Άγιος Αυγουστίνος ζωγραφισμένος από τον Sandro Botticelli.
Οι Λατίνοι δεν μπήκαν στο κόπο να εμβαθύνουν την «έννοια» η οποία θα έπρεπε να συσχετιστεί με τον «όρο» Persona, αυξάνοντας τοιουτοτρόπως όλα όσα είχαν κατακτήσει με τον Τερτυλλιανό, στον νέο ορίζοντα που άνοιξε το «ομοούσιος» της Νίκαιας. Αυτό το έλλειμμα, που άρχισε να γίνεται ορατό στο Τριαδικό δόγμα, έγινε οφθαλμοφανές στην Χριστολογία. Διότι ένα πράγμα είναι να απαριθμήσουμε με τον όρο πρόσωπο τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, εντελώς άλλο πράγμα είναι να κατανοήσουμε την ενσάρκωση η οποία επραγματοποιήθη στην ενότητα ενός προσώπου, άλλο πράγμα είναι επιπλέον να κατανοήσουμε ποια περιεχόμενα περιγράφονται με τον όρο πρόσωπον και στην Αγία Τριάδα και στον Χριστό. Πώς μπορούμε να σκεφτούμε πως πολλά πρόσωπα είναι μόνον μία ουσία, του Θεού; Πώς μπορούμε δε αμέσως μετά να κατανοήσουμε πως δύο ουσίες, η θεία και η ανθρώπινη, συναποτελούν μόνον ένα πρόσωπο, το πρόσωπο του Κυρίου;
Μια κάποια απάντηση δόθηκε στη Δύση κατ’ αρχάς από τον Βοήθιο στον έκτο αιώνα και τελειοποιήθηκε στην Σχολαστική θεολογία, παρότι ανάμεσα στον τέταρτο και τον πέμπτο αιώνα ο Αυγουστίνος είχε προσφέρει εκείνα τα στοιχεία που επέτρεπαν στον όρο Persona να αποκτήσει μια τόσο πολύτιμη σημασία, η οποία διατηρείται ακόμη μέχρι σήμερα!
Στο ξεκίνημα του De Trinitate, o Αυγουστίνος αναγγέλλει την ισότητα και την ενότητα της ουσίας (substanzia ή essentia) και μόνον σε μια δεύτερη στιγμή την διάκριση των προσώπων στον Θεό. Στο τέλος δε του ιδίου βιβλίου, το οποίο ξεχειλίζει από θρησκευτικό πάθος, στρέφεται και προσεύχεται στην Αγία Τριάδα σαν σε ένα μοναδικό «υποκείμενο», ένα μοναδικό και ανεπανάληπτο «εσύ»!
Ο «εννοιολογικός κόπος» θα συγκεντρωθεί γύρω από την εναρμόνιση της ενότητος της ουσίας με την τριάδα των προσώπων. Η ερώτηση γύρω από την οποία γυρίζει ολόκληρο το De Trinitate είναι η εξής: Πώς είναι δυνατόν να ομολογήσουμε τη διάκριση χωρίς να εισάγουμε την πολλαπλότητα στον θεό;
Την ίδια στιγμή βεβαίως η «οικονομία» της Σωτηρίας και η «ιστορία» του Χριστού παραμένουν στην σκιά. Ο,τιδήποτε θα μπορούσε να μειώσει το δόγμα του ΕΝΟΣ εγκαταλείπεται. Προηγείται απολύτως κάθε προσπάθειας ο μονοθεϊσμός και η εξασφάλισή του.
Μέσα σε αυτή την πίεση ο Αυγουστίνος επινοεί την κατηγορία της σχέσης για να εξασφαλίσει την εσωτερική ζωή της Τριάδος. Η Σχέση αντισταθμίζει το απόλυτο της ουσίας με το σχετικό, το οποίο δείχνεται ήδη με τα ίδια τα ονόματα, δηλαδή του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Ξεκινά λοιπόν την έρευνά του τονίζοντας πως στη συνηθισμένη του χρήση ο όρος persona είναι απόλυτος, δεν είναι σχετικός. Παραπέμπει περισσότερο στην ουσία παρά στη σχέση. Persona ορίζει ένα ανθρώπινο άτομο στην μοναδικότητά του και στην μοναξιά του. Δεν είναι ο πλέον κατάλληλος όρος για να χαρακτηρίσει την Τριάδα. Διότι κατά τον Αυγουστίνο τα ονόματα της Αγίας Τριάδος που μας αποκαλύφθηκαν είναι σχετικά! Πατήρ και Υιός φανερώνουν αμέσως μια αμοιβαιότητα: δεν υπάρχει Πατήρ χωρίς Υιό και αντίστροφα, παρότι το Πνεύμα δεν φανερώνει την σχέση με τόση καθαρότητα, όσο το άλλο όνομα του τρίτου προσώπου, της Αγίας Τριάδος, αυτού του «δώρου».
Έτσι το πρόσωπο του Πατρός π.χ. είναι κατά τον Αυγουστίνο η ίδια η ουσία του Πατρός αλλά η ουσία του Πατρός είναι ο ίδιος ο Πατήρ όχι επειδή είναι «Πατήρ» αλλά επειδή «είναι». Το πρόσωπο του Πατρός λοιπόν δεν είναι παρά ο ίδιος ο Πατήρ. Δεν έχει μεγάλη εμπιστοσύνη λοιπόν στον όρο πρόσωπο. Επειδή σημαίνει «ατομική ουσία» και επειδή δεν μεταφέρεται εύκολα στην σχεσιακή πραγματικότητα της Αγίας Τριάδος.
Κάποια στιγμή βεβαίως δια χειρός Θωμά Ακινάτη, το πρόσωπο θα συνδυαστεί τόσο καλά με την σχέση που θα μπορεί και να αντικαθιστά το ένα το άλλο στην κοινή τους έννοια. Ο Ακινάτης θα δηλώσει ευθαρσώς πως το πρόσωπο στον θεό δεν είναι «σχετικό» αλλά είναι μια πραγματική και αυτόνομη σχέση. Ο όρος πρόσωπο ορίζει την σχέση «όχι όμως με τον τρόπο της σχέσης, αλλά με τον τρόπο της ουσίας» (Summa Theol. I, q.29, a.4, ad.1).
Εάν λοιπόν η «άπειρη διαφορά ποιότητος» του προσώπου, όπως υπάρχει στον θεό και όπως πραγματοποιείται στον άνθρωπο εξαρτάται μόνο από το γεγονός ότι στον θεό είναι μια σχεσιακή πραγματικότης ενώ στον άνθρωπο είναι μια πραγματικότης απόλυτη, ξεχωριστή, μοναχική, τότε ο Αυγουστίνος δεν είναι εντελώς αθώος για την μοναξιά του cogito το οποίο η σύγχρονη σκέψη θα θεωρήσει καταστατικό του ανθρωπίνου προσώπου. Δεν θα μπορούσε όμως το πρόσωπο ακόμη και στον άνθρωπο να είναι ουσιωδώς σχεσιακό ακόμη και αν είναι ποιοτικώς διαφορετικό από τις σχέσεις που υπάρχουν στον θεό;
Μ’ αυτό το ερώτημα ο Αυγουστίνος διαστέλλει τα όρια του ανθρωπίνου πνεύματος. Όσα χάνει από την «οικονομία» τα κερδίζει στην ανακάλυψη της εσωτερικότητος. Πριν από τον Αυγουστίνο οι αναλογίες που χρησιμοποιούντο για να γίνουν κατανοητά η Γένηση του Υιού και η Εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος αποτελούσαν μέρος της κοσμικής εμπειρίας. Το φως με την λάμψη του και η ακτίνα, η φωτιά με την φλόγα και την θερμότητα, το δένδρο με τις ρίζες και το φρούτο. Αυτό το κοσμολογικό μοντέλο αντικαθιστά ο Αυγουστίνος με το ανθρωπολογικό. Για την κατανόηση της θείας ζωής ο Αυγουστίνος προτιμά την εσωτερική ζωή του ανθρώπου. Προτιμά να σκύψει και να κοιτάξει μέσα στα βάθη του ανθρωπίνου πνεύματος και εδώ να βρει την εικόνα της τριάδος. Μ’ αυτόν τον τρόπο θεός και άνθρωπος, πρόσωπο και συνείδηση συσφίγγονται από τον Αυγουστίνο όσο δεν είχε ξαναγίνει πριν απ’ αυτόν!
Με τον Αυγουστίνο λοιπόν εμφανίζεται στην Ιστορία μια καινούργια έννοια του ανθρώπου. Αυτή η ανθρωπολογική στροφή συνδυάζεται με την ανάλυση της συνειδήσεως στο De Trinitate και με την θεολογική στροφή που αντιπροσωπεύει αυτό το βιβλίο. Όταν μετά από αιώνες, αυτή η έννοια θα ανθίσει στο καρτεσιανό cogito, όταν δηλαδή πρόσωπο θα σημάνει πλέον αυτοσυνειδησία, η κληρονομιά του Αυγουστίνου θάχει προκαλέσει τα πιο εκπληκτικά αποτελέσματα. Ερευνώντας μέσα στην δομή της ψυχής την εικόνα της Αγίας Τριάδος, δεν θεμελίωσε μόνον το θεολογικό δόγμα της σχέσης και εκείνο του Λόγου, δεν πρόσφερε στον Μυστικισμό τους τρόπους έκφρασης με τους οποίους μπορούσε να εκφράσει τις εμπειρίες του, αλλά απεκάλυψε μια εσωτερικότητα η οποία από τον Καρτέσιο στον Πασκάλ, από τον Κίρκεγκαρντ στον Χούσσερλ θα προσπαθεί, ακολουθώντας τον δάσκαλό της, να αποκαλυφθεί με την σειρά της!
Αμέθυστος
Μια κάποια απάντηση δόθηκε στη Δύση κατ’ αρχάς από τον Βοήθιο στον έκτο αιώνα και τελειοποιήθηκε στην Σχολαστική θεολογία, παρότι ανάμεσα στον τέταρτο και τον πέμπτο αιώνα ο Αυγουστίνος είχε προσφέρει εκείνα τα στοιχεία που επέτρεπαν στον όρο Persona να αποκτήσει μια τόσο πολύτιμη σημασία, η οποία διατηρείται ακόμη μέχρι σήμερα!
Στο ξεκίνημα του De Trinitate, o Αυγουστίνος αναγγέλλει την ισότητα και την ενότητα της ουσίας (substanzia ή essentia) και μόνον σε μια δεύτερη στιγμή την διάκριση των προσώπων στον Θεό. Στο τέλος δε του ιδίου βιβλίου, το οποίο ξεχειλίζει από θρησκευτικό πάθος, στρέφεται και προσεύχεται στην Αγία Τριάδα σαν σε ένα μοναδικό «υποκείμενο», ένα μοναδικό και ανεπανάληπτο «εσύ»!
Ο «εννοιολογικός κόπος» θα συγκεντρωθεί γύρω από την εναρμόνιση της ενότητος της ουσίας με την τριάδα των προσώπων. Η ερώτηση γύρω από την οποία γυρίζει ολόκληρο το De Trinitate είναι η εξής: Πώς είναι δυνατόν να ομολογήσουμε τη διάκριση χωρίς να εισάγουμε την πολλαπλότητα στον θεό;
Την ίδια στιγμή βεβαίως η «οικονομία» της Σωτηρίας και η «ιστορία» του Χριστού παραμένουν στην σκιά. Ο,τιδήποτε θα μπορούσε να μειώσει το δόγμα του ΕΝΟΣ εγκαταλείπεται. Προηγείται απολύτως κάθε προσπάθειας ο μονοθεϊσμός και η εξασφάλισή του.
Μέσα σε αυτή την πίεση ο Αυγουστίνος επινοεί την κατηγορία της σχέσης για να εξασφαλίσει την εσωτερική ζωή της Τριάδος. Η Σχέση αντισταθμίζει το απόλυτο της ουσίας με το σχετικό, το οποίο δείχνεται ήδη με τα ίδια τα ονόματα, δηλαδή του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Ξεκινά λοιπόν την έρευνά του τονίζοντας πως στη συνηθισμένη του χρήση ο όρος persona είναι απόλυτος, δεν είναι σχετικός. Παραπέμπει περισσότερο στην ουσία παρά στη σχέση. Persona ορίζει ένα ανθρώπινο άτομο στην μοναδικότητά του και στην μοναξιά του. Δεν είναι ο πλέον κατάλληλος όρος για να χαρακτηρίσει την Τριάδα. Διότι κατά τον Αυγουστίνο τα ονόματα της Αγίας Τριάδος που μας αποκαλύφθηκαν είναι σχετικά! Πατήρ και Υιός φανερώνουν αμέσως μια αμοιβαιότητα: δεν υπάρχει Πατήρ χωρίς Υιό και αντίστροφα, παρότι το Πνεύμα δεν φανερώνει την σχέση με τόση καθαρότητα, όσο το άλλο όνομα του τρίτου προσώπου, της Αγίας Τριάδος, αυτού του «δώρου».
Έτσι το πρόσωπο του Πατρός π.χ. είναι κατά τον Αυγουστίνο η ίδια η ουσία του Πατρός αλλά η ουσία του Πατρός είναι ο ίδιος ο Πατήρ όχι επειδή είναι «Πατήρ» αλλά επειδή «είναι». Το πρόσωπο του Πατρός λοιπόν δεν είναι παρά ο ίδιος ο Πατήρ. Δεν έχει μεγάλη εμπιστοσύνη λοιπόν στον όρο πρόσωπο. Επειδή σημαίνει «ατομική ουσία» και επειδή δεν μεταφέρεται εύκολα στην σχεσιακή πραγματικότητα της Αγίας Τριάδος.
Κάποια στιγμή βεβαίως δια χειρός Θωμά Ακινάτη, το πρόσωπο θα συνδυαστεί τόσο καλά με την σχέση που θα μπορεί και να αντικαθιστά το ένα το άλλο στην κοινή τους έννοια. Ο Ακινάτης θα δηλώσει ευθαρσώς πως το πρόσωπο στον θεό δεν είναι «σχετικό» αλλά είναι μια πραγματική και αυτόνομη σχέση. Ο όρος πρόσωπο ορίζει την σχέση «όχι όμως με τον τρόπο της σχέσης, αλλά με τον τρόπο της ουσίας» (Summa Theol. I, q.29, a.4, ad.1).
Εάν λοιπόν η «άπειρη διαφορά ποιότητος» του προσώπου, όπως υπάρχει στον θεό και όπως πραγματοποιείται στον άνθρωπο εξαρτάται μόνο από το γεγονός ότι στον θεό είναι μια σχεσιακή πραγματικότης ενώ στον άνθρωπο είναι μια πραγματικότης απόλυτη, ξεχωριστή, μοναχική, τότε ο Αυγουστίνος δεν είναι εντελώς αθώος για την μοναξιά του cogito το οποίο η σύγχρονη σκέψη θα θεωρήσει καταστατικό του ανθρωπίνου προσώπου. Δεν θα μπορούσε όμως το πρόσωπο ακόμη και στον άνθρωπο να είναι ουσιωδώς σχεσιακό ακόμη και αν είναι ποιοτικώς διαφορετικό από τις σχέσεις που υπάρχουν στον θεό;
Μ’ αυτό το ερώτημα ο Αυγουστίνος διαστέλλει τα όρια του ανθρωπίνου πνεύματος. Όσα χάνει από την «οικονομία» τα κερδίζει στην ανακάλυψη της εσωτερικότητος. Πριν από τον Αυγουστίνο οι αναλογίες που χρησιμοποιούντο για να γίνουν κατανοητά η Γένηση του Υιού και η Εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος αποτελούσαν μέρος της κοσμικής εμπειρίας. Το φως με την λάμψη του και η ακτίνα, η φωτιά με την φλόγα και την θερμότητα, το δένδρο με τις ρίζες και το φρούτο. Αυτό το κοσμολογικό μοντέλο αντικαθιστά ο Αυγουστίνος με το ανθρωπολογικό. Για την κατανόηση της θείας ζωής ο Αυγουστίνος προτιμά την εσωτερική ζωή του ανθρώπου. Προτιμά να σκύψει και να κοιτάξει μέσα στα βάθη του ανθρωπίνου πνεύματος και εδώ να βρει την εικόνα της τριάδος. Μ’ αυτόν τον τρόπο θεός και άνθρωπος, πρόσωπο και συνείδηση συσφίγγονται από τον Αυγουστίνο όσο δεν είχε ξαναγίνει πριν απ’ αυτόν!
Με τον Αυγουστίνο λοιπόν εμφανίζεται στην Ιστορία μια καινούργια έννοια του ανθρώπου. Αυτή η ανθρωπολογική στροφή συνδυάζεται με την ανάλυση της συνειδήσεως στο De Trinitate και με την θεολογική στροφή που αντιπροσωπεύει αυτό το βιβλίο. Όταν μετά από αιώνες, αυτή η έννοια θα ανθίσει στο καρτεσιανό cogito, όταν δηλαδή πρόσωπο θα σημάνει πλέον αυτοσυνειδησία, η κληρονομιά του Αυγουστίνου θάχει προκαλέσει τα πιο εκπληκτικά αποτελέσματα. Ερευνώντας μέσα στην δομή της ψυχής την εικόνα της Αγίας Τριάδος, δεν θεμελίωσε μόνον το θεολογικό δόγμα της σχέσης και εκείνο του Λόγου, δεν πρόσφερε στον Μυστικισμό τους τρόπους έκφρασης με τους οποίους μπορούσε να εκφράσει τις εμπειρίες του, αλλά απεκάλυψε μια εσωτερικότητα η οποία από τον Καρτέσιο στον Πασκάλ, από τον Κίρκεγκαρντ στον Χούσσερλ θα προσπαθεί, ακολουθώντας τον δάσκαλό της, να αποκαλυφθεί με την σειρά της!
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου