ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Συνέχεια από Δευτέρα, 26 Φεβρουαρίου 2024
Jacob Burckhardt
ΤΟΜΟΣ 3ος
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ: Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, ΟΙ ΕΠΙΣΤHΜΕΣ ΚΑΙ Η ΕΥΦΡAΔΕΙΑ
IV. Ο Α Τ Ο Μ Ι Σ Μ Ο Σ - 3
Αλλά αυτό που μας ενδιαφέρει κυρίως εδώ δεν είναι να γνωρίσουμε πώς επέδρασαν οι Έλληνες επί της φιλοσοφίας, αλλά πώς η φιλοσοφία επέδρασε επί των Ελλήνων. Σημαντικό από ιστορική και πολιτισμική άποψη δεν είναι το επίπεδο της «αντικειμενικής αλήθειας» το οποίο κατέκτησαν ή θα μπορούσαν να κατακτήσουν οι έλληνες φιλόσοφοι, αλλά η δεκτικότητα των Ελλήνων απέναντι σε κάθε μορφή αληθείας, και η συνεισφορά της φιλοσοφίας ως συστατικού στοιχείου του ελληνικού βίου. Αξιοσημείωτη, και αποφασιστικής σημασίας ήταν η εμφάνιση μιας κατηγορίας ελεύθερων και ανεξάρτητων ανθρώπων στους κόλπους της δεσποτικής πόλης. Οι φιλόσοφοι δεν κατέχουν θέσεις υπαλλήλων ή λειτουργών της· αποδεσμεύονται εκουσίως, όπως είδαμε, δια της ένδειας και της στερήσεως, και αντιτιθέμενος στην πόλη, τις υποθέσεις και την κενολογία της, ο ατομισμός διασώζει την ικανότητα και το σθένος του στοχασμού.
Προκειμένου να πετύχουμε τον ερευνητικό στόχο μας, θα πρέπει να παραμερίσουμε εντελώς το περιεχόμενο της ελληνικής φιλοσοφίας, και να τοποθετήσουμε στη θέση του την έρευνα της ατομικής χειραφέτησης, όπως εμφανίζεται με κάθε λεπτομέρεια κατά την ηθική περίοδο, ξεκινώντας από την κορυφαία και ανεπανάληπτη μορφή του Σωκράτη.
Ο Σωκράτης (469 – 399 π. χ.), μαζί με τον θρυλικό Οδυσσέα, είναι ο δημοφιλέστερος Έλληνας, ή ορθότερα η πλέον γνωστή φυσιογνωμία σε ολόκληρη την παγκόσμια ιστορία, όχι τόσο στις λεπτομέρειες της ζωής του (κυρίως της νεανικής), όσο ως προς την ουσία της υπάρξεώς του. Αυτή η τόσο ιδιαίτερη μορφή, που από την καρδιά των Αθηνών ασκεί μια τεράστια επιρροή σε ολόκληρο τον κόσμο, δεν υπήρξε μόνο πρότυπο αφοσίωσης, αυτοκυριαρχίας, ανιδιοτέλειας και συνέπειας, αλλά και ένα ιδιαίτερα ξεχωριστό άτομο, που επιβλήθηκε με έναν ξεχωριστό δικό του τρόπο· άλλος άνθρωπος σαν κι αυτόν δεν υπήρξε, λέει ο Πλάτων, και προσθέτει: όλοι οι μεγάλοι άνδρες της εποχής μας μπορούν να συγκριθούν με κάποιον μεγάλο άνδρα του παρελθόντος, εκτός από τον Σωκράτη. Φορέας μιας ιδιαίτερα έντονης αντίφασης μεταξύ της εξωτερικής του εμφάνισης και της εσωτερικής του συγκρότησης, πένης και ανενδεής, παρευρισκόταν ημέρα και νύχτα στην αγορά, τα γυμναστήρια, τα εργαστήρια, στις εορτές και τα συμπόσια, διδάσκοντας, εκπαιδεύοντας, ασκώντας τη μαιευτική, προσφέροντας συμβουλές, ειρωνευόμενος και περιγελώντας, προειδοποιώντας και συμφιλιώνοντας, μέσα από συζητήσεις πάνω σε όλα τα πιθανά ζητήματα. Κανένα περιβάλλον, καμιά θέση (σε στοά), καμία συγκεκριμένη ώρα, δεν του στάθηκε εμπόδιο, αλλά ενίοτε αστειευόμενος, άλλοτε κατά τύχη, ή με κάποια αφορμή, φιλοσοφούσε. Επιπλέον, σε αντίθεση με άλλους φιλοσόφους συναναστρεφόταν όλο τον κόσμο, και τη σοφία του, που στην περίπτωσή του δεν ήταν ένα σύστημα, αλλά ένας τρόπος σκέψης την μοιραζόταν με τους πάντες· πρόκειται για ένα μοναδικό φαινόμενο «εκδημοκρατισμού της σκέψης» στον πλανήτη. Και πρόκειται ταυτόχρονα για τον πιο μαχητικό και αφοσιωμένο στο καθήκον πολίτη, παρότι δεν έλαβε ενεργό μέρος στις υποθέσεις του Κράτους· η μοναδική επίσημη ιδιότητά του, όπως γνωρίζουμε, υπήρξε αυτή του μέλους του Πρυτανείου το 406, θέση από την οποία υπερασπίστηκε τους κατηγορούμενους στην υπόθεση των στρατηγών· κατά τα λοιπά, τόσο ο ίδιος, όσο και οι δικοί του άνθρωποι, άσκησαν την κριτική τους απέναντι στο Κράτος, ενώ απέφευγαν κάθε είδους ανάμειξη σ’ αυτό.
Ο Σωκράτης αποποιήθηκε τη γνώση καθ’ εαυτή. Δεν θέλησε να μεταδώσει «γνώσεις», όπως έκαναν οι σοφιστές, και το περιβόητο «ουδέν οίδα» είναι στην ουσία ένας χλευασμός που τους απευθύνει. Δεν δέχεται επίσης κανένα συσχετισμό με τον Αναξαγόρα, και το τονίζει εμφανώς μέσω της πλατωνικής Απολογίας, χαρακτηρίζοντας αδιανόητες απόψεις όπως ότι ο ήλιος είναι ένας λίθος, και η Σελήνη μόνο χώμα. Το γεγονός ότι ο Αριστοφάνης στις Νεφέλες τού αποδίδει την αθεΐα του Αναξαγόρα, καθώς και τη χείριστη εκδοχή της σοφιστικής, συνιστά μια βάναυση αδικία, και ερμηνεύεται αποκλειστικά από την έντονη αποστροφή των Αθηναίων προς το πρόσωπό του εκείνη την εποχή (423). Και ενώ αποκλίνει από τα μαθηματικά και την έρευνα της φύσεως, αφιερώνεται, με όλη την ευφυΐα που τον διακρίνει, στην αφύπνιση της ηθικής συνείδησης, αποστολή εξαιρετικά επίπονη. Η ηθική οικοδομείται στη βάση αυτής της νεοαποκτηθείσας συνείδησης· η συνείδηση του Θεού, η πίστη στην αθανασία και η υπευθυνότητα αποτελούν τις συνιστώσες της, και επομένως η γνώση, η θέληση και η πίστη αποκτούν για πρώτη φορά παρόμοια συνοχή. Η θεμελιώδης ιδέα του ενέχει αισιοδοξία. Πιστεύει στην αγαθή πρόθεση των θεών-δημιουργών, και προσδίδει σ’ αυτή του την αντίληψη θεολογικό περιεχόμενο, προεκτείνοντάς την με τρόπο που μας επιτρέπει να διακρίνουμε έναν μονοθεϊσμό, τον οποίο μετά δυσκολίας αποκρύπτει η χρήση του πληθυντικού. Μπορεί οι σοφιστές να προηγήθηκαν στην διαμόρφωση της διαλεκτικής και λογικής μεθόδου, την οποία χρησιμοποιεί στους διαλόγους του, προσφέροντάς της μιαν ώθηση από την οποία επωφελήθηκε, χάρη όμως στο Σωκράτη, και μόνο, αποκτά την καθαρή της μορφή· και ο Πλάτων μοιάζει να επιστρέφει βαθμιαία στην προφορική διδασκαλία. Ο Σωκράτης περιέρχεται τη δική του πόλη, την Αθήνα, την οποία σχεδόν ποτέ δεν εγκατέλειψε, και απευθύνεται σε όλους όσους συναντά στο πέρασμά του. Με την έντιμη πρόθεση να βελτιώσει τον άνθρωπο, τους σταματά στο δρόμο για να τους θέσει ερωτήματα, να τους αντικρούσει, να διευθετήσει τις σκέψεις τους. Ο Πλάτωνας έχει αποδώσει με αρκετή σαφήνεια τη μέθοδο που ακολουθούσε ο Σωκράτης· προσφέροντας τον λόγο στον ακροατή του, και αφού ο τελευταίος είχε υποστηρίξει με έμφαση τη δική του άποψή επί του θέματος, συνήθιζε να τον ξαφνιάζει με μια βαθειά και εμπεριστατωμένη σκέψη, ενίοτε με την πρόθεση να τον συνταράξει, και να τον αφήσει ακολούθως να συνεχίσει τον συλλογισμό του. Σε ποιο βαθμό αυτός ο σοφιστής, υπηρέτης του αγαθού, προκαλούσε τον ενθουσιασμό στους συνομιλητές του, μπορούμε να το συνάγουμε διατρέχοντας την ομιλία του Αλκιβιάδη στο Συμπόσιο του Πλάτωνα, η οποία σε συνάφεια με τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα και την Απολογία του Πλάτωνα συνιστά τη σημαντικότερη σχετική μαρτυρία. Εξ άλλου, δεν θα πρέπει καθόλου να μας εκπλήσσει το ότι κατέληξε να προκαλέσει την εχθρότητα όλων των άλλων ανθρώπων και των πολιτικών κομμάτων. Η βελτίωση του εαυτού είναι από μόνη της μια διαδικασία την οποία οι άνθρωποι δεν αποδέχονται εκούσια, δεδομένου ότι καθένας πιστεύει για τον ίδιο ότι είναι γενικά ένας σχετικά καλός άνθρωπος· και το γεγονός ότι συντάρασσε τους ανθρώπους εγκαταλείποντάς τους κατόπιν στην τύχη τους, σε πολλούς δημιουργούσε την εντύπωση ενός σχολαστικού και κακεντρεχούς σοφιστή. Αντικείμενο έρευνας αποτελεί επίσης η σημασία που είχε για τον Σωκράτη το ερώτημα που έθεσε ο Χαιρεφών στο Μαντείο των Δελφών, ερώτημα που αποδοκιμάστηκε ήδη εκείνη την εποχή, και στο οποίο η Πυθία έδωσε μια συνετή, αρνητικής μορφής απάντηση: «Ουδείς σοφότερος του Σωκράτους». Ο ίδιος προσέδωσε μια μετριόφρονα ερμηνεία στην απάντηση του θεού, λέγοντας ότι ο Απόλλων θέλησε απλώς να αποκαλέσει σοφό αυτόν, που όπως ο Σωκράτης, αντιλαμβάνεται τη ματαιότητα της ανθρώπινης γνώσης. Το γεγονός όμως ότι συναναστρεφόταν ανθρώπους κάθε κοινωνικής τάξης και μπορούσε να αποδείξει για παράδειγμα σε έναν επιδέξιο τεχνίτη ότι οι γνώσεις του σε όλους τους άλλους τομείς ήταν ανύπαρκτες, επηρέασε αρνητικά πολλούς ικανούς και ενεργούς πολίτες. Ανεξάρτητα δε από το γεγονός ότι όποιος ομιλεί συνεχώς, ακόμη και αν είναι ο Σωκράτης, δεν μπορεί να ομιλεί πάντοτε σοφά, και ότι ενίοτε οι επαναλαμβανόμενες συγκριτικές αναφορές του δυσαρεστούσαν τους ακροατές του, η συχνή χρήση της ειρωνείας, που απέβλεπε στην «εξουθένωση» του ακροατή του, μιας ειρωνείας που του εξασφαλίζει την υπεροχή, δεν υπήρξε ποτέ ασμένως αποδεκτή· να προσθέσουμε εδώ ότι συχνά περιέπαιζε τα θύματα του ενώπιον ακροατηρίου αποτελούμενου από νέους, των οποίων ενθάρρυνε τη θυμηδία: μια συμπεριφορά που ουδόλως ενθαρρύνει την δημιουργία φιλικού περιβάλλοντος.
Στη απολογία του υποστηρίζει με σθένος την ιερή αποστολή του απέναντι στους Αθηναίους, υπενθυμίζοντας ότι κανένα ανθρώπινο κίνητρο δεν θα μπορούσε να αιτιολογήσει τον παραμερισμό από μέρους του κάθε είδους προσωπικού συμφέροντος· επικαλείται επίσης το δαιμόνιό του, το οποίο είναι κάτι απόλυτα προσωπικό, δηλαδή μια θεϊκή εσωτερική φωνή, με αποτρεπτική και προειδοποιητική ισχύ. Δεν αποκλείεται όμως η επίκληση αυτής της θεϊκής έμπνευσης να τον τοποθέτησε, στην αντίληψη των συμπολιτών του, στο επίπεδο ενός οποιουδήποτε περιφερόμενου μάντη. Κάθε Αθηναίος μπορεί να είχε σχηματίσει μια προσωπική αντίληψη για τον Σωκράτη, γεγονός όμως παραμένει ότι την εποχή της δίκης του κυριαρχούσε ένα αίσθημα απογοήτευσης σε όλα τα επίπεδα.
Ο Σωκράτης καθυβρίστηκε και τελικά θανατώθηκε· φαίνεται όμως ότι, παρότι ο ίδιος διέθετε την απαραίτητη ειρωνεία για να αποπροσανατολίζει τους αντιπάλους του, κανένας απ’ αυτούς δεν διέθετε, όση θα ήταν απαραίτητη, για να τον αγνοήσει. Η συνήθειά του να παρενοχλεί όλο τον κόσμο συνέπεσε με μια εποχή κατά την οποία όλοι οι επώνυμοι πολίτες (δηλαδή το περιβάλλον του) ζούσαν σε ένα κλίμα συνεχούς απειλής, εξ αιτίας της συκοφάντησης, και της απαξίωσης των πολιτικών θεσμών, που τους καθιστούσε ανεπίδεκτους σ’ αυτού του είδους την ειρωνεία, με αποτέλεσμα οι πολίτες να τον αποφεύγουν, και βαθμιαία πολύς κόσμος να του γυρίσει την πλάτη: όπως ιερείς, οπαδοί της αποκατασταθείσης δημοκρατίας, οι οποίοι δεν του συγχώρησαν τις συναναστροφές του με πολλούς ολιγάρχες, σοφιστές, παρωχημένοι πλέον εχθροί της σοφιστικής, και όψιμοι πατριώτες. Και όταν η πολιτεία τον συνέλαβε, όλοι αυτοί συνασπίστηκαν εναντίον του, και κανένας άλλος, με εξαίρεση τους ελάχιστους φίλους του, δεν εναντιώθηκε. Η απουσία οποιουδήποτε είδους οργανωμένης υπεράσπισης του Σωκράτη αποδεικνύει ότι οι Αθηναίοι (μεταξύ τους και πολλοί ευυπόληπτοι πολίτες) δεν είχαν πλέον διάθεση να τον υπομείνουν· η ζοφερή πραγματικότητα που επικράτησε εξ άλλου μετά τους Αιγός Ποταμούς τους είχε δημιουργήσει ένα είδος αδιαφορίας απέναντι στην τύχη συμπολιτών τους, καθώς αντιμετώπιζαν ήδη μεγάλη δυσκολία στην διευθέτηση της προσωπικής τους ζωής. Αλλά και ο ίδιος ο Σωκράτης επέλεξε τον θάνατο, παρότι στον Φαίδωνα του Πλάτωνος αποποιείται την αυτοχειρία. Η διεξαγωγή της δίκης του μας προσφέρει ένα αξιομνημόνευτο παράδειγμα αυτοκυριαρχίας μέσα στα πλαίσια της νομιμότητας, και η κατάληξη τής απολογίας του ένα μνημειώδες αριστούργημα. Ο ισχυρισμός του ότι η εξορία σε μιαν αφιλόξενη πόλη θα συνιστούσε την χειρότερη καταδίκη, είναι απόλυτα πειστικός.
Πολλά από τα στοιχεία του χαρακτήρα και της μοίρας του Σωκράτη γίνονται κατανοητά ακόμη και στις μέρες μας. Αρχικά όλοι οι καιροσκόποι φυσικά θα τον απεχθάνονταν, αλλά και όσοι διέπονται από την πίστη στο καθήκον μετά δυσκολίας θα τον υπέμεναν· ο λαός θα τον συμπαθούσε σχεδόν αποκλειστικά επειδή παρενοχλούσε τους «καθώς πρέπει»· οι ισχυροί θα τον αντιμετώπιζαν με μειδιάματα, οι θρησκευόμενοι θα του αντέτασσαν μια βαθειά πεποίθηση περί ενοχής και καθάρσεως, ενώ οι εγκληματίες θα έμεναν μακριά του. Το ποσοστό αυτών στους οποίους θα είχε πρόσβαση θα ήταν ελάχιστο, και κανείς δεν θα υμνούσε την προσωπική του δόξα ( με τον τρόπο τουλάχιστον που αναδεικνύεται στην Απολογία, και το Συμπόσιο του Ξενοφώντα).
Αναμφίβολα ο Σωκράτης, στην τότε πόλη των Αθηνών, υπήρξε μια μοναδική και ασύγκριτη μορφή· μας κληροδότησε ένα ξεχωριστό πρότυπο, και κατέστη ένα ιδανικό του ελληνικού τρόπου ύπαρξης· θα αποτελεί πάντοτε μια φυσιογνωμία κομβικής σημασίας του συνόλου της τότε αθηναϊκής κοινωνίας, και κορυφαίο παράδειγμα ατομικής χειραφέτησης.
(συνεχίζεται)
Προκειμένου να πετύχουμε τον ερευνητικό στόχο μας, θα πρέπει να παραμερίσουμε εντελώς το περιεχόμενο της ελληνικής φιλοσοφίας, και να τοποθετήσουμε στη θέση του την έρευνα της ατομικής χειραφέτησης, όπως εμφανίζεται με κάθε λεπτομέρεια κατά την ηθική περίοδο, ξεκινώντας από την κορυφαία και ανεπανάληπτη μορφή του Σωκράτη.
Ο Σωκράτης (469 – 399 π. χ.), μαζί με τον θρυλικό Οδυσσέα, είναι ο δημοφιλέστερος Έλληνας, ή ορθότερα η πλέον γνωστή φυσιογνωμία σε ολόκληρη την παγκόσμια ιστορία, όχι τόσο στις λεπτομέρειες της ζωής του (κυρίως της νεανικής), όσο ως προς την ουσία της υπάρξεώς του. Αυτή η τόσο ιδιαίτερη μορφή, που από την καρδιά των Αθηνών ασκεί μια τεράστια επιρροή σε ολόκληρο τον κόσμο, δεν υπήρξε μόνο πρότυπο αφοσίωσης, αυτοκυριαρχίας, ανιδιοτέλειας και συνέπειας, αλλά και ένα ιδιαίτερα ξεχωριστό άτομο, που επιβλήθηκε με έναν ξεχωριστό δικό του τρόπο· άλλος άνθρωπος σαν κι αυτόν δεν υπήρξε, λέει ο Πλάτων, και προσθέτει: όλοι οι μεγάλοι άνδρες της εποχής μας μπορούν να συγκριθούν με κάποιον μεγάλο άνδρα του παρελθόντος, εκτός από τον Σωκράτη. Φορέας μιας ιδιαίτερα έντονης αντίφασης μεταξύ της εξωτερικής του εμφάνισης και της εσωτερικής του συγκρότησης, πένης και ανενδεής, παρευρισκόταν ημέρα και νύχτα στην αγορά, τα γυμναστήρια, τα εργαστήρια, στις εορτές και τα συμπόσια, διδάσκοντας, εκπαιδεύοντας, ασκώντας τη μαιευτική, προσφέροντας συμβουλές, ειρωνευόμενος και περιγελώντας, προειδοποιώντας και συμφιλιώνοντας, μέσα από συζητήσεις πάνω σε όλα τα πιθανά ζητήματα. Κανένα περιβάλλον, καμιά θέση (σε στοά), καμία συγκεκριμένη ώρα, δεν του στάθηκε εμπόδιο, αλλά ενίοτε αστειευόμενος, άλλοτε κατά τύχη, ή με κάποια αφορμή, φιλοσοφούσε. Επιπλέον, σε αντίθεση με άλλους φιλοσόφους συναναστρεφόταν όλο τον κόσμο, και τη σοφία του, που στην περίπτωσή του δεν ήταν ένα σύστημα, αλλά ένας τρόπος σκέψης την μοιραζόταν με τους πάντες· πρόκειται για ένα μοναδικό φαινόμενο «εκδημοκρατισμού της σκέψης» στον πλανήτη. Και πρόκειται ταυτόχρονα για τον πιο μαχητικό και αφοσιωμένο στο καθήκον πολίτη, παρότι δεν έλαβε ενεργό μέρος στις υποθέσεις του Κράτους· η μοναδική επίσημη ιδιότητά του, όπως γνωρίζουμε, υπήρξε αυτή του μέλους του Πρυτανείου το 406, θέση από την οποία υπερασπίστηκε τους κατηγορούμενους στην υπόθεση των στρατηγών· κατά τα λοιπά, τόσο ο ίδιος, όσο και οι δικοί του άνθρωποι, άσκησαν την κριτική τους απέναντι στο Κράτος, ενώ απέφευγαν κάθε είδους ανάμειξη σ’ αυτό.
Ο Σωκράτης αποποιήθηκε τη γνώση καθ’ εαυτή. Δεν θέλησε να μεταδώσει «γνώσεις», όπως έκαναν οι σοφιστές, και το περιβόητο «ουδέν οίδα» είναι στην ουσία ένας χλευασμός που τους απευθύνει. Δεν δέχεται επίσης κανένα συσχετισμό με τον Αναξαγόρα, και το τονίζει εμφανώς μέσω της πλατωνικής Απολογίας, χαρακτηρίζοντας αδιανόητες απόψεις όπως ότι ο ήλιος είναι ένας λίθος, και η Σελήνη μόνο χώμα. Το γεγονός ότι ο Αριστοφάνης στις Νεφέλες τού αποδίδει την αθεΐα του Αναξαγόρα, καθώς και τη χείριστη εκδοχή της σοφιστικής, συνιστά μια βάναυση αδικία, και ερμηνεύεται αποκλειστικά από την έντονη αποστροφή των Αθηναίων προς το πρόσωπό του εκείνη την εποχή (423). Και ενώ αποκλίνει από τα μαθηματικά και την έρευνα της φύσεως, αφιερώνεται, με όλη την ευφυΐα που τον διακρίνει, στην αφύπνιση της ηθικής συνείδησης, αποστολή εξαιρετικά επίπονη. Η ηθική οικοδομείται στη βάση αυτής της νεοαποκτηθείσας συνείδησης· η συνείδηση του Θεού, η πίστη στην αθανασία και η υπευθυνότητα αποτελούν τις συνιστώσες της, και επομένως η γνώση, η θέληση και η πίστη αποκτούν για πρώτη φορά παρόμοια συνοχή. Η θεμελιώδης ιδέα του ενέχει αισιοδοξία. Πιστεύει στην αγαθή πρόθεση των θεών-δημιουργών, και προσδίδει σ’ αυτή του την αντίληψη θεολογικό περιεχόμενο, προεκτείνοντάς την με τρόπο που μας επιτρέπει να διακρίνουμε έναν μονοθεϊσμό, τον οποίο μετά δυσκολίας αποκρύπτει η χρήση του πληθυντικού. Μπορεί οι σοφιστές να προηγήθηκαν στην διαμόρφωση της διαλεκτικής και λογικής μεθόδου, την οποία χρησιμοποιεί στους διαλόγους του, προσφέροντάς της μιαν ώθηση από την οποία επωφελήθηκε, χάρη όμως στο Σωκράτη, και μόνο, αποκτά την καθαρή της μορφή· και ο Πλάτων μοιάζει να επιστρέφει βαθμιαία στην προφορική διδασκαλία. Ο Σωκράτης περιέρχεται τη δική του πόλη, την Αθήνα, την οποία σχεδόν ποτέ δεν εγκατέλειψε, και απευθύνεται σε όλους όσους συναντά στο πέρασμά του. Με την έντιμη πρόθεση να βελτιώσει τον άνθρωπο, τους σταματά στο δρόμο για να τους θέσει ερωτήματα, να τους αντικρούσει, να διευθετήσει τις σκέψεις τους. Ο Πλάτωνας έχει αποδώσει με αρκετή σαφήνεια τη μέθοδο που ακολουθούσε ο Σωκράτης· προσφέροντας τον λόγο στον ακροατή του, και αφού ο τελευταίος είχε υποστηρίξει με έμφαση τη δική του άποψή επί του θέματος, συνήθιζε να τον ξαφνιάζει με μια βαθειά και εμπεριστατωμένη σκέψη, ενίοτε με την πρόθεση να τον συνταράξει, και να τον αφήσει ακολούθως να συνεχίσει τον συλλογισμό του. Σε ποιο βαθμό αυτός ο σοφιστής, υπηρέτης του αγαθού, προκαλούσε τον ενθουσιασμό στους συνομιλητές του, μπορούμε να το συνάγουμε διατρέχοντας την ομιλία του Αλκιβιάδη στο Συμπόσιο του Πλάτωνα, η οποία σε συνάφεια με τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα και την Απολογία του Πλάτωνα συνιστά τη σημαντικότερη σχετική μαρτυρία. Εξ άλλου, δεν θα πρέπει καθόλου να μας εκπλήσσει το ότι κατέληξε να προκαλέσει την εχθρότητα όλων των άλλων ανθρώπων και των πολιτικών κομμάτων. Η βελτίωση του εαυτού είναι από μόνη της μια διαδικασία την οποία οι άνθρωποι δεν αποδέχονται εκούσια, δεδομένου ότι καθένας πιστεύει για τον ίδιο ότι είναι γενικά ένας σχετικά καλός άνθρωπος· και το γεγονός ότι συντάρασσε τους ανθρώπους εγκαταλείποντάς τους κατόπιν στην τύχη τους, σε πολλούς δημιουργούσε την εντύπωση ενός σχολαστικού και κακεντρεχούς σοφιστή. Αντικείμενο έρευνας αποτελεί επίσης η σημασία που είχε για τον Σωκράτη το ερώτημα που έθεσε ο Χαιρεφών στο Μαντείο των Δελφών, ερώτημα που αποδοκιμάστηκε ήδη εκείνη την εποχή, και στο οποίο η Πυθία έδωσε μια συνετή, αρνητικής μορφής απάντηση: «Ουδείς σοφότερος του Σωκράτους». Ο ίδιος προσέδωσε μια μετριόφρονα ερμηνεία στην απάντηση του θεού, λέγοντας ότι ο Απόλλων θέλησε απλώς να αποκαλέσει σοφό αυτόν, που όπως ο Σωκράτης, αντιλαμβάνεται τη ματαιότητα της ανθρώπινης γνώσης. Το γεγονός όμως ότι συναναστρεφόταν ανθρώπους κάθε κοινωνικής τάξης και μπορούσε να αποδείξει για παράδειγμα σε έναν επιδέξιο τεχνίτη ότι οι γνώσεις του σε όλους τους άλλους τομείς ήταν ανύπαρκτες, επηρέασε αρνητικά πολλούς ικανούς και ενεργούς πολίτες. Ανεξάρτητα δε από το γεγονός ότι όποιος ομιλεί συνεχώς, ακόμη και αν είναι ο Σωκράτης, δεν μπορεί να ομιλεί πάντοτε σοφά, και ότι ενίοτε οι επαναλαμβανόμενες συγκριτικές αναφορές του δυσαρεστούσαν τους ακροατές του, η συχνή χρήση της ειρωνείας, που απέβλεπε στην «εξουθένωση» του ακροατή του, μιας ειρωνείας που του εξασφαλίζει την υπεροχή, δεν υπήρξε ποτέ ασμένως αποδεκτή· να προσθέσουμε εδώ ότι συχνά περιέπαιζε τα θύματα του ενώπιον ακροατηρίου αποτελούμενου από νέους, των οποίων ενθάρρυνε τη θυμηδία: μια συμπεριφορά που ουδόλως ενθαρρύνει την δημιουργία φιλικού περιβάλλοντος.
Στη απολογία του υποστηρίζει με σθένος την ιερή αποστολή του απέναντι στους Αθηναίους, υπενθυμίζοντας ότι κανένα ανθρώπινο κίνητρο δεν θα μπορούσε να αιτιολογήσει τον παραμερισμό από μέρους του κάθε είδους προσωπικού συμφέροντος· επικαλείται επίσης το δαιμόνιό του, το οποίο είναι κάτι απόλυτα προσωπικό, δηλαδή μια θεϊκή εσωτερική φωνή, με αποτρεπτική και προειδοποιητική ισχύ. Δεν αποκλείεται όμως η επίκληση αυτής της θεϊκής έμπνευσης να τον τοποθέτησε, στην αντίληψη των συμπολιτών του, στο επίπεδο ενός οποιουδήποτε περιφερόμενου μάντη. Κάθε Αθηναίος μπορεί να είχε σχηματίσει μια προσωπική αντίληψη για τον Σωκράτη, γεγονός όμως παραμένει ότι την εποχή της δίκης του κυριαρχούσε ένα αίσθημα απογοήτευσης σε όλα τα επίπεδα.
Ο Σωκράτης καθυβρίστηκε και τελικά θανατώθηκε· φαίνεται όμως ότι, παρότι ο ίδιος διέθετε την απαραίτητη ειρωνεία για να αποπροσανατολίζει τους αντιπάλους του, κανένας απ’ αυτούς δεν διέθετε, όση θα ήταν απαραίτητη, για να τον αγνοήσει. Η συνήθειά του να παρενοχλεί όλο τον κόσμο συνέπεσε με μια εποχή κατά την οποία όλοι οι επώνυμοι πολίτες (δηλαδή το περιβάλλον του) ζούσαν σε ένα κλίμα συνεχούς απειλής, εξ αιτίας της συκοφάντησης, και της απαξίωσης των πολιτικών θεσμών, που τους καθιστούσε ανεπίδεκτους σ’ αυτού του είδους την ειρωνεία, με αποτέλεσμα οι πολίτες να τον αποφεύγουν, και βαθμιαία πολύς κόσμος να του γυρίσει την πλάτη: όπως ιερείς, οπαδοί της αποκατασταθείσης δημοκρατίας, οι οποίοι δεν του συγχώρησαν τις συναναστροφές του με πολλούς ολιγάρχες, σοφιστές, παρωχημένοι πλέον εχθροί της σοφιστικής, και όψιμοι πατριώτες. Και όταν η πολιτεία τον συνέλαβε, όλοι αυτοί συνασπίστηκαν εναντίον του, και κανένας άλλος, με εξαίρεση τους ελάχιστους φίλους του, δεν εναντιώθηκε. Η απουσία οποιουδήποτε είδους οργανωμένης υπεράσπισης του Σωκράτη αποδεικνύει ότι οι Αθηναίοι (μεταξύ τους και πολλοί ευυπόληπτοι πολίτες) δεν είχαν πλέον διάθεση να τον υπομείνουν· η ζοφερή πραγματικότητα που επικράτησε εξ άλλου μετά τους Αιγός Ποταμούς τους είχε δημιουργήσει ένα είδος αδιαφορίας απέναντι στην τύχη συμπολιτών τους, καθώς αντιμετώπιζαν ήδη μεγάλη δυσκολία στην διευθέτηση της προσωπικής τους ζωής. Αλλά και ο ίδιος ο Σωκράτης επέλεξε τον θάνατο, παρότι στον Φαίδωνα του Πλάτωνος αποποιείται την αυτοχειρία. Η διεξαγωγή της δίκης του μας προσφέρει ένα αξιομνημόνευτο παράδειγμα αυτοκυριαρχίας μέσα στα πλαίσια της νομιμότητας, και η κατάληξη τής απολογίας του ένα μνημειώδες αριστούργημα. Ο ισχυρισμός του ότι η εξορία σε μιαν αφιλόξενη πόλη θα συνιστούσε την χειρότερη καταδίκη, είναι απόλυτα πειστικός.
Πολλά από τα στοιχεία του χαρακτήρα και της μοίρας του Σωκράτη γίνονται κατανοητά ακόμη και στις μέρες μας. Αρχικά όλοι οι καιροσκόποι φυσικά θα τον απεχθάνονταν, αλλά και όσοι διέπονται από την πίστη στο καθήκον μετά δυσκολίας θα τον υπέμεναν· ο λαός θα τον συμπαθούσε σχεδόν αποκλειστικά επειδή παρενοχλούσε τους «καθώς πρέπει»· οι ισχυροί θα τον αντιμετώπιζαν με μειδιάματα, οι θρησκευόμενοι θα του αντέτασσαν μια βαθειά πεποίθηση περί ενοχής και καθάρσεως, ενώ οι εγκληματίες θα έμεναν μακριά του. Το ποσοστό αυτών στους οποίους θα είχε πρόσβαση θα ήταν ελάχιστο, και κανείς δεν θα υμνούσε την προσωπική του δόξα ( με τον τρόπο τουλάχιστον που αναδεικνύεται στην Απολογία, και το Συμπόσιο του Ξενοφώντα).
Αναμφίβολα ο Σωκράτης, στην τότε πόλη των Αθηνών, υπήρξε μια μοναδική και ασύγκριτη μορφή· μας κληροδότησε ένα ξεχωριστό πρότυπο, και κατέστη ένα ιδανικό του ελληνικού τρόπου ύπαρξης· θα αποτελεί πάντοτε μια φυσιογνωμία κομβικής σημασίας του συνόλου της τότε αθηναϊκής κοινωνίας, και κορυφαίο παράδειγμα ατομικής χειραφέτησης.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου