Nihilism Before Nietzsche
Michael Allen Gillespie
Παρουσίαση
Σ' αυτό το ρηξικέλευθο έργο, ο Michael Gillespie υποστηρίζει ότι ο Νίτσε παρανόησε τον μηδενισμό και ότι η δική του παρανόηση αποπροσανατόλισε σχεδόν το σύνολο των μεταγενέστερων στοχαστών που ασχολήθηκαν με το θέμα. Αναπλάθοντας τις πνευματικές καταβολές του μηδενισμού πριν πάρει την τελική του μορφή από τον Νίτσε, ο Gillespie εστιάζει την προσοχή του σε αποφασιστικές καμπές της εξέλιξης του μηδενισμού, από τον Όκκαμ και τη νομιναλιστική επανάσταση μέχρι τον Καρτέσιο, τον Φίχτε, τους Γερμανούς Ρομαντικούς, τους Ρώσους μηδενιστές και τον ίδιο τον Νίτσε. Η ανάλυσή του αποδεικνύει ότι ο μηδενισμός δεν είναι το αποτέλεσμα του θανάτου του Θεού, όπως πίστευε ο Νίτσε, αλλά η συνέπεια μιας νέας ιδέας για τον Θεό, ένα Θεό της βούλησης ο οποίος αντιστρέφει όλα τα αιώνια κριτήρια για την αλήθεια και τη δικαιοσύνη. Για να κατανοήσει κανείς τον μηδενισμό, θα πρέπει να κατανοήσει πώς αυτή η ιδέα του Θεού δημιούργησε μια νέα αντίληψη για τον άνθρωπο και τη φύση, που θέτει τη βούληση στη θέση του Λόγου και την ελευθερία στη θέση της αναγκαιότητας και της τάξης.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Προς το τέλος του 19ου αιώνα ο Nietzsche (Νίτσε) διακήρυσσε ότι «ο μηδενισμός βρίσκεται προ των πυλών» και αναρωτιόταν «από πού έρχεται αυτός ο πλέον απόκοσμος απ' όλους τους προσκεκλημένους;». Πίστευε ότι είχε ανακαλύψει την απάντηση σε αυτό το ερώτημα στο γεγονός ότι «ο Θεός πέθανε». Με ελάχιστες εξαιρέσεις, εμείς οι οποίοι ζούμε στη σκιά του Nietzsche έχουμε αποδεχθεί αυτή την ερμηνεία του μηδενισμού ως οριστική. Άραγε όμως αυτή η απάντηση προσεγγίζει την ουσία του μηδενισμού και συλλαμβάνει την πραγματική σημασία του; Ο στόχος αυτού του βιβλίου είναι να υποστηρίξει ότι δεν το κάνει, ότι ο μηδενισμός έχει διαφορετική προέλευση και διαφορετικό νόημα απ' ό,τι ο Nietzsche φαντάζεται.
Ο μηδενισμός, σύμφωνα με τον Nietzsche, είναι η συνέπεια του γεγονότος ότι ο Θεός και όλες οι αιώνιες αλήθειες και τα κριτήρια κλονίστηκαν. Οι ανώτερες αξίες υποτιμήθηκαν. Η αναζήτηση της αλήθειας αποκαλύπτει ότι δεν υπάρχει αναντίρρητη αλήθεια. Η κατανόηση του μηδενισμού στηρίζεται επομένως στην κατανόηση του θανάτου του Θεού. Ο Nietzsche υποστηρίζει ότι ο Θεός πέθανε επειδή ο άνθρωπος έγινε πολύ αδύναμος για να τον υποστηρίξει, πολύ αδύναμος για να δημιουργήσει και να αναδημιουργήσει τον Θεό ή την αλήθεια που είναι αναγκαία για να διατηρηθεί η πίστη στην κυρίαρχη τάξη. Στη μεταφορική γλώσσα του, ο Θεός πέθανε από συμπόνια για την αδυναμία και τα ελαττώματα του ανθρώπου. «Δύο χιλιάδες χρόνια» επισημαίνει ο Nietzsche «και κανένας νέος Θεός». Σε αντιδιαστολή με το πλήθος των θεοτήτων που κατέκλυζε τον αρχαίο κόσμο, αυτή η ανικανότητα φανερώνει την απότομη παρακμή των ανθρώπινων δημιουργικών ικανοτήτων, μια θεμελιώδη αποδυνάμωση της βούλησης. Αυτή η παρακμή, που ξεκίνησε με τον Σωκράτη και τον χριστιανισμό, είναι ο παρατεταμένος θάνατος του Θεού, που μόνο τώρα γίνεται φανερός. Οι συνέπειές του είναι δυσοίωνες:
«Πόσα άραγε θα καταρρεύσουν τώρα που αυτή η πίστη υπονομεύθηκε επειδή οικοδομήθηκαν πάνω σε αυτή την πίστη, στηρίχθηκαν από αυτή, αναπτύχθηκαν μέσα σε αυτή· παραδείγματος χάρη, το σύνολο της ευρωπαϊκής ηθικότητάς μας. Αυτό το πλεόνασμα και η διαδοχή κατάπτωσης, καταστροφής, χρεοκοπίας και κατακλυσμιαίας μεταβολής που τώρα επίκειται - ποιος θα μπορούσε να τα φανταστεί ώστε να αναλάβει να παίξει τον δάσκαλο και να γίνει κήρυκας αυτής της τερατώδους λογικής του τρόμου, ο προφήτης του ζόφους και της έκλειψης του ηλίου, ανάλογο της οποίας ουδέποτε ίσαμε τώρα συνέβη επί της γης».
Ο θάνατος του Θεού, σύμφωνα με τον Nietzsche, οδηγεί σε έναν κόσμο όπου καθετί επιτρέπεται. Οι μεγάλοι πόλεμοι και τα ολοκληρωτικά πειράματα του αιώνα μας αποτελούν την αδιάσειστη μαρτυρία των νιτσεϊκών προβλέψεων, και έτσι καταλήξαμε να αποδεχόμαστε την εξήγησή του για την προέλευση και το νόημα του μηδενισμού ως ορθή.
Αντιμετωπίζουμε πιο επιφυλακτικά τη λύση που πρότεινε. Εάν ο μηδενισμός είναι η συνέπεια της κατάπτωσης του ανθρώπου, τότε αυτό που χρειάζεται για να ξεπεραστεί ο μηδενισμός είναι η εξύψωση του ανθρώπου. Ο άνθρωπος, με άλλα λόγια, πρέπει να γίνει υπεράνθρωπος. Αυτή η λύση δυσφημίστηκε σε μεγάλο βαθμό λόγω της συσχέτισής της με τον ναζισμό, αλλά, ακόμη και σε αντίθεση με την εικόνα του άριου υπερανθρώπου, δεν παύει να προσβάλλει τις δημοκρατικές ευαισθησίες μας. Ωστόσο η λύση που δίνει ο Nietzsche σχετικά με τη μοντέρνα κοινωνία έχει μεγάλη επιρροή, και δεν είναι λίγοι οι δημοκράτες στοχαστές οι οποίοι προσπάθησαν να συμφιλιώσουν την ιδέα του για την υπεράνθρωπο με ένα πιο εξισωτικό και κοινοτικό ιδεώδες μιας υπερανθρωπότητας. Άλλοι στοχαστές υποκατέστησαν τη νιτσεϊκή ιδέα περί ιεραρχίας με την ιδέα της διαφοράς, μετασχηματίζοντας την αντίληψή του για μία κάθετη ιεραρχική τάξη σε μια οριζόντια αταξία ετερότητας. Άλλοι, πάλι, προσπάθησαν να ερμηνεύσουν τον υπεράνθρωπο ως κάποιον ο οποίος υπερβαίνει συνεχώς τους περιορισμούς που θέτει η φύση ή η γλώσσα ή έτερα ανθρώπινα όντα, μετατρέποντας έτσι τη διδασκαλία του υπερανθρώπου σε δόγμα απελευθέρωσης. Αναμφίβολα υπάρχουν ερείσματα για να ερμηνεύσουμε τον Nietzsche με αυτούς τους τρόπους, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι τέτοιες ερμηνείες διαχωρίζονται εύκολα από την ανισοτιμία και την «τερατώδη λογική του τρόμου» που προφητεύει ο Nietzsche. Ακόμη και αυτές οι προσπάθειες να ανακαλύψουμε κάποιον δημοκρατικότερο Nietzsche σε τελική ανάλυση δεν αμφισβητούν την αντίληψή του για την καταγωγή και το νόημα του μηδενισμού. Όταν επιχειρούμε να κατανοήσουμε τον μηδενισμό, σχεδόν όλοι γινόμαστε νιτσεϊκοί.
Προκειμένου να κατανοήσουμε γιατί η θεώρηση (έποψη) του Nietzsche περί μηδενισμού είναι ανεπαρκής, οφείλουμε να ερευνήσουμε τις καταβολές της έννοιας του μηδενισμού. Στη συνέχεια θα δούμε ότι ο νιτσεϊκός ορισμός του μηδενισμού είναι ουσιαστικά η αντιστροφή της έννοιας όπως αρχικά την κατανοούσαν και ότι η λύση που δίνει για τον μηδενισμό στην πραγματικότητα περιπλέκει πολύ περισσότερο το πρόβλημα του μηδενισμού. Σε αντίθεση με την έποψη (φιλοσοφική θεώρηση) του Nietzsche, ο μηδενισμός δεν απορρέει από τον θάνατο του Θεού, αλλά είναι η συνέπεια της γέννησης ή της αναγέννησης ενός διαφορετικού είδους Θεού, ενός παντοδύναμου Θεού με βούληση, ο οποίος θέτει υπό αμφισβήτηση τον Λόγο και τη φύση εν γένει, κι έτσι ανατρέπει όλα τα αιώνια κριτήρια της αλήθειας και της δικαιοσύνης, του καλού και του κακού. Αυτή η ιδέα περί του Θεού κατίσχυσε τον δέκατο τέταρτο αιώνα και διέλυσε τη μεσαιωνική σύνθεση φιλοσοφίας και θεολογίας, εξακοντίζοντας τον άνθρωπο σε ένα νέο τρόπο σκέψης και ύπαρξης, σε μια via moderna που κατ' ουσίαν αντιτίθεται στη via antiqua. Αυτός ο νέος τρόπος σκέψης ήταν, λοιπόν, το θεμέλιο για τη νεοτερικότητα ως σφαίρα της ανθρώπινης αυτοεπιβεβαίωσης. Ο μηδενισμός επομένως έχει τις ρίζες του στα ίδια τα θεμέλια της νεοτερικότητας, παρ’ ότι εμφανίστηκε ως το αποτέλεσμα αλλεπάλληλων μετασχηματισμών της νεοτερικότητας. Σε αυτό το βιβλίο γίνεται διερεύνηση των μετασχηματισμών, των παράξενων στροφών και αντιστροφών της ανθρώπινης σκέψης που οδήγησαν στον μηδενισμό. Είναι η ιστορία του τρόπου με τον οποίο η όψιμη μεσαιωνική σύλληψη ενός παντοδύναμου Θεού ενέπνευσε και εμψύχωσε μια νέα σύλληψη του ανθρώπου και της φύσης και έδωσε την πρωτοκαθεδρία στη βούληση έναντι του Λόγου, και στην ελευθερία έναντι της αναγκαιότητας και της τάξης. Αρχίζει με την ιδέα του Καρτέσιου (Descartes) για τη σκέψη ως βούληση, διέρχεται μέσω της ιδέας του Φίχτε (Fichte) για το απόλυτο εγώ και καταλήγει στον ρητό μηδενισμό του δέκατου ένατου αιώνα. Πρόκειται για την ιστορία του μηδενισμού πριν από τον Nietzsche (Νίτσε).
Συνεχίζεται
Αγιος Μάξιμος, πρός Μαρίνον επιστολή.
Βούλησις είναι όρεξις ωρισμένης παραστάσεως πραγμάτων πού εξαρτώνται από εμάς ή όχι, δηλ. όρεξις πού παίρνει μορφή μέ τήν διάνοια μόνο. Η μόρφωσις τής παραστάσεως είναι όρεξις μόνης τής διανοητικής δυνάμεως άνευ τού κρίνοντος καί αποφασίζοντος δικού μας λόγου καί μοιάζει κάπως μέ τήν φυσική θέληση. Η προαίρεσις όμως είναι όρεξις πού σκέπτεται γιά όσα εξαρτάται από εμάς νά πράττωμε. Η βούλησις δέν αρμόζει μέ όλα όσα αρμόζει η προαίρεσις. Λέμε ότι βουλόμεθα νά υγιαίνωμε καί νά πλουτούμε (πλουτείν) καί αθανατισθείναι, αλλά δέν λέμε ότι προαιρούμεθα γι αυτά. Γιατί η βούληση ισχύει καί γιά τά αδύνατα καί γιά τά δυνατά, η προαίρεσις όμως μόνο γιά τά δυνατά καί όσα μπορούμε εμείς νά κάνωμε. Η βούλησις είναι βούλησις τού τέλους, η προαίρεσις όμως αυτών πού άγουν πρός τό τέλος. Προαιρούμεθα μόνο αυτά πού νομίζουμε ότι μπορεί νά γίνουν από μάς, βουλόμεθα όμως καί όσα υπερβαίνουν τήν δυνατότητά μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου