδιο τρόπο ζωής.
Στον αντίποδα του κυνικού ασκητισμού τοποθετείται ο ηδονισμός του Αριστίππου· ύψιστο αγαθό γι αυτόν ήταν πράγματι η απόλαυση, και μάλιστα η απόλαυση της στιγμής. Ο ηδονιστής όμως αποστρεφόταν το Κράτος, ακριβώς όπως και ο κυνικός. Και όπως δήλωνε ο Σωκράτης, ο Αρίστιππος, δεν σκόπευε να ενταχθεί ποτέ σε κάποια κοινότητα, αλλά προτιμούσε να είναι παντού ξένος. Ο Σωκράτης τον προειδοποιούσε, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, ότι η περιπλάνηση ενέχει κινδύνους,. Η αλήθεια είναι ότι δεν απέφυγε τελείως τα πλούσια γεύματα και τις αυλές των τυράννων, αλλά η τέρψη χωρίς απολαβές είναι ανέφικτη.
Ακολούθως οι φιλόσοφοι απομακρύνθηκαν εντελώς από τις υποθέσεις της πόλης, και ο Πλάτων διακρίνεται τόσο ως άπολις όσο και για την ουτοπία του. Το σημαντικότερο απόσπασμα σχετικά με την πλήρη απαγκίστρωση του, όχι μόνο από το Κράτος, αλλά και από όλες τις υποθέσεις που έλκονται απ’ αυτό, βρίσκεται στον Θεαίτητο, που συνέγραψε στο μέσον του βίου του. Εδώ (173 c, κ. ε.) δια στόματος του Σωκράτη, λέει για τους φιλοσόφους: «Αυτοί λοιπόν, από νέοι κι’ όλας δεν ξέρανε το δρόμο για την αγορά, ούτε ξέρανε πού είναι το δικαστήριο, ή το βουλευτήριο, ή κάποιο άλλο δημόσιο κατάστημα της πόλεως. Και τους νόμους, και τα ψηφίσματα τα προφορικά ή τα γραπτά, ούτε τα βλέπουν, ούτε τα ακούνε. Και η σπουδή που έχουν οι πολιτικές συντροφιές για την εξουσία, και οι συνεδριάσεις, και τα τραπέζια, και τα νυχτερινά χαροκόπια με τις αυλητρίδες, ούτε στον ύπνο τους δεν τους έρχονται στο νου… στην πραγματικότητα ο φιλόσοφος μόνο με το σώμα του βρίσκεται στην πόλη, ο ίδιος βρίσκεται αλλού· ο νους του όμως, που όλα αυτά τα θεωρεί μικρά και μηδαμινά, τα περιφρονεί, και πετάει προς όλες τις κατευθύνσεις, και όπως λέει ο Πίνδαρος, παντού «πάνω από τη γη», και με τα επίπεδά της κάνει γεωμετρία, και πετάει «πέρα από τον ουρανό» και κάνει αστρονομία, και ερευνά τη φύση του καθενός από τα όντα, και δεν καταπιάνεται με κανένα απ’ όσα είναι κοντά του». Πόσες μεταλλάξεις συνέβησαν στο πνεύμα του Πλάτωνα για να καταλήξει σε μια παρόμοια διακήρυξη αρχών, δεδομένης της εξέχουσας αυτοσυνειδησίας των φιλοσόφων, η οποία τον είχε οδηγήσει στο συμπέρασμα πως στο ιδανικό Κράτος θα πρέπει να βασιλεύσουν οι φιλόσοφοι, επιβάλλοντας την απόλυτη εξουσία τους στους πολίτες, και να θεωρήσει ότι το δικό του σύνταγμα ήταν εφαρμόσιμο ; Ίσως όμως αυτή η ανατροπή να είναι ερμηνεύσιμη, αν δεχτούμε ότι το «…είτε να αγνοήσουμε το Κράτος», μπορεί να το διαδεχτεί το «…είτε να το αναμορφώσουμε». Και αν όντως έτσι έχουν τα πράγματα, πρόκειται για μια αισιόδοξη αντιμετώπιση, και επομένως η ουτοπία του Πλάτωνα συνδέεται επίσης με την αισιοδοξία του· και θα πρέπει να υπήρξε πραγματικά αισιόδοξος για να ξεκινήσει τη φιλοσοφική του μελέτη από τις δύο αρχές, περί του Θεού και του υλικού κόσμου. Εδώ έχουμε πάντως την ιδιομορφία ενός φιλοσόφου ο οποίος ως προς την πόλη του, την Αθήνα, διαχώρισε τη θέση του από το Κράτος, και ως προς την Ελλάδα υπήρξε ένας ουτοπιστής· όπως όμως διαπιστώσαμε προηγουμένως, η ξαφνική επιθυμία του να παρέμβει τον απέσπασε από την αρχική του επιλογή, τον κατέστησε έναν φορτικό «θεραπευτή» για τη Σικελία, ενώ κάποιοι μαθητές του απέβησαν τυραννικοί ηγέτες. Θα πρέπει όμως να θυμίσουμε ότι ο τελευταίος φιλόσοφος που τίμησε τον δελφικό χρησμό ήταν αυτός ο ίδιος ο Πλάτων, στο έργο του Περί των Νόμων, στο οποίο γίνεται συχνή αναφορά στα δελφικά αποφθέγματα, σε μια εποχή που η Πυθία σχεδόν έκλινε ήδη προς το μέρος της Μακεδονίας.
Η Στοά δίδαξε επίσης την απαλλαγή από τις βιοτικές ανάγκες και την απαγκίστρωση από το Κράτος. Όπως είδαμε ο Ζήνων και ο Κλεάνθης υιοθέτησαν σε ένα βαθμό τον ασκητικό βίο. Για τον Ζήνωνα, που καταγόταν από μια ελληνο-φοινικική πόλη, το Κίτιο, γνωρίζουμε ότι πριν γίνει φιλόσοφος ήταν έμπορος, και ότι έχασε την περιουσία του σε ένα ναυάγιο· βλέποντας τα αγαθά του να καταποντίζονται αισθάνθηκε ανακούφιση «διότι η μοίρα του τον οδηγούσε πλέον να ενδυθεί τον τρίβωνα, τον φιλοσοφικό μανδύα». Υπήρξε μαθητής του κυνικού Κράτη, θήτευσε στη Μεγαρική Σχολή και κοντά σε πλατωνικούς φιλοσόφους, και αφού επεξεργάστηκε επί είκοσι έτη, με το φοινικικό εμπορικό πνεύμα του, τις γνώσεις που σταχυολόγησε, ίδρυσε τη δική του Σχολή. Έζησε βίο λιτό και φειδωλό, και το ότι δέχθηκε απολαβές ερμηνεύεται από το γεγονός ότι επιθυμούσε να έχει περιορισμένο ακροατήριο.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου