Δευτέρα 11 Μαρτίου 2024

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (216)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Τρίτη, 5 Μαρτίου 2023


Jacob Burckhardt
ΤΟΜΟΣ 3ος
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ:
Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, ΟΙ ΕΠΙΣΤHΜΕΣ ΚΑΙ Η ΕΥΦΡAΔΕΙΑ

IV. Ο Α Τ Ο Μ Ι Σ Μ Ο Σ - 4


Την γνησιότερη μορφή ατομικής χειραφέτησης αντιπροσωπεύουν οι κυνικοί φιλόσοφοι, των οποίων η σχολή ιδρύθηκε από τον Αντισθένη, μαθητή του Σωκράτη, στο Γυμνάσιο Κυνόσαργες των Αθηνών, από το οποίο έλκει και την ονομασία της. Οι Κυνικοί φιλόσοφοι δεν είχαν στόχο τους τη βελτίωση του ανθρώπου και δεν δημιούργησαν εχθρότητες, όπως ο Σωκράτης, ο οποίος παρενοχλούσε μικρούς και μεγάλους στην αμετανόητη Αθήνα. Δεν γνωρίζουμε αν πρέσβευαν όντως ένα φιλοσοφικό δόγμα, ή απλώς ένα τρόπο ζωής· περιφρονούσαν πάντως τη λογική και τη φυσική, και περιορίστηκαν στον ορισμό της ηθικής, με υπέρτατο αξίωμα τη διδασκαλία της αρετής, η οποία διδάσκεται και δεν δύναται να απωλεσθεί· βασικότερη αρετή ήταν γι αυτούς η απαλλαγή από τις βιοτικές ανάγκες, η περιφρόνηση των απολαύσεων και ο ασκητικός βίος. «Η οδύνη είναι αγαθό», έλεγε ο Αντισθένης, αδιαφορώντας για όλα τα υπόλοιπα.

Η απαλλαγή από τις εξωτερικές ανάγκες τούς επέτρεπε να περιφρονούν την πόλη και το Κράτος του οποίου υπήρξαν οι αιχμηρότεροι επικριτές. Ο Schwegler παρατηρεί ότι η απαγκίστρωση από κοινωνικές υποχρεώσεις και εξαναγκασμούς μαρτυρεί ένα ιδιαίτερο είδος εγωισμού, και επίσης ότι δεν δικαιούνταν τουλάχιστον να επεξεργάζονται κοινωνικά δόγματα, από τη στιγμή που είχαν τοποθετηθεί στο περιθώριο της κοινωνίας. Ασφαλώς η αποχή από την πολιτική υπήρξε γνώρισμα πολλών φιλοσόφων, και φυσική αντίδραση απέναντι στον δεσποτισμό της πόλης. Και τα δεινά της, όπως ισχυρίζεται ο Bruno Bauer « δεν μπορούσαν να αγγίξουν τους φιλοσόφους, απαλλάσσοντας τους από ένα βαρύ φορτίο». Από την πλευρά του ο Διογένης αισθανόταν και δήλωνε σε κάθε ευκαιρία, πολίτης του κόσμου· για τον κυνικό φιλόσοφο, η απαξιωτική κριτική των τραγικών ποιητών αποτελούσε μεγάλη τιμή και ικανοποίηση, δεδομένου ότι ήταν «άπολις, άπατρις, άστεγος, επαίτης, περιπλανώμενος, χωρίς μέριμνα για την επαύριον», ενώ ο Αντισθένης περιέλουζε ήδη με σαρκασμούς κάθε είδους τους «αυτόχθονες» πολίτες και την ίδια τη δημοκρατία των Αθηνών εκείνης της εποχής.

Τη θέση μιας φιλοσοφικής θεωρίας των Κυνικών καταλαμβάνει ένα πλήθος ανεκδοτολογικών αφηγήσεων και ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους, των οποίων οι λεπτομέρειες αποτελούνται σε μεγάλο βαθμό από εφευρήματα, αντανακλούν όμως σε μεγάλο βαθμό το κλίμα της εποχής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η φυσιογνωμία του Διογένη από τη Σινώπη, του επιλεγόμενου και Κυνικού, ενός «Σωκράτη σε παράνοια», όπως τον αποκαλούσε ο Πλάτων. Ο Διογένης αυτός εξορίστηκε από τη γενέτειρά του για παραχάραξη νομισμάτων από τον ίδιο ή τον πατέρα του. Δεν είναι απαραίτητο να εμπιστευθούμε απόλυτα αυτές τις πληροφορίες, είναι όμως σαφές ότι ο χαρακτήρας του διαμορφώθηκε από μια πλήρη ρήξη με το παρελθόν. Κατοικούσε άλλοτε στην Αθήνα, άλλοτε στην Κόρινθο και άλλοτε στη Θήβα, συγκρίνοντας τις μεταβάσεις τους σ’ αυτές τις τρείς τοποθεσίες με τις μετεγκαταστάσεις του Μεγάλου Βασιλέως, τρείς φορές το χρόνο· απέκτησε όμως μεγάλη φήμη κυρίως στην Αθήνα, της οποίας η ισχύς, την εποχή της άφιξής του, είχε ήδη συντριβεί, με μοναδική κατοικία του το περιβόητο πιθάρι, κοντά στον Μητρώο ναό, προκαλώντας γενική θυμηδία στο ακροατήριό του με τη σκωπτική του διάθεση, υποκαθιστώντας εν μέρει την εκλιπούσα πλέον επικριτική ατμόσφαιρα της αρχαίας κωμωδίας. Λέγεται επίσης ότι σε μεγάλη ηλικία συνελήφθη αιχμάλωτος από τον πειρατή Σκίρταλο ο οποίος τον πούλησε ως σκλάβο στην Κόρινθο, σε κάποιο πλούσιο έμπορο με το όνομα Ξενιάδης. Παρέμεινε για μεγάλο διάστημα στην οικία του τελευταίου ως «διδάσκαλος», παρότι γονείς και φίλοι προσπάθησαν να τον εξαγοράσουν. Ο Ξενιάδης αναγνώρισε στον Διογένη «ένα θετικό πνεύμα», και του ανέθεσε την ανατροφή των υιών του, τους οποίους εκπαίδευσε ασφαλώς σύμφωνα με τις αρχές του, αλλά τους πρόσφερε επιπλέον μια ξεχωριστή λογοτεχνική μόρφωση, διότι, αντίθετα με τους υπόλοιπου κυνικούς δεν απεχθανόταν αυτή τη γνώση, ενώ θεωρούσε άχρηστες τις γνώσεις μουσικής, γεωγραφίας και αστρονομίας, και κατέκρινε την τέχνη εξ αιτίας της υψηλής αμοιβής που απαιτούσε η αγορά ενός αγάλματος. Λέγεται ότι επισκεπτόταν την Ολυμπία, ενώ για την υπόθεση του Άρπαλου υποστήριζε ότι επειδή αυτός έζησε μεγάλο χρονικό διάστημα κοντά σε θησαυρούς, έπαψε να πιστεύει στη θεία δίκη. Έδωσε τέλος στη ζωή του την ημέρα που ο Αλέξανδρος απέθανε στη Βαβυλώνα, και αυτοί που τον βρήκαν νεκρό στο γυμνάσιο του Κραθείου υπέθεσαν ότι «επέλεξε να απαλλαγεί από το υπόλοιπο της ζωής του». Οι γιοί του Ξενιάδη που του παραστάθηκαν ως το τέλος, φρόντισαν για την ταφή του.

Η σκέψη του Διογένη είναι απλή· η κορυφαία θέση που κατέχει, τόσο στο πάνθεον των ελλήνων, όσο και ως πρότυπο του ελληνικού βίου, οφείλεται κυρίως στην ουσιαστική καταφρόνηση που έτρεφε για τον κόσμο, στην απαλλαγή του από κάθε είδους κρατική εξάρτηση, από ανθρώπινες γνώμες και ανάγκες, και σε μια βαθειά απαισιοδοξία στο πρακτικό επίπεδο, η οποία για το φιλόσοφο υπήρξε συμβατή με μια θεωρητική αισιοδοξία. Τους ρήτορες, και όλους όσους είχαν αποκτήσει κάποια φήμη λόγω της ευφράδειάς τους, τούς αποκαλούσε «τριπλά ανθρώπους» που σημαίνει «τριπλά δυστυχείς», ενώ αποποιήθηκε κάθε είδους δόξα και όλα τα σχετικά: για το γάμο, ως παράδειγμα, είχε μιαν εντελώς αρνητική γνώμη. Αλλά οποιοσδήποτε είχε το σθένος να αντιμετωπίσει την δηκτικότητα του, μπορούσε να αναγνωρίσει τη δύναμη και τη γοητεία του λόγου του, και έτσι δεν του έλειψαν οι φίλοι και οι οπαδοί. Αλλά καθώς δεν είχε εξ ορισμού καλή γνώμη για τους ανθρώπους, και ίσως επειδή ήθελε να είναι όχι απλώς πρωτότυπος, αλλά απολύτως ιδιόμορφος, απέφευγε εκείνους που επεδίωκαν να προσκολληθούν, ή τους εμπόδιζε με διάφορες δοκιμασίες, όπως για παράδειγμα υποχρεώνοντάς τους να τον ακολουθούν σέρνοντας πίσω τους μια ρέγγα, ή ένα κομμάτι τυρί, κ.τ.λ.

Τις απειλές κατά της σωματικής τους ακεραιότητας τις αντιμετώπιζε με ψυχραιμία, κάποτε όμως προτίμησε να χειροδικήσει για να αποφύγει ένα πρόστιμο· παρέμενε επίσης απαθής απέναντι σε κάθε είδους σαρκασμό. Ζούσε επιλέγοντας συνειδητά την επαιτεία, αλλά με μεγάλη φειδώ (ζητούσε συνήθως έναν οβολό), ασκώντας αυτή την πρακτική ως δικαίωμα. Όταν κάποιος καθυστέρησε να του δώσει το αιτούμενο πενιχρό ποσό, παρατήρησε: «Άνθρωπέ μου, ζητώ τη βοήθειά σου για την τροφή μου, όχι για την κηδεία μου!». Και όταν κάποιος τον ρώτησε γιατί οι άνθρωποι βοηθούν τους επαίτες, αλλά όχι τους φιλοσόφους, του απάντησε: «Μπορεί ένας άνθρωπος να καταλήξει παράλυτος, ή τυφλός, αλλά ποτέ φιλόσοφος».

Ο Διογένης εκπροσωπεί τον αυθεντικό και γαλήνιο πεσιμισμό, ο οποίος παραιτείται από εκείνο το μεγάλο μερίδιο της ζωής που απειλούν η δυστυχία και κάθε είδους απώλειες, αρκούμενος σε ότι απομένει από λιτότητα, υγεία και ελευθερία. Η απαλλαγή από κάθε ανάγκη είναι γι αυτόν θείο χάρισμα, ο ασκητικός βίος καθιστά τον άνθρωπο όμοιο με τους θεούς, και όπως ο Ηρακλής, τοποθετεί την ελευθερία στην πρώτη θέση. Και γι αυτό αν κάποιος του έλεγε ότι η ζωή είναι άσχημη, απαντούσε «όχι, αλλά το ζῆν ασχήμως»· πρόσθετε ότι οι θεοί παραχώρησαν στους ανθρώπους μια εύκολη ζωή, η οποία όμως τους έχει αποκρυφτεί επειδή προτίμησαν «τα εδέσματα από μέλι και καταπραϋντικές αλοιφές». Και όταν περιφερόταν με τον φανό του αναζητώντας «άνθρωπο», ίσως δεν εννοούσε το άνθρωπο που αφίσταται από το ζώο, ή τον μεταμορφωμένο από την ηθική άνθρωπο, αλλά , όπως μπορεί να έχει συμβεί και σ’ εμάς, τον μη-πολίτη.

Ο Διογένης ,με τον καθαρά επικριτικό λόγο του, ενδέχεται να πρόσφερε μια σχετική ανακούφιση στον Αθηναϊκό λαό, συγκρινόμενος με την κυρίαρχη τότε αναζήτηση της αρετής, και μάλιστα των τεσσάρων θεμελιωδών αρετών στη βάση των οποίων ο Αγάθων, για παράδειγμα, στο Συμπόσιο του Πλάτωνα φτάνει στο σημείο να επικρίνει τον Έρωτα· αλλά η γελοιοποίηση και η παρωδία ήσαν προσφιλείς σ’ αυτή τη φυλή. Ήδη ο Αντισθένης με τον ρακένδυτο μανδύα του αντιμετώπισε το εξής σχόλιο από τον Σωκράτη: «Πότε θα πάψεις να μας παριστάνεις τον ωραίο;». Και ο Πλάτων λέγεται ότι παρατήρησε τον Διογένη λέγοντας: «Πόσο γοητευτική θα ήταν η αφέλεια αν δεν ήταν προσχεδιασμένη· οι καθαυτό φιλόσοφοι αντιμετώπισαν συχνά τους κυνικούς σαν θεατρίνους. Στον Κράτη αποδόθηκε η ιδιότητα της ιδιόμορφης προσωπικότητας, επειδή ρευστοποίησε την περιουσία του, μοίρασε τα χρήματα στους Θηβαίους και δήλωσε : «Ο Κράτης ελευθέρωσε τον Κράτη». Λέγεται επίσης ότι ήταν άσχημος και καμπούρης, και ότι τον κορόιδευαν όταν ασκείτο. Πως όταν δέχτηκε μια γροθιά στο πρόσωπο, τοποθέτησε επιγραφή στο σημείο της πληγής που έγραφε: «Γι αυτό ευθύνεται ο Νικόδρομος», χειρονομία που υπερβαίνει πολλούς Διογένηδες. Η σύζυγός του Ιππαρχία, η οποία τον νυμφεύθηκε παρ’ όλες τις προειδοποιήσεις του, φορούσε επίσης τρίβωνα και είχε ασυνήθιστη συμπεριφορά· και μαζί τους συμπορεύτηκε ο γαμβρός του Μητροκλής, ο οποίος αφού εγκατέλειψε τον Θεόφραστο για να προσχωρήσει στους Κυνικούς, τον χειμώνα κοιμόταν σε στάνες και το καλοκαίρι στις στοές των ναών. Ολόκληρη αυτή η «κουστωδία» όπως την συναντάμε στο συμπόσιο του Βασιλέα Λυσίμαχου, της Μακεδονίας- Θράκης, όπου η Ιππαρχία διαλέγεται με τον Θεόδωρο τον Άθεο, δίνει την εντύπωση μιας σκηνοθετημένης παράστασης, με βασικό σκοπό την εξασφάλιση γεύματος· και μπορούμε ασφαλώς να εικάσουμε ότι δεν κινδύνευε να παρεκτραπεί λόγω οινοποσίας. Αλλά και αυτός ο ίδιος ο Κράτης μας παρέδωσε σημαντικά ελεγειακά και ιαμβικά αποσπάσματα, όπως οι εμποτισμένοι από την κυνική παράδοση στίχοι του σε σχέση με την πλήρη αποστροφή προς τη δόξα, αυτοί στους οποίους επιβεβαιώνεται ο ίδιος, διακωμωδώντας την εσφαλμένη ιεράρχηση των αξιών, καθώς και την περικοπή στην οποία εμφανίζεται ως κάποιος «που φέρει εντός του όλα του τα υπάρχοντα». Αλλά και στο ερώτημα ποιο όφελος αποκόμισε από τη φιλοσοφία, η απάντηση του ήταν η ακόλουθη:


« Μια μερίδα κουκιά και την απαλλαγή από έγνοιες».


(συνεχίζεται)

ΚΑΤΑΛΗΓΟΥΜΕ ΛΟΙΠΟΝ ΣΤΗΝ ΕΞΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΜΙΣΟΥΣ ΤΗΣ ΝΕΟΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΗΣΥΧΑΣΜΟΥ, ΤΗΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΤΙΚΗΣ, ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΝΟΥ  ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ, ΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ. ΤΗΝ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ. 
ΔΕΝ ΔΕΧΟΝΤΑΙ ΤΗΝ ΠΕΡΙΦΡΟΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΖΩΗ ΤΩΝ ΑΠΟΛΑΥΣΕΩΝ ΤΟΥ ΠΛΟΥΤΟΥ, ΔΙΟΤΙ ΑΓΑΠΟΥΝ ΤΑ ΑΞΙΩΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΔΟΞΑ ΠΟΥ ΣΥΝΕΠΑΓΟΝΤΑΙ. 
ΑΡΧΗΣ ΓΕΝΟΜΕΝΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΩΣΙΑΚΟΥΣ, ΤΗΝ ΣΥΝΕΧΙΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΙΚΟΥ ΦΡΟΝΗΜΑΤΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΔΙΩΞΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕΩΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ, ΤΟΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΜΑΝΙΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΕΙΟΥ ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΑΛΑΤΑ ΤΟΥ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΒΑΠΤΙΣΕ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ. 

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Χρόνια πολλά της Αγίας Θεοδώρας σημερα